NEUE OSTPOLITIK
Από τον Άξονα Γερμανίας-Γαλλίας στο «Ονειρεμένο Δίδυμο» της «Κιρμανίας»
του Γιώργου Δουράκη
Γερμανία – Κίνα: Μαζί διαμορφώνουμε το μέλλον – Βερολίνο, Μάιος 2013
«Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα - η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται»… (Ν. Χικμέτ, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Δημητριάδη – Αν η μισή μου καρδιά)
…«κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θ’ αφήσεις» (Δ. Σαββόπουλος - Οι παλιοί μας φίλοι)
Εδώ και αρκετά χρόνια υποστηρίζω την άποψη ότι η Γερμανία αλλάζει στρατηγική (βλ. εδώ). Τόνιζα μάλιστα –παραφράζοντας τους παραπάνω στίχους του Ναζίμ Χικμέτ- ότι «αν η μισή καρδιά της Γερμανίας βρίσκεται στις Βρυξέλλες, η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται» (βλ. εδώ). Πράγματι, μετά την επανένωση η χώρα αυτή ανακτά την εθνική της αυτοπεποίθηση και συν τω χρόνω αρχίζει να χάνει τον καθαρά ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και να στρέφεται προς Ανατολάς, εκεί όπου εκτιμά ότι μετατοπίζεται το οικονομικό κέντρο βάρους του πλανήτη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια νέα –ανομολόγητη, αλλά οφθαλμοφανή- Neue Ostpolitik (Νέα Ανατολική Πολιτική), η οποία όμως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομώνυμη πολιτική του αείμνηστου Willy Brandt στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Εκείνη ήταν μια αμυντικής φύσεως πολιτική φιλίας προς την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, με στόχο να προφυλάξει τη Δυτική Γερμανία από τις παρενέργειες του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η σημερινή είναι μια επιθετική (οικονομική) πολιτική, που έχει ως στόχο να καθυποτάξει τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και να τις καταστήσει ορμητήριο για τις αγορές της αναδυόμενης Ασίας.
Η νέα γερμανική Ostpolitik άρχισε να ξετυλίγεται εδώ και πολλά χρόνια, αλλά γίνεται ακόμη σαφέστερη στη διάρκεια της σημερινής κρίσης. Αποτελεί μια τρισδιάστατη εθνική στρατηγική, που αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά μέτωπα:
1) Στο ενεργειακό τομέα, για να εξασφαλίσει τους αναγκαίους ενεργειακούς πόρους που χρειάζεται για την απρόσκοπτη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη της χώρας, επέλεξε τη Ρωσία ως στρατηγικό εταίρο. Η επιλογή αυτή έγινε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, την εποχή που ο Gerhard Schröder αποφάσισε να χρηματοδοτήσει υποθαλάσσιο αγωγό φυσικού αερίου με σκοπό να παρακάμψει τις πολιτικά ασταθείς χώρες της Βαλτικής και να εξασφαλίσει άμεση τροφοδοσία. Μόλις έχασε τις εκλογές, ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom (δημόσια επιχείρηση) έσπευσε να τον διορίσει πρόεδρο της κοινοπραξίας που σύστησε για την κατασκευή του αγωγού, προφανώς εις αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ως καγκελαρίου.
Εκ των υστέρων, η επιλογή της Ρωσίας ως προμηθευτή ενέργειας (καλύπτει γύρω στο 40% των γερμανικών αναγκών) απεδείχθη εξαιρετικά εύστοχη, αν λάβουμε υπόψη την αβεβαιότητα και την αστάθεια που δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή από τον πόλεμο στο Ιράκ και τις εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης». Η αμιγώς εθνική στρατηγική της Γερμανίας στον ενεργειακό τομέα επιβεβαιώθηκε εν συνεχεία και με την άρνησή της να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη.
2) Στο βιομηχανικό τομέα, πολλές μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις έσπευσαν να επεκτείνουν τις παραγωγικές εγκαταστάσεις τους στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν στην ΕΕ με τη διεύρυνση του 2004. Οι χώρες αυτές διαθέτουν μια τεράστια δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού υψηλής ποιότητας, με βιομηχανική κουλτούρα και τεχνογνωσία, που έμελλε να συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση του μισθολογικού κόστους και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Παράλληλα και η απλή απειλή μετεγκατάστασης στις χώρες αυτές ενίσχυσε τη διαπραγματευτική δύναμη των γερμανικών επιχειρήσεων, επιτρέποντας την άσκηση κοινωνικού dumping τόσο εναντίον των γερμανικών συνδικάτων («μη διεκδικείτε αυξήσεις, γιατί αλλιώς τα μαζεύουμε και φεύγουμε»), όσο και της γερμανικής κυβέρνησης («μειώστε τους φορολογικούς συντελεστές, γιατί αλλιώς τα μαζεύουμε και φεύγουμε»). Το κοινωνικό αυτό dumping πυροδότησε μια ανταγωνιστική «κούρσα προς τα κάτω», που είναι η βασική αιτία της συνεχούς υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας τάξης όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πριν καν ξεσπάσει η οικονομική κρίση.
3) Στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών η στροφή προς την Κίνα και την Ασία είναι πραγματικά εντυπωσιακή, αλλά και εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη. Υπαγορεύεται από τη θέση που κατέχουν οι δυο κορυφαίες εξαγωγικές χώρες του κόσμου στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η Κίνα εξάγει στη Γερμανία, όπως και στις άλλες δυτικές χώρες, φθηνά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, στην παραγωγή των οποίων είναι πραγματικά ασυναγώνιστη, κυρίως λόγω των εξαιρετικά χαμηλών μισθών. Η Γερμανία εξάγει στην Κίνα κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και αγαθά πολυτελούς και επιδεικτικής κατανάλωσης για τους Κινέζους νεόπλουτους (αυτοκίνητα και άλλα διαρκή καταναλωτικά αγαθά), στην παραγωγή των οποίων είναι και αυτή πραγματικά ασυναγώνιστη. Βέβαια η ανταγωνιστικότητα στα προϊόντα αυτά δεν πηγάζει από το χαμηλό κόστος, αλλά από την υψηλή ποιότητα και το κύρος της μάρκας.
Είναι προφανές ότι οι οικονομίες της Κίνας και της Γερμανίας δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά συμπληρωματικές. Το γεγονός αυτό καθιστά τις δύο χώρες εξαιρετικούς στρατηγικούς εταίρους με κοινά συμφέροντα, παρά οικονομικούς αντιπάλους. Ποιά Ευρωζώνη και ποιός άξονας Γερμανίας-Γαλλίας; «Κιρμανία»! Ένα «ονειρεμένο ζευγάρι», μια πραγματική dream team, όπως δήλωσε προχθές στο Βερολίνο με καμάρι, αλλά και με νόημα, ο Κινέζος πρωθυπουργός. Το ίδιο ακριβώς (απειλητικό) μήνυμα εκπέμπει διαρκώς τα τελευταία χρόνια προς τους ευρωπαίους εταίρους της και η Γερμανία για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει τη γερμανική Ευρώπη. «Μη μας πολυσκοτίζετε γιατί μπορούμε και μόνοι μας. Έχουμε την εναλλακτική λύση να παρακάμψουμε την ΕΕ και να αναπτύξουμε διμερείς οικονομικές σχέσεις με την Κίνα». Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι η απειλή αυτή γίνεται πιστευτή. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι ο πολυπράγμων, επιδειξιομανής και ανυποχώρητος σε θέματα εθνικού κύρους πρώην Γάλλος πρόεδρος Nicolas Sarkozy, μετά από τις αλλεπάλληλες συναντήσεις κορυφής που είχε κατά τη διάρκεια της κρίσης με την Angela Merkel, θύμιζε κυριολεκτικά «στρίγγλα που έγινε αρνάκι»;
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η θέση περί προνομιακού άξονα Γερμανίας-Κίνας είναι υπερβολική, αν όχι εσφαλμένη, για τον απλούστατο λόγο ότι το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθύνεται προς τις χώρες της Ευρωζώνης και ένα σαφώς μικρότερο προς την Κίνα και τις άλλες ασιατικές χώρες (πράγμα που είναι σωστό). Αυτή η ανάλυση όμως είναι εντελώς στατική. Δε λαμβάνει υπόψη της τη δυναμική των πραγμάτων. Τη δυναμική των γερμανικών εξαγωγών προς την Κίνα και την Ασία, που αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, εν αντιθέσει με τις εξαγωγές προς τις χώρες της Ευρωζώνης, που μειώνονται ραγδαία λόγω της ύφεσης.
Βέβαια σ’ αυτή τη συμπληρωματικότητα των οικονομιών των προηγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών στηρίχτηκε θεωρητικά και πρακτικά η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων 30 ετών. Η πολύ διαδεδομένη άποψη ότι ο ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές είναι αναπόφευκτα ένας αγώνας «όλοι εναντίον όλων» μέχρι τελικής πτώσεως, μια αδυσώπητη μάχη μέχρις εσχάτων από την οποία βγαίνουν νικητές οι ισχυρότεροι, κάθε άλλο παρά ευσταθεί. Όλα εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη θέση που έχουν οι χώρες στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και από τα προϊόντα στα οποία εξειδικεύονται. Οι αναπτυσσόμενες χώρες παρήγαγαν προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που κάθε άλλο παρά απειλούσαν τις οικονομίες των ισχυρών δυτικών χωρών. Επρόκειτο για προϊόντα μαζικής κατανάλωσης που μείωναν δραστικά το κόστος ζωής των εργαζομένων της Δύσης και επέτρεπαν τη συμπίεση των μισθών τους. Εν τοιαύτη περιπτώσει οι εμπορικές συναλλαγές ήταν αμοιβαία επωφελείς (win-win).
Ωστόσο αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει και εν δυνάμει αλλάζει. Οι αναδυόμενες χώρες με την τεχνογνωσία που αποκτούν από τις δυτικές πολυεθνικές αρχίζουν να αμφισβητούν τον υφιστάμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας και να επεκτείνονται και σε τομείς τεχνολογικής αιχμής, όπου κυριαρχούν οι προηγμένες χώρες. Έτσι όμως το διεθνές εμπόριο από συμπληρωματικό μετατρέπεται σε συγκρουσιακό, πράγμα που μπορεί να σημάνει το τέλος της παγκοσμιοποίησης έτσι όπως την ξέραμε (αν όχι άμεσα, σε βάθος χρόνου) και την υιοθέτηση πρακτικών προστατευτισμού που θα ήταν αδιανόητες μέχρι πρότινος.
Η επιβολή δασμών στα κινεζικά φωτοβολταϊκά ίσως να είναι το εναρκτήριο λάκτισμα. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν βασικό πυλώνα της πράσινης ανάπτυξης, στην οποία θέλουν για οικονομικούς και οικολογικούς λόγους να πρωτοστατήσουν οι ισχυρές χώρες της Δύσης. Η Κίνα όμως μπήκε δυναμικά στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια και με εκτεταμένες επιδοτούμενες επενδύσεις δημιούργησε συνθήκες υπερπαραγωγής για τα δεδομένα της σημερινής παγκόσμιας ζήτησης. Κατέκλυσε την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά με πολύ φθηνά φωτοβολταϊκά συστήματα (45% φθηνότερα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά). Έτσι, ενώ πριν από λίγα χρόνια οι πωλήσεις της ήταν αμελητέες, σήμερα καλύπτει το 80% της ευρωπαϊκής αγοράς (η οποία αποτελεί το 50% περίπου της παγκόσμιας αγοράς, συνολικής αξίας €60 δισ.). Πρόκειται για ανταγωνιστικό σεισμό. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες παραγωγής φωτοβολταϊκών κλείνουν η μία μετά την άλλη, αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες ανέργους.
Γι’ αυτό πρόσφατα ο Ευρωπαίος επίτροπος εμπορίου Karel De Gucht δήλωσε ότι η ΕΕ θα επιβάλει δασμούς ύψους 47%, καθώς η επισταμένη έρευνα που διενήργησε η Επιτροπή μετά από καταγγελία ενός Γερμανού κατασκευαστή (Solar World) έδειξε ότι όντως η Κίνα επιδοτεί ποικιλοτρόπως τις επιχειρήσεις της για να μπορούν να πωλούν φθηνά, ακόμη και κάτω του κόστους (dumping), γεγονός που συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό. Ο δασμός αυτός θα είναι προσωρινός (θα ισχύει από τις 6 Ιουνίου μέχρι το τέλος του έτους) και θα μετατραπεί σε διαρκή, αν εν τω μεταξύ οι δύο πλευρές δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία.[1] Σημειωτέον ότι οι Αμερικανοί έχουν ήδη επιβάλει τέτοιο δασμό από πέρυσι, όπως άλλωστε και στα κινεζικά ελαστικά αυτοκινήτων από το 2009.
Άλλο όμως ΗΠΑ και άλλο ΕΕ. Μπορεί οι χώρες του Νότου (Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία) να χαιρέτισαν την απόφαση του Ευρωπαίου επιτρόπου υιοθετώντας το εύλογο σκεπτικό των Αμερικανών, που υπογραμμίζει την πρόδηλη ανάγκη εξισορρόπησης του ευρω-κινεζικού εμπορίου, η γερμανική όμως οικονομική και πολιτική ελίτ έσπευσε πανικόβλητη να αποτρέψει εν τη γενέσει της οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής δασμών. Ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων και η Ομοσπονδία Εξωτερικού Εμπορίου φοβούμενοι πιθανά αντίποινα εκ μέρους της Κίνας που θα έπλητταν ευθέως τις εξαγωγές τους δήλωσαν ότι διαφωνούν μ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο υπουργός εθνικής οικονομίας Philipp Rösler το χαρακτήρισε «σοβαρό λάθος», ενώ η Angela Merkel καθησύχασε στο Βερολίνο τον θορυβημένο Κινέζο πρωθυπουργό, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της, θα χρησιμοποιήσει όλη την επιρροή της στο εσωτερικό της ΕΕ, για να αποτρέψει έναν εμπορικό πόλεμο. Σε λίγο συντάχθηκαν μαζί της 17 από τις 27 χώρες της ΕΕ. Φυσικά η δική μας χώρα είναι σε τραγική θέση. Αντικειμενικά τα συμφέροντά της είναι στη συμμαχία των χωρών του Νότου, δηλαδή υπέρ ενός ευρωπαϊκού προστατευτισμού, αφού το γενικό εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ με την Κίνα είναι μονίμως ελλειμματικό (κατά μέσο όρο €150 δισ. ετησίως την τελευταία επταετία). Αφορά μάλιστα πρωτίστως σε προϊόντα που παρήγαγε η χώρα μας και στα οποία ήταν ανταγωνιστική πριν ανοίξουν τα ευρωπαϊκά σύνορα στα κινεζικά προϊόντα. Έλα όμως που είναι χειροπόδαρα δεμένη στο άρμα της «Κιρμανίας»… Οπότε μάλλον σφυρίζει αδιάφορα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Ωστόσο ο κ. De Gucht εμμένει στην απόφασή του και πληροφορεί τους Κινέζους ότι ματαιοπονούν ασκώντας πιέσεις σε μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες, αφού η σχετική αρμοδιότητα είναι αποκλειστικά δική του. Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι η Επιτροπή είναι νομικά υποχρεωμένη να δράσει από τη στιγμή που η επίσημη έρευνα που διενήργησε διαπίστωσε την ύπαρξη πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού (βλ. εδώ). Είναι όμως προφανές ότι η έλλειψη ευρείας πολιτικής νομιμοποίησης καθιστά άκρως προβληματική την επιβολή δασμών. Για μια ακόμη φορά η ΕΕ δε στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Λειτουργεί ως σκορποχώρι, ως συνονθύλευμα ετερόκλητων κρατών με αντικρουόμενα συμφέρονται και αποσπασματικές εθνικές στρατηγικές, που αδυνατούν να αντιληφθούν και να προασπίσουν το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον. Για μια ακόμη φορά η σούπερ-ανταγωνιστική γερμανική οικονομία δε λειτουργεί ως ατμομηχανή της ΕΕ, αλλά του εαυτού της, εις βάρος φυσικά των συμφερόντων του ευρωπαϊκού Νότου.
Μόνο που αυτή τη φορά είναι πια ολοφάνερο «πού το πάει η Γερμανία» και για ποιο λόγο εγκαταλείπει ολοένα και περισσότερο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, το ευρωπαϊκό συζυγικό κρεβάτι. Θα μπορούσε βέβαια να επικαλεστεί «ασυμφωνία χαρακτήρων» (οικονομιών) και να διαλύσει το γάμο. Προτιμά όμως «και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο» και γι’ αυτό πιέζει το έτερον ήμισυ να αποδεχθεί την παράλληλη εξωσυζυγική σχέση. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Δυστυχώς για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει και μια άλλη διάσταση που καθιστά το «ονειρεμένο δίδυμο» θανατηφόρο. Γιατί δε διαθέτει μόνο συμπληρωματικές οικονομίες (αυτό που λέμε «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), αλλά είναι και το κορυφαίο «μερκαντιλιστικό δίδυμο» του πλανήτη. Οι δύο αυτές χώρες είναι πρωταθλήτριες των εξαγωγών, με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία βέβαια -όπως είναι αυτονόητο- τα αποκτούν εις βάρος των χωρών με αντίστοιχα εμπορικά ελλείμματα. Η μεν Γερμανία εις βάρος του ευρωπαϊκού Νότου, η δε Κίνα εις βάρος της ΕΕ και των ΗΠΑ. Και φυσικά χρησιμοποιούν συνειδητά τα πλεονάσματα αυτά για να ενισχύσουν τη θέση τους στην Ευρώπη και στον Κόσμο.
Ένα από τα βασικά αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι οι μόνιμες εμπορικές ανισορροπίες, η μόνιμη πόλωση μεταξύ χωρών με εμπορικά πλεονάσματα και εμπορικά ελλείμματα. Ο συνδυασμός πλεονασμάτων και ελλειμμάτων ενεργοποιεί την ανεξέλεγκτη διασυνοριακή ροή τεράστιων κεφαλαίων που αποσταθεροποιεί την παγκόσμια οικονομία και προκαλεί τις αλλεπάλληλες πιστωτικές κρίσεις της τελευταίας εικοσαετίας. Για να ξεπεραστεί η κρίση πρέπει πάση θυσία να εξαλειφθούν οι εμπορικές αυτές ανισορροπίες. Να εξαλειφθούν τα εμπορικά πλεονάσματα και τα εμπορικά ελλείμματα. Μόνο που Γερμανία και Κίνα δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα για μείωση των πλεονασμάτων τους και εξισορρόπηση του διεθνούς εμπορίου. Αντ’ αυτού ρίχνουν το μπαλάκι στους επικριτές τους: «αντί να μας φθονείτε και να μας ζητάτε να γίνουμε μέτριοι σαν κι εσάς, πρέπει εσείς να κάνετε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνετε ανταγωνιστικοί -καλοί μαθητές- σαν κι εμάς», ό εστί μεθερμηνευόμενο, μερκαντιλιστές με εμπορικά πλεονάσματα. Αυτό όμως είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτο. Παρανοϊκό. Δεν μπορεί όλες οι χώρες του κόσμου να έχουν εμπορικά πλεονάσματα. Για να υπάρχουν πλεονάσματα, κάποιες χώρες πρέπει να έχουν ελλείμματα (πρόκειται για τις δύο διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος). Για όσο καιρό τουλάχιστον ο πλανήτης παραμένει «κλειστό σύστημα». Αν αύριο-μεθαύριο θα μπορούμε να εξάγουμε και στον Άρη ή στη Σελήνη, τότε όντως αλλάζουν τα πράγματα και η πρόταση αποκτά νόημα…
Το ελεύθερο εμπόριο δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για την επίτευξη ισορροπημένων εμπορικών συναλλαγών. Ζητούμενο είναι το ισορροπημένο εμπόριο και όχι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω του μηχανισμού της ελεύθερης αγοράς, τότε μοιραία θα εμφανιστούν πρακτικές προστατευτισμού. Άλλωστε και ο προστατευτισμός εντάσσεται στο ευρύτερο παιχνίδι του ανταγωνισμού, αποτελεί και αυτός μια μορφή ανταγωνισμού, με την ευρεία έννοια του όρου. Γι’ αυτό και ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ για να μπορέσει να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου (ενισχύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος πρόνοιας) είναι ο δρόμος του ευέλικτου και επιλεκτικού ευρωπαϊκού προστατευτισμού, με γνώμονα τις ισορροπημένες και αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο.
Δυστυχώς το θέμα αυτό είναι ταμπού, ιδιαίτερα για τους οικονομολόγους, που αρνούνται ακόμη και να το συζητήσουν. Όχι όμως και για τον μεγάλο φιλελεύθερο οικονομολόγο και ευρωπαϊστή –αλλά και βραβευμένο φυσικό(!)- Maurice Allais, τον μόνο Γάλλο που πήρε βραβείο Νόμπελ οικονομίας (βλ. εδώ). Λίγο πριν πεθάνει κατηγόρησε τους πολιτικούς των χωρών του G-20 για πλήρη άγνοια και σύγχυση επί του συγκεκριμένου θέματος.
Σε κείμενο που δημοσίευσε στο περιοδικό Marianne (το μόνο, μαζί με την Humanité, που φιλοξενούσε τις απόψεις του, αφού όλα τα άλλα μέσα ενημέρωσης της Γαλλίας τον είχαν «κομμένο» εξαιτίας των απόψεών του εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, της συνθήκης του Maastricht και του ευρωσυντάγματος) κάνει διάκριση μεταξύ καλού και κακού προστατευτισμού:
«Οι μεγάλοι ηγέτες του πλανήτη αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά την άγνοιά τους για την οικονομία που τους οδηγεί να συγχέουν δύο τύπους προστατευτισμού: υπάρχουν μορφές προστατευτισμού που είναι βλαβερές και άλλες που είναι απολύτως δικαιολογημένες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο προστατευτισμός μεταξύ χωρών με παραπλήσιους μισθούς, ο οποίος γενικά δεν είναι επιθυμητός. Αντίθετα, ο προστατευτισμός μεταξύ χωρών με πολύ διαφορετικά επίπεδα ζωής δεν είναι απλώς δικαιολογημένος, αλλά απολύτως αναγκαίος. Αυτό ισχύει ιδίως για την Κίνα, με την οποία είναι παρανοϊκό που έχουμε καταργήσει στα σύνορα τους προστατευτικούς τελωνειακούς δασμούς» (Maurice Allais, “Lettres aux Français: contre les tabous indiscutés”, Marianne, No 659, 5 décembre, 2009).
Από τη διάκριση αυτή προκύπτει και η θέση του Maurice Allais εναντίον της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης και υπέρ ενός κόσμου που θα αποτελείται από σχετικά προστατευμένες περιφέρειες (όπως η ΕΕ), που θα συμπεριλαμβάνουν χώρες με παραπλήσιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (δηλ. μια μορφή ήπιας ή «ενδιάμεσης» παγκοσμιοποίησης):
«Η πλήρης απελευθέρωση των ανταλλαγών και της κίνησης κεφαλαίων δεν είναι δυνατή ούτε και επιθυμητή παρά μόνο στο εσωτερικό περιφερειακών ενοτήτων, που ομαδοποιούν χώρες οικονομικά και πολιτικά συνδεδεμένες, με παραπλήσια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας μια αγορά αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί μέσα σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός να αναπτύσσεται με αποδοτικό και επωφελή τρόπο. Καθεμία από τις περιφερειακές αυτές ενότητες πρέπει να είναι σε θέση, δια μέσου ενός κατάλληλα διαμορφωμένου θεσμικού, πολιτικού και ηθικού πλαισίου, να προσφέρει μια λογική προστασία απέναντι στον εξωτερικό κόσμο» (Maurice Allais, “La mondialisation, le chômage et les impératifs de l’humanisme”, Science et Humanisme, 8-9/4, 1999).
Ωστόσο δεν χωρά αμφιβολία ότι κυρίαρχη αυτή τη στιγμή είναι η άποψη υπέρ του ελευθέρου διεθνούς εμπορίου και εναντίον του προστατευτισμού -γενικώς και αορίστως. Τόσο στην ΕΕ, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, οι συσχετισμοί είναι σαφώς κατά των δασμών και υπέρ του ανεξέλεγκτου εμπορίου. Μπορεί να απέτυχαν οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ντόχα στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αλλά οι ισχυρές χώρες του πλανήτη έχουν ήδη ανακοινώσει σειρά διμερών διαπραγματεύσεων για περαιτέρω απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τους (π.χ. ΗΠΑ-ΕΕ). Τα επεισόδια επιβολής δασμών, όπως στην περίπτωση των κινεζικών φωτοβολταϊκών, είναι μάλλον σποραδικά. Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση οι χώρες του G-20 ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να καταφύγουν σε γενικευμένο προστατευτισμό, γιατί έπρεπε πάση θυσία να αποφύγουν την επανάληψη της οδυνηρής εμπειρίας του Μεσοπολέμου.
Όσο όμως δεν εξαλείφονται οι μεγάλες εμπορικές ανισορροπίες και παραμένει η έντονη πόλωση μεταξύ μερκαντιλιστικών χωρών με μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα (Κίνα, Γερμανία, Ιαπωνία) και χωρών με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα (ΗΠΑ, χώρες του ευρωπαϊκού Νότου), αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει άρδην.
Αλλά πώς να υπάρξει εξισορρόπηση του διεθνούς εμπορίου όταν οι μερκαντιλιστικές δυνάμεις αρνούνται επίμονα να κάνουν οποιαδήποτε παραχώρηση; Το «ονειρεμένο δίδυμο» δεν είναι διατεθειμένο να μειώσει τις εξαγωγές του και να τονώσει την εγχώρια ζήτηση και την εσωτερική αγορά του. Θέλει να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο: να παράγει για να εξάγει. Αλλά και οι ΗΠΑ, που έπαιζαν το ρόλο του παγκόσμιου καταναλωτή, εισάγοντας αφειδώς κινεζικά, γερμανικά και ιαπωνικά προϊόντα, δηλώνουν κατηγορηματικά ότι θέλουν να μειώσουν τις εισαγωγές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους για να αντιμετωπίσουν την ύφεση και την ανεργία (βλ. εδώ). Επομένως όλοι θέλουν να ανακάμψουν μέσω των εξαγωγών, να αποκτήσουν εμπορικά πλεονάσματα. Αλλά αυτό όπως είπαμε είναι εξ ορισμού αδύνατον. Οπότε πεδίον δόξης λαμπρόν για κάθε είδους προστατευτικά μέτρα (επιδοτήσεις, υποτιμήσεις νομισμάτων, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, δασμοί κτλ.), αφού το διεθνές εμπόριο τείνει να γίνει συγκρουσιακό («ο θάνατός σου, η ζωή μου»).
Αν ο γερμανο-κινεζικός άξονας δεν θέλει δασμούς, τότε πρέπει να δεσμευτεί ότι θα μειώσει αυτοβούλως τις εξαγωγές του για να μειωθούν τα ελλείμματα των άλλων χωρών. Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Ένας τρόπος είναι η καθιέρωση κατώτατης τιμής στα εξαγόμενα προϊόντα για να μη χρειάζονται δασμοί. Κάτι τέτοιο ακούγεται ότι θα διεκδικήσει η ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για τα φωτοβολταϊκά. Με ή χωρίς δασμούς, ένα είναι βέβαιο: ο πλανήτης μας δεν έχει ανάγκη από υπερ-ανταγωνιστικές μερκαντιλιστικές δυνάμεις που σαρώνουν τις διεθνείς αγορές και δημιουργούν συνθήκες εμπορικού πολέμου. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα πνεύμα διακρατικής αλληλεγγύης, μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου και συλλογικής ευημερίας. Και για να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παντί τρόπω εξάλειψη των εμπορικών ανισορροπιών που αποσταθεροποιούν την παγκόσμια οικονομία.
H. D. White and J. M. Keynes in Bretton Woods (1944) |
Η σχετική πρόταση του John Maynard Keynes στο Bretton Woods το 1944 γίνεται και πάλι επίκαιρη: για να εξαλειφθούν οι ανισορροπίες, πιέσεις δεν πρέπει να ασκούνται μόνο στις ελλειμματικές χώρες, αλλά και στις πλεονασματικές! Τι είδους πιέσεις; Μια καλή ιδέα θα ήταν να επιβαρύνονται με τόκους επί των πλεονασμάτων τους όταν, παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις, δεν κατορθώνουν ή δεν θέλουν να τα μειώσουν. Με τον τρόπο αυτό θα βοηθούν και τις ελλειμματικές χώρες να μειώσουν τα δικά τους ελλείμματα. Δυστυχώς η πρόταση αυτή απορρίφθηκε τότε από τους κυρίαρχους Αμερικανούς, επειδή είχαν εμπορικά πλεονάσματα. Σήμερα όμως έχουν ελλείμματα και άρα οι συσχετισμοί είναι διαφορετικοί.
Το κλειδί για την αλλαγή των συσχετισμών το κρατάει η ΕΕ. Εκεί όμως υπάρχει όπως είδαμε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, που ακούει στο όνομα «Γερμανία». Δυστυχώς η (οικονομικά) πιο εύρωστη χώρα της Ευρώπης δεν είναι πια ευρωπαϊκή, δεδομένου ότι ακολουθεί μια αμιγώς εθνική στρατηγική. Μια στρατηγική που προκρίνει την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση, από την οποία μέχρι στιγμής αυτή επωφελείται τα μέγιστα λόγω υψηλής ανταγωνιστικότητας. Η ΕΕ όμως πλήττεται σοβαρά από την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση. Οφείλει επομένως να ξαναγυρίσει στις ρίζες της. Να ξαναθυμηθεί για ποιο λόγο δημιουργήθηκε. Και να λειτουργήσει ως ενιαίο και σχετικά προστατευμένο περιφερειακό μπλοκ, για τους λόγους που επισημαίνει ο Maurice Allais. Γι’ αυτό πρέπει να υπενθυμίσει στη Γερμανία ότι δεν μπορεί να πατάει σε δύο βάρκες. Ας αποφασίσει επί τέλους με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει…
Γιώργος Δουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής
Οικονομίας Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
[1] Τελικά η επιτροπή εμπορίου της ΕΕ αποφάσισε ομόφωνα να επιβάλει στα κινεζικά φωτοβολταϊκά προσωρινό δασμό ύψους 11.8% από σήμερα μέχρι 6.8.13 (για δύο μήνες). Πρόκειται για μερική αναδίπλωση, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Αν μέχρι τότε δεν επέλθει συμφωνία, ο δασμός αυτός θα αυξηθεί αυτομάτως σε 47.6% και θα ισχύσει μέχρι το τέλος του έτους. Αν και πάλι δεν υπάρξει συμφωνία, τότε θα παγιωθεί και για την επόμενη πενταετία (βλ. εδώ). Η απόφαση όμως αυτή μπορεί να ακυρωθεί με απλή πλειοψηφία από το συμβούλιο υπουργών της ΕΕ. Επειδή μέχρι σήμερα δεν υπάρχει προηγούμενο τέτοιας ακύρωσης στην ιστορία του θεσμού, το πιθανότερο είναι να υπάρξει εν τω μεταξύ διευθέτηση της διαφοράς και εξομάλυνση των σχέσεων ΕΕ-Κίνας.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε