Η ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ)
Του Καθ. Γεωργίου Χατζηκωνσταντίνου
Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980,στο βωμό της αναγωγής των πάντων στη λεγόμενη ελεύθερη αγορά (στους βαθμούς ελευθερίας της οποίας ουδεμία αναφορά γίνεται), η επίθεση εναντίον των δημοσίων υπηρεσιών φτάνει σήμερα στο αποκορύφωμά της.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια κεντρικής σημασίας πολιτική επιλογή των συμφερόντων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, η οποία στοχεύει στην απογύμνωση του κράτους, στην καταδίκη του εθνικού κράτους σε αχρηστία, στην εξαφάνιση της οποιασδήποτε σύνδεσης κράτους και καπιταλισμού, αλλά και στην ανάδειξη της εθνικής κυριαρχίας σε άδειο, δήθεν και άνευ ουσιαστικής σημασίας περίβλημα.
Ο οιοσδήποτε αντίλογος που εμφανίζεται αντίθετος ή κριτικός στην ανωτέρω κεντρικής σημασίας πολιτική επιλογή, αντιμετωπίζεται συνήθως απαξιωτικά, ως έκφραση μιας συντηρητικής παρελθοντολογίας. Είναι, άλλωστε, γνωστό, ότι οι θιασώτες του κινηματικού νεοφιλελευθερισμού, οι ευαγγελιστές των αγορών, θεωρούν τους εαυτούς τους «προοδευτικούς», έως και «επαναστάτες», όντες ουσιαστικά ανίκανοι να συλλάβουν και να κατανοήσουν το κοινωνικό και συλλογικό περιεχόμενο των εννοιών που κατά το δοκούν ανενδοίαστα υιοθετούν.
Ο απώτερος σκοπός της μέχρι στιγμής αποτυχημένης και βέβαια καταστροφικής για τους λαούς Νέας Τάξης Πραγμάτων, γίνεται πλέον εμφανής. Πρόκειται για τη συστηματική επιδίωξη μιας μορφής παγκόσμιας ομοιομορφοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας οι δυνάμεις του πλούτου, του κέρδους και των πολιτικών φερέφωνων της οικονομικής εξουσίας θα κυριαρχούν, προστατευόμενες από ένα ιδιόμορφο σύστημα αδιαφάνειας, αλληλοσυγκάλυψης, αυτονόμησης, καταστολής και αποφυγής κάθε μορφής κοινωνικών ή κρατικών ελέγχων.
Πέρα από τους άλλους τρόπους υλοποίησης αυτής της πολιτικής επιλογής, που βασίζεται και στην πεποίθηση των ισχυρών, ότι όποιος ελέγχει τα χρέη των εθνών, ελέγχει τον κόσμο ολόκληρο, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων αγαθών και η πάταξη της συλλογικότητας κατέχουν πρωτεύουσα θέση. Προωθούνται φανατικά με επίκληση παράδοξων επιχειρημάτων που αποκαλύπτουν τις πλέον αμφιλεγόμενες πτυχές ενός ακραίου οικονομικού φοντεμενταλισμού.
Για τους πολέμιους του κράτους, των δημοσίων υπηρεσιών και της συλλογικότητας, τους θιασώτες, δηλαδή, της κεντρικής σημασίας πολιτικής επιλογής που προανέφερα, η οικονομία υπακούει μόνο στην αγοραία ατομική λογική. Έτσι, η αγορά καθίσταται γι’ αυτούς ο μόνος υφιστάμενος ρυθμιστικός παράγοντας. Και από τη στιγμή που ένα μέρος των δραστηριοτήτων ενός δημόσιου τομέα περνά στην αγορά, τότε ολόκληρος ο τομέας αυτός είναι υποψήφιος για την περίφημη φιλελευθεροποίηση. Με την τακτική και τον τρόπο αυτό, η υγεία, η εκπαίδευση, η ασφάλεια, η ενέργεια, οι συχνότητες, τα νερά κ.λ.π. υπόκεινται «φυσιολογικά» στην ιδιωτικοποίηση και οι επιδόσεις των δημόσιων αυτών αγαθών αξιολογούνται σε σχέση με τη μόνη αναγνωρισμένη πραγματικότητα της αγοράς. Καθώς τα προϊόντα του δημόσιου τομέα, τα δημόσια δηλαδή αγαθά, δεν πωλούνται στην αγορά, το αποτέλεσμα είναι προφανές και βέβαια ιδιαίτερα συμπαθές για τους νεοφιλελεύθερους αλχημιστές της οικονομικής επιστήμης : τα δημόσια αγαθά δεν έχουν αξία και οι δημόσιες υπηρεσίες που τα παράγουν δε συνεπάγονται παρά μόνο κόστος.
Εντούτοις, δυστυχώς για τους ευαγγελιστές της αγοράς και του ιερού όσο και λατρεμένου ανταγωνισμού τους, η αγορά δεν μπορεί να διασφαλίσει δύο λειτουργίες για τις οποίες βέβαια δεν επινοήθηκε : την αναπαραγωγή των ανθρώπινων πόρων και την αναπαραγωγή του φυσικού περιβάλλοντος. Η επικράτηση των αγοραίων αντιλήψεων έχει, έτσι, ως αποτέλεσμα, αφενός μεν την υποβάθμιση της ζωής των ανθρώπων δια της εισοδηματικής, εργασιακής και κοινωνικής τους απαξίωσης και αφετέρου, την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, με όλες τις οδυνηρές και επικίνδυνα αναντίστρεπτες επιπτώσεις που ήδη βιώνει η ανθρωπότητα.
Στο μέτρο που οι ανωτέρω σκέψεις διατηρούν, όπως πιστεύω, την αναντίρρητη λογική τους, τότε οφείλει κανείς να αποδεχτεί, ότι το συλλογικό συμφέρον υπάρχει δίχως να ανάγεται στο ατομικό. Η συλλογική ανάγκη δεν είναι απόρροια της ατομικής ανάγκης. Είναι ανάγκη διαφορετικού χαρακτήρα. Το συλλογικό δημόσιο αγαθό δεν εκπληρώνει καμία από τις προϋποθέσεις της διαμόρφωσης μιας τιμής στην αγορά. Οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι αδιαίρετες και ταυτόχρονα καταναλώσιμες από τον καθένα, δίχως τίποτε να αφαιρείται από τους υπολοίπους.
Ο ναυτικός που προσανατολίζεται από το φως του φάρου, το χρησιμοποιεί εξολοκλήρου και όχι σε μεγαλύτερες ή μικρότερες ποσότητες ανάλογα με κάποια τιμή. Παρ’ όλα αυτά το αφήνει ολοκληρωτικά διαθέσιμο για τους υπόλοιπους ναυτικούς. Σε αντίθεση, επομένως, με το ατομικό αγαθό που δε μπορεί παρά να ανήκει στον έναν ή στον άλλον. Είναι εμφανές, ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός για την κατοχή του δημόσιου συλλογικού αγαθού και κανένας ανταγωνισμός δε μπορεί να το αποσπάσει από τον καταναλωτή του. Και παρά τα κατά περίπτωση αντίθετα διατυπούμενα, η πραγματική οικονομική αποτελεσματικότητα του σιδηροδρόμου, δεν μετριέται, ιστορικά, με βάση τα κέρδη ή τις ζημίες του, αλλά με βάση τη συνεισφορά του στην αύξηση του Εθνικού προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και το έλλειμμα μπορεί να είναι ορθολογικό στο μέτρο που παρακινεί στη δημιουργία πλούτου μεγαλύτερου απ’ αυτό.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η εγκατάλειψη και παραχώρηση των βιομηχανιών στρατιωτικού εξοπλισμού στο ιδιωτικό συμφέρον, δια της μεθόδου της ιδιωτικοποίησης, όπως και η υιοθέτηση της αυτονομίας της Κεντρικής Τράπεζας (πχ της Ε.Κ.Τ.), που συνάδουν ώστε να κυριαρχεί η λογική του εργαλείου σε σχέση με τη λογική της κοινωνίας, αποτελούν πραγματικούς παραλογισμούς. Και σ’ αυτό δε ακόμη, το παιχνίδι του υποτιθέμενου ανταγωνισμού (το είδος του οποίου συνήθως αποφεύγεται να προσδιοριστεί για λόγους ευνόητους) στον τραπεζικό τομέα, η ύπαρξη δημόσιου τραπεζικού πυλώνα εκτιμάται ως ευεργετική, καθώς η δυναμική των ιδιωτικών συμφερόντων αποδεικνύεται πλέον απειλή για το κοινωνικό σύνολο.
Υποστηρίζω, καταληκτικά, μαζί με άλλους, που από τη δεκαετία του 1980 είχαν το θάρρος να αρθρώσουν τον εναλλακτικό τους λόγο απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, ότι αυτό που πραγματικά επείγει δεν είναι καθόλου η επέκταση του πεδίου των ιδιωτικοποιήσεων σε βάρος του δημόσιου τομέα, αλλά μάλλον η ενίσχυση της συλλογικότητας και του ελέγχου της πάνω στις ιδιωτικές δραστηριότητες που σε σχέση πάντοτε με το μέγεθός τους συνεπάγονται σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις. Πολύ περισσότερο σε περίοδο σοβαρής οικονομικής κρίσης, σαν κι αυτή που στις μέρες μας διάγουμε με ευθύνη μιας συνεχιζόμενης άνευ προοπτικής οικονομικής συνταγής. Δεν παραλείπω δε, να σημειώσω, ότι η απογύμνωση του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή της συλλογικότητας, που εύκολα παρατηρείται σε όλα τα επίπεδα, συνοδεύεται, παράδοξα, από μια σημαντική ενίσχυση στου κράτους καταστολής και των δημοσίων υπηρεσιών του. Γιατί άραγε; Ποιοί είναι οι άξονες του κακού; Ποιοι είναι τελικά οι υποβόσκοντες φόβοι; Μήπως το έλλειμμα ηθικής των αγορών και ο πόλεμος κατά της συλλογικότητας βρίσκονται στη βάση των ανησυχιών;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : πληροφορίες για την εφημερίδα και τον αρχισυντάκτη της
Ο Γεώργιος Χατζηκωνσταντίνου είναι Κρατικός Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου PARISI – PANTHEONSORBONNE. Δίδαξε επί 20 έτη στο Α.Π.Θ. και επί 15 έτη στο Δ.Π.Θ. Υπήρξε αντιπρύτανης του Δ.Π.Θ. και είναι Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου VALAHIA της Ρουμανίας. Διετέλεσε πρόεδρος της HELEXPO Α.Ε. και Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας-Θράκης. Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης, σήμερα Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Δ.Π.Θ. Έχει συγγράψει 20 βιβλία οικονομικού περιεχομένου και 200 περίπου κείμενα και άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Σήμερα είναι πρόεδρος της Εταιρίας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε