Παρά τις διαβεβαιώσεις του έλληνα πρωθυπουργού το καλοκαίρι του 2013 ότι μπαίνουμε πλέον σε μια περίοδο success story της Ελληνικής Οικονομίας και τις απόψεις του Υπουργού Οικονομικών που κινούνται στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, τα μεγέθη της Οικονομίας δυστυχώς δεν συνάδουν με τα παραπάνω.
Η ανεργία βρίσκεται πλέον στο 28%, το διαθέσιμο εισόδημα με στοιχεία του δ΄ τριμήνου 2013 έχει καταβαραθρωθεί στα επίπεδα του2001ή κατανάλωση και η ενεργός ζήτηση επίσης. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν έχει μειωθεί κατά 22%ή 51,20 δισ. ευρώ, σε απόλυτες τιμές, από την αρχή της κρίσης μέχρι και σήμερα.
Στις συνέπειες της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής περιλαμβάνεται επίσης το οριστικό κλείσιμο 250.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων (στοιχεία Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. - 31/1/14),η μείωση των φορολογικών εσόδων από Φ.Π.Α και φόρο εισοδήματος και η εκτίναξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών,62.5 δισ. Ευρώ στις εφορίες και περίπου 13,8 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία.
Τα σωρευμένα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και το γεγονός ότι ούτε το 2%, σύμφωνα με τον διοικητή του Ι.Κ.Α., δεν έχει ρυθμίσει τις οφειλές του στο μεγαλύτερο ασφαλιστικό φορέα της χώρας θέτουν σε κατάρρευση το ασφαλιστικό σύστημα που σημειωτέον στη χώρα μας είναι διανεμητικό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι σημερινοί εργαζόμενοι με τις εισφορές τους πληρώνουν τους σημερινούς συνταξιούχους.
Ας δούμε όμως το φαύλο κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβίσει την οικονομία το πρόγραμμα δημοσιονομικής «εξυγίανσης», την επιτυχία του οποίου υπεραμύνεται η εγχώρια και η ξένη τρόικα.
Καταρχήν, φαίνεται πως οι διαμορφωτές του εν λόγω προγράμματος αγνοούν την περίφημη καμπύλη του A. Laffer, σύμφωνα με την οποία η αύξηση των φορολογικών συντελεστών από ένα οριακό σημείο και έπειτα όχι μόνο δεν συνεισφέρει στην αύξηση των φορολογικών εσόδων αλλά αντιθέτως συρρικνώνει τα έσοδα αυτά.
Υπάρχει δηλαδή ένας ιδανικός φορολογικός συντελεστής που οποιαδήποτε αύξηση από κει και πέρα επιδρά αρνητικά στην κατανάλωση, στις επενδύσεις στην απασχόληση και στα φορολογικά έσοδα.¹
Δεύτερον, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει εκτινάξει την ανεργία σε μεγέθη που θα απαιτηθούν χρόνια ώστε να επανέλθει σε ανεκτά επίπεδα, έχει δηλαδή συμβεί αυτό που η κοινωνική επιστήμη ονομάζει καταστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου, όταν για παράδειγμα ιδιαίτερα εξειδικευμένο και μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ανεργία.
Τρίτον, οι τράπεζες λόγω της ασκούμενης πολιτικής, έχουν απωλέσει τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και τη χρηματοδότηση της με σκοπό την ανάληψη νέων επενδύσεων.
Με την ανεργία στα ύψη, την επισφάλεια των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, την απλήρωτη εργασία σε συνδυασμό με τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, και την υπέρ-φορολόγηση, λόγω της εφαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας, οι τράπεζες είναι αδύνατο να ρισκάρουν την οποιαδήποτε ρευστότητα τους στην αγορά, όταν οι πιθανότητες να δημιουργήσουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι πάρα πολύ μεγάλες.
Τέταρτον, πως είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι μπορεί να αναληφθούν επενδύσεις σε μια οικονομία σε περίοδο ύφεσης, η οποία εντείνεται δοκιμάζοντας τις αντοχές των ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων, όταν η μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ανέρχεται από το 2009 σε 53% σύμφωνα με τα στοιχεία του τριμηνιαίου δελτίου εθνικών λογαριασμών της Ε.Λ.Σ.Τ.Α.Τ.
Επιπλέον το ευμετάβλητο φορολογικό περιβάλλον αποτελεί έναν ακόμη ανασταλτικό παράγοντα αρκεί να πούμε ότι μέσα στο 2013 άλλαξε άρδην το φορολογικό τοπίο με την κατάργηση του Κ.Φ.Ε. - N.2238/94 και του Κ.Β.Σ.
Τέλος η βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προήλθε κυρίως ως απόρροια της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, της μείωσης της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες λόγω της σκληρής λιτότητας και δεν αντανακλά ουσιαστική βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως προβάλλεται, διότι δεν προέκυψε από την αύξηση των εξαγωγών ως αποτέλεσμα καινοτομίας, έρευνας και ανάληψης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Γίνεται επομένως φανερό ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική είναι σε λάθος κατεύθυνση και δυστυχώς φορείς όπως το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος ή τα οικονομικά τμήματα των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων εξαντλούνται στην εκπλήρωση των τυπικών ή ακαδημαϊκών τους υποχρεώσεων, με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες φωνές και δεν έχουν κατορθώσει έως σήμερα συλλογικά ή και μεμονωμένα, να προτάξουν μια τεκμηριωμένη αντιπρόταση και αν είναι δυνατόν να την «επιβάλλουν» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει μια χώρα που θέλει να λέγεται σοβαρή να ακολουθεί ένα και μοναδικό πρόγραμμα φτιαγμένο από «ξένους» και πολύ περισσότερο όταν αυτό έχει αποδειχθεί εκ του αποτελέσματος άκρως καταστροφικό.
1.Ενδεικτικά η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης περιλαμβάνει: Τέλος επιτηδεύματος, Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.-Ε.Ε.Τ.Α., κατάργηση φοροαπαλλαγών, ειδική εισφορά αλληλεγγύης, εκμηδενισμός του αφορολογήτου ορίου, αύξηση συντελεστών Φ.Π.Α.
*Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος είναι Οικονομολόγος, Λογιστής Α΄ τάξης και μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε