ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ Ν. 4046/2012, 4093/2012, 4127/2013
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν.Δ 356/1974, Ν.2238/1994, Ν.2859/2000
Υποπαράγραφος Α.3- Διάκριση ληξιπροθέσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης
1. Με την υποπαρ. Α.3 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 82 του ν.δ 356/1974 (ΚΕΔΕ), που έχει ως εξής:
'Αρθρο 82 Ν.Δ. 356/74 : Διαγραφή των προς το Δημόσιον χρεών
1. Χρέη γενικά προς το Δημόσιο μπορεί να διαγραφούν ολικά ή μερικά:
Ι. Με απόφαση της γνωμοδοτικής επιτροπής της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2648/1998, εάν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή του υποχρέου μέχρι χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
ΙΙ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής παροχής διευκολύνσεων του άρθρου 15 του Ν. 2648/1998, εάν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή του υποχρέου πάνω από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
Προϋπόθεση για την κατά τα ανωτέρω διαγραφή των χρεών είναι αυτά να οφείλονται:
α) Από οφειλέτες που απεβίωσαν χωρίς να αφήσουν οποιαδήποτε περιουσία και οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά.
β) Από άπορους οφειλέτες, των οποίων η απορία διαπιστώνεται από στοιχεία της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου όπου βεβαιώθηκε το χρέος ή από κάθε άλλη δημόσια αρχή και η είσπραξη του χρέους δεν έχει επιτευχθεί μέσα σε πέντε (5) έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε παρά τη λήψη όλων των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις μέτρων είσπραξης.
γ) Από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που στερούνται περιουσίας ή των οποίων εκποιήθηκε αναγκαστικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή με τη διαδικασία της εκκαθάρισης, ολόκληρη η περιουσία, εφόσον, ύστερα από παρέλευση πέντε (5) ετών από τη βεβαίωση του χρέους, η κατά περίπτωση αρμόδια επιτροπή διαπιστώνει αιτιολογημένα ότι έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την είσπραξη του χρέους και όχι ακόμη και να ληφθούν όλα τα λοιπά μέτρα, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, δεν θα ήταν δυνατή η είσπραξή του.
Σε περίπτωση ύπαρξης μερικής φοροδοτικής ικανότητας των οφειλετών αυτών, η διαγραφή μπορεί να περιοριστεί και πριν από την παρέλευση της πενταετίας από τη βεβαίωση του χρέους, ολικά ή μερικά στα πάσης φύσεως σχετικά πρόστιμα, πρόσθετους φόρους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής
δ) από οφειλέτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που παρουσιάζουν μερική φοροδοτική ικανότητα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να περιοριστούν ολικά ή μερικά οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την οφειλή
2. Η αίτηση του οφειλέτη για διαγραφή χρεών τίθεται υπόψη από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου στην επιτροπή της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2648/1998 ή διαβιβάζεται στην επιτροπή του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, κατά περίπτωση, μαζί με πίνακα χρεών και λοιπά δικαιολογητικά, με αιτιολογημένη γνώμη του επί του αιτήματος, καθώς και τη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή όταν η αίτηση διαβιβάζεται στην επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 2648/1998. Ειδικά για την περίπτωση α' της προηγούμενης παραγράφου, πρόταση για διαγραφή χρεών συνοδευόμενη από τα ανωτέρω δικαιολογητικά μπορεί να υποβληθεί στην αρμόδια επιτροπή οίκοθεν από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου με τη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή.
3. Υποθέσεις για διαγραφή χρεών για τις οποίες εκδόθηκε απορριπτική απόφαση δεν δύνανται να επανεξεταστούν πριν περάσουν δύο (2) έτη από την έκδοση της απόφασης.
4. Δι' ομοίων αποφάσεων και κατά την αυτήν διαδικασίαν χρέη διαγραφέντα δύνανται να επαναβεβαιωθούν, εν όλω ή εν μέρει, κατόπιν προτάσεως του αρμοδίου Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου, εάν εβελτιώθη η οικονομική κατάστασις του οφειλέτου και εφ' όσον τα χρέη ταύτα δεν θα είχον παραγραφή εάν δεν είχε μεσολαβήσει η διαγραφή".
Υποπαράγραφος Α.4- Διαγραφή των οφειλών προς το Δημόσιο
2. Με την υποπαρ. Α.4 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 82Α του ν.δ 356/1974, που έχει ως εξής:
«Άρθρο 82Α
Διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης από την υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένες καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία της υπηρεσίας, με απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειάς του. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει οριστικά μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές χαρακτηρίζονται εκείνες για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλες οι ενέργειες εντοπισμού πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης και σε κάθε περίπτωση οι εξής:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν προέκυψε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων.
β. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον έχουν εντοπιστεί ακίνητα ή κινητά πράγματα, ικανά να καλύψουν μέρος ή το σύνολο των οφειλών, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση από το Δημόσιο ή τρίτους και από το
προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη δεν εξοφλήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του Δημοσίου.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτόν ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής.
δ. Δεν υφίσταται πτωχευτική και μεταπτωχευτική περιουσία ή έχει εκποιηθεί η υπάρχουσα, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
ε. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση υπό εκκαθάριση, η διαδικασία αυτής και δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία.
στ. Έχουν ολοκληρωθεί, προκειμένου για χρέη για την καταβολή των οποίων υπάρχουν συνυπόχρεοι, και ως προς αυτούς τουλάχιστον οι ενέργειες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄.
ζ. Έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ποινική διαδικασία σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) και ο οφειλέτης έχει υποβληθεί σε εκτέλεση της ποινής που έχει καταγνωσθεί σε βάρος του.
3. Η πρόταση για την καταχώριση στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης υποβάλλεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή προς την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, με τα πλήρη στοιχεία και την αιτιολογημένη άποψη αυτού. Από τα στοιχεία πρέπει να αποδεικνύεται ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την είσπραξη της οφειλής η οποία θεωρείται ανεπίδεκτη είσπραξης και ότι δεν υπάρχει πλέον καμία πηγή αποπληρωμής της. Έλεγχος και επαλήθευση των υποβαλλόμενων στοιχείων διενεργείται από την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, η οποία και εισηγείται στην Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 5.
4. Η πρόταση δεν υποβάλλεται εφόσον υπάρχει πιθανότητα έστω και μερικής είσπραξης της οφειλής. Αν εντοπιστούν κενά στην πρόταση ο φάκελος με τα επισυναπτόμενα στοιχεία επιστρέφεται από την Κεντρική Υπηρεσία για να συμπληρωθεί ενώ, αν εντοπιστεί πηγή μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ο φάκελος επιστρέφεται και η απαίτηση κατά το μέρος που μπορεί να εισπραχθεί χαρακτηρίζεται εισπράξιμη.
5. Η πρόταση αναρτάται στο διαδίκτυο (Πρόγραμμα «Διαύγεια») και μετά παρέλευση τριάντα ημερών από την ανάρτησή της, η πρόταση και τα παραστατικά της στοιχεία υποβάλλονται σε επιτροπή που αποτελείται από:
α) έναν Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ), ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ,
β) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας, ως μέλος,
γ) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ως μέλος.
Εισηγητής στην Επιτροπή είναι, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων.
Αν η αίτηση αφορά τελωνειακή οφειλή συμμετέχει στην Επιτροπή και ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, με εισηγητή τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών.
Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή ορίζονται και οι αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής, καθώς και υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων, ως Γραμματείς της Επιτροπής.
6. Η Επιτροπή αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αναζητά εφόσον το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία ή τρίτο και γνωμοδοτεί θετικά ή αρνητικά, για την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης ή για την απόρριψη του αιτήματος. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αφού λάβει υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, αποφασίζει για την καταχώριση ή μη του συνόλου ή μέρους της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
7. Με απόφαση του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας για τον οφειλέτη φορολογικής αρχής, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη και μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οφειλή που έχει καταχωρισθεί κατά τα ανωτέρω στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από τα βιβλία αυτά και επανεγγράφεται στα βιβλία των εισπράξιμων, εάν σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών από την εγγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο που καλύπτει μερικά ή ολικά την οφειλή. Κατά το χρονικό διάστημα από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης μέχρι και την ημερολογιακή λήξη του εικοστού έτους από αυτή, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της, δεν χορηγείται φορολογική ενημερότητα στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για οποιαδήποτε αιτία, δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και δεν χορηγούνται πιστοποιητικά για μεταβίβαση ή απόκτηση περιουσιακών στοιχείων.
8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τις διαγραφές που διενεργούνται με το άρθρο 82.
9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να προστίθενται περαιτέρω κριτήρια και προϋποθέσεις καταχώρισης στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και διαγραφής από τα βιβλία αυτά και επανεγγραφής τους στην κατηγορία των εισπράξιμων των παραπάνω οφειλών και να ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος, η διαδικασία και κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση, την παρακολούθηση, τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών καταχώρισης στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Υποπαράγραφος Α.5- Τροποποίηση διατάξεων σχετικά με την διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών
3. Με το στοιχείο α της περ. 3 της υποπαρ. Α.5 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 70Α του Κ.Φ.Ε, που έχει ως εξής:
Διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών στη Γενική ΔιεύθυνσηΦορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων» του Υπουργείου Οικονομικών
3. Δεν θίγονται τα υφιστάμενα όργανα και οι ισχύουσες διαδικασίες για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
Κατ' εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον η διαφορά υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, η Επιτροπή του παρόντος άρθρου είναι αποκλειστικά αρμόδια για διοικητική επίλυση της διαφοράς.»
4. Με την στοιχείο. β της περ. 3 της υποπαρ. Α.5 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 70Α του Κ.Φ.Ε, που έχει ως εξής:
4. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε πράξη καταλογισμού φόρου ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά της, «ως προς τον κύριο φόρο, τέλος ή εισφορά ή ως προς τον καταλογισμό της οικείας παράβασης,» να ζητήσει, με αίτησή του απευθυνόμενη στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.), τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης του συνόλου των διαφορών των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τον ίδιο έλεγχο, εφόσον η διαφορά σε μία τουλάχιστον από αυτές καθιστά την Επιτροπή αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση αυτής
«Εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, για την άσκηση προσφυγής του φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η οποία στην περίπτωση αυτή έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου ή της πράξης επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας. Η απόφαση του αρμόδιου οργάνου στην ενδικοφανή προσφυγή του προηγούμενου εδαφίου, εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης σε αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Επιτροπής, τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων ως προς την εξέταση της ως άνω ενδικοφανούς προσφυγής.»
5. Με το στοιχείο δ της περ. 3 υποπαρ. Α.5 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 70Α του Κ.Φ.Ε, που έχουν ως εξής:
6. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της. Αν έχει υποβληθεί προγενεστέρως άλλη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σε άλλο υφιστάμενο όργανο, η αίτηση προς την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. διαβιβάζεται σε αυτήν, εφόσον ο φορολογούμενος παραιτηθεί από την προγενέστερη αίτηση «πριν από τη συζήτηση αυτής στο υφιστάμενο όργανο»
7. Για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι ισχύουσες διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
Υποπαράγραφος Α.6- Τροποποίηση των διατάξεων Κώδικα Φ.Π.Α
6. Με την περ. 1 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
2. Η διαφορά φόρου που προκύπτει με τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των 3 ευρώ καταβάλλεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 , αν είναι θετική μέχρι 3 ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο ενώ αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34.
«Με την υποβολή περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης καταβάλλεται το συνολικά οφειλόμενο ποσό. Αν υποβάλλεται εμπρόθεσμα περιοδική δήλωση, μπορεί να καταβληθεί ταυτόχρονα με την υποβολή ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικά οφειλόμενου ποσού και το υπολειπόμενο ποσό μπορεί να καταβάλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 54, προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%). Ως καταβολή λογίζεται και η απόσβεση της οφειλής δια συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε., ΦΕΚ 90 Α΄). Εκκαθαριστική δήλωση και εκπρόθεσμη περιοδική δήλωση, χωρίς την καταβολή όλου του ποσού και εμπρόθεσμη περιοδική δήλωση χωρίς την καταβολή τουλάχιστον του ανωτέρω ποσοστού δεν επάγονται έννομα αποτελέσματα.»
Μετά την παρέλευση της προθεσµίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 και σε κάθε περίπτωση πριν από την καταχώρηση της πράξης προσδιορισµού του φόρου στο οικείο βιβλίο, η οποία εκδίδεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 49 ή 50, επιτρέπεται επίσης η υποβολή αρχικών ή τροποποιητικών δηλώσεων.
Αρχική ή τροποποιητική δήλωση, η οποία υποβάλλεται µετά την καταχώρηση της πράξης προσδιορισµού του φόρου στα οικεία βιβλία, για τη συγκεκριµένη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο που ελέγχθηκε, είναι απαράδεκτη και δεν παράγει έννοµο αποτέλεσµα.
7. Με την περ. 2 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 6 του άρθρου 38 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
6. Ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, τα νομικά πρόσωπα που δεν υπάγονται στο φόρο, καθώς και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, που πραγματοποιούν φορολογητέες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, υποχρεούνται να υποβάλλουν στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. περιοδική δήλωση μόνο για τις περιόδους κατά τις οποίες πραγματοποιούν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις μέχρι τη δεκάτη πέμπτη (15η) του επόμενου μήνα που ακολουθεί το μήνα της ενδοκοινοτικής απόκτησης και να καταβάλλουν το φόρο που αναλογεί στις αποκτήσεις αυτές
Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και κάθε άλλης πράξης, για τις οποίες ο φόρος κατέστη απαιτητός κατά την ίδια φορολογική περίοδο, καθώς και το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές.
8. Με την περ. 3 υποπαρ. Α.3 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 11 του άρθρου 38 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
11(10)(9). Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων, τα στοιχεία που υποβάλλονται με αυτές, ο τρόπος υποβολής των δηλώσεων ή άλλη δημόσια αρχή ή οργανισμός για την άσκηση ορισμένων αρμοδιοτήτων οι οποίες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ανήκουν στον Προϊστάμενο ΔΟΥ.
Επίσης, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερη φορολογική περίοδος και διαφορετική προθεσμία υποβολής της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης σε ολόκληρη τη χώρα ή μέρος αυτής.
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1α.»
9. Με την περ. 6 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
«2. Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκηθεί από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό πενήντα τοις εκατό του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου.»
10. Με την περ. 7 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι περ. α και β της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
Αν δεν καταβληθεί το σύνολο του οφειλόμενου ποσού ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 38, με τον κύριο και πρόσθετο φόρο συμβεβαιώνεται και η αναλογούσα προσαύξηση που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.
β) Βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50, εφόσον αυτές έχουν οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
11. Με την περ. 8 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 53 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
3. Η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του ν.2717/1999 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τη βεβαίωση του συνολικού ποσού του κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου βάσει προσωρινής πράξης του άρθρου 50 για την οποία ασκήθηκε προσφυγή
12. Με την περ. 9 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 53 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
4. Φόρος, που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση.
13. Με την περ. 10 υποπαρ. Α.6 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 54 του ν. 2859/2000, που έχει ως εξής:
Τρόπος καταβολής του φόρου
1. Ο φόρος που οφείλεται, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4.
2. Ο φόρος που οφείλεται βάσει περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, καταβάλλεται εφάπαξ, με την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου. Ο φόρος που οφείλεται με βάση τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις μπορεί να καταβάλλεται και σε τρεις δόσεις, η πρώτη από τις οποίες καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ποσοστό που ορίζεται με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 38. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό, σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ. Ποσό που οφείλεται βάσει οποιασδήποτε άλλης δήλωσης καταβάλλεται εφάπαξ.
Αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα μία δόση, ο φορολογούμενος στερείται του δικαιώματος καταβολής του φόρου σε δόσεις, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, για την τρέχουσα και την επόμενη κάθε φορά διαχειριστική περίοδο.
3. Ο φόρος που οφείλεται καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση, εφόσον αφορά:
α) το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και πρόσθετου φόρου που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 53, εκτός από τον αμφισβητούμενο φόρο και πρόσθετο φόρο που προκύπτει με βάση προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται στο σύνολό του,
β) το φόρο που βεβαιώθηκε με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου,
γ) φόρο που βεβαιώθηκε, ο οποίος δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
4. O φόρος που οφείλεται, με βάση οριστική πράξη προσδιορισμού, η οποία οριστικοποιήθηκε λόγω μη άσκησης ή μη εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αν το συνολικό ποσό του φόρου είναι μεγαλύτερο των τριακοσίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα, για τις δημόσιες υπηρεσίες, του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση.
5. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3, ο φόρος που οφείλεται, μετά την υπογραφή του πρακτικού και την καταβολή του 1/5 του συνολικά οφειλόμενου φόρου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), καταβάλλεται σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση, στις περιπτώσεις:
α) διοικητικής επίλυσης της διαφοράς,
β) κατάργησης της φορολογικής δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966, επί οριστικής πράξης προσδιορισμού του φόρου,
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται ο τρόπος καταβολής του φόρου, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου και χωρίς την υποβολή περιοδικών δηλώσεων. Με όμοια απόφαση ορίζεται η ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η κύρωση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της κύρωσης αυτής.»
Υποπαράγραφος Α.8- Ρυθμίσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας
14. Με την περ. 1 υποπαρ. Α.8 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2013η περ. ε της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 3842/2010, που έχει ως εξής:
«ε) η αξία των κτιρίων, τα οποία είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία ή ως έργα τέχνης, που χρήζουν ειδικής προστασίας, από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.»
15. Με την περ. 2 υποπαρ. Α.8 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι λέξεις «Για τα έτη 2010, 2011 και 2012» με τις λέξεις «Για τα έτη 2010, 2011, 2012 και 2013» όπως ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 35 του ν. 3842/2010, που έχει ως εξής:
5. Για τα έτη 2010, 2011 και 2012 η αξία των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής υπάγεται σε φόρο με συντελεστή 0,33‰. Για την περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή το ελάχιστο όριο του ενός (1) ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο των κτισμάτων.
16. Με την περ. 3 υποπαρ. Α.8 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι λέξεις «Ειδικά για τα έτη 2010 και , 2011» με τις λέξεις «Το έτος 2010» όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 38 του ν. 3842/2010, που έχει ως εξής:
«4. Ειδικά για τα έτη 2010 και 2011, ο φόρος ακίνητης περιουσίας που αναλογεί στα φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, καταβάλλεται σε τρείς (3) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες, την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του δεύτερου και του τρίτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου.»
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Β’
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Υποπαράγραφος Β.1 - Μεταφορά αρμοδιοτήτων στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων
17. Με την περ. 4 της υποπαρ. Β.1 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περ. γ’ της παρ. 5 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011, που έχει ως εξής:
«Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, μπορεί να καθορίζεται ή να ανακαθορίζεται η εσωτερική διάρθρωση, ειδικά, των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και να συστήνονται ή να καταργούνται οργανικές μονάδες επιπέδου τμήματος, υποδιεύθυνσης ή διεύθυνσης της εν λόγω Γενικής Γραμματείας.»
Υποπαράγραφος Β.10 - Διαδικασία ανάκτησης παράνομων κρατικών ενισχύσεων
18. Με το στοιχείο α της περ. 10 της υποπαρ. Β.10 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται οι λέξεις «καθώς και ο τρόπος καταβολής (εφάπαξ ή δόσεις, ημερομηνία καταβολής)» με τις λέξεις «καθώς και ο χρόνος καταβολής που δεν μπορεί να υπερβαίνει την προθεσμία ανάκτησης που τίθεται στην απόφαση της παρ. 1», όπως ορίζεται στην περ. β της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011, που έχει ως εξής:
β. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει χρηματικό κατάλογο, στον οποίο αναγράφεται το όνομα του υπόχρεου νομικού προσώπου, ο Α.Φ.Μ. του, οι Α.Φ.Μ. των φυσικών προσώπων, που είναι υπόχρεα για την καταβολή του ποσού που θα βεβαιωθεί στον Α.Φ.Μ. του νομικού προσώπου, το προς ανάκτηση ποσό, ο κωδικός αριθμός του εσόδου, καθώς και ο τρόπος καταβολής (εφάπαξ ή δόσεις, ημερομηνία καταβολής κ.λπ.) τον αποστέλλει στην οικεία Δ.Ο.Υ., προκειμένου να γίνει η βεβαίωση και η είσπραξη του ποσού με τη διαδικασία του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
19. Με το στοιχείο β της περ. 10 της υποπαρ. Β.10 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται οι λέξεις «για τη σύνταξη και αποστολή του χρηματικού καταλόγου στην αρμόδια ΔΟΥ» με τις λέξεις «κατά την έννοια των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 1», όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011, που έχει ως εξής:
3. Αρμόδια υπηρεσία για τη σύνταξη και αποστολή του χρηματικού καταλόγου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. είναι η υπηρεσία που εποπτεύει τις δραστηριότητες του νομικού προσώπου για τις οποίες χορηγήθηκε η παράνομη κρατική ενίσχυση.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ΄
ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΚΤΙΜΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Υποπαράγραφος Γ.11 - Καταργούμενες διατάξεις
20. Με την περ. 1 της υποπαρ. Γ.11 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργούνται το άρθρο 15 του ν. 820/1978 (Α΄ 174), το π.δ. 279/1979 (Α΄ 81), καθώς και το άρθρο 2 του ν. 2515/1997,που έχουν ως εξής:
Αρθρο 15
Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών
1. " Συνιστάται ειδικόν Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, σκοπός του οποίου είναι η, δια των μελών αύτου, εκτίμησις της αγοραίας αξίας των
ακολούθων περιουσιακών στοιχείων, εφύ όσον ταύτα αποτελούν αντικείμενον φορολογίας :
α) των ακινήτων, ως και των εμπραγμάτων επ` αυτών δικαιωμάτων.
β) των μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών ή λοιπών τίτλων κινητών αξιών Ανωνύμων Εταιρειών ή συμμετοχών εις εταιρείας ή
συνεταιρισμούς και γ) λοιπών κινητών μεγάλης αξίας, ως και έργων τέχνης ή συλλογών αντικειμένων αξίας κλπ.".
2. Οι ορκωτοί εκτιμηταί επιλαμβάνονται του έργου των κατόπιν αιτήσεως του εις φόρον υποχρέου ή της αρμοδίας Οικονομικής Αρχής ή κατόπιν προδικαστικής αποφάσεως δικαστηρίου. Τό πόρισμα του ελέγχου των εκτιμητών, επέχει θέσιν εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης. "Οσάκις το εις φόρον υπόχρεον πρόσωπον ζητήση την δι` Ορκωτού Εκτιμητού εκτίμησιν των αντικειμένων της φορολογίας και αποδεχόμενον εν όλω το πόρισμα τούτον, περιλάβη εις την υποβληθησομένην εις την αρμοδίαν Οικονομικήν Αρχήν δήλωσίν του την καθορισθείσαν υπό του Εκτιμητού αξίαν, επισυνάπτων εις την δήλωσιν και την σχετικήν έκθεσιν εκτιμήσεως, απαλλάσσεται του λόγω τυχόν ανακριβείας της δηλώσεως προσθέτου φόρου, του επιμεριστικώς αναλογούντος εις τα εκτιμηθέντα στοιχεία, ως και παντός προστίμου ή άλλης τινός κυρώσεως λόγω της ανακριβείας ταύτης".
"Αι υπό του προηγουμένου εδαφίου προβλεπόμεναι απαλλαγαί παρέχονται και εις ήν περίπτωσιν το εις φόρον μεταβιβάσεων ακινήτων εξ επαχθούς αιτίας υπόχρεων πρόσωπον, εντός οκτώ (8) ημερών από της υποβολής της αρχικής του δηλώσεως, προκαλέση εκτίμησιν του ακινήτου υπό του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών και εγχειρίση εντός της αυτής προθεσμίας,συμπληρωματικήν δήλωσιν, εις την οποίαν να περιλάβη την υπό του Σώματος προσδιορισθείσαν αξίαν καταβάλλον άμα και την διαφοράν του φόρου, άνευ επιβολής αυτώ προσθέτου φόρου λόγω εκπροθέσμου. Ωσαύτως, εις την περίπτωσιν αυτήν, παρέχεται και η υπό της διατάξεως της περιπτ. β`της παραγράφου 2 του Π.Δ. 279/1979 "περί του τρόπου διοικήσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών"προβλεπομένη απαλλαγή του ημίσεος της δαπάνης εκτιμήσεως".
3. Κατά την διενέργειαν της εκτιμήσεως του αντικειμένου της φορολογίας ο ορκωτός εκτιμητής λαμβάνει υπ` όψιν του τας ειδικάς δι`εκάστην περίπτωσιν διατάξεις φορολογικής νομοθεσιας,αι οποίαι προβλέπουν τα του τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας του υπό εκτίμησιν αντικειμένου συμβάλλει εις την διαμόρφωσιν της αγοραίας αξίας αυτού δικαιούμενος ,ιδία προκειμένου περί της εκτιμήσεως των μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών των ανωνύμων εταιρειών να λαμβάνη γνώσιν και ελέγχη οιονδήποτε βιβλίον λογαριασμόν και στοιχείον της Εταιρείας, κρινόμενον χρήσιμον δια την κατάρτισιν του πορίσματός του.
Πας όστις καθ`οιονδήποτε τρόπον παρακωλύει το έργον των ορκωτών εκτιμητών ή προκειμένου ιδία περί εκτιμήσεως μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών αρνείται είτε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρείας είτε ως Διευθυντής ή υπάλληλος αυτής να θέση εις την διάθεσιν των ορκωτών εκτιμητών τα βιβλία και λοιπά εν γένει στοιχεία της ανωνύμου εταιρείας ή αρνείται να παράσχη τάς αιτουμένας πληροφορίας, είτε παρεμβάλλει δυσχέρειας εις την άσκησιν του έργου της εκτιμήσεως, τιμωρείται δια προστίμου μέχρι πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχ. Το πρόστιμον επιβάλλεται δι` αποφάσεως του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, καθ` ης επιτρέπεται προσφυγή και ενδικα μέσα ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Το ποσόν του προστίμου εισπράττεται κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και εισάγεται εις τον Προυπολογισμόν του Κράτους, ως δημόσιον έσοδον.
4. "Δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει των ΥπουργώνΟικονομικών και Δικαιοσύνης, ορίζονται τα της συγκροτήσεως, συνθέσεως,διοικήσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ως και η εμπειρία τηνοποίαν πρέπει να διαθέτουν οι διοριζόμενοι ως εκτιμηταί του Σώματος, τατου διορισμού και απολύσεως αυτών, τα του ασυμβιβάστου προς την ιδιότητα του Ορκωτού Εκτιμητού, τα των υποχρεώσεων και ευθυνών τας οποίας υπέχουν εν τη ασκήσει των καθηκόντων των, ως και τα των έπιβαλλομένων κυρώσεων επί παραβάσει των υποχρεώσεων τούτων.
Οι Ορκωτοί Εκτιμηταί, προ της αναλήψεως των καθηκόντων των, δίδουν τον όρκον του δημοσίου υπαλλήλου.
Επίσης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περίπτ. 2 ισχύουν τα ακόλουθα:
"2. Ο καθορισμός της αμοιβής για την παροχή εκτιμητικών υπηρεσιών γίνεταιελεύθερα με κοινή συμφωνία των μερών."
Ο Ορκωτός Εκτιμητής, διαγραφόμενος του Σώματος, εξαιρέσει της, δια λόγους υγείας και συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας διαγραφής του, δεν δύναται, επί διετίαν, από της κοινοποιήσεως της περί διαγραφής του αποφάσεως, να αναλάβη οιανδήποτε εξηρτημένην ιδιωτικήν εργασίαν, άνευ εγκρίσεως του, κατά την παράγραφον 8 του παρόντος άρθρου, Εποπτικού Συμβουλίου. Η, κατά παράβασιν της διατάξεως ταύτης συναπτομένη σχέσις εργασίας είναι απολύτως άκυρος.
Κατά της αποφάσεως του Εποπτικού Συμβουλίου, διύ ης επιβάλλεται εις τον Ορκωτόν Εκτιμητήν οιαδήποτε πειθαρχική ποινή, δύναται να ασκηθή υπύ αυτού έφεσις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως εις τούτον της αποφάσεως".
5. Αι καταβαλλόμεναι "υπό των υποχρέων δαπάναι εκτιμήσεως" κατατίθενται εις ειδικόν λογαριασμόν παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος υπό τον τίτλον "Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών" μη υποκείμεναι επ` ονόματι του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) εις φόρο, τέλη χαρτοσήμου ή εις οιανδήποτε κράτησιν. Αι "αποδοχαί των ορκωτών εκτιμητών" υποβάλλονται εις τας υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων επιβαλλομένας φορολογικάς υποχρεώσεις.
6."Η είσπραξις της δαπάνης εκτιμήσεως" εις περίπτωσιν μη καταβολής αυτής υπό του υποχρέου, ενεργείται αναγκαστικώς κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Ως τίτλος εκτελεστός χρησιμεύει ή διαπιστούσα την οφειλήν απόφασις του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος των Ορκωτών Εκτιμητών.
7. Προς αντιμετώπισιν των κατά την εφαρμογήν του παρόντος Π.Δ. απαιτουμένων δαπανών δύναται : α) κατά τα δύο πρώτα έτη της λειτουργίας του ΣΟΕ να επιχορηγήται ο παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών υπό του Δημοσίου δι` αναλόγου ποσού μη δυναμένου να υπερβή "το ποσόν των 25.000.000 δραχμών δι`έκαστον έτος". Η επιχορήγησις αύτη εγκρίνεται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών οικο νομικών και Δικαιοσύνης, εγγραφομένης υπό ίδιον κεφάλαιον και άρθρον σχετικής πιστώσεως εις του προυπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών να αποτελεί έσοδον του παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ειδικού Λογαριασμού Ορκωτών Εκτιμητών και β) το εποπτικόν Συμβούλιον του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών να συνάπτη δάνειον παρά Τραπέζης ή του Δημοσίου, παρέχον εγγύησιν τα έσοδα του Λογαριασμού Ορκωτών Εκτιμητών.
8. "Το Σώμα των Ορκωτών Εκτιμητών διοικείται και ελέγχεται,επιφυλασσομένων των διατάξεων του επομένου εδαφίου, υπό επταμελούς Εποπτικού Συμβουλίου, διοριζομένου διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εμπορίου και Δικαιοσύνης.
Ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου είναι συγχρόνως και Διοικητής του Σώματος, απασχολούμενος, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του,πλήρως και μονίμως, έχει δε τας δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, ανατιθεμένας αυτώ αρμοδιότητας, ως και όσας ήθελε τω εκχωρήσει το Εποπτικόν Συμβούλιον διά γενικής ή ειδικής αυτού αποφάσεως.
Συνιστάται επταμελές Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον, έργον του οποίου είναι ή γιωμοδότησις επί γενικής φύσεως θεμάτων, αφορώντων την λειτουργίαντου Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.
Τα μέλη του Συμβουλίου τούτου διορίζονται διά κοινής αποφάσεως των
Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης διά της
Εφημερίδος της Κυβερνήσεως".
9. Η εποπτεία του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών ασκείται υπό των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
"10. Διύ αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εμπορίου καθορίζεται η αμοιβή του Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του Εποπτικού Συμβουλίου.
Διύ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται τα έξοδα παραστάσεως την μετεχόντων των συνεδριάσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Διύ αποφάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου ρυθμίζονται θέματα αναγόμενα εις τον καθορισμόν των αποδοχών του βοηθητικού προσωπικού του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, εις την εκκαθάρισιν των αμοιβών του Εποπτικού Συμβουλίου, των εξόδων παραστάσεως των μελών του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, των αποδοχών των Ορκωτών Εκτιμητών και του βοηθητικού προσωπικού του Σώματος, εις την εν γένει διαχείρισιν των εξόδων και δαπανών αυτού, ως και εις την πραγματοποίησιν των, υπό του παρόντος άρθρου οριζομένων σκοπών, εφ` όσον δεν προβλέπεται ειδική ρύθμισις τούτων.
11. Διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, δύναται να ανατίθεται εις το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών η εκτίμησις και περιουσιακών στοιχείων, μη αποτελούντων αντικείμενον φορολογίας, προσδιοριζομένων και των προσώπων, αιτήσει τωνοποίων προκαλείται αύτη".
Π.Δ. 279/25-4-79 (ΦΕΚ 81 Α): Περί του τρόπου διοικήσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.
Έχοντας υπόψη: τις διατάξεις του Άρθρου 15 του νόμου 820/1978 “περί λήψεως μέτρων δια την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων” κ.λ.π. (γν. Σ.τ.Ε.).
Άρθρον 1.
Αίτησις εκτιμήσεως.
1. Οι ορκωτοί εκτιμηταί επιλαμβάνονται του έργου των κατόπιν:
α) αιτήσεως του εις φόρον υπόχρεου (φυσικού ή νομικού) προσώπου ή β) αιτήσεως της αρμοδίας Οικονομικής Αρχής ή γ) προδικαστικής αποφάσεως των Διοικητικών Δικαστηρίων δια της οποίας διατάσσεται η διενέργεια εκτιμήσεως.
2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αιτήσεις απευθύνονται προς τον Πρόεδρον του κατά το άρθρον 4 Εποπτικού Συμβουλίου, ο οποίος, αναλόγως προς την φύσιν και την αξίαν του υπό εκτίμησιν αντικειμένου, ορίζει ένα ή και πλείονας εκτιμητάς, δυο δε τουλάχιστον προκειμένου περί μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών ή λοιπών τίτλων κινητών άξιων.
Αι διατάσσουσαι εκτίμησιν αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων ορίζουν τους ορκωτούς εκτιμητάς κοινοποιούνται δε προς τον Πρόεδρον του Εποπτικού, Συμβουλίου.
3. Η αίτησις περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον, την ιδιότητα και την κατοικίαν ή έδραν του αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου ή τον τίτλον της 0ικονομικής Αρχής, λεπτομερή περιγραφήν του υπό εκτίμησιν αντικειμένου, την αιτίαν δια την οποίαν ζητείται: η εκτίμησις .και την Οικονομικήν Αρχήν ή το Διοικητικόν Δικαστήριον ενώπιον του οποίου θέλει χρησιμοποιηθή η έκθεσις εκτιμήσεως.
Οσάκις η αίτησις υποβάλλεται παρά του, εις φόρον υποχρέου, δια το παραδεκτόν αυτής, δέον να συνοδεύηται δι' αποδεικτικού καταβολής εις τον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ειδικόν λογαριασμόν από τον τίτλον “Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών” ποσού δραχμών είκοσι χιλιάδων (20.000), ως προκαταβολής έναντι της ορισθησομένης δαπάνης δια την διενέργειαν της εκτιμήσεως.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
Άρθρον 2.
Εκτιμητέα περιουσιακά στοιχεία.
1. Η κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου αίτησις του φυσικού ή νομικού προσώπου, υποβάλλεται προ της υπ' αυτού εκπληρώσεως της εκ του νόμου υποχρεώσεως του προς δήλωσιν του αντικειμένου της φορολογίας και εφ' όσον η κατά την κρίσιν του αιτούντος αξία των κατωτέρω περιουσιακών στοιχείων, των αποτελούντων το αντικείμενον της φορολογίας, είναι ανωτέρα των δραχμών τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000):
α) ενός εκάστου των ακινήτων ή ιδανικού μεριδίου αυτών,
β) των μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών ή λοιπών κινητών αξιών εκάστης ανωνύμου, εταιρείας.
γ) της συμμετοχής εις εκάστην εταιρείαν ή συνεταιρισμόν, και
δ) λοιπών κινητών εν συνόλω.
Η εν τη αιτήσει αναφερομένη αξία, λαμβάνεται υπ' όψιν αποκλειστικώς και μόνον δια την αποδοχήν ή μη της αιτήσεως.
2. Οσάκις δεν έχει ζητηθή υπό του εις φόρον υπόχρεου η διενέργεια εκτιμήσεως, η Οικονομική Αρχή, δύναται να ζητήση ταύτην όταν κρίνη τούτο αναγκαίον, είτε λόγω της φύσεως είτε λόγω της αξίας του υπό εκτίμησιν αντικειμένου.
Άρθρον 3.
Έκθεσις Εκτιμήσεως.
1. Οι Ορκωτοί Εκτιμηταί συντάσσουν έκθεσιν περί της γενομένης εκτιμήσεως, εις την οποίαν περιγράφεται λεπτομερώς το εκτιμώμενον αντικείμενον και μνημονεύονται ρητώς αι ληφθείσαι υπ' όψιν ειδικαί διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, ως και τα στοιχεία επί των οποίων θεμελιούται το πόρισμα των.
Αντίγραφον της εκθέσεως παραδίδεται ή αποστέλλεται, επί αποδείξει, επιμέλεια του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, εις τον αιτήσαντα την εκτίμησιν, ως και εις την άρμοδιαν Οικονομικήν Αρχήν ή Δικαστήριον.
2. Οσάκις το εις φόρον υπόχρεον πρόσωπον, ήθελε, κατά τα εν παραγ. 1 του άρθρου 1 οριζόμενα, ζητήσει την δι' Ορκωτού Εκτιμητού εκτίμησιν των αντικειμένων της φορολογίας και, αποδεχόμενον εν όλω το πόρισμα τούτου, περιλάβει εις την υποβληθησομένην εις την αρμοδίαν Οικονομικήν Αρχήν δήλωσιν του την καθορισθείσαν υπό του Εκτιμητού αξίαν, επισυνάπτων εις την δήλωσιν και την σχετικήν έκθεσιν εκτιμήσεως, απαλλάσσεται:
α) του λόγω τυχόν ανακρίβειας της δηλώσεως προσθέτου φόρου, του επιμεριστικώς αναλογούντος εις τα εκτιμηθέντα στοιχεία, ως και παντός προστίμου ή άλλης τινός κυρώσεως, λόγω της ανακρίβειας τοαύτης, και
β) του ημίσεος της, κατά τα άρθρα 4 και 11, καθοριζομένης δαπάνης εκτιμήσεως.
3. Η Οικονομική Αρχή ή το Διοικητικόν Δικαστήριον, εάν τυχόν δεν συμφωνούν με την έκθεσιν εκτιμήσεως των Ορκωτών Εκτιμητών, επέχουσαν θέσιν πραγματογνωμοσύνης, δέον να αιτιολογούν ειδικώς την διάφορον κρίσιν των.
Άρθρον 4.
Εποπτικόν Συμβούλιον.
“1. Το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών διοικείται και ελέγχεται, επιφυλλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, υπό επταμελούς Εποπτικού Συμβουλίου, αναφερομένου εν τοις επομένοις δια των αρχικών Ε.Σ., και αποτελουμένου: α) εξ ενός (1) επιτίμου Συμβούλου της Επικρατείας ή επιτίμου Αρεοπαγίτου, ως Προέδρου, β) εκ δυο (2) εν ενεργεία ή μη Καθηγητών Πανεπιστημίου ή άλλης ισοτίμου Ανωτάτης Σχολής, ειδικών επί οικονομικών ή τεχνικών θεμάτων, γ) εξ ενός (1) εν ενεργεία ή μη Καθηγητού της Σχολής Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ή άλλης ισοτίμου Ανωτάτης Σχολής, δ) εκ δύο (2) μελών του Τεχνικού Επιμελητηρίου και ε) εξ ενός (1) εκπροσώπου της Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδος, εκ των υπηρετούντων εις την Τεχνικήν Υπηρεσίαν της.
Του Ε.Σ. μετέχει, άνευ δικαιώματος Ψήφου, και εκπρόσωπος των Ορκωτών Εκτιμητών, εκλεγόμενος υπό τούτων δια μίαν τετραετίαν.
Δια την εκλογήν τούτου το Σώμα συγκαλείται υπό του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου και ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων των 3/4 του συνόλου των μελών του, αποφασίζει δε δι' απολύτου πλειοψηφίας των παρόντων μελών” -ΑΝΤΙΚ. ΤΗΣ ΠΑΡ.1 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΟΝΟΥ ΤΟΥ Π.Δ.488/79, ΦΕΚ 151 Α΄. ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ Ν. 2515/97, ΦΕΚ-154 Α'.
2. Τα μέλη του Ε.Σ. διορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δια της αυτής αποφάσεως ορίζεται και εις των καθηγητών, μελών του Ε.Σ., ως Αντιπρόεδρος αυτού. Η θητεία του Προέδρου, Αντιπροέδρου και των μελών του Ε.Σ. είναι τετραετής. Εις περίπτωσιν κενώσεως, εξ οιουδήποτε λόγου, θέσεως του Προέδρου, Αντιπροέδρου ή των μελών του Ε.Σ., η θητεία του εις αντικατάστασιν διοριζομένου διαρκεί επί τον υπολειπόμενον χρόνον μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας.
[Αρχή Τροποποίησης]
Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου συνεχίζουν να ασκούν νομίμως τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας τους, μέχρι την ανανέωση της θητείας αυτών ή το διορισμό νέων και την ανάληψη των καθηκόντων τους – ΠΡΟΣΘ. ΕΔΑΦ. ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 40 ΤΟΥ Ν. 2992/02, ΦΕΚ-54 Α’ [Τέλος Τροποποίησης]
Δι' αποφάσεως των αυτών Υπουργών καθορίζεται η αμοιβή του Προέδρου, Αντιπροέδρου και των μελών του Ε.Σ.
Δι' αποφάσεως των αυτών Υπουργών καθορίζεται ή αμοιβή του Προέδρου, Αντιπροέδρου και των μελών του Ε.Σ.
3. Το Ε.Σ. έχει τας ακολούθους αρμοδιότητας: α) Αποφαίνεται περί των διοριστέων εις το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, β) εκδίδει τους κανονισμούς και γενικάς οδηγίας, τας αφορώσας την διεξαγωγήν του έργου της εκτιμήσεως, γ) ασκεί εποπτείαν και έλεγχον επί του Σώματος, και του υπ' αυτού ασκουμένου έργου, εκδίδον προς τούτο γενικάς ,και ειδικάς οδηγίας δ) αναθέτει εις Ομάδα Ορκωτών Εκτιμητών την μελέτην θεμάτων, αναγομένων εις τον τρόπον εκτιμήσεως των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων κατά κατηγορίας αυτών και την κατάρτισιν υποδειγματικών προς τούτο μεθόδων, ε) καθορίζει, δι' ειδικών εις εκάστην περίπτωσιν αποφάσεων, την καταλογιστέαν δαπάνην εκτιμήσεως κατά τας διατάξεις του άρθρου 11 του παρόντος. Αι αποφάσεις αύται αποτελούν τίτλους εκτελέσεως, δια την, κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, είσπραξιν της δαπάνης, εις περίπτωσιν καθυστερήσεως καταβολής ταύτης,
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
στ) ασκεί την πειθαρχικήν εξουσίαν επί των Ορκωτών Εκτιμητών, κατά τα εν άρθρω 13 οριζόμενα, ζ) αποφασίζει την διαγραφήν εκ του Σώματος παντός Ορκωτού Εκτιμητού κατά τας διατάξεις του άρθρου 13, η) προβαίνει εις τας αναγκαίας ενεργείας δια την οργάνωσιν και λειτουργίαν του Σ.Ο.Ε. προσλαμβάνον και το απαιτούμενον βοηθητικόν προσωπικόν, καθορίζον δε και τα των αποδοχών του, θ) συνάπτει δάνεια κατά το Άρθρον 15 παρ. 7 του Ν. 820/78, υπογράφον δια του Προέδρου αυτού το δανειστικόν συμβόλαιον, ι) προσλαμβάνει ένα ή πλείονας ειδικούς συμβούλους, οσάκις ως εκ της φύσεως του υπό εκτίμησιν αντικειμένου απαιτούνται ιδιαίτεραι επιστημονικαί ή τεχνικαί κ.λ.π. Γνώσεις.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
Εις την περίπτωσιν ταύτην, ο ειδικός σύμβουλος συμπράττει μετά του οριζομένου τακτικού εκτιμητού, η δε σχετική γνώμη του καταχωρίζεται εις την έκθεσιν εκτιμήσεως προσυπογραφομένην υπ' αυτού.
Η αμοιβή του ειδικού συμβούλου, καθορίζεται δι' αποφάσεως του Ε.Σ., κατά το άρθρον 11 του παρόντος.
“4. Το Εποπτικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου αυτού και ευρίσκεται εν απαρτία παρισταμένων, πλην του Προέδρου ή του Αναπληρωτού του, και τριών τουλάχιστον εκ των μελών του.
Αι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων μελών του, εν ισοψηφία δε υπερισχύει η Ψήφος του Προέδρου.
Ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου είναι συγχρόνως και Διοικητής του Σώματος, απασχολούμενος, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του, πλήρως και μονίμως, έχει δε πάσαν άλλην αναγκαίαν δια την λειτουργίαν του Σώματος αρμοδιότητα, πλην των δια της παρ. 3 του άρθρου 4 του παρόντος Π. Δ/ρος ειδικώς ανατιθεμένων εις το Εποπτικόν Συμβούλιον. Τον Πρόεδρον, κωλυόμενον, αναπληροί εις τα καθήκοντα αυτού ο Αντιπρόεδρος” - ΑΝΤΙΚ. ΤΗΣ ΠΑΡ.4 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΟΝΟΥ ΤΟΥ Π.Δ.488/79, ΦΕΚ 151 Α΄. ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ Ν. 2515/97, ΦΕΚ-154 Α'.
Άρθρον 5
Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον
1. Δια την εύρυθμον και επιτυχή λειτουργίαν του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, συγκροτείται Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον, αναφερόμενον εν τοις επομένοις δια των αρχικών Γ.Σ., αποτελούμενον: α) εκ του Προέδρου του Χρηματιστηρίου Αθηνών, και τούτου κωλυομένου του νομίμου Αναπληρωτού του, β) εξ ενός (1) αντιπροσώπου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, γ) εξ ενός (1) αντιπροσώπου της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος, δ) εξ ενός (1) κοινού αντιπροσώπου των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, ε) εξ ενός (1) αντιπροσώπου της Πανελληνίου Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών Ελλάδος, στ) εξ ενός (1) κοινού αντιπροσώπου των Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, ζ) εξ ενός (1) αντιπροσώπου της Κτηματικής Ενώσεως Ελλήνων.
Του Γ.Σ. προεδρεύει ο Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου και τούτου κωλυομένου ο νόμιμος αναπληρωτής του.
2. Τα μέλη του Γ.Σ. μετά των νομίμων Αναπληρωτών αυτών, υποδεικνυόμενα υπό των οικείων Οργανώσεων, διορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Προκειμένου περί των κοινών αντιπροσώπων των περ. γ' και ε' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, εν διαφωνία των οικείων Οργανώσεων περί υποδείξεως κοινού αντιπροσώπου, ούτος ορίζεται υπό των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η θητεία των μελών του Γ.Σ. είναι τετραετής, εις περίπτωσιν δε κενώσεως, εξ οιουδήποτε λόγου, θέσεως τινός των μελών του Γ.Σ., η θητεία του εις αντικατάστασιν τούτου διοριζομένου διαρκεί επί τον υπολειπόμενον χρόνον μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας.
3. Εις τας συνεδριάσεις του Γ.Σ., μετέχει, άνευ δικαιώματος ψήφου, ο Πρόεδρος ή ο υπ' αυτού υποδεικνυόμενος Αντιπρόεδρος ή μέλος του Ε.Σ.
4. Εις άπαντας τους ανωτέρω, μετέχοντας των συνεδριάσεων του Γ.Σ., καταβάλλονται έξοδα παραστάσεως, καθοριζόμενα δι' αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
5. Το Γ.Σ. συγκαλείται υπό του Προέδρου αυτού, μετά πρότασιν του Προέδρου του Ε.Σ., και γνωμοδοτεί επί γενικής φύσεως θεμάτων, αφορώντων την λειτουργίαν του Σώματος των Ορκωτών Εκτιμητών.
Άρθρον 6.
Σύνθεσις και λειτουργία του Σ.Ο.Ε.
"α) Το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) αποτελείται από τους Ορκωτούς Εκτιμητές, του Βοηθούς Ορκωτούς Εκτιμητές Α' Τάξης και τους Βοηθούς Ορκωτούς Εκτιμητές. Οι δύο πρώτες κατηγορίες Ορκωτών Εκτιμητών διενεργούν τις κατά το άρθρο 1 αναφερόμενες εκτιμήσεις. Μετά του Βοηθού Ορκωτού Εκτιμητού Α' Τάξης συμπράττει απαραιτήτως και ένας Ορκωτός Εκτιμητής.
[Αρχή Τροποποίησης]β) Ο αριθμός των Οκρωτών Εκτιμητών και Βοηθών Ορκωτών Εκτιμητών Α' τάξεως ορίζεται σε 30. Οι θέσεις αυτές είναι ενιαίες" - Ως Ορκωτός Εκτιμητής μπορεί να οριστεί οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει την ιθαγένεια ή την έδρα του αντίστοιχα σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αριθμός των ορκωτών εκτιμητών και των βοηθών ορκωτών εκτιμητών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια είναι απεριόριστος. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του π.δ. 279/1979 (Α΄ 81) και η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του π.δ. 140/1990 (Α΄ 55), το οποίο αντικατέστησε τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6 του π. δ. 279/1979 (Α΄ 81), καταργούνται ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. Ε6(1) ΤΟΥ ΑΡΘ. 1ο ΤΟΥ Ν. 4093/12, ΦΕΚ-222 Α/12-11-12 [Τέλος Τροποποίησης] - ΑΝΤΙΚ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
Άρθρον 7.
Προσόντα Ορκωτών Εκτιμητών.
[Αρχή Τροποποίησης]1. Οι διοριζόμενοι εις θέσιν Ορκωτού Εκτιμητού δέον να έχουν: α) την Ελληνικήν ιθαγένειαν και να έχουν εκπληρώσει την στρατιωτικήν αυτών υποχρέωσιν ή να έχουν νομίμως απαλλαγή ταύτης. Αλλογενής, αποκτήσας την ελληνικήν ιθαγένειαν, δεν δύναται να διορισθή Ορκωτός Εκτιμητής προ της συμπληρώσεως πενταετίας, αφ' ης εκτήσατο ταύτην και β) το προσήκον ήθος και ανεπίληπτον δημόσιον και ιδιωτικόν βίον. - Ως Ορκωτός Εκτιμητής μπορεί να οριστεί οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει την ιθαγένεια ή την έδρα του αντίστοιχα σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αριθμός των ορκωτών εκτιμητών και των βοηθών ορκωτών εκτιμητών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια είναι απεριόριστος. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του π.δ. 279/1979 (Α΄ 81) και η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του π.δ. 140/1990 (Α΄ 55), το οποίο αντικατέστησε τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6 του π. δ. 279/1979 (Α΄ 81), ΚΑΤΑΡΓΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. Ε6(1) ΤΟΥ ΑΡΘ. 1ο ΤΟΥ Ν. 4093/12, ΦΕΚ-222 Α/12-11-12 [Τέλος Τροποποίησης]
2. Ίνα διορισθή τις Ορκωτός Εκτιμητής, δέον να κέκτηται: α) πτυχίον του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ή άλλης ισοτίμου Πολυτεχνικής Σχολής ή Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή άλλης ισοτίμου προς τας ανωτέρω Ανωτάτης ημεδαπής ή αλλοδαπής Σχολής, "β) Δωδεκαετής εμπειρία σχετική με το έργο του Εκτιμητού ή ισόχρονος προυπηρεσία στο Δημόσιο" και γ) Επαρκής γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας των Χωρών Μελών της ΕΟΚ" - ΑΝΤΙΚ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.
3. Δεν διορίζεται εις θέσιν Ορκωτού Εκτιμητού: α) ο μη εγγεγραμμένος εις τα οικεία μητρώα αρρένων ή των δημοτών, β) ο ανυπότακτος ή καταδικασθείς επί λιποταξία, γ) ο λόγω αμετακλήτου καταδίκης αποστερηθείς των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, έτι και αν ή εκτέλεσις της ποινής ανεστάλη, ή παρήλθεν ο χρόνος της αποστερήσεως, δ) ο καταδικασθείς επί οιωδήποτε αδικήματι εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας επί χρόνον τουλάχιστον τριών μηνών ή καταδικασθείς εις οιανδήποτε ποινήν επί κλοπή, υπεξαιρέσει εν γένει, απάτη, εκβιάσει, πλαστογραφία, απιστία εν γένει, δωροδοκία, καταπιέσει, παραβάσει καθήκοντος, εγκλήματι κατά των ηθών ή συκοφαντική δυσφημίσει, ως και επί παραβάσει της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και λαθρεμπορίας, ασχέτως αν παρεσχέθη αναστολή εκτελέσεως της ποινής ή επηκολούθησεν παραγραφή ή αμνηστία ή χάρις μετ' άρσεως των συνεπειών, ε) ο καταδικασθείς επί αδικήματι μαρτυρούντι έκδηλον ακαταλληλότητα δια την άσκησιν του έργου του Ορκωτού Εκτιμητού, στ) ο δυνάμει τελεσιδίκου βουλεύματος διατελών έτι εν παραπομπή επί κακουργήματι ή επί τινι των υπό στοιχείον (δ) αναφερομένων πλημμελημάτων, ζ) ο υπό απαγόρευσιν ή δικαστικήν αντίληψιν τελών, η) ο εκπεσών εξ οιασδήποτε δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής θέσεως ή θέσεως παρ' οιωδήποτε οργανισμώ, ιδρύματι ή νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου, συνεπεία καταδίκης κατά τον ποινικόν νόμον ή άλλον ειδικόν νόμον, ως και ο απολυθείς εκ τοιαύτης θέσεως δια λόγους πειθαρχικούς.
"4. α) Για το διορισμός Βοηθών Ορκωτών Εκτιμητών Α' Τάξεως, που ενεργείται κατά το άρθρο 9 του παρόντος απαιτούνται τα ίδια προσόντα, πλην εκείνου, που αναφέρεται στο εδάφιο β' της παρ. 2 το οποίο περιορίζεται σε τετραετή εμπειρία ή προυπηρεσία στο Δημόσιο.
β) Οι βοηθοί Ορκωτοί Εκτιμητές Α' τάξης μετά εξαετή ευδόκιμη υπηρεσία προάγονται μετά απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου σε Ορκωτούς Εκτιμητές.
γ) Οι βοηθοί Ορκωτοί Εκτιμητές Α' τάξης έχουν ως αποδοχές το 80% των αποδοχών των Ορκωτών Εκτιμητών με την ίδια προυπηρεσία στο Σ.Ο.Ε." - Ο καθορισμός της αμοιβής για την παροχή εκτιμητικών υπηρεσιών γίνεται ελεύθερα με κοινή συμφωνία των μερών. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του π.δ. 279/1979 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 140/1990 και η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του π.δ. 279/1979, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 140/1990, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του αρ. 15 του ν. 820/1978 (Α΄ 174), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 979/1979 (Α΄ 234), καθώς και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη, απόφαση ή πράξη περιέχει ρυθμίσεις αντίθετες προς τα ανωτέρω, καταργούνται. Επίσης, καταργείται η παράγραφος 6 του άρθρου 39 του ν.1041/1980 (Α΄ 75) που προβλέπει την απαλλαγή του Δημοσίου από την καταβολή δαπάνης εκτιμήσεως. ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. Ε6(2) ΤΟΥ ΑΡΘ. 1ο ΤΟΥ Ν. 4093/12, ΦΕΚ-222 Α/12-11-12 - ΠΡΟΣΘ. ΠΑΡ. 4 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 3 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
Άρθρον 8.
Ασυμβίβαστον.
1. Το λειτούργημα του Ορκωτού Εκτιμητού είναι ασυμβίβαστον προς την άσκησιν οιουδήποτε· επαγγέλματος και προς οιανδήποτε έμμισθον ή άμισθον υπηρεσίαν εις το Δημόσιον ή εις Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, ως και προς την ιδιότητα του Προέδρου ή μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου των προσώπων τούτων.
"2. Το λειτούργημα του Ορκωτού Εκτιμητή δεν είναι ασυμβίβαστο.
α) Με τη διδασκαλία σε ΑΕΙ, ιδρύματα Ερευνών και Ινστιτούτα Ερευνών.
β) Με την κατοχή δημοτικών εκλογίμων αξιωμάτων και με τη βουλευτική ιδιότητα. Εάν όμως εκλεγεί Δήμαρχος ή βουλευτής, κατά τη διάρκεια της θητείας του, αναστέλλεται η άσκηση των καθηκόντων του Ορκωτού Εκτιμητή.
"γ. Με τη συμμετοχή στα Διοικητικά Συμβούλια των Ν.Π.Δ.Δ. των επιχειρήσεων και των οργανισμών του δημόσιου τομέα, καθώς και των κοινωφελών ιδρυμάτων και των Ν.Π.Ι.Δ. που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα" - αντικ. της περ. γ' από την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2515/97, ΦΕΚ-154 Α'.
δ) Τα ασυμβίβαστα και οι εξαιρέσεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τους βοηθούς Ορκωτού Εκτιμητές Α' τάξης" - Η παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.
Άρθρον 9.
Διαδικασία διορισμού.
1. Η πλήρωσις των θέσεων των Ορκωτών Εκτιμητών ενεργείται δια διορισμού, άνευ διαγωνισμού, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα:
α) Τω Ε.Σ. επί τη βάσει σχετικού ερωτήματος του Υπουργού των Οικονομικών, προσκαλεί τους κεκτημένους τα απαιτούμενα προσόντα, όπως υποβάλλουν αιτήσεις προς διορισμόν, εις τας δια του ερωτήματος οριζόμενος ως πληρωτέας θέσεις. Η πρόσκλησις του Ε.Σ. δημοσιεύεται, δια δύο ημερησίων εφημερίδων των Αθηνών, τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της υπ' αυτού συζητήσεως του θέματος.
β) Το Ε.Σ., ελέγχει τα προσόντα, τυπικά και ουσιαστικά, των υποβαλόντων αιτήσεις, αποφαίνεται δε ητιολογημένως περί των εκ τούτων διοριστέων εις τας υπό πλήρωσιν θέσεις, λαμβάνον υπ' όψιν το ήθος, το ανεπίληπτον του δημοσίου και ιδιωτικού βίου, την επιστημονικήν επάρκειαν, την εμπειρίαν των κρινόμενων, ως και την κατάστασιν της υγείας αυτών, ώστε να εξασφαλίζηται η επιτυχής εκπλήρωσις της αποστολής του Ορκωτού Εκτιμητού.
"γ) Προκειμένου να πληρωθούν θέσεις Ορκωτών και Βοηθών Ορκωτών Εκτιμητών Α' Τάξης καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στη σχετική πρόσκλησης οι απαιτούμενες εκάστοτε ειδικότητες" - ΠΡΟΣΘ. ΠΕΡ. γ' ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.
2. Οι Ορκωτοί Εκτιμηταί διορίζονται δια Π. Διατάγματος, τη προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Το περί του διορισμού Π, Διάταγμα δημοσιεύεται, εν περιλήψει, δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, μετά δε την δημοσίευσιν κοινοποιείται, το βραδύτερον εντός τριάκοντα ημερών από ταύτης, εις τον διοριζόμενον, επί αποδείξει. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, το Π. Διάταγμα θεωρείται κοινοποιηθέν την τριακοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεως.
3. Η μη προσέλευσις προς ανάληψιν καθηκόντων, εντός τριάκοντα ημερών από της κατά την παράγραφον 2 κοινοποιήσεως του περί διορισμού Π. Διατάγματος, συνεπάγεται ανάκλησιν τούτου.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
Άρθρον 10.
Κατοχύρωσις και καθήκοντα των Ορκωτών Εκτιμητών
Οι Ορκωτοί Εκτιμηταί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άλλ' ασκούν δημόσιον λειτούργημα. Κατά την άσκησιν των καθηκόντων των απολαύουν ανεξαρτησίας, αποκλειόμενης οιασδήποτε παρεμβάσεως εις ταύτα. Ούτοι υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθειαν επί πραγμάτων ή πληροφοριών, των οποίων λαμβάνουν γνώσιν κατά την άσκησιν των καθηκόντων των.
Άρθρον 11.
Δαπάνη εκτιμήσεως.
Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών.
[Αρχή Τροποποίησης]"1. α) Η δαπάνη εκτίμησης καθορίζεται ως ποσοστό της αξίας που προσδιορίζεται με την έκθεση εκτίμησης ως εξής :
1) Για αξία αντικειμένου μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμών με ποσοστό 5 τοις χιλίοις, μη δυνάμενο να είναι κατώτερο των δραχμών 50.000.
2) Για αξία αντικειμένου μέχρι τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ποσόν, σε ποσοστό 3 τοις χιλίοις.
3) Για αξία αντικειμένου μέχρι εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) ποσόν, σε ποσοστό 2 τοις χιλίοις.
4) Για αξία αντικειμένου μέχρι εκατόν είκοσι εκατομμύρια (120.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) ποσό, σε ποσοστό 1,5 τοις χιλίοις.
5) Για αξία αντικειμένου μέχρι διακόσια σαράντα εκατομμυρίων (240.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα εκατόν είκοσι εκατομμύρια (120.000.000) ποσό, σε ποσοστό 1,25 τοις χιλίοις.
6) Για αξία αντικειμένου μέχρι πεντακόσια εκατομμύρια (500.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα διακόσια σαράντα εκατομμύρια (240.000.000) ποσό, σε ποσοστό 1,0 τοις χιλίοις.
7) Για αξία αντικειμένου μέχρι ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δραχμών και τα το υπέρ τα πεντακόσια εκατομμύρια (500.000.000) ποσό, σε ποσοστό 0,90 τοις χιλίοις.
8) Για αξία αντικειμένου μέχρι 2 δισεκατομμύρια (2.000.000.000) δραχμών και για το υπέρ το ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) ποσό, σε ποσοστό 0,80 τοις χιλίοις.
9) Για αξία αντικειμένου μέχρι πέντε δισεκατομμύρια (5.000.000.000) δραχμών και για το υπέρ τα δύο δισεκατομμύρια (2.000.000.000) ποσό, σε ποσοστό 0,75 τοις χιλίοις.
10) Για αξία άνω των πέντε δισεκατομμυρίων (5.000.000.000) δραχμών ο συντελεστής σταθεροποιείται στο 0,70 τοις χιλίοις.
β) Προκειμένου περί εκτιμήσεως μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο μετοχών ή λοιπών τίτλων κινητών Αξιών Ανωνύμων Εταιρειών ή συμμετοχών σε Εταιρείες, ή συνεταιρισμούς τα ανωτέρω ποσοστά ως και το κατώτερο όριο δαπάνης προσαυξάνεται κατά 40%.
γ) Με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε. δύναται σε ειδικές περιπτώσεις μεγάλης αξίας να παρέχεται έκπτωσης έως 20%, λαμβανομένης υπόψη της απασχολήσεως του Σ.Ο.Ε. και των λοιπών εξόδων (μετακινήσεις, ειδικοί σύμβουλοι κλπ.).
δ) Σε περιπτώσεις επανεκτιμήσεων εντός 18 μηνών των ιδίων ακριβώς αντικειμένων η δαπάνη εκτίμησης υπολογίζεται βάσει της νέας αξίας και στη συνέχεια αφαιρείται η προηγουμένως καταβληθείσα δαπάνη εκτίμησης. Σε καμία περίπτωση η δαπάνη επανεκτίμησης δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 50.000 δρχ." - ΑΝΤΙΚ. της ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ Π.Δ. 140/90, ΦΕΚ-55 Α'.- Ο καθορισμός της αμοιβής για την παροχή εκτιμητικών υπηρεσιών γίνεται ελεύθερα με κοινή συμφωνία των μερών. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του π.δ. 279/1979 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 140/1990 και η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του π.δ. 279/1979, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 140/1990, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του αρ. 15 του ν. 820/1978 (Α΄ 174), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 979/1979 (Α΄ 234), καθώς και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη, απόφαση ή πράξη περιέχει ρυθμίσεις αντίθετες προς τα ανωτέρω, καταργούνται. Επίσης, καταργείται η παράγραφος 6 του άρθρου 39 του ν.1041/1980 (Α΄ 75) που προβλέπει την απαλλαγή του Δημοσίου από την καταβολή δαπάνης εκτιμήσεως ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. Ε6(2) ΤΟΥ ΑΡΘ. 1ο ΤΟΥ Ν. 4093/12, ΦΕΚ-222 Α/12-11-12 [Τέλος Τροποποίησης]
2. Η καθοριζομένη δια την διενέργειαν της εκτιμήσεως δαπάνη, κατατίθεται, υπό του εις την καταβολήν αυτής υπόχρεου, εις ειδικόν λογαριασμόν παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος, υπό τον τίτλον “Λογαριασμός
Ορκωτών Εκτιμητών”, μη υποκείμενη επ' ονόματι του Σ.Ο.Ε. εις φόρον, τέλη χαρτοσήμου ή εις οιανδήποτε κράτησιν. Η δαπάνη αυτή κατατίθεται προ της κατ’ άρθρον 3 παραδόσεως της εκθέσεως εκτιμήσεως, εν πάση δε περιπτώσει εντός είκοσιν ημερήν από της κατά το αυτό άρθρον αποστολής της.
(Με την υπ' αριθμ. 533/ΕΞ2012/28-2-12 (ΑΔΑ: Β4ΠΩΗ-0ΔΨ) εγκύκλιο του Υπ.Οικονομικών “Εφαρμογή του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/ τ. Α'/ 02.03.2011) για την άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Εκτιμητή”, ορίζεται ότι : ... “Στον πίνακα που ακολουθεί περιλαμβάνονται οι περιορισμοί που καταργούνται σχετικά με την πρόσβαση και την άσκηση του επαγγέλματος του ΟΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 3919/2011... βλ. Την ως άνω εγκύκλιο).
3. Καθυστερούμεναι οφειλαί εκ διενεργηθεισών εκτιμήσεων, εισπράττονται κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.
4. Τα έσοδα του λογαριασμού “Ορκωτών Εκτιμητών”, διατίθενται δια την κάλυψιν των απαιτουμένων δαπανών διοικήσεως και λειτουργίαι του Σώματος.
Η διάθεσις των εσόδων και η διαχείρισις του λογαριασμού τούτου γίνεται δι' αποφάσεων του Ε.Σ. Ειδικώτερον, τα έσοδα ταύτα διατίθενται δια την καταβολήν των αποδοχών των Ορκωτών Εκτιμητών, ως και αμοιβών των κατ' άρθρον 4 ειδικών συμβούλων, δια την κάλυψιν των εξόδων πρώτης εγκαταστάσεως και εν συνεχεία λειτουργίας του Σ.Ο.Ε. (γραφεία, ενοίκια, μισθοί βοηθητικού προσωπικού κ.λ.π.) και δια πάσαν άλλην δαπάνην αναγκαίαν, κατά την εκτίμησιν του Ε.Σ. δια την εύρυθμον λειτουργίαν του Σώματος.
Το Ε.Σ. υποχρεούται, εντός του πρώτου διμήνου εκάστου έτους, να υποβάλλη εις τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, λογοδοσίαν των πεπραγμένων, ως και έκθεσιν διαχειρίσεως, αφορώσας το προηγούμενον έτος.
Άρθρον 12.
Σύναψις δανείων.
Προς αντιμετώπισιν των δια την λειτουργίαν του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών απαιτουμένων δαπανών, το Ε.Σ. δύναται να συνάπτη δάνεια παρά Τραπεζών ή του Δημοσίου, παρέχον ως εγγύησιν τα έσοδα του “Λογαριασμού Ορκωτών Εκτιμητών”.
Άρθρον 13.
Διαγραφή και ευθύνη Ορκωτού Εκτιμητού.
1. Ο Ορκωτός Εκτιμητής διαγράφεται από το Σώμα δι' αποφάσεως του Ε.Σ.: α) δια λόγους υγείας, κωλύοντας την άσκησιν των καθηκόντων του, διαπιστουμένους υπό τριμελούς εξ ιατρών επιτροπής, οριζόμενης δι' αποφάσεως του Ε.Σ. β) άμα τη συμπληρώσει του 70ού έτους της ηλικίας του, γ) εάν υπέβαλε παραίτησιν, δ) εάν κατεδικάσθη αμετακλήτως εις ποινήν συνεπαγομένην αυτοδικαίως αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων ή εάν, δι' αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως, κατεγνώσθη εις αυτόν αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων ή αν συντρέξη περίπτωσις ασυμβιβάστου κατά το άρθρον 8 του παρόντος.
2. Ο Ορκωτός Εκτιμητής, διαγραφόμενος του Σώματος δια τινα των ανωτέρω λόγων, εξαιρέσει των υπό στοιχεία α και β, δεν δικαιούται να αναλάβη οιανδήποτε εξηρτημένην ιδιωτικήν εργασίαν, άνευ εγκρίσεως του Ε.Σ., προ της παρελεύσεως διετίας από της διαγραφής του.
Η κατά παράβασιν της διατάξεως ταύτης συναπτόμενη σχέσις εργασίας είναι απολύτως άκυρος.
3. Η διαγραφή του Ορκωτού Εκτιμητού εκ του Σώματος, κοινοποιουμένη εις τούτον, δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
4. Η υπό του Ορκωτού Εκτιμητού πλημμελής άσκησις ή αδικαιολόγητος άρνησις ασκήσεως του έργου του, η ανάρμοστος κοινωνική τούτου συμπεριφορά και πάσα παράβασις διατάξεως του παρόντος Π. Διατάγματος, ως και των αποφάσεων του Ε.Σ., αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα, δι' ο ούτος παραπέμπεται προς κρίσιν ενώπιον του κατά το άρθρον 4 του παρόντος Εποπτικού Συμβουλίου.
Την πειθαρχικήν δίωκιν ασκεί ο Πρόεδρος του Ε.Σ. Το Εποπτικόν Συμβούλιον, εκτιμών τα πραγματικά περιστατικά, δύναται, αναλόγως της βαρύτητας του παραπτώματος, να καταγνώση εις βάρος του παραβάτου Ορκωτού Εκτιμητού τας ακολούθους πειθαρχικάς ποινάς: α) επίπληξιν, β) πρόστιμον έως δρχ. πεντήκοντα χιλιάδων (50.000), γ) προσωρινήν αποστέρησιν του δικαιώματος ασκήσεως του λειτουργήματος του Ορκωτού Εκτιμητού έως τριών μηνών, συνεπαγόμενης της ποινής ταύτης και την αποστέρησιν της λήψεως αποδοχών δια το αντίστοιχον χρονικόν διάστημα και δ) οριστικήν παύσιν.
Άρθρον 14.
Έναρξις ισχύος.
Η ισχύς, του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
'Αρθρο 2 Ν. 2515/97: Θέματα λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών
1. Το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) είναι Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που δεν ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και εποπτεύεται, ελέγχεται, διοικείται και λειτουργεί σύμφωνα με τις ειδικές περί αυτού διατάξεις, εφόσον αυτές δεν είναι αντίθετες με τις ρυθμίσεις αυτού του άρθρου. Μέλη του Σ.Ο.Ε. είναι οι Ορκωτοί Εκτιμητές και οι Βοηθοί Ορκωτοί Εκτιμητές, οι οποίοι ασκούν δημόσιο λειτούργημα, είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και δεν έχουν σχέση εξαρτημένης εργασίας με το Σ.Ο.Ε.
"Όταν μεταβιβάζεται η κυριότητα ακινήτων στα πιο πάνω πρόσωπα, λόγω δωρεάς, δεν απαιτείται έκθεση εκτίμησης του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών."
2. Το Σ.Ο.Ε. διοικείται και ελέγχεται από επταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, που αποτελείται από:
α) έναν επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτη ή Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή πρόσωπο που διατελεί ή διετέλεσε καθηγητής ή αναπληρωτής ή επίκουρος καθηγητής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Οικονομικής ή Τεχνικής κατεύθυνσης, ως πρόεδρο.
β) ένα πρόσωπο ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής με ειδικές γνώσεις στο αντικείμενο, ως αντιπρόεδρο.
γ) ένα μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.), ως μέλος.
δ) ένα μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) ως μέλος.
ε) έναν εκπρόσωπο της Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, που υπηρετεί στην Τεχνική Υπηρεσία ως μέλος. στ) δύο Ορκωτούς Εκτιμητές, που εκλέγονται από την Ολομέλεια του Σώματος για μια τετραετία, ως μέλη.
ζ) ορίζεται ανώτατο όριο ηλικίας των μελών κατά το χρόνο διορισμού του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε. τα 68 έτη.
Το Εποπτικό Συμβούλιο συγκαλείται υποχρεωτικά από τον πρόεδρο αυτού τουλάχιστον δύο φορές κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος και τρία (3) τουλάχιστον από τα μέλη του. Οι αποφάσεις και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.
Με απόφαση του Ε.Σ. καθορίζεται ο τρόπος αμοιβής των μελών του Σ.Ο.Ε.
Για το συντονισμό και την προώθηση του έργου του το Ε.Σ. μπορεί να συγκροτεί επιτροπές από τα μέλη του και να εκχωρεί σε αυτές ή και σε ορισμένο μόνο μέλος του ή στην Ολομέλεια των Ορκωτών Εκτιμητών αρμοδιότητες σχετικά με την διοίκηση, την οργάνωση και τη λειτουργία του Σώματος.
Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 15 του ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α') και οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 4 του π.δ. 279/1979 (ΦΕΚ 81 Α') όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο μόνο του π.δ. 488/1979 (ΦΕΚ 151 Α') καταργούνται. Η θητεία του παρόντος Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε. λήγει με την δημοσίευση αυτού του νόμου.
3. Με τα προεδρδιατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ρυθμίζονται:
α) Τα ελληνικά εκτιμητικά πρότυπα.
β) Ο κανονισμός λειτουργίας του Σ.Ο.Ε.
γ) Οι αρμοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας της Ολομέλειας των Ορκωτών Εκτιμητών.
δ) Ο κανονισμός δεοντολογίας του Σ.Ο.Ε.
ε) Ο αριθμός των οργανικών θέσεων και τα προσόντα διορισμού των μελών του Σ.Ο.Ε. στ) Η δημιουργία ειδικού αποθεματικού από το λογαριασμό Ορκωτών Εκτιμητών για την καταβολή αποζημιώσεων, κατά την αποχώρηση των μελών, καθώς και ο καθορισμός των προϋποθέσεων που πρέπει να συγκεντρώνουν οι δικαιούχοι.
ζ) Κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για τη λειτουργία του Σ.Ο.Ε.
4) Η περίπτωση γ της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του π.δ/τος 279/1979 (ΦΕΚ 81 Α'), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ/τος 140/1990 (ΦΕΚ 55 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
γ. Με τη συμμετοχή στα Διοικητικά Συμβούλια των Ν.Π.Δ.Δ. των επιχειρήσεων και των οργανισμών του δημόσιου τομέα, καθώς και των κοινωφελών ιδρυμάτων και των Ν.Π.Ι.Δ. που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Δ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Υποπαράγραφος Δ.1- Συμπλήρωση διατάξεων του άρθρου 34 του ν. 4141/2013
21. Με την περ. 2 της υποπαρ. Δ.1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι περ. αα, ββ και γγ της παρ. 2α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013,που έχει ως εξής:
αα) Φορολογουμένους, γενικά, με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ.
ββ) Συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το ύψος των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων τους ή σε μητρικές επιχειρήσεις των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του κ.ν. 2190/1920, ανεξάρτητα από τη διαχειριστική περίοδο που αφορούν και το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους.
γγ) Επιχειρήσεις που προήλθαν από οποιονδήποτε μετασχηματισμό, καθώς και των πριν το μετασχηματισμό επιχειρήσεων.
22. Με την περ. 3 της υποπαρ. Δ.1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 2γ του άρθρου 34 του ν. 4141/2013,που έχει ως εξής:
γ. Υποθέσεις για τις οποίες έχει αρχίσει ο έλεγχος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη με αριθμό 1039/2012 όπως ισχύει, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, ελέγχονται από αυτές, εκτός των υποθέσεων που μεταφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου.
Από το Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. ασκείται επίσης η εκπροσώπηση της φορολογικής αρχής στα δικαστήρια για τις υποθέσεις αυτές.
23. Με την περ. 4 της υποπαρ. Δ.1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013,που έχει ως εξής:
Ως προς τον έλεγχο, τα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα έχουν αρμοδιότητα τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου σε φορολογουμένους με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και μέχρι είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ χωρικής αρμοδιότητάς τους.
24. Με την περ. 5 της υποπαρ. Δ.1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτώσεις Βi και Biiiτης παρ. 3α του άρθρου 34 του ν. 4141/2013,που έχει ως εξής:
Β.i. Το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Θεσσαλονίκης ανασυγκροτείται και διαρθρώνεται σε τέσσερα (4) Τμήματα και δύο Γραφεία, ως εξής:
α) Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Γ΄
β) Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
γ) Γραφείο Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
iii. Η παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 3259/2004 (Α΄149) παύει να ισχύει.
25. Με την περ. 6 της υποπαρ. Δ.1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 6 του άρθρου 34 του ν. 4141/2013,που έχει ως εξής:
6. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Κέντρων Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου και Μεγάλων Επιχειρήσεων, καθώς και των νέων τμημάτων και γραφείων των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης και ο χρόνος παύσης λειτουργίας της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων ορίζεται σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Υποπαράγραφος Δ.2- Κατάργηση φορολογικών προνομίων των εταιρειών Ο.Λ.Π Α.Ε και ΟΛΘ.Α.Ε και λοιπές διατάξεις
26. Με το στοιχείο α της περ. 1 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 2 του δεύτερου άρθρου του ν. 2688/1999,που έχει ως εξής:
2.Οι διατάξεις του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950 εφαρμόζονται στην Εταιρία ΟΛΠ ΑΕ, η οποία υπόκειται μόνο σε φόρο εισοδήματος. Επίσης στην Εταιρία ΟΛΠ ΑΕ, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31Α΄).
27. Με το στοιχείο β της περ. 1 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 5 του τρίτου άρθρου του ν. 2688/1999,που έχει ως εξής:
Άρθρο 5
Μετοχικό Κεφάλαιο - Μέτοχοι
1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας ανέρχεται στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000 ) δραχμών. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της Εταιρίας θα οριστικοποιηθεί το τελικό μετοχικό κεφάλαιο αυτής, που θα είναι το καθαρά ποσό σε δραχμ. που θα προκύψει μετά την απογραφή, αποτίμηση, εκτίμηση και απεικόνιση σε ισολογισμό, που θα συνταχθεί, των εξής περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού και παθητικού :
α. Ολων των ακινήτων και κινητών πραγμάτων που ανήκουν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ως [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
[Αρχή Τροποποίησης]
β. Της αξίας που απορρέει από το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των κτιρίων, γηπέδων και άλλων εγκαταστάσεων που ανήκουν στο Δημόσιο, των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση έχει περιέλθει αποκλειστικά στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ως [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης] - ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΤΟΥ Ν. 2932/01, ΦΕΚ-145 Α' [Τέλος Τροποποίησης]
γ. Ολων των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, του [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης].
[Αρχή Τροποποίησης]
"Η απογραφή, αποτίμηση και εκτίμηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων θα γίνει με βάση το χρόνο υπολογισμού της αξίας τους, ο οποίος θα καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου." (ΠΡΟΣΘ. ΕΔΑΦΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
[Αρχή Τροποποίησης]
"2. Η καθαρή θέση που θα προκύψει, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κεφαλαιοποιείται, ολικά ή μερικά, για τον προσδιορισμό του οριστικού ύψους του μετοχικού κεφαλαίου, το δε τυχόν μη κεφαλαιοποιούμενο τμήμα της άγεται σε ειδικό αποθεματικό.
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. προσδιορίζεται η αναλογία της κεφαλαιοποιούμενης καθαρής θέσης προς την αγόμενη σε ειδικό αποθεματικό.
3. Η απογραφή και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. θα γίνει από Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κ.Ν. 2190/1920, που ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο χρόνος υπολογισμού της αξίας των εισφερόμενων στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. περιουσιακών στοιχείων, ο οποίος δύναται να είναι προγενέστερος του χρόνου διορισμού της Επιτροπής, ο τρόπος διενέργειας της αποτίμησης, η αποζημίωση των μελών της Επιτροπής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια." (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΠΑΡ.2 ΚΑΙ 3 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
4. Απόσπασμα της έκθεσης απογραφής που θα περιέχει περιγραφή των ακινήτων και των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μαζί με την προβλεπόμενη από το νόμο περίληψη, μεταγράφεται ατελώς, με αίτηση της Εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ, στα οικεί βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου, ύστερα από θεώρηση της από τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας.
[Αρχή Τροποποίησης]
"5. Η εκ της διαδικασίας της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου τυχόν προκύπτουσα υπεραξία, η οποία θα χρησιμοποιηθεί κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή τη δημιουργία οποιουδήποτε ειδικού αποθεματικού, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε φορολογία κατά οποιαδήποτε χρονική περίοδο, περιλαμβανομένης και εκείνης του χρόνου λύσεως της εταιρείας. Προκειμένου περί υπολογισμού των εκπιπτόμενων από τα ακαθάριστα έσοδα αποσβέσεων επί της αξίας των εισφερόμενων πάγιων περιουσιακών στοιχείων, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, λαμβάνεται ως βάση η κατά τα ανωτέρω εκτιμηθείσα αξία κάθε πάγιου περιουσιακού στοιχείου." (ΠΡΟΣΘ. ΠΑΡ.5 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.3 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
28. Με το στοιχείο γ της περ. 1 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 2 του έβδομου άρθρου του ν. 2688/1999,που έχει ως εξής:
2. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του α.ν. 1559/1950, όπως ισχύουν με το άρθρο 10 τουν.δ. 2551/1953 για τον ΟΛΘ , εφαρμόζονται στην Εταιρία ΟΛΘ ΑΕ, η οποία υπόκειται μόνο σε φόρο εισοδήματος. Επίσης , στην Εταιρία ΟΛΘ ΑΕ, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998.
29. Με το στοιχείο δ της περ. 1 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 5 του όγδοου άρθρου του ν. 2688/1999,που έχει ως εξής:
Άρθρο 5
Μετοχικό Κεφάλαιο - Μέτοχοι
1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας ανέρχεται στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000 ) δραχμών. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της Εταιρίας θα οριστικοποιηθεί το τελικό μετοχικό κεφάλαιο αυτής, που θα είναι το καθαρά ποσό σε δραχμ. που θα προκύψει μετά την απογραφή, αποτίμηση, εκτίμηση και απεικόνιση σε ισολογισμό, που θα συνταχθεί, των εξής περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού και παθητικού :
α. Ολων των ακινήτων και κινητών πραγμάτων που ανήκουν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης, ως [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
[Αρχή Τροποποίησης]
β. Της αξίας που απορρέει από το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των κτιρίων, γηπέδων και άλλων εγκαταστάσεων που ανήκουν στο Δημόσιο, των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση έχει περιέλθει αποκλειστικά στον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης, ως [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης] - ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ Ν. 2892/01, ΦΕΚ-46 Α' [Τέλος Τροποποίησης]
γ. Ολων των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, του [Αρχή Τροποποίησης] "Ανώνυμη Εταιρεία" (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΕΝΤΟΣ "" ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης].
[Αρχή Τροποποίησης]
"Η απογραφή, αποτίμηση και εκτίμηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων θα γίνει με βάση το χρόνο υπολογισμού της αξίας τους, ο οποίος θα καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου." (ΠΡΟΣΘ. ΕΔΑΦΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
[Αρχή Τροποποίησης]
"2. Η καθαρή θέση που θα προκύψει, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κεφαλαιοποιείται, ολικά ή μερικά, για τον προσδιορισμό του οριστικού ύψους του μετοχικού κεφαλαίου, το δε τυχόν μη κεφαλαιοποιούμενο τμήμα της άγεται σε ειδικό αποθεματικό.
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. προσδιορίζεται η αναλογία της κεφαλαιοποιούμενης καθαρής θέσης προς την αγόμενη σε ειδικό αποθεματικό.
3. Η απογραφή και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. θα γίνει από Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κ.Ν. 2190/1920, που ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο χρόνος υπολογισμού της αξίας των εισφερόμενων στον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε. περιουσιακών στοιχείων, ο οποίος δύναται να είναι προγενέστερος του χρόνου διορισμού της Επιτροπής, ο τρόπος διενέργειας της αποτίμησης, η αποζημίωση των μελών της Επιτροπής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια." (ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΠΑΡ.2 ΚΑΙ 3 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.5 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
4. Απόσπασμα της έκθεσης απογραφής που θα περιέχει περιγραφή των ακινήτων και των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μαζί με την προβλεπόμενη από το νόμο περίληψη, μεταγράφεται ατελώς, με αίτηση της Εταιρείας ΟΛΘ ΑΕ, στα οικεί βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου, ύστερα από θεώρηση της από τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας.
[Αρχή Τροποποίησης]
"5. Η εκ της διαδικασίας της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου τυχόν προκύπτουσα υπεραξία, η οποία θα χρησιμοποιηθεί κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή τη δημιουργία οποιουδήποτε ειδικού αποθεματικού δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε φορολογία κατά οποιαδήποτε χρονική περίοδο, περιλαμβανομένης και εκείνης του χρόνου λύσεως της εταιρείας. Προκειμένου περί υπολογισμού των εκπιπτόμενων από τα ακαθάριστα έσοδα αποσβέσεων επί της αξίας των εισφερόμενων πάγιων περιουσιακών στοιχείων, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, λαμβάνεται ως βάση η κατά τα ανωτέρω εκτιμηθείσα αξία κάθε πάγιου περιουσιακού στοιχείου." (ΠΡΟΣΘ. ΠΑΡ.5 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ.6 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΟΥ Ν.2881/01, ΦΕΚ 16 Α΄) [Τέλος Τροποποίησης]
30. Με το στοιχείο ε της περ. 1 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 3755/2009,που έχει ως εξής:
10. Οι κάθε είδους αποζημιώσεις που καταβάλλονται από την «ΟΛΠ Α.Ε.» δυνάμει της Σύμβασης παραχώρησης και βρίσκονται εκτός πεδίου εφαρμογής του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύει, απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου.
31. Με την της περ. 6 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το εδάφιο γγ’ της παρ. 22 του άρθρου 3 του ν. 4110/2013,που έχει ως εξής:
γγ) Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη μέθοδο σταθερής απόσβεσης επί της αξίας κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις δαπάνες προσθηκών και βελτιώσεων.
Οι συντελεστές απόσβεσης ανά πάγιο περιουσιακό στοιχείο και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την ταξινόμηση NACE rev2, έχουν ως εξής:
01. Για όλους τους κλάδους:
Εδαφικές εκτάσεις: |
0% |
Κτιριακές εγκαταστάσεις, γραφεία, οικίες: |
4% |
Βιομηχανοστάσια, αποθήκες σταθμοί, μη κτιριακές εγκαταστάσεις: |
4% |
Μηχανήματα: |
10% |
Εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού): |
10% |
Εξοπλισμός Η/Υ και λογισμικό: |
20% |
Μέσα μεταφοράς ατόμων: |
10% |
Μέσα μεταφοράς φορτίων: |
12% |
Άυλα στοιχεία και δικαιώματα: |
10% |
Λοιπά πάγια στοιχεία: |
10% |
02. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω ισχύουν τα εξής:
Εδαφικές εκτάσεις: 5%
για τον τομέα Β (Ορυχεία-Λατομεία), πλην του Β.09 (Υποστηρικτικές δραστηριότητες εξόρυξης).
Μέσα μεταφοράς ατόμων: 12%
Για τους τομείς N77.11 (Ενοικίαση και εκμίσθωση αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων) και Ο85 (Εκπαίδευση)
Μέσα μεταφοράς φορτίων: 16%
Για τον τομέα Ν77.12 (Ενοικίαση και εκμίσθωση φορτηγών)
Λοιπά μέσα μεταφοράς: 5%
Για τους τομείς Η49.1 (Υπεραστικές σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών), Η49.2 (Σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων), Η50 (Πλωτές μεταφορές) και Η51 (Αεροπορικές μεταφορές)-Για τραίνα, πλοία και αεροπλάνα, αντιστοίχως Άυλα στοιχεία και δικαιώματα: 100%
Για τον τομέα Ρ90
(Δημιουργικές δραστηριότητες, τέχνες και διασκέδαση) 50%
Για τον τομέα Ι59.1 (Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων)
Λοιπά πάγια στοιχεία: 50%
Για τον τομέα Ν77.2 (Ενοικίαση και εκμίσθωση ειδών προσωπικής ή οικιακής χρήσης)
Μόνο για τα εκμισθούμενα είδη. 30%
Για τον τομέα Ν 77.3 (Ενοικίαση και εκμίσθωση άλλων μηχανημάτων, ειδών εξοπλισμού και υλικών αγαθών)-Μόνο για τα εκμισθούμενα είδη.
32. Με την της περ. 7 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται το άρθρο 34 του ν. 2937/2001,που έχει ως εξής:
΄Aρθρο 34
1. Οι εκπιπτόμενες από τα ακαθάριστα έσοδα αποσβέσεις επί των υφισταμένων και νέων παγίων περιουσιακών στοιχείων ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού των εταιρειών "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" τα οποία εξυπηρετούν ή υποστηρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων προς επιβάτες και φορτία κάθε είδους, την ασφάλεια χρηστών και πλωτών ναυπηγημάτων, τη συντήρηση λιμενικής υποδομής ή τη φορτοεκφόρτωση, μεταφορά και αποθήκευση πάσης φύσεως εμπορευμάτων εντός των Λιμένων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, υπολογίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2001 και εφεξής με τους ακόλουθους σταθερούς ετήσιους συντελεστές:
(α) Οχήματα Στοιβασίας και Μεταφοράς Εμπορευματοκιβωτίων (ΟΣΜΕ - Straddle Carriers): με συντελεστή 6,5 %.
(β) Γερανογέφυρες και ηλεκτροκίνητοι γερανοί: με συντελεστή 2,5%.
(γ) Ελαστιχοφόροι γερανοί: με συντελεστή 5%.
(δ) Περονοφόρα ανυψωτικά οχήματα: με συντελεστή 10%.
(ε) Οχήματα μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων (Transtainer): με συντελεστή 5%.
(στ) Μηχανοκίνητα ή μη πλωτά μέσα υποστήριξης της λιμενικής λειτουργίας, κάθε είδους: με συντελεστή 3% και
(ζ) κάθε άλλο στοιχείο ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού, όπως ιδίως κάθε είδους κινητός εξοπλισμός, αυτοκινούμενος, κινούμενος ή σταθερός, εξαιρουμένων των συστατικών της χερσαίας λιμενικής ζώνης, ανεξαρτήτως περιγραφής, χρόνου, τόπου, προδιαγραφών και μεθόδου κατασκευής, όπως ιδίως μηχανήματα έργου πάσης φύσεως, ανυψωτικά μηχανήματα, σταθερά, επί τροχιάς ή αυτοκινούμενα, ηλεκτροκίνητα ή μη, ελκυστήρες, φορτωτές, εκσκαφείς, ειδικά διασκευασμένα μηχανήματα και οχήματα, μηχανήματα οδικών και λιμενικών έργων, ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη, μη εμπεμηγμένα συγκροτήματα αποθήκευσης ή φορτοεκφόρτωσης κάθε είδους, μηχανήματα , συσκευές και εξοπλισμός ελέγχου και συντήρησης, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία εξοπλισμού συμπεριλαμβανομένων και των συγκροτημάτων υποστήριξης και συντήρησης αυτών, με ενιαίο συντελεστή 5%.
2. Οι εκπιπτόμενες από τα ακαθάριστα έσοδα αποσβέσεις επί των πάσης φύσεως λιμενικών έργων των εταιρειών "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" εντός των Λιμένων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης , αντίστοιχα, υπολογίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2001 και εφεξής με ενιαίο σταθερό συντελεστή τέσσερα επί τοις εκατό (4%) ετησίως, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, στην έννοια των λιμενικών έργων θεωρείται ότι εμπίπτει κάθε μόνιμη κατασκευή, έργο, βελτίωση ή αναβάθμιση αναφορικά με εγκαταστάσεις εντός της χερσαίας λιμενικής ζώνης, όπως ιδίως προβλήτες, κρηπιδώματα, λιμενοβραχίονες, υποδομές σήμανσης, ναυτιλίας και ασφαλείας, υπόγεια και υπέργεια δίκτυα, δίκτυα παροχών, έργα απορροής ή συλλογής ομβρίων, σταθερές δεξαμενές, κτίρια, περιφράξεις, περιτοιχισμοί, οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα και πλατφόρμες φόρτωσης και εκ- φόρτωσης.
33. Με το στοιχείο α της περ. 10 υποπαρ.Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 81 του ΚΦΕ, που έχει ως εξής:
Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσουν για τις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 13 να μνημονεύουν το κέρδος ή την ωφέλεια που προέκυψε από τη μεταβίβαση ή την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται σ'αυτές τις περιπτώσεις.
34. Με το στοιχείο β της παερ. 11 της υποπαρ. Δ.2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται οι λέξεις «τα έντυπα» με τη φράση «οι δηλώσεις απόδοσης φόρου υπεραξίας από μεταβιβάσεις ακινήτων , όπως ορίζεται στην παρ. 11 του άρθρου 33 του ΚΦΕ, που έχει ως εξής:
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα έντυπα προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.» -
Υποπαράγραφος Δ.3- Ρυθμίσεις για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
35. Με την περ. 2 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
2. Το Γενικό Συμβούλιο είναι πενταμελές. Δύο εκ των μελών του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, επιλέγονται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα. Τις θέσεις των υπολοίπων μελών του Γενικού Συμβουλίου συμπληρώνουν ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, ένα πρόσωπο που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και ένα ακόμη πρόσωπο.
36. Με το στοιχείο α της περ. 5 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«10. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για την προπαρασκευή του έργου, την εφαρμογή των αποφάσεων και την εκτέλεση των πράξεων του Ταμείου. Ειδικότερα, η Εκτελεστική Επιτροπή έχει τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες:»
37. Με το στοιχείο β της περ. 5 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το στοιχείο γ της παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«γ. να αναθέτει οποιαδήποτε εκ των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της σε οποιοδήποτε εκ των μελών της ή σε στελέχη του Ταμείου, σύμφωνα με τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις που έχουν εγκριθεί από το Γενικό Συμβούλιο, υπό την προϋπόθεση ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος ασκεί πρωτίστως τις εξουσίες του σύμφωνα προς την παράγραφο 7, και ότι τα λοιπά μέλη της Επιτροπής είναι πρωτίστως υπεύθυνα για τη διοίκηση ενός εκάστου των Τμημάτων του Ταμείου που είναι αρμόδια αφ` ενός μεν για πιστωτικά ιδρύματα «που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 6», αφ` ετέρου δε για μεταβατικά πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του άρθρου 63Ε του ν. 4021/2011»
38. Με την περ. 6 της υποπαρ. Δ.4 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
Ο Διευθύνων Σύμβουλος τηρεί ενήμερο το Γενικό Συμβούλιο, όσο συχνά απαιτείται από αυτό αλλά κατ’ ελάχιστο δέκα φορές ετησίως.
39. Με το στοιχείο α της περ. 7 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι λέξεις «πέντε (5) εργάσιμες ημέρες» με τις λέξεις «τρεις (3) εργάσιμες ημέρες», όπως ορίζονται στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 13 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«Οι συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου συγκαλούνται με κοινοποίηση της ώρας, του τόπου και της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης σε όλα τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία για την οποία έχει οριστεί η συνεδρίαση, εκτός από περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή έπειτα από συναίνεση όλων των μελών, οπότε στην περίπτωση αυτή η συνεδρίαση μπορεί να συγκληθεί σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα όπως ορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Γενικού Συμβουλίου.
40. Με το στοιχείο β της περ. 7 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι λέξεις «δύο (2) μελών» με τις λέξεις «τεσσάρων (4) μελών», όπως ορίζονται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 13 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«Συνεδριάσεις μπορούν τέλος να συγκληθούν και κατόπιν αιτήματος δύο (2) μελών του Συμβουλίου.»
41. Με την περ. 9 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 15 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«15. Στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται να συμμετέχουν ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας (1) εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή οι αναπληρωτές τους.»
42. Με την περ. 10 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«16. Το Γενικό Συμβούλιο τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον τρία (3) μέλη του. Η Εκτελεστική Επιτροπή τελεί σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον δύο (2) μέλη της, ένας εκ των οποίων είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος.»
43. Με την περ. 11 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 18 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, καμία πράξη ή διαδικασία του Γενικού Συμβουλίου δεν καθίσταται άκυρη λόγω της κένωσης θέσεως ή θέσεων στο Γενικό Συμβούλιο.»
44. Με την περ. 12 της υποπαρ. Δ.3 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 19 του άρθρου 4 του ν. 3864/2010,που έχει ως εξής:
19. Όλες οι ενέργειες οποιουδήποτε μέλους του Γενικού Συμβουλίου παραμένουν έγκυρες παρά τη διαπίστωση ελαττώματος αναφορικά με το διορισμό, την καταλληλότητα ή τα προσόντα του μέλους. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου υπογράφονται
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ε΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ν.3919/2011
Υποπαράγραφος Ε.2- Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3919/2011
45. Με την υποπαρ. Ε.2 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3919/2011,που έχει ως εξής:
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 και η διατήρηση σε ισχύ περιορισμού αναφερομένου στην παράγραφο 2 ή θεσπιζομένου δυνάμει της παραγράφου 3, ως έχει ή με ηπιότερη μορφή, εάν:
I. Με τον περιορισμό αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και
II. Ο περιορισμός αυτός είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτησή του και, από απόψεως εντάσεως της επεμβάσεως στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας, τελεί σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα του επιδιωκομένου να εξυπηρετηθεί επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, και
III. Ο περιορισμός αυτός δεν εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή όσον αφορά τις επιχειρήσεις ανάλογα με την έδρα τους.
Υποπαράγραφος Ε.4- Τροποποίηση του άρθρου 9 του ν. 3919/2011
46. Με την περ. 1 της υποπαρ. Ε.4 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3919/2011,που έχει ως εξής:
Οι διατάξεις του άρθρου 3 δεν θίγουν την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 344/2000 (ΦΕΚ 297 Α΄).
Υποπαράγραφος Ε.7- Επαγγελματικές δραστηριότητες αρμοδιότητας Υπουργείου Παιδείας και θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (Τομέας Πολιτισμού)
47. Με την περ. 2 της υποπαρ. Ε.2 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2557/1997,που έχει ως εξής:
6.α. Για τη μελέτη, ανάληψη, επίβλεψη έργου συντήρησης και λειτουργία εργαστηρίων για τη συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης κινητών και ακινήτων απαιτείται άδεια που χορηγείται από τον Υπουργό Πολιτισμού μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής που αποτελείται από το Νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Πολιτισμού ή τον αναπληρωτή του, τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού ή τον αναπληρωτή του και έναν καθηγητή Α Συντηρητή Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και έργων Τέχνης του Τ.Ε.Ι. Αθήνας ή την αναπληρωτή του.
β. Η άδεια χορηγείται σε κάθε περίπτωση εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις :
Ι. σε όσους διαθέτουν πτυχίο Σχολών Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής που έχουν συμπληρώσει διετή αποδεδειγμένη πρακτική εμπειρία.
ΙΙ. σε όσους διαθέτουν πτυχίο Σχολών Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Τ.Ε.Ι. της ημεδαπής η ισότιμου της αλλοδαπής που έχουν συμπληρώσει τριετή αποδεδειγμένη πρακτική εμπειρία,
ΙΙΙ. σε όσους διαθέτουν πτυχίο Δευτεροβάθμιας Σχολής Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης τριετούς φοίτησης της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής και περισσότερα από δώδεκα (12) έτη, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, αποδεδειγμένης επαγγελματικής δραστηριότητας και έργο στη συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία φακέλου που τίθεται στην κρίση της επιτροπής (αναλυτικός φάκελος εργασιών, μελέτες, δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις) που έχουν συντελεσθεί σύμφωνα με τις αρχές συντήρησης και προστασίας των αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς, έτσι όπως περιγράφονται στις Διεθνείς Συμβάσεις (Χάρτης Βενετίας, Σύμβαση Γρανάδας, Ορισμός του Επαγγέλματος του Συντηρητή), IV. σε όσους υπαλλήλους υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος ή υπηρέτησαν στο Υπουργείο Πολιτισμού, στους κλάδους ΠΕ7, ΠΕ8, ΠΕ10, ΠΕ17, ΤΕ0, ΔΕ6, ΥΕ5 και στις εποπτευόμενες από αυτό υπηρεσίες και Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον διαθέτουν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δώδεκα (12) έτη αποδεδειγμένη δραστηριότητα και έργο στη συντήρηση αρχαιοτήτων, όπως αυτή βεβαιώνεται από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
γ.αα) Οι ειδικότητες για τις οποίες χορηγείται η άδεια προσδιορίζονται από τον τίτλο σπουδών ή τη βεβαίωση που τον συνοδεύει και χορηγείται από το αντίστοιχο εκπαιδευτικό ίδρυμα (Α.Ε.Ι., Τ.Ε.Ι. ή Δευτεροβάθμιας Σχολής Συντήρησης Αρχαιοτήτων και 'Εργων Τέχνης τριετούς φοίτησης) ή για την περίπτωση IV του προηγούμενου εδαφίου β' από τη βεβαίωση που χορηγείται από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής ειδικότητες:
Συντήρηση τοιχογραφιών, εικόνων, μουσαμά. χαρτιού. ξυλόγλυπτου, ξύλου, υφάσματος, δέρματος, φωτογραφικού υλικού, πορσελάνης, γυαλιού, κεραμικού. πέτρας, μετάλλου, ψηφιδωτού, οργανικών ανασκαφικών ευρημάτων.
ββ) Οι έχοντες τους τίτλους σπουδών των περιπτώσεων Ι και ΙΙ του εδαφίου β' αποκτούν την προβλεπόμενη , πρακτική εμπειρία τους σε εργαστήρια ή συνεργεία συντήρησης στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. γγ) Στις περιπτώσεις ΙΙΙ και IV του εδαφίου β' η αίτηση πρέπει να υποβληθεί στην επιτροπή σε διάστημα έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.
δ.αα) lδρύεται Μητρώο Συντηρητών Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης που θα περιλαμβάνει όσους κατέχουν την παραπάνω άδεια.
ββ) Σε ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος καταρτίζεται κώδικας επαγγελματικής δεοντολογίας για τη συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης.
48. Με την περ. 4 της υποπαρ. Ε.2 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 3028/2002,που έχουν ως εξής:
α) έχουν σχετική επαγγελματική εμπειρία,
β) διαθέτουν κατάλληλο χώρο καταστήματος και αποθήκευσης, που βρίσκεται σε πόλεις όπου εδρεύουν υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού αρμόδιες για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς,
Υποπαράγραφος Ε.10- Επαγγελματικές δραστηριότητες αρμοδιότητας Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- εμπορία λιπασμάτων και παραγωγής και εμπορίας πολλαπλασιαστικού υλικού φυτικών ειδών
49. Με την περ. 3 της υποπαρ. Ε.10 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται η παράγραφος 13 του άρθρου 35 του νόμου 4036/2012, που έχουν ως εξής:
13. Ως υπεύθυνος επιστήμονας ορίζεται:
Οι Γεωπόνοι πτυχιούχοι (ΑΕΙ) και από τους πτυχιούχους (ΤΕΙ) ό,τι ορίζεται στα σχετικά άρθρα του π.δ. 109/1989.
Υποπαράγραφος Ε.11- Επαγγελματικές δραστηριότητες αρμοδιότητας Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- κρεοπώλες
50. Με την περ. 1 της υποπαρ. Ε.11 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 του π.δ 126/2000,που έχει ως εξής:
Η βεβαίωση ή το πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας κρεοπώλη χορηγείται είτε από τις Σχολές Επαγγελμάτων Κρέατος Αθηνών και θεσσαλονίκης, είτε από αντίστοιχες σχολές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας.
Υποπαράγραφος Ε.12- Επαγγελματικές δραστηριότητες αρμοδιότητας Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- κτηνιατρικές κλινικές
51. Με την περ. 1 της υποπαρ. Ε.12 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 604/1977,που έχει ως εξής:
Τα κτηνιατρεία και οι κτηνιατρικές κλινικές ιδρύονται μόνο από κτηνιάτρους. Κατ’ εξαίρεση κτηνιατρεία και κτηνιατρικές κλινικές μπορούν να ιδρύουν και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) πρώτου βαθμού, για αδέσποτα ζώα, καθώς και ο Οργανισμός Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος Α.Ε., για τα άλογα του ιπποδρόμου και για αδέσποτα ζώα και με την προϋπόθεση ότι έχουν επιστημονικά υπεύθυνο κτηνίατρο για τη λειτουργία τους.
Υποπαράγραφος Ε.15 - Επαγγελματικές δραστηριότητες του Υπουργείου Τουρισμού.
52. Με την περ. 1 την υποπαρ. Ε.15 της παρ. Ε του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 710/1977,που έχει ως εξής:
«6. Η υλοποίηση των ταχύρυθμων προγραμμάτων του παρόντος άρθρου μπορεί να ανατίθεται απευθείας σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής με τη σύναψη σχετικής σύμβασης, στην οποία θα περιγράφεται το ανατιθέμενο έργο, το ύψος της αμοιβής του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ο τόπος, ο χρόνος υλοποίησης, ο αριθμός των καταρτιζόμενων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Για την καταβολή της αμοιβής για την υλοποίηση του ταχύρρυθμου προγράμματος από το εκπαιδευτικό ίδρυμα θα εκδίδεται από το Υπουργείο Τουρισμού χρηματικό ένταλμα πληρωμής επ΄ ονόματι του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας της Επιτροπής Ερευνών του εκπαιδευτικού ιδρύματος, μετά την έκδοση των αναγκαίων παραστατικών στοιχείων. Η υλοποίηση της σύμβασης και η πιστή τήρηση του αναλυτικού προγράμματος κατάρτισης θα πιστοποιείται από τριμελή επιτροπή αποτελούμενη από τον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή, τον Διευθυντή και τον προϊστάμενο τμήματος των αντίστοιχων οργανικών μονάδων του Υπουργείου Τουρισμού, που έχουν την αρμοδιότητα για τα ταχύρυθμα προγράμματα.»
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ΄
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
Υποπαράγραφος ΣΤ.2
53. Με την περ. 1 της υποπαρ. ΣΤ.2 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περιπτ. β της παρ. 3 του άρθρου 141 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ,που έχει ως εξής:
β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος, οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος, ο Υπουργός, καθώς και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης στις περιπτώσεις που ο ίδιος έχει ασκήσει πειθαρχική δίωξη κατά υπαλλήλου.
Υποπαράγραφος ΣΤ.4
54. Με την υποπαρ. ΣΤ.4 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 140 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ,που έχει ως εξής:
5. Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται. Ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση πρόδηλης παρανομίας. Ανάκληση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου γίνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Πειθαρχική απόφαση που υπόκειται σε ένσταση δεν ανακαλείται. Η αίτηση για ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της στον υπάλληλο. Αν η ανάκληση δεν γίνει εντός τριμήνου, λογίζεται ότι το αίτημα της ανάκλησης έχει απορριφθεί.
Υποπαράγραφος ΣΤ.5
55. Με την υποπαρ. ΣΤ.5 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 144 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων,που έχει ως εξής:
5. Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται. Ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση πρόδηλης παρανομίας. Ανάκληση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου γίνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Πειθαρχική απόφαση που υπόκειται σε ένσταση δεν ανακαλείται.
Υποπαράγραφος ΣΤ.6
56. Με την υποπαρ. ΣΤ.6 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ ,που έχει ως εξής:
1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων μηνών από την παραπομπή.
Υποπαράγραφος ΣΤ.7
57. Με την υποπαρ. ΣΤ.7 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 126 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων,που έχει ως εξής:
Άρθρο 126
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα των άρθρων 123 και 124 του παρόντος.
Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τριμήνου από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή στα συλλογικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος.
2. Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος ολοκληρώνουν την πειθαρχική διαδικασία εντός τεσσάρων μηνών από την παραπομπή είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης είτε με παραπομπή ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ολοκληρώνεται η πειθαρχική διαδικασία εντός εξαμήνου από την παραπομπή.
3. Η υπαίτια παράβαση της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εκδικάζεται μετά από παραπομπή από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Υποπαράγραφος ΣΤ.8
58. Με την υποπαρ. ΣΤ.8 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρο 141 του Κώδικα Κατάστασης Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ,που έχει ως εξής:
Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό.
Υποπαράγραφος ΣΤ.9
59. Με την υποπαρ. ΣΤ.9 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 145 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων,που έχει ως εξής:
4. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό.
Υποπαράγραφος ΣΤ.12
60. Με την υποπαρ. ΣΤ.12 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. 3 της υποπαρ. Ζ.2 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012,που έχει ως εξής:
3. Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στουςυπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς και στους υπαλλήλους των φορέων της υποπαραγράφου Ζ.1.1.β, οι θέσεις των οποίων καταργούνται
Υποπαράγραφος ΣΤ.13
61. Με την περ. 1 της υποπαρ. ΣΤ.13 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,που έχει ως εξής:
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, έχει το δικαίωμα, μόλις κατατεθεί η αίτηση και ώσπου να εκδοθεί η απόφασή του, να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασής του για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης.
62. Με την περ. 2 της υποπαρ. ΣΤ.13 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,που έχει ως εξής:
3. Η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και το δικαίωμα, στην εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει ή την κατάσταση την οποία ρυθμίζει.
63. Με την περ. 3 της υποπαρ. ΣΤ.13 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,που έχει ως εξής:
4. Η συζήτηση της προσωρινής διαταγής προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης. Αν ο δικαστής κρίνει ότι είναι αναγκαία η εμφάνιση του καθού τον καλεί με οποιονδήποτε τρόπο εντός της ως άνω προθεσμίας. Αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής η σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση. Σε κάθε περίπτωση ο αντίδικος διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση της προσωρινής διαταγής.»
Υποπαράγραφος ΣΤ.14
64. Με την υποπαρ. ΣΤ.14 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 692 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,που έχει ως εξής:
4. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση.
65. Με την περ. 2 της υποπαρ. ΣΤ.17 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται το άρθρο 732Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,που έχει ως εξής:
«Άρθρο 732Α
Προσωρινή απασχόληση εργαζομένου
Σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την προσωρινή απασχόληση του εργαζομένου μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής για την κύρια υπόθεση.»
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ΄
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2011/7 της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές
66. Με την υποπαρ. Ζ14 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται το π.δ 166/2003, που έχει ως εξής:
Π.Δ. 166/03 (ΦΕΚ Α 138/5-6-03) : Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου»(Α΄ 34), όπως αντικαταστάθηκε με την παραγρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. 1440/ 1984(Α΄70) και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 31 του Ν. 2076/1992(Α΄130), 19 του Ν. 2367/1995(Α΄261) και 22 του Ν. 2789/2000(Α΄21) ως και τις διατάξεις του άρθρου 3 (Ν. 1338/1983) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990(Α΄101).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 29 Α του Ν. 1558/1985, όπως προσετέθη με το άρθρο 27 του Ν. 2081/1992(Α΄154) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.2 α του Ν. 2469/1997(Α΄36)
3. Την Κοινή Απόφαση 485/31-10-01 του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Ανάπτυξης» (ΦΕΚ Β΄1484).
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
5. Την 101/2003 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Περιβάλλοντος , Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, αποφασίζουμε:
΄Αρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές».(ΕΕ L 200 της 8-8-2000 σ.35)
΄Αρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή.
΄Αρθρο 3
Ορισμοί
Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού:
1. «Εμπορική συναλλαγή», είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής.
α. «Δημόσια αρχή» είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ.370/1995, ΦΕΚ Α΄199), υπηρεσιών (Π.Δ.346/1998, ΦΕΚ Α΄230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α΄ 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ.334/2000, ΦΕΚ Α΄279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.
β. «Επιχείρηση» είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο.
2. «Καθυστέρηση πληρωμής» είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής.
3. «Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης» είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση κατά την οποία μία βασική πράξη αναχρηματοδότησης πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τη διαδικασία προσφοράς με κυμαινόμενο επιτόκιο, το τελευταίο αυτό επιτόκιο αναφέρεται στο οριακό επιτόκιο που προέκυψε από τη συγκεκριμένη προσφορά.
4. «Εκτελεστός τίτλος» είναι κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής, εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, η οποία, επιβάλλει την υποχρέωση για καταβολή, είτε εφάπαξ είτε κατά δόσεις και παρέχει τη δυνατότητα στο δανειστή να επιτύχει την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη με αναγκαστική εκτέλεση. Στον ορισμό του εκτελεστού τίτλου εντάσσονται και οι αποφάσεις, διατάξεις ή διαταγές πληρωμής που είναι προσωρινά εκτελεστές και παραμένουν εκτελεστές και αν ακόμη ο οφειλέτης ασκήσει εναντίον τους ένδικο μέσο.
΄Αρθρο 4
Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής
1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση.
2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους:
α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών.
β.Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας.
γ.Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου.
δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1 α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες.
3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α)έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση.
4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες.
5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας.
΄Αρθρο 5
Καταχρηστικές ρήτρες
1. Η συμφωνία των μερών, ως προς το χρόνο πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστέρησης της πληρωμής της αμοιβής, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 4 του διατάγματος αυτού και η οποία, μετά από συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα συναλλακτικά ήθη και η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, εμφανίζεται προφανώς καταχρηστική για το δανειστή, είναι άκυρη υπέρ του τελευταίου. Για να κριθεί αν η συμφωνία αυτή είναι προφανώς καταχρηστική για το δανειστή λαμβάνεται υπόψη, επίσης, η τυχόν ύπαρξη για τον οφειλέτη αντικειμενικών λόγων παρέκκλισης από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 4 του διατάγματος αυτού.
2. Ο δανειστής έχει το δικαίωμα, είτε να κινήσει την αγωγή για αναγνώριση της ακυρότητας των προφανώς καταχρηστικών όρων της σύμβασης που αφορούν το χρόνο πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστέρησης της πληρωμής της αμοιβής, είτε να θεωρήσει τους όρους αυτούς έγκυρους και να αξιώσει αποζημίωση.
3. Το δικαστήριο, αν κρίνει προφανώς καταχρηστικούς για το δανειστή τους όρους της σύμβασης που αφορούν το χρόνο πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστέρησης της πληρωμής της αμοιβής, μπορεί, μολονότι κινήθηκε η αγωγή ακυρότητας ή η αγωγή αποζημίωσης, να διαμορφώσει νέους όρους, αντικειμενικά δίκαιους.
΄Αρθρο 6
Συλλογική αγωγή
1. Oργανώσεις παραγωγών, εμπόρων και επιχειρήσεων μπορούν, για το συμφέρον των δανειστών του διατάγματος αυτού και την προστασία του ανταγωνισμού, να ζητήσουν από το δικαστήριο την παράλειψη της διατύπωσης και της χρήσης στις συναλλαγές , που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω διατάγματος, προφανώς καταχρηστικών, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 5, γενικών όρων, οι οποίοι αφορούν το χρόνο πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστέρησης της πληρωμής της αμοιβής.
2. Στη συλλογική αγωγή της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994(Α΄191).
΄Αρθρο 7
Δικονομικές ρυθμίσεις
Οι αγωγές που αφορούν μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του διατάγματος αυτού, δικάζονται κατ’ εξαίρεση, στη συντομότερη, κατά το δυνατό, δικάσιμο. Η απόφαση επί των αγωγών αυτών εκδίδεται μέσα σε 90 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, και κηρύσσεται υποχρεωτικά προσωρινώς εκτελεστή. Στο χρονικό διάστημα των 90 ημερών δεν περιλαμβάνονται οι προθεσμίες κλήτευσης του εναγομένου και όλες γενικά οι δικονομικές προθεσμίες που μεσολαβούν έως τη συζήτηση της αγωγής, ούτε οι καθυστερήσεις που οφείλονται στον ενάγοντα δανειστή.
Άρθρο 8
Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις
Στις περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του διατάγματος αυτού, ευνοϊκότερες για το δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις.
΄Αρθρο 9
΄Εναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εξαιρούνται του παρόντος οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία ισχύος του.
Στον Υφυπουργό Ανάπτυξης αναθέτουμε την δημοσίευση και εκτέλεση τους παρόντος.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Η’
Λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων
Υποπαράγραφος Η.1- Τροποποίηση του ν. 3526/2007
67. Με την περ. 1 της υποπαρ. Η.1 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3526/2007, που έχει ως εξής:
1. Για την ίδρυση και λειτουργία αμιγούς πρατηρίου άρτου απαιτείται αυτοτελής ισόγειος χώρος, επιφανείας δώδεκα (12) τουλάχιστον τετραγωνικών μέτρων με ανεξάρτητη είσοδο, σαφώς διαχωρισμένος από οποιοδήποτε άλλο χώρο. Αν στο ίδιο πρατήριο πωλούνται εκτός του άρτου και άλλα προϊόντα από τα αναφερόμενα στην περίπτωση ιε` του άρθρου 1, η απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια του πρατηρίου ορίζεται σε είκοσι (20) τ.μ..
«Αν το πρατήριο άρτου βρίσκεται μέσα σε χώρο καταστήματος τροφίμων, μεικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, η απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια ορίζεται σε δώδεκα (12) τ.μ., αν όμως στο πρατήριο αυτό διατίθεται αποκλειστικά άρτος η απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια ορίζεται σε δέκα (10) τ.μ..»
*** Το τρίτο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 15 Ν.3853/2010,ΦΕΚ Α 90/17.6.2010.
Αν στους χώρους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λειτουργεί εγκατάσταση περάτωσης έψησης σύμφωνα με το άρθρο 5, ως απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια του πρατηρίου ορίζεται το άθροισμα των ελάχιστων επιφανειών που απαιτούνται, κατά περίπτωση, για το αμιγές ή μη πρατήριο άρτου και την εγκατάσταση έψησης. Τα πρατήρια άρτου, αμιγή ή μη, που βρίσκονται εντός των χώρων, οι οποίοι αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο, διαχωρίζονται από τους χώρους αυτούς, όπου πωλούνται άλλα προϊόντα, με κατάλληλο υλικό, που συνδέεται στερεά με το δάπεδο και έχει ύψος τουλάχιστον δύο (2) μέτρα.
68. Με την περ. 2 της υποπαρ. Η.1 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3526/2007, που έχει ως εξής:
«1. Η εγκατάσταση περάτωσης έψησης μπορεί να αποτελεί είτε αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα είτε τμήμα μικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, που διαχωρίζεται, στην περίπτωση αυτή, με μόνιμη κατασκευή. Αν η εγκατάσταση αυτή αποτελεί τμήμα μικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, μπορεί να βρίσκεται μέσα ή έξω από το κατάστημα ή την υπεραγορά τροφίμων ως αυτοτελής και ανεξάρτητος χώρος.
Ο χώρος της εγκατάστασης περάτωσης έψησης περιλαμβάνει: χώρο αποθήκευσης των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, χώρο προετοιμασίας των προϊόντων αυτών προς έψηση, χώρο εκκλιβάνισης, χώρο επαναφοράς των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, μετά την έψησή τους, στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος και χώρο συσκευασίας. Οι ανωτέρω χώροι δεν επιτρέπεται να αποτελούν διαμερίσματα ή χώρους υπογείου.
Αν η εγκατάσταση περάτωσης έψησης αποτελεί αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα, απαιτείται να διαθέτει αποδυτήριο και αποχωρητήριο, με τον προθάλαμο του και το λουτρό των εργαζομένων, με την επιφάνεια και τις προδιαγραφές που ορίζονται, για κάθε περίπτωση, από τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ρυθμίζονται θέματα ενημέρωσης του κοινού από το κατάστημα ως προς τη διάθεση από αυτό ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας (bake off).
Υποπαράγραφος Η.2- Τροποποίηση του ν. 2515/1997 και του π.δ 340/1998
69. Με την περ. 1 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, που έχει ως εξής:
Η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του Λογιστή Φοροτεχνικού διακρίνεται σε άδεια Λογιστή Φοροτεχνικού Α, Β, Γ και Δ τάξεως
70. Με την περ. 2 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. α της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, που έχει ως εξής:
α) Αδεια ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Δ΄ τάξεως χορηγείται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος στους κατόχους απολυτηρίου Γενικού Λυκείου, οι οποίοι ασκούν επί δώδεκα (12) έτη από τη λήψη του απολυτηρίου τους το επάγγελμα του βοηθού λογιστή ή στους κατόχους απολυτηρίου Επαγγελματικού Λυκείου ή Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου κλάδου Οικονομίας, οι οποίοι ασκούν επί δέκα (10) έτη από τη λήψη του απολυτηρίου τους το επάγγελμα του βοηθού λογιστή ή στους κατόχους πτυχίου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) Λογιστικής, οι οποίοι ασκούν επί οκτώ (8) έτη το επάγγελμα του βοηθού λογιστή ή στους αποφοίτους των μακροχρόνιων προγραμμάτων κατάρτισης του Ελληνικού Κέντρου Παραγωγικότητας (ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ.), οι οποίοι ασκούν επί οκτώ (8) έτη το επάγγελμα του βοηθού λογιστή. Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Δ τάξεως μετά από πενταετή άσκηση του επαγγέλματος μπορούν να αποκτήσουν άδεια Γ τάξεως
71. Με την περ. 3 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. β της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, που έχει ως εξής:
"β. Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Γ΄ τάξεως χορηγείται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος στα μέλη του Ο.Ε.Ε., που έχουν άδεια ασκήσεως οικονομολογικού επαγγέλματος, στους πτυχιούχους του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και στους πτυχιούχους "των Τμημάτων Εμπορίας και Διαφήμισης, Διοίκησης Επιχειρήσεων, Τουριστικών Επιχειρήσεων, Χρηματοοικονομικών Εφαρμογών, Χρηματοοικονομικής και Ελεγκτικής και Χρηματοοικονομικής και Ασφαλιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) που ασκούν επί διετία από τη λήψη του πτυχίου τους το επάγγελμα του Λογιστή Φοροτεχνικού".
72. Με την περ. 4 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η περ. γ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, που έχει ως εξής:
γ. Αδεια ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Β΄ τάξεως χορηγείται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος στα μέλη του Ο.Ε.Ε., που έχουν άδεια ασκήσεως οικονομολογικού επαγγέλματος μετά από διετή άσκηση του επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Γ΄ τάξεως, στους πτυχιούχους του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τ.Ε.Ι. μετά από τετραετή άσκηση του επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Γ΄ τάξεως και στους πτυχιούχους "των Τμημάτων Εμπορίας και Διαφήμισης, Διοίκησης Επιχειρήσεων, Τουριστικών επιχειρήσεων, Χρηματοοικονομικών Εφαρμογών, Χρηματοοικονομικής και Ελεγκτικής και Χρηματοοικονομικής και Ασφαλιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) μετά από πενταετή άσκηση του επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Γ τάξεως."
73. Με την περ. 5 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. δ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, η οποία και αναριθμείται σε περ. γ, που έχει ως εξής:
Αδεια ασκήσεως του επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξεως χορηγείται στα μέλη του Ο.Ε.Ε., που έχουν άδεια ασκήσεως οικονομολογικού επαγγέλματος και ασκούν επί τριετία το επάγγελμα του Λογιστή Φοροτεχνικού Β΄ τάξεως και στους πτυχιούχους του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που ασκούν επί τετραετία το επάγγελμα του Λογιστή Φοροτεχνικού Β΄ τάξεως."
74. Με την περ. 6 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/1997, η οποία και αναριθμείται σε περ. στ, που έχει ως εξής:
Οι νομίμως ασκούντες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου το επάγγελμα του Λογιστή ως μισθωτοί ή ελεύθεροι επαγγελματίες αποκτούν το δικαίωμα άδειας άσκησης επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού, εντασσόμενοι σε κατηγορία αντίστοιχη αυτής που ανήκουν με βάση το άρθρο 29 του π.δ/τος 186/1992 περί Κ.Β.Σ.
75. Με την περ. 7 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 3 του π.δ 340/1998, που έχει ως εξής:
ΑΡΘΡΟ 3
Περιεχόμενο Επαγγελματικής Δραστηριότητας κατά κατηγορία αδείας.
Το περιεχόμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας των λογιστών φοροτεχνικών κατά κατηγορία αδείας καθορίζεται ως ακολούθως:
1) Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος λογιστή - φοροτεχνικού Δ` τάξεως συντάσσουν φορολογικές δηλώσεις και διενεργούν λογιστικές και φοροτεχνικές εργασίες επιτηδευματιών τηρούντων βιβλία Α` κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ Α` 84), όπως ισχύει καθώς και των επιτηδευματιών τηρούντων βιβλία Β` κατηγορίας των οποίων τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα δεν υπερβαίνουν το 10% του προβλεπομένου ορίου βιβλίων Β` κατηγορίας.
2) Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος λογιστή - φοροτεχνικού Γ` τάξεως διενεργούν κάθε είδους λογιστικές και φοροτεχνικές εργασίες επιτηδευματιών τηρούντων βιβλία Α` και Β` κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
3) Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος λογιστή - φοροτεχνικού Β` τάξεως διενεργούν κάθε είδους λογιστικές και φοροτεχνικές εργασίες επιτηδευματιών τηρούντων βιβλία Α`, Β` κατηγορίας καθώς και επιτηδευματιών τηρούντων βιβλία Γ` κατηγορίας του Κ.Β.Σ. των οποίων τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα δεν υπερβαίνουν το όριο της Β` κατηγορίας προσαυξημένο κατά ποσοστό 40%.
4) Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος λογιστή - φοροτεχνικού Α` τάξεως διενεργούν κάθε είδους λογιστικές και φοροτεχνικές εργασίες επιτηδευματιών ανεξαρτήτως ορίου ετησίων ακαθαρίστων εσόδων.
76. Με την περ. 8 της υποπαρ. Η.2 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 5 του π.δ 340/1998, που έχει ως εξής:
ΑΡΘΡΟ 5
Απόκτηση Αδείας Ανώτερης Κατηγορίας
1. Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Δ` τάξεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παραγρ. 2 περίπτ. α) του Ν.2515/97, μπορούν να αποκτήσουν άδεια Γ` τάξεως μετά προηγουμένη [Αρχή Τροποποίησης] παρακολούθηση των προβλεπόμενων στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/97, όπως ισχύει, επιμορφωτικών σεμιναρίων και αξιολόγηση κατά τη διάρκεια παρακολούθησης αυτών – ΑΝΤΙΚ. ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΦΡΑΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. 7 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ Ν. 3470/06, ΦΕΚ-132 Α [Τέλος Τροποποίησης]
2. Οι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού Γ` τάξεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παραγρ. 2 περίπτ. β) του Ν.2515/97, μπορούν να αποκτήσουν άδεια Β` τάξεως μετά προηγουμένη [Αρχή Τροποποίησης] παρακολούθηση των προβλεπόμενων στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/97, όπως ισχύει, επιμορφωτικών σεμιναρίων και αξιολόγηση κατά τη διάρκεια παρακολούθησης αυτών – ΑΝΤΙΚ. ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΦΡΑΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. 7 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ Ν. 3470/06, ΦΕΚ-132 Α [Τέλος Τροποποίησης]
3. Τα μέλη του Ο.Ε.Ε. και οι πτυχιούχοι του τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των ΤΕΙ, που είναι κάτοχοι αδείας ασκήσεως επαγγέλματος Λογιστή - Φοροτεχνικού Β` τάξεως, μπορούν να αποκτήσουν άδεια Α` τάξεως μετά προηγουμένη [Αρχή Τροποποίησης] παρακολούθηση των προβλεπόμενων στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2515/97, όπως ισχύει, επιμορφωτικών σεμιναρίων και αξιολόγηση κατά τη διάρκεια παρακολούθησης αυτών – ΑΝΤΙΚ. ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΦΡΑΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. 7 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ Ν. 3470/06, ΦΕΚ-132 Α [Τέλος Τροποποίησης]
Υποπαράγραφος Η.3- Μεταβίβαση αδειών λαίκών αγορών
77. Με την περ. 1 της υποπαρ. Η.3 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το στοιχείο 4 της παρ. Α του άρθρου 2 του π.δ 51/2006, που έχει ως εξής:
4. Η επαγγελματική άδεια δεν έχει ημερομηνία λήξης.
"Οι Επαγγελματικές άδειες πωλητών λαϊκών αγορών, θεωρούνται κάθε τρία (3) έτη, με πράξεις των οικείων υπηρεσιών των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αθηνών- Πειραιώς και θεσσαλονίκης αντίστοιχα για τις λαϊκές αγορές της περιφέρειας των Ν. Α. Αθήνας-Πειραιά και θεσσαλονίκης και των οικείων Νομαρχιακών Συμβουλίων για τις λαϊκές αγορές των λοιπών Ν.Α. της χώρας.
Η θεώρηση πραγματοποιείται αυθημερόν ατελώς, από τις Υπηρεσίες των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αθη-νών-Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, κατά περίπτωση ή από τις αρμόδιες σε θέματα λαϊκών αγορών Υπηρεσίες των λοιπών Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της Χώρας.
Με αποφάσεις των ανωτέρω υπηρεσιών καθορίζονται, ο τόπος και ο τρόπος υποβολής (αυτοπρόσωπη ή δια μέσου αντιπροσώπου) και η προθεσμία θεώρησης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα πέντε (15) ημερών και μεγαλύτερη του ενός (1) μηνός. Οι αποφάσεις αυτές τοιχοκολλούνται στα καταστήματα των ανωτέρω φορέων, δημοσιεύονται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες ή σε δύο ημερήσιες τοπικές εφημερίδες αντίστοιχα και κοινοποιούνται με απόδειξη στις Ομοσπονδίες και τους Συλλόγους των Επαγγελματιών πωλητών.
Για την θεώρηση, οι πωλητές κάτοχοι επαγγελματικών αδειών υποβάλλουν, εντός της προθεσμίας που ορίζει η απόφαση τις παρακάτω βεβαιώσεις:
α) Βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας της αρμόδιας Δ.Ο.Υ "περί μη οφειλής φόρου επιτηδεύματος".
β) Βεβαίωση του Ασφαλιστικού Φορέα "περί καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών".
Σε περίπτωση μη θεώρησης της επαγγελματικής άδειας, με υπαιτιότητα του αδειούχου, εντός (10) δέκα εργάσιμων ημερών από την εκπνοή της καθορισμένης προθεσμίας, η άδεια ανακαλείται προσωρινά, με αποφάσεις των Διοικητικών
Συμβουλίων των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αθηνών-Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, για τις Λαϊκές Αγορές της Περιφέρειας των Ν.Α Αθηνών-Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και του οικείου Νομαρχιακού Συμβουλίου για τις Λαϊκές Αγορές των λοιπών Ν.Α. της Χώρας.
Εάν κατά τη διάρκεια της προσωρινής ανάκλησης του ενός (1) μηνός, ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει τις ανωτέρω βεβαιώσεις, η άδεια θεωρείται και τίθεται εκ νέου σε ισχύ, χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
Εάν παρέλθει και η προθεσμία της προσωρινής ανάκλησης, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να προσκομίσει τις ανωτέρω βεβαιώσεις η άδεια του χορηγείται για το εναπομείναν χρονικό διάστημα της συμπλήρωσης των έξι (6) μηνών από
την εκπνοή της καθορισμένης αρχικής προθεσμίας θεώρησης.
Η άδεια ανακαλείται οριστικά με αποφάσεις των φορέων του παρόντος εδαφίου και δεν επιτρέπεται η θεώρηση της, μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την εκπνοή της καθορισμένης προθεσμίας."
78. Με την περ. 2 της υποπαρ. Η.3 της παρ Η του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίστανται τα στοιχεία 1 και 2 της παρ. Ε του άρθρου 2 του π.δ 51/2006, που έχει ως εξής:
1. Με απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθηνών-Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, για τις λαϊκές αγορές της Περιφέρειας των Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ή με απόφαση του οικείου Νομαρχιακού Συμβουλίου, για τις λαϊκές αγορές των λοιπών Ν.Α. της χώρας, επιτρέπεται:
α) η μεταβίβαση επαγγελματικών αδειών σε συγγενείς του κατόχου "εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις κτήσης της άδειας των εδαφίων 1, 2, και 3 της παρ. Α του παρόντος άρθρου," εξ αίματος "μέχρι δευτέρου βαθμού" και στον ή στην σύζυγο και συγγενείς εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού, έπειτα από αίτηση του κατόχου της άδειας και με την προϋπόθεση ότι είναι αδειούχος επί ένα (1) τουλάχιστον έτος.
*** Η περ. α΄ της παρ.Ε τροποποιήθηκε ως άνω με το άρθρο 2 παρ.6 ΠΔ 116/2008,ΦΕΚ Α 179/28.8.2008.
β) σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις (ανίατης ασθένειας που βεβαιώνεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές του ασφαλιστικού του φορέα) "καθώς και σε περίπτωση συνταξιοδότησης του αδειούχου από οποιαδήποτε αιτία", και
εφόσον ο αδειούχος στερείται των συγγενικών προσώπων του προηγούμενου εδαφίου α, η οριστική μεταβίβαση της άδειας σε δηλωμένο υπάλληλο, με πενταετή τουλάχιστον συνεχή εργασία στον αδειούχο, αποδεικνυόμενης από πιστοποιητικό του οργανισμού ασφάλισης.
*** Η φράση "καθώς και σε περίπτωση συνταξιοδότησης του αδειούχου από οποιαδήποτε αιτία" της περ.β΄ της παρ.Ε προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.6 ΠΔ 116/2008,ΦΕΚ Α 179/28.8.2008.
2. α) Σε περίπτωση αιφνίδιου θανάτου κατόχου επαγγελματικής άδειας, ανεξάρτητα από το χρόνο κατοχής της άδειας, είναι δυνατόν, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης έπειτα από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθηνών-Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, για τις λαϊκές αγορές της Περιφέρειας των Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ή με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, έπειτα από γνώμη του οικείου Νομαρχιακού Συμβουλίου, για τις λαϊκές αγορές των λοιπών Ν.Α. της χώρας, να χορηγηθεί άδεια σε ένα από τα πρόσωπα του παραπάνω εδαφίου 1 α. της παρούσας παραγράφου και κατά σειρά προτεραιότητας στο σύζυγο, τα τέκνα, τους γονείς και τα αδέλφια. Η άδεια χορηγείται μετά από αίτηση των δικαιουμένων, κατά την προαναφερόμενη σειρά προτεραιότητας, προσώπων. Σε περίπτωση που περισσότερα δικαιούμενα πρόσωπα υποβάλλουν αίτηση και έχουν την ίδια σειρά προτεραιότητας, επιλέγεται ο δικαιούχος με κλήρωση, η οποία διενεργείται ενώπιον όλων των ενδιαφερομένων. Η αίτηση υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι μηνών από το θάνατο του αδειούχου.
β) Η παραίτηση ενός ή περισσοτέρων προσώπων, που δικαιούνται την άδεια κατά την ως άνω σειρά προτεραιότητας, γίνεται εγγράφως και φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια Αρχή.
Σε περίπτωση παρέλευσης της αποκλειστικής προθεσμίας των έξι μηνών χωρίς την υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας εκ μέρους των προσώπων που δικαιούνται την άδεια λόγω θανάτου του κατόχου της, η άδεια ανακαλείται αυτοδικαίως.
γ) Σε περίπτωση αναπηρίας του αδειούχου, η άδεια μπορεί να μεταβιβαστεί προσωρινά σε ένα από τα πρόσωπα του εδαφίου 1α της παρούσας παραγράφου, κατ` επιλογήν του αδειούχου, μέχρις αποκαταστάσεως της υγείας του. Η αναπηρία και ο χρόνος διάρκειάς της βεβαιώνεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές του ασφαλιστικού του φορέα. Αν εξαιτίας της αναπηρίας του ο αδειούχος δεν μπορεί να προβεί σε δήλωση βουλήσεως, η προσωρινή μεταβίβαση γίνεται κατά σειράν προτεραιότητας στο σύζυγο, τα τέκνα ή αν δεν υπάρχουν ή δεν επιθυμούν ή δεν έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, στους γονείς και τα αδέλφια και αν δεν υπάρχουν και αυτοί ή δεν επιθυμούν ή δεν έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, η προσωρινή μεταβίβαση μπορεί να γίνεται σε άλλα πρόσωπα κατά σειρά συγγένειας.
δ) Η προσωρινή μεταβίβαση διαρκεί όσο διαρκεί και η βεβαιωμένη αναπηρία του κατόχου της άδειας.
ε) Αν ο αδειούχος δεν προβεί σε προσωρινή μεταβίβαση της άδειας ή αν δεν υπάρχει ή δεν επιθυμεί τη μεταβίβαση κάποιο από τα δικαιούμενα ως άνω πρόσωπα, η άδεια παραμένει ανενεργής επί τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας η άδεια ανακαλείται. Αν μεταγενέστερα εκλείψει η αναπηρία και ο τέως αδειούχος δεν δικαιούται αναπηρική σύνταξη από τον φορέα κύριας ασφάλισης, αυτοδικαίως αναβιώνει η άδειά του και τοποθετείται σε αγορά που υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις.
στ) Η μεταβίβαση άδειας επιτρέπεται με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 και στην παρ. Α, εδάφια 1,2,3 και 4 του άρθρου 2, με εξαίρεση την προσωρινή μεταβίβαση για λόγους αναπηρίας.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Θ
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Υποπαράγραφος Θ.1- Ρυθμίσεις για τους ιδιωτικούς φορείς παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης
79. Με την περ. 1 της υποπαρ. Θ.1 της παρ Θ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. 17 της υποπαρ. Θ.3 της παρ. Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που έχει ως εξής:
17. Αναπόσπαστο στοιχείο των αδειών των περιπτώσεων 1 και 2 της παρούσας υποπαραγράφου αποτελεί ο διακριτικός τίτλος, ο οποίος είναι διαφορετικός για εκάστη άδεια που κατέχεται από το αυτό φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων”.
80. Με την περ. 2 της υποπαρ. Θ.1 της παρ Θ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η υποπαρ. Θ.6 της παρ. Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που έχει ως εξής:
Θ.6. ΣΥΣΤΕΓΑΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
1. Η συστέγαση, καθώς και η από κοινού προβολή, αναγγελία, γνωστοποίηση, διαφήμιση ή επιγραφή των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης που αδειοδοτούνται σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν επιτρέπεται εάν προκαλείται σύγχυση ή κίνδυνος σύγχυσης ή παραπλάνηση των καταναλωτών σχετικά με τον πάροχο των επί μέρους εκπαιδευτικών υπηρεσιών και το είδος, το επίπεδο και τον απονεμόμενο τίτλο των παρεχόμενων σπουδών.
2. Οι κτηριακές εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών των ιδιωτικών σχολείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, των Κολλεγίων, των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης Επιπέδου Ένα, των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης Επιπέδου Δύο και των Ιδιωτικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ι.Ε.Κ.) [Αρχή Τροποποίησης]«και των Φροντιστηρίων και Κέντρων Ξένων Γλωσσών.». - ΠΡΟΣΘ. ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ ΜΕΣΑ ΣΕ “” ΛΕΞΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. 22 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30 ΤΟΥ Ν. 4111/13, ΦΕΚ-18 Α/25-1-13 [Τέλος Τροποποίησης], δύναται να χρησιμοποιούνται σε χρόνους εκτός διδακτικού ωραρίου για την παροχή άλλων υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Υποπαράγραφος Θ.2- Ρυθμίσεις για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
81. Με την παρ. 2 της υποπαρ. Θ.2 της παρ. Θ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 5του άρθρου 4 του ν. 1566/1985, που έχει ως εξής:
5. Κατεξαίρεση, είναι δυνατή η λειτουργία επταθέσιων έως και ενδεκαθέσιων δημοτικών σχολείων, όταν το επιβάλλουν, ο αριθμός των μαθητών, οι διατιθέμενοι χώροι διδασκαλίας και οι αποστάσεις μεταξύ των σχολείων.
82. Με την περ. 2 της υποπαρ. Θ.2 της παρ Θ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 13 του άρθρου 14 του ν. 1566/1985, που έχει ως εξής:
13. Οι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας και διεξαγωγής πρακτικών ασκήσεων από το εκπαιδευτικό προσωπικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ορίζονται ως εξής :
α) διευθυντές γυμνασίων, λυκείων και τεχνικών - επαγγελματικών σχολών ώρες 9 όταν λειτουργούν με τρία έως πέντε τμήματα τάξεων, ώρες 7 όταν λειτουργούν με έξι έως εννέα τμήματα τάξεων, ώρες 5 όταν λειτουργούν με δέκα έως δώδεκα τμήματα τάξεων και ώρες 3 όταν λειτουργούν με περισσότερα από δώδεκα τμήματα τάξεων. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν υπολογίζεται ως τμήμα εκείνο που έχει αριθμό μαθητών μικρότερο από το μισό του προβλεπόμενου ανώτατου αριθμού.
β) Διευθυντές ΣΕΚ ώρες 8.
γ) Υποδιευθυντές γυμνασίων, λυκείων και τεχνικών - επαγγελματικών σχολών και υπεύθυνων τομέων ΣΕΚ ώρες 14.
δ) Υπεύθυνοι εργαστηρίων ώρες 18.
ε) Εκπαιδευτικό προσωπικό των κλάδων ΑΤ1 μέχρι ΑΤ18 ώρες 21 αν έχουν έως έξι έτη υπηρεσίας, ώρες 19 αν έχουν από έξι μέχρι δώδεκα έτη υπηρεσίας και ώρες 18 αν έχουν πάνω από δώδεκα έτη υπηρεσίας. στ)Εκπαιδευτικοί εργαστηρίων του κλάδου ΑΡ1 ώρες 22 εάν έχουν έως επτά έτη υπηρεσίας, ώρες 19 εάν έχουν επτά μέχρι δεκατρία έτη υπηρεσίας, και ώρες 18 εάν έχουν πάνω από δεκατρία έτη υπηρεσίας.
ζ) Αρχιτεχνίτες του κλάδου ΜΕ1 ώρες 26.
η) Τεχνίτες του κλάδου ΜΕ1 ώρες 28.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ι
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
Υποπαράγραφος Ι.1- Θέματα πρόσβασης στα δίκτυα
83. Με την περ. 1 της υποπαρ. Ι.1 της παρ Ι του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 3468/2006,που έχει ως εξής:
α) για τους οποίους απαιτείται έκδοση άδειας παραγωγής, ο υποψήφιος παραγωγός προσκομίζει στον αρμόδιο Διαχειριστή την απόφαση Ε.Π.Ο, ή πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων (Π.Π.Δ.) του σταθμού, εφόσον απαιτείται κατά περίπτωση, προκειμένου για την έκδοση οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης, που δεσμεύει τον αρμόδιο Διαχειριστή και τον δικαιούχο για τέσσερα (4) έτη.
84. Με την περ. 6 της υποπαρ. Ι.1 της παρ Ι του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 39 του ν. 4062/2012,που έχει ως εξής:
5. Αιτήσεις για χορήγηση προσφορών σύνδεσης σταθμών ηλεκτροπαραγωγής των περιπτώσεων ζ' εως και ιε του πίνακα τιμολόγησης παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, της περίπτωσης β ', της παραγράφου 1 του άρθρου 13 τοu ν. 3468/2006 (Α' 129), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 3851/2010 (Α 85), α ι οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται από τον αρμόδιο Διαχειριστή κατά προτεραιότητα έναντι λοιπών αιτήσεων.
Υποπαράγραφος Ι.3- Έσοδα Ειδικού λογαριασμού άρθρου 40 ν. 2773/1999
85. Με την περ. 2 της υποπαρ. Ι.3 της παρ Ι του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ. α της παρ. 2 του άρθρου 143 του ν. 4001/2011, που έχει ως εξής:
(α) Τα ποσά που καταβάλλουν οι παραγωγοί και οι προμηθευτές στο πλαίσιο του ημερήσιου ενεργειακού προγραμματισμού του άρθρου 120 και της Εκκαθάρισης των Αποκλίσεων παραγωγής – ζήτησης κατά το άρθρο 105, τα οποία αναλογούν στην ισχύ που εντάσσεται κατά προτεραιότητα στο σύστημα μεταφοράς και στο δίκτυο διανομής της ηπειρωτικής χώρας και των συνδεδεμένων με αυτά νησιών κατά τα οριζόμενα στον ν. 3851/2010.
Υποπαράγραφος Ι.5- Τελικές, μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις Υποπαραγράφου Ι.5
86. Με την περ. 1 της υποπαρ. Ι.5 της παρ Ι του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου καταργείται η παρ. 15 του άρθρου 8 του ν. 3468/2006, που έχει ως εξής:
15. Στις συμβάσεις σύνδεσης που συνάπτει ο αρμόδιος Διαχειριστής με τους φορείς σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. που εξαιρούνται από τη λήψη άδειας παραγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, καθορίζεται προθεσμία σύνδεσης στο Σύστημα ή Δίκτυο, η οποία είναι αποκλειστική, και ορίζεται εγγύηση ή ποινική ρήτρα που καταπίπτει αν ο φορέας δεν υλοποιήσει τη σύνδεση εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Πιθανά έσοδα από την κατάπτωση των εγγυήσεων ή ποινικών ρητρών αποτελούν πόρο του ειδικού λογαριασμού, κατά το άρθρο 40 του ν. 2773/1999, που διαχειρίζεται ο Διαχειριστής του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.) στον οποίο και αποδίδονται.
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που εκδίδεται μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθορίζεται το είδος και το ύψος των ανωτέρω ρητρών και εγγυήσεων οι οποίες κλιμακώνονται ανάλογα με την εγκατεστημένη ισχύ του σταθμού, οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την κατάπτωση τους, ο τρόπος διάθεσης των εσόδων από αυτές στον Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε. και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Έως την έκδοση της απόφασης του Υπουργού, ο αρμόδιος Διαχειριστής προβαίνει ακωλύτως στη σύναψη των Συμβάσεων Σύνδεσης με τους κατά τα ανωτέρω υπόχρεους φορείς, οι οποίοι, μετά την έκδοση της, υποχρεούνται στην παροχή των εγγυήσεων που θα καθορίσει.
Από την υποχρέωση παροχής εγγυήσεων εξαιρούνται οι σταθμοί από Α.Π.Ε. ανεξαρτήτως ισχύος που εγκαθίστανται σε κτίρια, καθώς και οι σταθμοί Α.Π.Ε. ανεξαρτήτως ισχύος για τους οποίους έχει υπογραφεί σύμβαση σύνδεσης πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ΄
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας
Υποπαράγραφος ΙΑ.2- Ρύθμιση ¨νέας αρχής¨των οφειλόμενων εισφορών στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και λοιπές διατάξεις
87. Με την περ. 12 της υποπαρ. ΙΑ.2 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 9 του άρθρου 63 του ν. 3996/2011, που έχει ως εξής:
9. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 3863/2010 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Το μέτρο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων που έχει επιβληθεί στους οφειλέτες του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ για τη διασφάλιση των απαιτήσεων του Ιδρύματος, δύναται κατά την εκτίμηση του αρμόδιου οργάνου να αρθεί, μετά την υπαγωγή του οφειλέτη σε καθεστώς ρύθμισης, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και εφόσον τηρούνται οι όροι της απόφασης ρύθμισης.»
Υποπαράγραφος ΙΑ.6- Νέος τρόπος υπολογισμού μερίσματος του μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων
88. Με την υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 49 του π.δ 422/1981, που έχει ως εξής:
«Άρθρο 49
Νέος τρόπος υπολογισμού μερίσματος του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων
1. Το μηνιαίο μέρισμα (Μ) των μετόχων του Μ.Τ.Π.Υ. είναι ίσο με το άθροισμα:
α) του 20% του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας επί τα έτη συμμετοχής στην ασφάλιση του Ταμείου, δια 35, επί τον συντελεστή προσαρμογής (Σ) 0,8075 (α' υπομέρισμα) και
β) του 20% των «τυχόν άλλων αποδοχών» επί τα έτη συμμετοχής εκάστων στην ασφάλιση του Ταμείου, δια 35, επί το συντελεστή προσαρμογής (Σ) 0,8075 (β' υπομέρισμα).
2. Απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τον κανονισμό του μερίσματος, ο βασικός μισθός, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και οι τυχόν άλλες αποδοχές, είναι να έχουν υποβληθεί οι αποδοχές αυτές στη προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 περίπτωση α' του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, κράτηση υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ.. Ουδεμία μισθολογική απολαβή ή τμήμα της δεν λαμβάνεται υπόψη για το κανονισμό, εάν δεν έχει υποβληθεί στην κράτηση που προαναφέρεται.
[Αρχή Τροποποίησης]«3. Ως βασικός μισθός για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται:
α) έτη υπηρεσίας έως 31.10.201 Τ ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου ή βαθμού1 και το χρονοεπίδομα που έφερε ο υπάλληλος τη\' 31.10.2011 και β) για τα έτη υπηρεσίας που αντιστοιχούν από 1.11.2011 και μέχρι την έξοδο ο βασικός μισθός τού μισθολογικού κλιμακίου ή βαθμού και χρονοεπιδόματοο που φέρει ο υπάλληλος κατά την έξοδο του από την υπηρεσία, τα οποία υπολογιζόμενα σύμφωνα με την πα-' ράγραφο 1 δίνουν ποσό α' υπομερίσματος.
4. Ως «τυχόν άλλες αποδοχές» νοούνται τα επίδομα-τα, οι αποζημιώσεις και τα ποσά που συνεντέλλονται μέ τις συντάξιμες αποδοχές, αναλόγως των μηνών κατά το* οποία διενεργήθηκε επ' αυτών η προβλεπόμενη κράτησα από την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, υπέρ ίοΟ Μ.Τ.Π.Υ. και οι οποίες υπολογιζόμενες σύμφωνα με την' παράγραφο 1 δίνουν ποσό β' υπομερίσματος.
5.Το άθροισμα των ποσών των υπομερισμάτων της παραγράφου 1, όπως αναλύονται στις παραγράφους 3 και 4, αποτελεί το συνολικό ποσό του δικαιούμενου μερίσματος, σύμφωνα με τους ακόλουθους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι βέβαια μπορεί να αναπτυχθούν σε περισσότερους ανάλογα με τα κατά περίπτωση επιδόματό - αποζημιώσεις:
Α) α΄ υπομέρισμα= (Α.α+Α.β)
Α.α 20% * (ΒΜ + επίδομα χρόνου υπηρεσίας έως 31.10.2011 ) * [έτη έως 31.10.2011 /35] * Σ
Α.β 20% * (ΒΜ + επίδομα χρόνου υπηρεσίας από 1.11.2011 ) * [έτη υπηρεσίας από 1.11.2011 /35] * Σ
Β) β΄ υπομέρισμα =
20% * («τυχόν άλλες αποδοχές») * [μήνες/420 ] * Σ Μηνιαίο μέρισμα (Μ) = (Α΄ υπομέρισμα + β΄ υπομέρισμα)». - ΑΝΤΙΚ. ΤΩΝ ΠΑΡ. 3,4 ΚΑΙ 5 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 49 ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. Γ4 ΤΟΥ ΑΡΘ. 138 ΤΟΥ Ν. 4052/12, ΦΕΚ-41 Α/1-3-12 [Τέλος Τροποποίησης]
6. Εάν κατά την τελευταία διετία συμμετοχής επήλθε για οποιονδήποτε λόγο προσωπική μισθολογική προς τα άνω μεταβολή, υποχρεούται ο μέτοχος να συμπληρώσει τις υπέρ Μ.Τ.Π.Υ. κρατήσεις για ολόκληρη τη διετία αυτή, βάσει των αποδοχών της τελευταίας ημέρας συμμετοχής του.
7. Ο συντελεστής προσαρμογής της παραγράφου 1, καθώς και το κατώτατο όριο μηνιαίου μερίσματος μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Μ.Τ.Π.Υ..»-
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΒ
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
Υποπαράγραφος ΙΒ.2
89. Με την περ. 1 της υποπαρ. ΙΒ.2 της παρ. ΙΒ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, που έχει ως εξής:
«1. Ο νόμος αυτός, όπως ισχύει σήμερα, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 7 παρ. 1 και 3, 14 παρ. 3-10, 15, 16 παρ. 5 και 7 – 9, 17, 18 παρ. 1, 19 – 22, 23 παρ. 1 και 2, 24, 26, 27 και 30, εφαρμόζεται ανάλογα, με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού και στους εν ενεργεία αστυνομικούς υπαλλήλους κάθε βαθμού της Ελληνικής Αστυνομίας.»
90. Με την περ. 2 της υποπαρ. ΙΒ.2 της παρ. ΙΒ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η περ α’ της παρ. 4 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, που έχει ως εξής:
-
«α. Μία πρωτοβάθμια ένωση αξιωματικών σε κάθε περιφέρεια (Ο.Τ.Α.) και μία πρωτοβάθμια ένωση αστυνομικών υπαλλήλων μέχρι και το βαθμό του ανθυπαστυνόμου σε κάθε μία από τις Διευθύνσεις Αστυνομίας Αθηνών, Πειραιώς, Βορειοανατολικής Αττικής, Νοτιοανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς και σε κάθε Αστυνομική Διεύθυνση νομού. Μέλη των οργανώσεων αυτών μπορούν να είναι μόνο οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε Υπηρεσίες που εδρεύουν μέσα στα γεωγραφικά όρια της πιο πάνω περιφέρειας ή των πιο πάνω Διευθύνσεων Αστυνομίας ή Αστυνομικών Διευθύνσεων, αντιστοίχως. Οι αξιωματικοί δύνανται, αντί της ένωσης αξιωματικών, να γίνονται μέλη της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων. Οι ανθυπαστυνόμοι δύνανται αντί της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων να γίνονται μέλη της ένωσης αξιωματικών.»
91. Με την περ. 3 της υποπαρ. ΙΒ.2 της παρ. ΙΒ του άρθρου πρώτου του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 5 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, που έχει ως εξής:
«5. Κάθε αστυνομικός δικαιούται να είναι μέλος μόνο της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αστυνομίας ή της περιφέρειας της παραγράφου 4 όπου υπηρετεί. Ο αστυνομικός που υπηρετεί σε Υπηρεσία της οποίας η τοπική αρμοδιότητα εκτείνεται σε περισσότερες Αστυνομικές Διευθύνσεις ή Διευθύνσεις Αστυνομίας ή περιφέρειες, μπορεί να εγγράφεται ως μέλος στην ένωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αστυνομίας ή της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα της η Υπηρεσία του χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιεραρχική υπαγωγή της Υπηρεσίας του. Αν αστυνομικός εγγραφεί και σε δεύτερη συνδικαλιστική οργάνωση διαγράφεται υποχρεωτικά από την πρώτη. Σε περίπτωση μετάθεσης σε άλλη Αστυνομική Διεύθυνση ή Διεύθυνση Αστυνομίας ή σε άλλη περιφέρεια ο αστυνομικός διαγράφεται υποχρεωτικά από τη συνδικαλιστική οργάνωση, της οποίας ήταν μέλος και δικαιούται να εγγραφεί στη συνδικαλιστική οργάνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνση Αστυνομίας ή περιφέρειας στην οποία μετατίθεται. Η υποχρέωση διαγραφής δεν ισχύει αν η μετάθεση έγινε για λόγους εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης και για όσο χρόνο διαρκεί αυτή.»
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε