Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι Γερμανοί ψήφισαν ευρωπαϊκά και όχι εθνικά. Κάνουν λάθος. Ψήφισαν επιστροφή στο Έθνος με όχημα την Ευρώπη. Υπ’ αυτή την έννοια η ψήφος τους κάθε άλλο παρά ευρωπαϊκή είναι. Αν, όπως φαίνεται, η Γερμανία εμμείνει στο δόγμα της αέναης λιτότητας και στην αντιδημοκρατική μετάλλαξη των ευρωπαϊκών θεσμών, τότε η Ευρωζώνη κινδυνεύει να διαλυθεί. Είναι απλώς θέμα χρόνου…
Μπορεί να ηχεί παράδοξο, αλλά η ετυμηγορία του γερμανικού εκλογικού σώματος ήταν σαφής και κατηγορηματική: «Back to the (Great) Nation»! Όχι με αποχώρηση από την ευρωζώνη και εθνική αναδίπλωση (το κόμμα που δημιουργήθηκε με σημαία την επιστροφή στο μάρκο δεν κατόρθωσε να μπει στη βουλή), αλλά με παραμονή στην ευρωζώνη και εμβάθυνση της γερμανικής κυριαρχίας. Δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό στην άποψη αυτή. Επιστροφή στο Έθνος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει οικονομικό και πολιτικό επεκτατισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δια μέσου της θεσμικής μετάλλαξης και υποταγής της Ευρώπης με όπλο την οικονομική κρίση και το ευρώ.
Είναι σαφές ότι οι Γερμανοί θέλουν το ευρώ, θέλουν την Ευρώπη. Όχι όμως μια Ευρώπη ισότιμων εταίρων, αλλά μια γερμανική Ευρώπη. Το πρωτοφανές για τα μεταπολεμικά εκλογικά δεδομένα ποσοστό που έδωσαν στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αποτελεί επιβράβευση της στρατηγικής της γερμανικής Ευρώπης. Η στρατηγική αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι πάνδημη στη χώρα αυτή. Την υιοθετεί το σύνολο της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Είναι φυσικό επακόλουθο της εθνικής αυτοπεποίθησης που απέκτησαν οι Γερμανοί μετά την επανένωση και διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της αναβίωσης ενός παγγερμανισμού νέου τύπου, που δεν στηρίζεται σε στρατιωτικά, αλλά σε οικονομικά μέσα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να εκληφθεί ως επιβράβευση των (ανύπαρκτων άλλωστε) ηγετικών ικανοτήτων της Angela Merkel. Η Ανατολικογερμανίδα πολιτικός έτυχε να βρίσκεται στην εξουσία όταν ξέσπασε η κρίση. Την ίδια πολιτική θα ακολουθούσε και ο Peer Steinbrück, αν ήταν στη θέση της. Άλλωστε ως υπουργός οικονομικών της τότε συγκυβέρνησης στα τέλη του 2008 επέκρινε δριμύτατα -από κοινού με τη Γερμανίδα Καγκελάριο- τους υποτιθέμενους ομοϊδεάτες του, Barack Obama και Gordon Brown, επειδή απέρριπταν το δόγμα της λιτότητας για την αντιμετώπιση της πιστωτικής κρίσης. Ούτε λίγο ούτε πολύ τους κατηγορούσε για «χονδροειδή κεϊνσιανισμό»! - (βλ. εδώ τη σχετική συνέντευξή του στο Newsweek). Το γεγονός ότι και πάλι ο γερμανικός λαός δίνει σαφή εντολή συγκυβέρνησης στα δύο μεγάλα κόμματα σημαίνει ότι η στρατηγική της τευτονικής Ευρώπης τυγχάνει καθολικής αποδοχής. Είναι πια εθνική στρατηγική και με τη βούλα, με σαφή έγκριση της μεγάλης πλειοψηφίας του γερμανικού λαού.
Πώς όμως επιτυγχάνεται η γερμανική κυριαρχία; Με την άλωση των ευρωπαϊκών θεσμών ή την ευθεία υποκατάστασή τους από αντίστοιχους γερμανικούς στην περίπτωση των οικονομικά ευάλωτων χωρών όπως η Ελλάδα. Μπορεί η τρόικα να έρχεται, να δίνει εντολές, να φεύγει και στη συνέχεια να επανέρχεται για να δει αν υλοποιήθηκαν οι δεσμεύσεις, αλλά αυτοί που μένουν μονίμως στη χώρα για να εποπτεύουν επί καθημερινής βάσεως την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι Γερμανοί, αφού η Merkel δεν εμπιστεύεται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Ελλάδα έχει μεταβιβάσει τη δημοσιονομική κυριαρχία της στη Γερμανία, όχι στην Ευρώπη. Απίστευτο και όμως αληθινό!
Πολλοί υποστηρίζουν ότι το βασικό πρόβλημα της ΕΕ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ήταν το «θεσμικό έλλειμμα». Κατά τη γνώμη μου τα θεσμικά εμπόδια θα μπορούσαν άνετα να παρακαμφθούν αν υπήρχε ενιαία πολιτική βούληση για τον τρόπο καταπολέμησης της κρίσης. Οι θεσμικές ελλείψεις δε συνιστούν ανυπέρβλητο εμπόδιο σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (π.χ. η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα FED διέσωσε το σκιώδες τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν στο καταστατικό της).
Αλλά και οι θεσμοί που υπάρχουν δε σημαίνει ότι είναι ουσιαστικοί αφ’ εαυτών. Πολλές φορές παραμένουν πουκάμισα αδειανά, απλά θεσμικά περιβλήματα άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολυαναμενόμενες και πολυδιαφημισμένες θέσεις του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Herman Van Rompuy) και της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (Catherine Ashton). Τόσο ο Βέλγος «πρόεδρος», όσο και η Βρετανίδα «υπουργός εξωτερικών» της ΕΕ παραμένουν διακοσμητικά στοιχεία, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες. Βλέπετε η Merkel φρόντισε να τους υπονομεύσει πριν καν αναλάβουν καθήκοντα. Σε ερώτηση δημοσιογράφου τι περιμένει από τα δύο αυτά νέα πρόσωπα απάντησε σκαιότατα και άκρως περιφρονητικά «να μην κάνουν βλακείες»!...
Ωστόσο απώτερος στόχος των Τευτόνων δεν είναι η υπονόμευση, αλλά η άλωση και ο εκγερμανισμός των ευρωπαϊκών θεσμών. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί η γερμανική κυριαρχία. Δεν πρόκειται για καινούργιο φαινόμενο. Αποτελεί εγγενές συστατικό της ίδιας της ΟΝΕ. Ως γνωστόν για να εγκαταλείψουν το μάρκο οι Γερμανοί απαίτησαν μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) υπερεθνική μεν, αλλά στα πρότυπα της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) ως προς τις νομισματικές αντιλήψεις και τις οργανωτικές δομές. Δηλαδή μια ανεξάρτητη αρχή με μοναδικό στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού και ουχί τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή την καταπολέμηση της ανεργίας.
Η προσπάθεια εκγερμανισμού των ευρωπαϊκών θεσμών εντάθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Πράγματι, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν συνειδητά την οικονομική κρίση ως μέσο για να επιβάλουν τις απόψεις τους και στο δημοσιονομικό πεδίο. Εμπόδισαν την ΕΚΤ να λειτουργήσει ως «δανειστής εσχάτης ανάγκης» για να σώσει τις de facto πτωχευμένες χώρες του Νότου, με το σκεπτικό ότι έτσι δεν θα έβαζαν μυαλό για να κάνουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Αντί για δωρεάν χρηματοδότηση απ’ ευθείας από την ΕΚΤ, παραχώρησαν δάνεια με σκληρούς όρους δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που οδηγούν τον ευρωπαϊκό Νότο σ’ ένα φαύλο κύκλο ατέρμονης ύφεσης και ανεργίας. Αλλά χωρίς δημοσιονομικούς μηχανισμούς μεταβίβασης πόρων από τον πλούσιο Βορρά προς το φτωχό Νότο, η πολιτική της αέναης λιτότητας είναι αυτοκτονική και θα τις οδηγήσει πιθανότατα σε πολιτική εκτροπή.
Στις συνεχείς εκκλήσεις για συλλογική αντιμετώπιση της κρίσης με ευρωομόλογα, ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τους ευρωπαϊκούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και τραπεζική ένωση οι Γερμανοί έθεσαν ως απαραίτητη προϋπόθεση τη δημοσιονομική ένωση (οικονομική διακυβέρνηση), ώστε να μπορούν να ελέγχουν άμεσα τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών. Για να διασφαλίσουν μάλιστα αέναη λιτότητα υποχρέωσαν όλους τους εταίρους να ψηφίσουν διάταξη στο Σύνταγμά τους ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ! Ουσιαστικά πρόκειται για δημοσιονομικό ζουρλομανδύα που καταδικάζει την ΕΕ σε ισόβια λιτότητα.
Αυτή όμως η γερμανική μετάλλαξη των ευρωπαϊκών θεσμών θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ευρωζώνη και το ευρώ. Ο κίνδυνος αυτός δεν προέρχεται μόνο από τις χώρες της περιφέρειας. Φαίνεται ότι δρομολογούνται απρόσμενες εξελίξεις και στο σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ, κυρίως στη Γαλλία. Η κατάρρευση του πάλαι ποτέ γαλλο-γερμανικού άξονα και η ανάδυση της γερμανικής μονοκρατορίας αρχίζει να ενεργοποιεί τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Γάλλων. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν θεαματική άνοδο της ακροδεξιάς Marine Le Pen, που φαίνεται ότι θα διεκδικήσει με αξιώσεις τις επόμενες εκλογές καθώς ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος δεν θεωρεί το ξενοφοβικό Εθνικό Μέτωπο (κάτι σαν το κόμμα του Καρατζαφέρη) κίνδυνο για τη δημοκρατία.
Σημειωτέον ότι το Εθνικό Μέτωπο κατεβαίνει στις εκλογές με σημαία την έξοδο από το ευρώ και έναν νέο προστατευτισμό. Για να τεκμηριώσει δε τις θέσεις του, παραπέμπει στις σχετικές αναλύσεις κόστους-οφέλους του γνωστού ετερόδοξου οικονομολόγου Jaques Sapir, τακτικού αρθρογράφου της αριστερής εφημερίδας Le Monde Diplomatique, ο οποίος επίσης προτείνει ως εναλλακτική λύση την έξοδο της Γαλλίας από το ευρώ, τον ευρωπαϊκό προστατευτισμό και την αποπαγκοσμιοποίηση!
Η απάντηση στις μεγάλες οικονομικές κρίσεις του μεσοπολέμου δεν ήταν μια, αλλά πολλές και διαφορετικές: το κομμουνιστικό New Deal του Lenin στη Ρωσία, το σοσιαλδημοκρατικό New Deal του Roosevelt στις ΗΠΑ, το φασιστικό New Deal του Hitler στη Γερμανία και το αριστερό New Deal του Λαϊκού Μετώπου του Léon Blum στη Γαλλία, που αν και βραχύβιο, θεσμοθέτησε μερικές από τις μεγαλύτερες και δημοφιλέστερες κατακτήσεις στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Όλες όμως αυτές οι τόσο διαφορετικές περιπτώσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: συνιστούν αντίδραση της κοινωνίας στην κατάρρευση του καπιταλισμού των αυτορρυθμιζόμενων αγορών, στον αχαλίνωτο καπιταλισμό του laissez-faire. Ενός απάνθρωπου συστήματος, που μετατρέπει την εργασία σε εμπόρευμα και υποτάσσει την κοινωνία στην οικονομία, τοποθετώντας τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο.
***
Εν κατακλείδι είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η αντίδραση στη γερμανική Ευρώπη αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε μια Νέα Συμφωνία, ιδίως στη χώρα μας που βιώνει μια Μεγάλη Ύφεση χειρότερη κι απ’ αυτή των ΗΠΑ της περιόδου 1929-33, με την επίσημη ανεργία να έχει σκαρφαλώσει στο τρομακτικό 28% και το πολιτικό σκηνικό να θυμίζει ολοένα και περισσότερο Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Εδώ και πολύ καιρό οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν πραγματικά ώριμες για τη συγκρότηση ενός παλλαϊκού δημοκρατικού μετώπου για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων. Δυστυχώς ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Το κενό που δημιουργήθηκε ήρθε να το καλύψει με βίαιο τρόπο η ναζιστική ακροδεξιά, που τώρα κλυδωνίζεται υπό το βάρος των αποκαλύψεων για την εγκληματική δράση της. Έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να αγωνιστούμε αποφασιστικά για τη συγκρότηση του παλλαϊκού δημοκρατικού μετώπου με στόχο η Νέα Κοινωνική Συμφωνία να μην είναι μόνο ριζοσπαστική, αλλά και δημοκρατική. Ποτέ δεν είναι αργά…
[*] Ο Γιώργος Δουράκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε