Πριν από λίγες ημέρες το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας, αποφάσισε ότι δεν είναι αρμόδιο να κρίνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «να κάνει ότι μπορεί» για να σώσει το ευρώ.
Πίσω από αυτή τη διατύπωση κρύβεται η δυνατότητα της ΕΚΤ να τυπώνει χρήμα από το μηδέν και να βομβαρδίσει με τρισεκατομμύρια ευρώ τις εμπορικές τράπεζες όπως έχουν κάνει κατά κόρον η αμερικανική FED (Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων), η Τράπεζα της Αγγλίας και της Ιαπωνίας.
«Δεν μας αρέσει καθόλου η απόφαση της ΕΚΤ», είναι το σκεπτικό του γερμανικού δικαστηρίου, «αλλά αρμόδιο να κρίνει είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και όχι το δικό μας». Είναι η πρώτη φορά που το γερμανικό δικαστήριο παραιτείται της αρμοδιότητάς του, ενώ δεν έχει κάνει το ίδιο για αποφάσεις που αφορούν την ΕΕ, στη σύσταση του ESM, τη βοήθεια προς την Ελλάδα και άλλες χώρες.
Τα ελληνικά και τα δικαστήρια άλλων χωρών όπως η Ελλάδα, έχουν παραιτηθεί της δικής τους αρμοδιότητας να κρίνουν ή έχουν συμφωνήσει ότι όλα όσα γίνονται εναντίον της χώρας μας ή και των άλλων χωρών είναι συνταγματικά και νόμιμα, πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων τώρα τελευταία, αλλά οι πολιτικές του μνημονίου δεν έχουν ακυρωθεί, δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εφαρμόζονται από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι εμείς έχουμε παραιτηθεί της κυριαρχίας μας, χωρίς να την εκχωρήσουμε βάσει πολυμερούς διεθνούς συμφωνίας σε κάποια ευρωπαϊκά αντίστοιχα όργανα στα οποία συμμετέχουμε με ίσους όρους, μαζί με τις άλλες χώρες.
Ενώ η Γερμανία, δεν έχει παραιτηθεί της κυριαρχίας της και της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της, ακόμα και για ζητήματα για τα οποία όλες οι άλλες χώρες έχουν εκχωρήσει τις αρμοδιότητές τους. Είναι μια άτυπη μέθοδος, ώστε η Γερμανία να ηγεμονεύει στην Ευρώπη και η Ευρώπη να είναι γερμανική, αφού ελέγχεται από τη γερμανική κυβέρνηση, από τη γερμανική Δικαιοσύνη και εξαρτάται από το γερμανικό κοινοβούλιο.
Ποιοι «νίκησαν»;
Ας δούμε λοιπόν ποιο είναι το ζήτημα, για το οποίο η Γερμανία «έκανε πίσω» και αναγνώρισε ότι δεν εξαρτάται από εκείνη η ανάκληση της απόφασης, αλλά από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αν είχε ακυρώσει την απόφαση αυτή, αν είχε κρίνει ότι είναι αρμόδιο και είχε εκδώσει την ετυμηγορία του, οι διεθνείς υπεράκτιες χρηματοπιστωτικές αγορές που δεν ελέγχονται και δεν φορολογούνται από κανέναν, θα είχαν ανησυχήσει, γιατί η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την πολιτική της των Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών (ΟΜΤ) μια ορολογία σκοπίμως δυσνόητη για να μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Ούτε πρωθιυπουργοί, ούτε ευρωβουλευτές, ούτε πολίτες της Ευρώπης. Ουσιαστικά μια απόφαση να λειτουργεί ως αγοραστής έσχατης ανάγκης για να ομόλογα που εκδίδουν οι χώρες της ευρωζώνης. Αν δεν θέλει να τα αγοράσει κανείς φοροφυγάς τραπεζίτης, τότε η ΕΚΤ μπορεί να τα αγοράσει. Αντί για το χάος που θα επικρατούσε, αν το γερμανικό δικαστήριο απέρριπτε αυτή την πολιτική, επικράτησε ηρεμία.
Με βάση αυτή την πολιτική, τα τελευταία χρόνια η Ιταλία και η Ισπανία κυρίως, αλλά και άλλες χώρες μπόρεσαν να συνεχίσουν να δανείζονται από αυτές τις «αγορές» που εδρεύουν στους φορολογικούς παραδείσους και με τα νέα δάνεια να πληρώνουν τα παλαιά και τους τόκους. Αν η απόφαση ήταν διαφορετική, τότε κανείς δεν θα δάνειζε αυτές τις χώρες, πιθανόν και τη Γαλλία και επομένως όλες αυτές οι χώρες θα χρεοκοπούσαν, εφόσον θα άφηναν έστω και ένα κρατικό τους ομόλογο απλήρωτο.
Εφόσον όμως υπάρχει η ΕΚΤ ως δανειστής έσχατης ανάγκης, όλοι οι υπεράκτιοι τραπεζίτες είναι ήσυχοι ότι ακόμα κι αν κανείς τους δεν θέλει πιά να δανείσει τα κράτη, τότε θα το κάνει η ΕΚΤ κόβοντας χρήμα από το μηδέν, δηλαδή πληθωρίζοντας το χρέος, δηλαδή μειώνοντας μακροπρόθεσμα την αξία του συνολικού δημόσιου ευρωπαϊκού χρέους, αλλά τόσο λίγο, ώστε κανένας τραπεζίτης δεν κινδυνεύει να χάσει τα κέρδη του. (Δεν γράφω τα «λεφτά του», γιατί κανείς τραπεζίτης δεν δάνεισε τα λεφτά του. Όλοι οι τραπεζίτες δάνεισαν αέρα κοπανιστό).
Γιατί ηρέμησαν οι «αγορές»;
Αν έστω και μία χώρα, δεν πληρώσει ένα ομόλογο, ο τραπεζίτης κάτοχος αυτού του ομολόγου θα χρεοκοπήσει. Ο συγκεκριμένος τραπεζίτης δεν θα πληρώσει τα ομόλογα του με τα οποία έχει δανειστεί από άλλες τράπεζες και θα χρεοκοπήσουν κι εκείνες. Και θα αρχίσει το «ντόμινο» της χρεοκοπίας, όπου ο ένας θα παρασέρνει τον άλλον στη χρεοκοπία. Όλοι είναι δεμένοι, ο ένας με τον άλλον, μέσω σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που έχουν δημιουργήσει οι τραπεζίτες και έχουν πουλήσει σε όλον τον κόσμο (στους πελάτες τους) χωρίς κανείς να γνωρίζει τι περιέχουν, κι έτσι θα πάνε όλοι στον πάτο, δεμένοι με την ίδια αλυσίδα του χρέους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, δεν έχει μείνει κανείς τραπεζίτης και πλέον δεν θα δανείζει κανείς τις κυβερνήσεις που θα αρχίσουν να χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη, μαζί με τις τράπεζες.
Ο δανειστής έσχατης ανάγκης κάθε κυβέρνησης, θα έπρεπε να είναι η κεντρική τράπεζα και η ΕΚΤ είναι (ενώ απαγορεύεται τυπικά) ο δανειστής έσχατης ανάγκης της ευρωζώνης. Κόβει χρήμα από το μηδέν, το δίνει στην κυβέρνηση, η οποία με αυτό πληρώνει τον τραπεζίτη, εκείνος δεν χρεοκοπεί, αλλά βγάζει κέρδη, κι έτσι πληρώνει τις δόσεις των δικών τους δανείων στους άλλους τραπεζίτες οι οποίοι δεν χρεοκοπούν αλλά βγάζουν κέρδη και η μηχανή συνεχίζει να δουλεύει όπως και πριν, όπως μέχρι σήμερα.
Αν το γερμανικό δικαστήριο είχε εφαρμόσει την ευρωπαϊκή συμφωνία που απαγορεύει στην ΕΚΤ να «κόβει χρήμα από το μηδέν», κι αν η ΕΚΤ είχε εφαρμόσει την απόφαση, τότε η Ιταλία και η Ισπανία θα χρεοκοπούσαν την επόμενη μέρα. Και το μέγεθός τους δεν είναι τόσο μικρό όσο της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, ώστε να τις δανείσουν οι άλλες χώρες μέσω του ESM και να τις «σώσουν» από τη χρεοκοπία.
Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Στην περίπτωση αυτή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είχαν αλλάξει «εν μια νυκτί» τον ευρωπαϊκό νόμο που απαγορεύει στην ΕΚΤ να κόβει χρήμα από το μηδέν και να δανείζει απευθείας της κυβερνήσεις. Το ίδιο θα συμβεί αν στο μέλλον το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εφαρμόσει την ευρωπαϊκή συμφωνία και απαγορεύσει ως αρμόδιο δικαστήριο στην ΕΚΤ να παραβαίνει κατά βούληση τον (λαθεμένο έτσι κι αλλιώς) νόμο. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο ενδεχομένως μπορεί επίσης να ακυρώσει αυτή την απαγόρευση, ως αντίθετη με το ευρωπαϊκό δίκαιο, ανατρέχοντας στις πηγές του δικαίου και κρίνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει τους λαούς της Ευρώπης σε οικονομικό θάνατο ή σε οικονομική σκλαβιά στους τραπεζίτες. Δεν προβλέπεται να το κάνει όμως, οπότε οι «αγορές» είναι ήρεμες. Ο τροχός θα συνεχίσει να γυρίζει ως συνήθως.
Η αρχική ανακοίνωση της ΕΚΤ στα μέσα του 2012 (αυτή κρίθηκε τώρα από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο) ήταν ένα σημείο καμπής στην κρίση του ευρώ, γιατί εμπόδισε την Ιταλία και την Ισπανία να χρεοκοπήσουν μειώνοντας το κόστος δανεισμού, το οποίο είχε φτάσει σε ακραία επίπεδα. Τώρα η ΕΚΤ μπορεί να θεωρήσει ότι πήρε το πράσινο φώς να προχωρήσει ακόμα παραπέρα, αφού η «παρανομία» της δεν ακυρώθηκε. Η ΕΚΤ βρίσκεται υπό την πίεση των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και μικρών «άφωνων» χωρών όπως η Ελλάδα, να αυξήσει τη ρευστότητα, μιμούμενη τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιαπωνία. Η Γερμανία δεν το επιθυμεί, γιατί θέλει το ευρώ, να είναι αποθεματικό νόμισμα όπως το μάρκο, δηλαδή να διατηρεί ψηλά την αξία του, απαγορεύοντας το κόψιμο νέου χρήματος από το μηδέν. Γιατί το κάθε ευρώ από αέρα κοπανιστό, είναι ίδιο με το κάθε ευρώ που έχει κερδηθεί με ιδρώτα από τους εργαζόμενους, ή έχει ανταλλαγεί με ακίνητα, μετοχές, επιχειρήσεις κλπ που πούλησε ένας ιδιοκτήτης περιουσίας. Το κάθε ευρώ από αέρα κοπανιστό, μειώνει την αξία του κάθε ευρώ που βγήκε με τον ιδρώτα και τον κόπο του εργαζόμενου.
Μπορεί να αρχίσει η ποσοτική χαλάρωση;
Κάθε νόμισμα όμως έχει δύο όψεις. Ενώ η ονομαστική αξία των ευρώ μένει η ίδια, η πραγματική τους αξία μειώνεται με κάθε ευρώ από αέρα κοπανιστό που κυκλοφορεί. Οι εργαζόμενοι που παίρνουν τα ευρώ δουλεύοντας, έχουν στην κατοχή τους ελάχιστα, δηλαδή το μισθό τους. Ενώ οι τραπεζίτες έχουν στην κατοχή τους δισεκατομμύρια ο καθένας, επομένως χάνουν περισσότερα. Γι αυτό δεν συμπαθούν την ποσοτική χαλάρωση. Γιατί μειώνεται η εσωτερική, πραγματική αξία των χρημάτων τους. Γιατί χάνουν περισσότερα σε σύγκριση με τους εργαζόμενους ή με τους επιχειρηματίες της πραγματικής οικονομίας.
Ο Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της ΕΚΤ, τώρα που γνωρίζει ότι το γερμανικό δικαστήριο θα παραπέμπει και στο μέλλον όλες τις αποφάσεις στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, όπου η Γερμανία έχει μόνον την δική της ψήφο, όπως και στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, ίσως να θεωρήσει ότι η πολιτική του δεν ελέγχεται από τη Γερμανία ή τουλάχιστον η Γερμανία δεν έχει άτυπο δικαίωμα βέτο, όπως δεν έχουν και οι άλλες χώρες. Η Γερμανία έκανε πράγματι ένα βήμα πίσω, αλλά το έκανε όχι για να σώσει τους λαούς της Ευρώπης, αλλά τους τραπεζίτες.
Η Γερμανία δεν άλλαξε την πολιτική της την οποία θα συνεχίσει να υπερασπίζεται και θα προσπαθεί να την επιβάλει και στο μέλλον. Ούτε ήταν το κίνητρό της ο φόβος ότι σε όλες τις άλλες χώρες έχει αυξηθεί το ποσοστό των πολιτών που δεν γουστάρουν το γερμανικό ευρωμάρκο και την γερμανική ηγεμονία. Το έκανε για τους τραπεζίτες. Το πολιτικό ρίσκο που περιέχει αυτή η απόφαση, είναι να αυξηθεί ο ευρωσκεπτικισμός στην ίδια τη Γερμανία, για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους αυξάνεται ο ευρωσκεπτικισμός στις άλλες χώρες. Το διακύβευμα είναι η νομιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η ίδια η Ενωμένη Ευρώπη κινδυνεύει από τον ευρωσκεπτικισμό, ασχέτως του λόγου για τον οποίο αναπτύσσεται.
Μετά την Μπούντεσμπανκ (τη γερμανική κεντρική τράπεζα) και το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, πέρασε στην ιστορία, καταγράφοντας τη διαφωνία του στην πολιτική που με δυσκολίες και καθυστερήσεις ακολουθεί το ευρώ. Οι ευρωσκεπτικιστές πάντως δεν βρίσκονται στη γερμανική κυβέρνηση και επομένως δεν θα επηρεαστούν από αυτή την απόφαση. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Σόϊμπλε, οι οποίοι από τώρα έχουν έτοιμη τη θεωρία ότι «ήταν μαχαιριά στην πλάτη» της Γερμανίας και της Ευρώπης τους, αυτή η απόφαση (μαζί με άλλες) στην πρώτη δυσκολία. Και οι δυσκολίες είναι μπροστά μας. Είναι σίγουρες.
Οι πολιτικές επιπτώσεις
Στις ευρωεκλογές του Μαίου, τα κόμματα που τάσσονται εναντίον του ευρώ (είτε αυτού του ευρώ είτε γενικώς του ευρώ) έχουν να περάσουν ένα τέστ αντοχής. Η αδυναμία της οικονομίας λόγω της γερμανικής εμμονής στο ευρωμάρκο, μπορεί να συγχωνευθεί με την αντίδραση στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων εντός της ευρωζώνης. Υπάρχουν ρατσιστικά ή οριακά ρατσιστικά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία προβλέπεται να ενισχυθούν, όπως στη Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Βρετανία και την Ελλάδα.
Οι ευρωπαϊστές που έχουν απομείνει, φλερτάρουν με την ιδέα ότι ακόμα υπάρχει πλειοψηφία άνω του 50% υπέρ της Ευρώπης και υπέρ του ευρώ. Αλλά ως τώρα λειτουργούσε η Ευρώπη, χωρίς θέσμιση και αυστηρή περιγραφή των κανόνων, μόνον και μόνον επειδή η υποστήριξη των πολιτών ήταν συντριπτική υπέρ του εγχειρήματος της Ενωμένης Ευρώπης, με ποσοστά άνω του 80% στις περισσότερες χώρες.
Επομένως μια ισχνή πλειοψηφία δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς ευρωπαϊκό σύνταγμα, ευρωπαϊκούς νόμους και ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Χωρίς κυβέρνηση και χωρίς ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και χωρίς Ομοσπονδιακή Δικαιοσύνη. Χωρίς ομοσπονδιακή φορολογία και χωρίς ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Δεν μπορούν να υπάρχουν τράπεζες και τραπεζίτες (όπως η ΕΚΤ) χωρίς κανέναν έλεγχο από κανένα ευρωπαϊκό όργανο.
Η ΕΕ ή θα αποκτήσει οντότητα κράτους (προφανώς ομοσπονδιακού), ή θα διαλυθεί στα εθνικά κράτη από τα οποία αποτελείται. Πλέον εναντίον των αυθαιρεσιών αυτής της ευρωπαϊκής αρχής που θυμίζει αχταρμά, δεν παραπονιούνται μόνον οι Έλληνες πολίτες, μαζί με τους Ιταλούς τους Ισπανούς και τους Γάλλους, αλλά παραπονιούνται και ιδρύματα της απέναντι όχθης, όπως η Μπούντεσμπανκ και το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο.
Αντικειμενικά συμπίπτουν οι πολιτικές επιδιώξεις, αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων, με στόχο τη διάλυση του εγχειρήματος της Ενωμένης Ευρώπης. Αν αυτό το πολιτικό σκηνικό τοποθετηθεί πάνω στην άσχημη οικονομία και τη χρεοκοπία των θεσμών, τότε έχουμε συνταγή αποτυχίας.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε