Οταν η ελευθερία των πολιτών ορίζεται από τις ανάγκες της ελευθερίας της αγοράς
Η είδηση έκανε, και εξακολουθεί να κάνει, τον γύρο του κόσμου: Εχοντας παραστεί στη δημόσια κακοποίηση ενός ήδη ακινητοποιημένου και ανήμπορου αλλοδαπού που κατηγορούνταν για ληστεία, ένας «κανονικός» πολίτης, που τυχαίνει να είναι δημόσιος υπάλληλος, τολμά να διαμαρτυρηθεί («ευπρεπώς» από ό,τι φαίνεται) για το ανοίκειο θέαμα. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο.
Συλλαμβάνεται παραχρήμα, υφίσταται τους κεκανονισμένους σωματικούς και ψυχικούς εξευτελισμούς και, στη συνέχεια, δίχως καμιάν απολύτως αποχρώσα ένδειξη ή μαρτυρία, κατηγορείται και παραπέμπεται ως συνεργός του κατηγορούμενου αλλοδαπού. Παρόλο όμως που η πράξη του είχε χαρακτηριστεί κακουργηματική, δεν προφυλακίστηκε.
Μη έχοντας πεισθεί για το αξιόπιστο των κατηγοριών, το δικαστικό συμβούλιο αποφάνθηκε ότι έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος, χωρίς περιοριστικούς όρους. Μέχρις εδώ λοιπόν το σενάριο ακολουθεί γνωστά χνάρια. Ακόμα και αν οι διωκτικές αρχές εξάντλησαν τα περιθώρια της εγγενούς τους αυθαιρεσίας, η τακτική Δικαιοσύνη απεκατέστησε μια στοιχειωδώς δίκαια τάξη πραγμάτων. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι αυτός είναι και ο λόγος της λεγόμενης διάκρισης των εξουσιών. Ηδη από τον Μοντεσκιέ, γνωρίζουμε πως, προκειμένου να αποφεύγονται εξόφθαλμες καταχρήσεις, η εξουσία δεν επιτρέπεται να ασκείται ως ενιαία και ανεξέλεγκτη. Η κοσμοϊστορική αυτή τομή του νεότερου φιλελεύθερου κόσμου θεμελιώνεται στην αφετηριακή εξουσιοφοβία των δύσπιστων. Ετσι, λοιπόν, εφεξής, άλλοι πρέπει να νομοθετούν, άλλοι να κυβερνούν και άλλοι να δικάζουν.
Στους καιρούς μας όμως όλα αυτά φαίνεται να ανατρέπονται. Παρόλο που το κατηγορητήριο κατέρρευσε, ο ήρωας της ιστορίας μας κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Ο νέος νόμος για τη «διαθεσιμότητα» των δημόσιων υπαλλήλων θεωρεί ως «επίορκους», άρα και απολυτέους, όλους εκείνους που έχουν απλώς «κατηγορηθεί» για έγκλημα. Δεν εξετάζεται ούτε τι έκαναν πράγματι, ούτε αν συντρέχουν ελαφρυντικά, ούτε καν αν είχαν ακλόνητο άλλοθι. «Επίορκοι» είναι εκείνοι που απλώς μπλέχτηκαν στα γρανάζια μιας οποιασδήποτε ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης.
Ακόμα και αν μπορούν να αποδείξουν την αθωότητά τους, ακόμα και αν είναι θύματα σκευωριών ή απλών καφκικών «παρεξηγήσεων», οι δημόσιοι λειτουργοί βρίσκονται πια στο έλεος της κακοβουλίας των άλλων, της κακής τους τύχης ή της αυθαίρετης απόφασης των χολερικών αστυφυλάκων που βρέθηκαν στον δρόμο τους. Με αυτήν την έννοια, «επίορκοι» είναι εκείνοι που παρέβησαν τον «όρκο» ότι ουδέποτε θα «μπλέξουν». Ο απόλυτος θεσμικός και ηθικός παραλογισμός είναι λοιπόν εξόφθαλμος. Και αν τα αποτελέσματα της ατυχίας ή έστω της ολιγωρίας δεν ήταν τόσο δραματικά για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους, θα μπορούσε κανείς απλώς να καγχάσει. Ακόμα και η «Δίκη» του Κάφκα έχει κατά καιρούς διασκευασθεί ως φάρσα.
Ομως, οι νέες μορφές τού «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» -και μαζί με αυτές οι πρακτικές τού χειροδικείν και του ελευθέρως απολύειν- δεν είναι τυχαίες. Είτε ως ενσυνείδητη πολιτική επιλογή, είτε ως «παράπλευρη απώλεια» ενός συστήματος που οφείλει σε κάθε περίπτωση να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά και απρόσκοπτα, η αναδυόμενη εξουσία δομείται κάτω από τον αστερισμό της αυθαιρεσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το κράτος δικαίου μεταμορφώνεται βαθμιαία σε κράτος αποτελεσματικής σκοπιμότητας. Από τη στιγμή που οι αξιακές και πολιτικές θεμελιώσεις της κοινωνίας προδιαγράφονται από ένα παγκόσμιο σύστημα που δρα έξω από τη φιλελεύθερη επικράτεια και από τη στιγμή που η πορεία των αγορών αναδεικνύεται στο κύριο μέλημα των επιμέρους εξουσιών, η εμμονή σε «σχολαστικούς» δικαιοκρατικούς αυτοματισμούς εμφανίζεται πλέον ως πολυτέλεια.
Η άνευ όρων υλοποίηση των επιδιωκόμενων στόχων πρέπει να προτάσσεται οποιουδήποτε άλλου μελήματος. Εστω και αν βρίσκονται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, έστω και αν έρχονται σε αντίθεση με όλες τις κατά παράδοσιν ισχύουσες αξιακές αφετηρίες, οι στόχοι πρέπει να επιτευχθούν πάση θυσία. Ετσι και μόνον εξηγείται ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία των φιλελεύθερων καθεστώτων, ορισμένες τουλάχιστον από τις έννομες συνέπειες της δίωξης εξομοιώνονται με αυτές της καταδίκης, ότι καταργείται (έστω υπό όρους) το «τεκμήριο αθωότητας» και ότι αποδυναμώνεται το μονοπώλιο της δικαστικής εξουσίας να απονέμει δικαιοσύνη. Ετσι επίσης εξηγείται ότι, στο όνομα της σωτηρίας της πατρίδας, της ασφάλειας, της τάξης, του ορθού λόγου, της πολιτικής σωφροσύνης, μετασημασιολογούνται και περιορίζονται πολλά από τα κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ελευθερία των πολιτών οριοθετείται από τις ανάγκες της ελευθερίας της αγοράς.
Υπό τους όρους αυτούς, όμως, κλονίζεται ολόκληρο το φιλελεύθερο οικοδόμημα. Η φετιχοποίηση της άμεσης αποτελεσματικότητας, ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, συνιστά επιστροφή στην προφιλελεύθερη αυταρχική αυθαιρεσία. Στη θέση τής ελέω Θεού κληρονομικής διαδοχής τίθεται η μετά λόγου γνώση των επαϊόντων. Δεν απέχουμε λοιπόν πολύ από τη ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ότι «το Κράτος είμαι εγώ». Πολύ περισσότερο που ο ανεύθυνος ηγεμών δεν αντικαθίσταται πια από έναν κυρίαρχο λαό που δεν μπορεί ποτέ να «πλανάται». Η προϊούσα έκλειψη της λαϊκής κυριαρχίας μάς οδηγεί σε μια νεότευκτη «τεχνογνωσιακή» κυριαρχία που νομιμοποιείται αφ” εαυτής δίχως να χρειάζεται ούτε να εξηγεί ούτε να απολογείται.
Πράγματι, η αυθαίρετη αυταρχικότητα της εξουσίας δικαιώνεται και εκλογικεύεται μέσα από το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται πια να γεννηθούν άλλοι «αρμόδιοι» θεοί. Ετσι, οι οποιεσδήποτε θεσμικές αγκυλώσεις του παρελθόντος μπορούν πάντα να ξεπεραστούν ή να καταστρατηγηθούν από εκείνους που κατέχουν το μονοπώλιο της γνώσης και της ισχύος. Προκειμένου να σωθεί η πατρίδα, πρέπει να υπάρξουν θύματα. Προκειμένου να επιζήσουν μερικοί, πρέπει να λιμοκτονήσουν άλλοι. Προκειμένου να σωρεύουν τα αφορολόγητα κέρδη τους οι προνομιούχοι, πρέπει να φορολογούνται ανηλεώς οι υπόλοιποι. Και προκειμένου να αποψιλωθεί ο υπερδιογκωμένος δημόσιος τομέας, πρέπει να απολυθούν και ορισμένοι «χρήσιμοι υπεράριθμοι» ή και «αθώοι επίορκοι».
Η κοινωνική κατανομή των προεκτάσεων της αποτελεσματικότητας εμφανίζεται με τη μορφή ενός έλλογου παιγνίου μηδενικού αθροίσματος με δεδομένους μετα-ιστορικούς κανονισμούς. Αφήστε λοιπόν τους αυτόκλητους διαιτητές που, μόνοι αυτοί, γνωρίζουν να μοιράζουν «ορθολογικά» τα προνόμια, τις ευκαιρίες και τα καθήκοντα να υλοποιήσουν τη γνώση τους και να κάνουν τη δουλειά τους. Πειθαρχήστε, σεβαστείτε τις εξουσίες, μη διαμαρτύρεσθε, μη φυτρώνετε εκεί που δεν σας σπέρνουν, υπακούστε στη φωνή του ενός και μοναδικού λόγου όπως εκφέρεται από τους προφήτες. Και γι” αυτό, πριν από όλα, πρέπει να πιστεύετε και να μην ερευνάτε, δηλαδή να μην το ψάχνετε…
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε