«ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ»
Του Γιώργου Θ. Χατζηκωνσταντίνου
Καθηγητή Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπ. Θράκης
Το έτος 1995, μόλις πέντε περίπου έτη μετά την ανακήρυξη της «Νέας Τάξης Πραγμάτων», στο αφιέρωμα της ¨LeMondeDiplomatique¨ (τεύχος 6, σελ. 14), ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας DenisClercέγραφε:
«…….Στις μέρες μας δεν γεννιέται κανείς φτωχός, γίνεται. Αυτή είναι η καινοτομία…… Η φτώχια δεν είναι ένδειξη μιας κοινωνίας που αδυνατεί να παράγει πλούτο, αλλά το προϊόν μιας κοινωνίας, η οποία θέλει να μεγιστοποιήσει τον πλούτο που μπορεί να παράγει ο καθένας και η οποία απορρίπτει τους άλλους. Με την έννοια αυτή, η παραγωγή προϊόντων και η παραγωγή φτώχειας συμβαδίζουν…..»
Η ύπαρξη και η μεγέθυνση της φτώχειας, η αυξανόμενη και ήδη ανυπόφορη ανεργία, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η συνοδευτική των ανωτέρω εγκληματικότητα, αλλά και η βία και η ξενοφοβία που συνήθως συνυπάρχουν με ένα έκδηλο ή υφέρποντα ρατσισμό, βρίσκονται στη βάση σοβαρών κινδύνων που σχετίζονται με την απειλητική εμφάνιση μορφών εκφασισμού και με την διατάραξη της κοινωνικής συνοχής.
Η διατάραξη της κοινωνικής συνοχής και ο εκφασισμός της κοινωνίας, αντιπροσωπεύουν σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική ειρήνη τους οποίους γνωρίζουν άριστα, τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα τα οποία εκφράζουν την οικονομική εξουσία. Τα τελευταία, έχοντας ανεξέλεγκτα γιγαντωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, εξακολουθούν να εμφανίζονται δέσμια ενός παράδοξου οικονομικού ορθολογισμού που στερείται παντελώς κοινωνικής ευαισθησίας και στοχεύει συνειδητά στη μεγιστοποίηση του κέρδους, στην κατάκτηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και στην απόλυτη κυριαρχία των αγορών και των επιχειρήσεων επί του κοινωνικού συνόλου .
Ο κίνδυνος της διατάραξης της κοινωνικής συνοχής, ως αποτέλεσμα των εντάσεων που εκ των πραγμάτων δημιουργούνται στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος προσανατολισμένου στην υπηρεσία των αγορών και όχι της κοινωνίας, παρουσιάζεται αυξημένος τα τελευταία χρόνια της κρίσης, τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκλαμβάνει μάλιστα υπολογίσιμες διαστάσεις και απειλεί τις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες, ενώ δημιουργεί σοβαρά ρήγματα στις συνειδήσεις των ανθρώπων που δυστυχώς γίνονται μάρτυρες μιας σοβαρής καταστρατήγησης της διανεμητικής δικαιοσύνης και μιας υποβάθμισης του αισθήματος της συλλογικότητας. Η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, της ανέχειας, της ανεργίας και της σύγχυσης που συμπλέει με την αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας των ανθρώπων, στο βωμό της εγκαθίδρυσης μιας Νέας Παγκόσμιας Νεοφιλελεύθερης Τάξης, εμπεριέχει την δυνατότητα εκδήλωσης ανεξέλεγκτων κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, όπως ταραχών και εξεγέρσεων ή εμφιλιοπολεμικών καταστάσεων των οποίων οι υλικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ανυπολόγιστες.
Τα φαινόμενα της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων του λαού επιτείνονται στο βαθμό που αντί να εφαρμοστούν μέτρα κοινωνικής πολιτικής και αναδιανομής του εισοδήματος για την αντιμετώπισή τους, προωθούνται παράλογα μέτρα λιτότητας, στο όνομα μια οιονεί δημοσιονομικής εξυγίανσης, σε περίοδο βαθειάς κρίσης και, βέβαια, στο όνομα μιας αμετανόητης και αδιέξοδης νεοφιλελεύθερης οικονομικής συνταγής.
Την οικονομική αυτή συνταγή, η οποία φαίνεται να είναι ασύμβατη με την οποιαδήποτε οικονομική θεωρία, στηρίζουν, με ιεραποστολικό φανατισμό, ιδεοληπτικά εμμένοντες κύκλοι του χρηματοοικονομικού τομέα, που, δυστυχώς, αφού κατάφεραν να επιβάλλουν το χρήμα ως υπέρτατη αξία την ανθρωπότητας, οδήγησαν και στην οικονομική κρίση που ξέσπασε το έτος 2008 εν μέσω τοξικών ομολόγων και καταρρεύσεων μεγάλων ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ και αλλού.
Οι κύκλοι αυτοί διακρίνονται από κάθετη αντικρατική αντίληψη και συμπεριφορά, από έντονη αντιπάθεια προς κάθε μορφή κοινωνικού ή κρατικού ελέγχου, από εμμονή στην αποθέωση των κερδοφοριών, από επιθυμία ιδιωτικοποίησης παντός δημόσιου αγαθού, από επιθετική ανταγωνιστική τακτική και βέβαια από αρπακτική νοοτροπία που χαρακτήρισε ολόκληρη την προ της εκδήλωσης της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης περίοδο διεθνώς, αλλά και μετά.
Στους καιρούς αυτούς που διακυβεύεται το κύρος και η αξιοπιστία του καπιταλιστικού συστήματος και που οι ανησυχίες για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μεγαλώνουν, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι και τα πολυεθνικά τους συμφέροντα, εξακολουθώντας να παρουσιάζονται προβληματικοί στη σύλληψη της πραγματικότητας, λειτουργούν προς την ίδια πάντα κατεύθυνση, επιχειρώντας να επηρεάσουν πολιτικές, αναδιαρθρώσεις ή μεταρρυθμίσεις προς ίδιον όφελος. Αντιδρούν, συνήθως, σε εντολές των Κοινοβουλίων ή σε κυβερνητικές εντολές. Αντιδρούν στη βούληση των πολιτικών δυνάμεων και του εκλογικού σώματος, όταν αυτή αντιτίθεται στα ιδιοτελή επιχειρηματικά τους συμφέροντα και στις αποδόσεις των συσσωρευμένων κεφαλαίων τους. Εξακολουθούν να ερμηνεύουν τα πράγματα κατά το δοκούν, πεπεισμένοι, ως φαίνεται, ότι ως κύκλοι «εκλεκτοί και πεφωτισμένοι» κατέχουν την οικονομική αλήθεια, την οποία συνήθως στηρίζουν στους πλέον παράδοξους και αφαιρετικού περιεχομένου υπολογισμούς. Και υποστηρίζουν με εκχυλίζουσα φονταμενταλισμού βεβαιότητα, ότι το φως μεγαλώνει στο βάθος του τούνελ, ότι η ανάπτυξη (της οποίας η κατεύθυνση και η ποιότητα δεν προσδιορίζονται) έρχεται ως θύελλα που θα σαρώσει την κρίση και ότι η λατρεμένη τους νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιητική συνταγή θα οδηγήσει στην ευημερία του πολυθρύλητου “παγκόσμιου χωριού” (!) τους. Βέβαια, μέσα στη δυστυχία της κατάρρευσης που προκάλεσαν, βεβαιώνοντας παλιότερα τους λαούς (1980-1990) ότι ουδείς θα μείνει τελικά ανικανοποίητος από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τους, προκαλούν πλέον τον πικρό γέλωτα αλλά και την οργή των θυμάτων τους.
Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η γνωστή πλέον στην χώρα μας υπερχρέωση των νοικοκυριών που απειλεί με την σειρά της την κοινωνική συνοχή και συνοδεύεται από αδιέξοδα και αυτοκτονίες, σίγουρα δε και σε εμφανέστατη αδυναμία πληρωμών. Μεγάλα τμήματα της κοινωνίας υπερχρεώθηκαν σε έναν απρόσωπο και σκληρό τραπεζικό μηχανισμό υψηλής τεχνολογίας που δεν διανοείται, ακόμη και σήμερα, σε περίοδο πρωτοφανούς κρίσης και ύφεσης, να αποστεί της μονοδρομικής λογικής και πορείας του. Παγιδεύτηκαν στα γρανάζια, ενός απρόσωπου συστήματος λογαριασμών και κωδικών, όπου συχνότατα παραβιάζεται ο σεβασμός της προσωπικότητας (βλ. εισπρακτικές εταιρίες, εταιρίες ενημέρωσης κλπ.) και τα προσωπικά δεδομένα παραβιάζονται επίσης ή γίνονται αντικείμενο συναλλαγής.
Στον Ευρωπαϊκό Νότο, στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, μορφές συμβολικής βίας αναπτύχθηκαν κατά κόρο και εισπρακτικοί μηχανισμοί, όπισθεν των οποίων κρύφτηκαν με μαεστρία οικονομικά συμφέροντα των «εκλεκτών», οδήγησαν πλήθος εξαρτημένων από την υπερχρέωση ανθρώπων στη μείωση της δραστηριότητας τους, στην ψυχολογική βάσανο, στη στέρηση της χαράς της ζωής, στην απώλεια της γαλήνης και της ηρεμίας, στην αλλοίωση της αυτοεκτίμησης, στην οργή, αλλά και στην απώλεια κάθε είδους εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτική και σ’ αυτή την ίδια την κοινωνία.
Οι καταστάσεις αυτές οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια και καιροσκοπικό ατομικισμό, ενώ γιγάντωσαν την αδιαφορία για τα κοινά, για την πολιτική και για τις αξίες που αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανθρώπων. Τούτο, παρά τις ήδη καθυστερημένες εκκλήσεις για αλληλεγγύη και συλλογικότητα. Η ανασφάλεια που προέκυψε από την οικονομική και ηθική κρίση, συνδυαζόμενη με την διαπίστωση ότι η κοινωνία θα πληρώσει τελικά την ζημία που άλλοι αμετανόητοι δημιούργησαν, βρίσκεται στη βάση των ενδείξεων, της διατάραξης της κοινωνικής συνοχής. Ο εκφασισμός, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν μερικές μόνο από τις ενδείξεις αυτές.
Σήμερα, πλέον, οι σκεπτόμενοι πολίτες, αλλά και γενικότερα ίσως η κοινή γνώμη, όπως άλλωστε και αναμφίβολα οι ειδικοί, γνωρίζουν σαφώς ότι οι στρατιές των ανέργων, η κατάρρευση των εργασιακών σχέσεων, η περίφημη ελαστικοποιήση της αγοράς εργασίας, οι απολύσεις, η κρίση του ασφαλιστικού συστήματος, η υπερχρέωση, η αδυναμία ανταπόκρισης στις συνεχώς αυξανόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και η επικοινωνιακή τακτική μιας αμφιβόλου ποιότητας και στόχων τηλεκατανάλωσης, λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου και χειραγώγησης. Τούτο συνειδητά ή ασυνείδητα διογκώνει την οργή, την αγανάκτηση και την επιθετικότητα, περιορίζει τις ανθρώπινες ευαισθησίες, οδηγεί σε ακραίες πολιτικές επιλογές και στη βία, τελικά όμως διαταράσσει την κοινωνική συνοχή και άρα την κοινωνική ειρήνη.
Προ της υποβόσκουσας αυτής αναταραχής η οποία επιδεινώνεται λόγω και της φτωχοποίησης και της προλεταριοποίησης της άλλοτε ισχυρής μεσαίας τάξης, ερωτηματικά διάφορα εγείρονται αμείλικτα. Τι απέγιναν τελικά τα περίφημα «τοξικά ομόλογα»; Μήπως το βάρος τους ανέλαβαν τελικά οι κοινωνίες; Ποιος τελικά πληρώνει τις ζημιές ενός σαθρού παγκοσμίως τραπεζικού συστήματος; Μήπως τις επωμίστηκαν οι κοινωνίες; Πως ξαφνικά τα χρηματιστήρια παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις, έστω και κατά περιόδους, εν μέσω σοβαρής οικονομικής κρίσης; Κι αν τα πάντα ερμηνεύονται σε όρους ανταγωνισμού, τι γίνεται τελικά με την ζήτηση; Είναι δυνατό να αυξηθεί αυτή και να ξαναζωντανέψει την αγορά με τραυματικές πολιτικές λιτότητας και εισοδηματικής κατάρρευσης; Και πως τελικά οι περίφημοι επενδυτές θα επενδύσουν υπό καθεστώς αρνητικών ποσοστών ανάπτυξης; Ποιο είναι το όνειρο για το μέλλον; Που βρίσκεται η αναδιανεμητική δικαιοσύνη; Τέλος, αφού οι κοινωνίες επωμίζονται τελικά τις αβεβαιότητες των κρίσεων, αναλαμβάνοντας να καλύψουν τις ζημίες εκείνων που φυσιολογικά θα έπρεπε να τις επωμισθούν, γιατί να μην σκέφτεται ο καθείς, ότι οι χοροί στήνονται και ξαναστήνονται διαχρονικά εμποδίζοντας το μέτρο και το δίκαιο να επιβληθούν;
Τα ερωτήματα αυτά αναμένουν απάντηση, εδώ και καιρό! Έως ότου απαντηθούν οι αντιδράσεις θα συνεχίζονται. Λέγει κάπου ο Ελύτης: «Θα ’ρθει ο καιρός που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει την ομορφιά του βυθού». Φοβάμαι ότι τον καιρό αυτό βιώνουμε σήμερα.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε