Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Η ανακοπή του τρίτου κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης των κατασχεθέντων στα χέρια του χρημάτων του οφειλέτη του Δημοσίου, εκδικάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια (νομολογία)

ΣτΕ 48/2014: Η ανακοπή του τρίτου κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης των κατασχεθέντων στα χέρια του χρημάτων του οφειλέτη του Δημοσίου, εκδικάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. «Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά τα οριζόμενα από το νόμο, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του ανωτέρω άρθρου ορίζεται ότι «σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια».
Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983, (Α΄ 182), έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των διαφορών τούτων περιλαμβάνονται, κατά την παράγραφο 2 περ. ια΄ του ίδιου άρθρου, και εκείνες που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, (ν.δ. 356/74, Α΄ 90).
Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, διαφορές που είναι από τη φύση τους ιδιωτικές ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, εκτός αν, κατ’ εξαίρεση υπαχθούν με νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις της διατάξεως της παρ. 3 του ως άνω άρθρου. Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι οι διαφορές που πηγάζουν είτε από διοικητικές συμβάσεις, είτε από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικονομική προστασία του πολίτη ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο, (βλ. ΑΕΔ 2/2002, 1/1991, 10, 39/1989). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων μπορούν να υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, με νόμο και κατηγορίες ακυρωτικών διαφορών, για τις οποίες το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κατά το Σύνταγμα, (άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄), γενική αρμοδιότητα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη. Περαιτέρω, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά το ανωτέρω άρθρο 1 παρ. 2 περ. ια΄ του ν. 1406/1983, νοούνται εκείνες που δημιουργούνται από μονομερείς πράξεις ή ενέργειες διοικητικού οργάνου και η υποκειμένη σχέση είναι σχέση δημοσίου δικαίου, φέρονται δε ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με το ένδικο μέσο της ανακοπής, εκτός από αυτές οι οποίες δημιουργούνται από μονομερείς πράξεις οργάνων της Διοίκησης που συνιστούν νόμιμο τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 περ. α΄ του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, (ν.δ. 356/74), κατά των οποίων, μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, (ν. 2717/1999), ασκείται αίτηση ακυρώσεως, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος από το οποίο θα εγεννάτο διοικητική διαφορά ουσίας, (βλ. 3841/2009 Ολομ.).
Επειδή, ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), ορίζει στο άρθρο 30 ότι: «1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου ... 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα ... υπ’ αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον ...», στο άρθρο 32 ότι: «1. Εάν ο τρίτος ουδέν οφείλει ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα εις το κατασχετήριον έγγραφον του Δημοσίου Ταμείου χρήματα ως και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται εις την άμεσον απόδοσιν αυτών, ένεκα των υφισταμένων μεταξύ αυτού και του οφειλέτου συμφωνιών ή εξ άλλου νομίμου λόγου, ... οφείλει να δηλώση τούτο εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεως του κατασχετηρίου ... Η δήλωσις γίνεται εγγράφως δι’ αναφοράς επιδιδομένης διά δικαστικού κλητήρος εις τον εκδόντα το κατασχετήριον έγγραφον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου ή προφορικώς ενώπιον του Ειρηνοδίκου ...», στο άρθρο 33 ότι «Εάν ο τρίτος δεν προβή εις δήλωσιν ή προβή μεν εις τοιαύτην αλλ’ εκπροθέσμως ή ουχί κατά τον υπό του άρθρου 32 του παρόντος Ν. Διατάγματος διαγραφόμενον τύπον, λογίζεται ως οφειλέτης της όλης ποσότητος δι’ ην εγένετο παρ’ αυτώ κατάσχεσις» και στο άρθρο 34 ότι «Ανακοπήν κατά της δηλώσεως ασκεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της δηλώσεως ή από της περιελεύσεως αυτώ της εκθέσεως της ενώπιον του Ειρηνοδίκου γενομένης δηλώσεως. Η ανακοπή εισάγεται και εκδικάζεται κατά τα εν άρθρω 986 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα».
Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η ανακοπή του τρίτου κατά πράξης με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος του το ποσό των κατασχεθέντων στα χέρια του χρημάτων οφειλέτη του Δημοσίου, η οποία έγινε λόγω μη υποβολής από αυτόν νομοτύπως της κατά το άρθρο 32 του ν.δ. 356/1974, (Κ.Ε.Δ.Ε.), δήλωσης, εκδικάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η οφειλή του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τούτο δε διότι αντικείμενο της ανωτέρω ανακοπής είναι η ύπαρξη και η έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση απαιτήσεως του ιδιωτικού δικαίου, ενώ δεν ασκεί επιρροή στη δίκη επί της ανακοπής αυτής αν η απώτερη υποκείμενη σχέση ή αιτία, εκείνη, δηλαδή, στην οποία ερείδεται ο μη κρίσιμος, εν προκειμένω, τίτλος του άρθρου 2 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974, (Κ.Ε.Δ.Ε.), συνιστά σχέση δημοσίου δικαίου, (βλ. ΣτΕ 1490/1993 επταμ., Α.Π. 161/2011, 884/2010, 1182/2009, 10/1995). Η διατύπωση, εξάλλου, στο προπαρατεθέν άρθρο 33 του Κ.Ε.Δ.Ε., του κανόνα ότι ο τρίτος που δεν υπέβαλε τη σχετική δήλωση λογίζεται ως οφειλέτης του Δημοσίου δεν τρέπει την εν λόγω ιδιωτικού δικαίου σχέση σε σχέση δημοσίου δικαίου, αλλά απλώς καθιστά τον τρίτο οφειλέτη του Δημοσίου από σχέση ιδιωτικού δικαίου». (τνπ Νομος)
ΠΗΓΗ:LegalNews24.gr

Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;