Η συμφωνία και η σταθεροποίηση.
Ενόψει της επικείμενης συμφωνίας της Ελλάδος με τους δανειστές και εταίρους της, συνοπτικές παρατηρήσεις για όσα μέχρι στιγμής έχουν διαρρεύσει για αυτήν. Η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει ότι μετά την συμφωνία, που θα περιλαμβάνει την αξιολόγηση και την ρύθμιση του χρέους, ανοίγει επιτέλους ο δρόμος για την επάνοδο της χώρας στην «κανονικότητα». Προεξοφλείται η εγκαθίδρυση ενός πραγματικού «οδικού χάρτη» στην εξυπηρέτηση του χρέους, για την μετάβαση της χώρας επιτέλους σε «ξέφωτο», την αποκατάσταση θετικών ρυθμών ανάπτυξης από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και την έξοδο της χώρας στις ελεύθερες αγορές του χρήματος από το 2017.
Όλα αυτά μοιάζουν περισσότερο «ευσεβείς πόθοι», πάρα βάσιμες και τεκμηριωμένες προσδοκίες. Το πρόβλημα της βιωσιμότητάς του χρέους δεν είναι αυτοτελές, αλλά προϋποθέτει την βιωσιμότητα της χώρας. Όταν η εξυπηρέτηση του πρώτου φθάσει να απορροφά περισσότερο από 15% του ΑΕΠ της οφειλέτριας χώρας, όπως αναμένεται να συμβεί από το 2023, τότε ο πρώτος που απειλείται εξ αυτού δεν είναι το χρέος, αλλά ακόμη περισσότερο η απλή επιβίωση της χώρας. Δεν θα έπρεπε ο εφιάλτης του χρέους να συγκαλύπτει τον μεγαλύτερο εφιάλτη που είναι η μετατροπή της χώρας σε κοιμητήριο και μνημείο της παγκόσμιας ιστορίας για τους ανθρώπους του μέλλοντος.
Αρμοδίως, διευκρινίζεται ότι μετά την θετική κατάληξη της επικείμενης συμφωνίας, ανοίγει νέο κεφάλαιο «σκληρής δουλειάς» για την διαμόρφωση κάποιου αναπτυξιακού σχεδίου. Ωστόσο, γιατί άραγε η διαμόρφωση του αναπτυξιακού σχεδίου να παραμένει σε αναμονή της συμφωνίας και να μην έχει προ πολλού αρχίσει και ολοκληρωθεί. Και αν υποτεθεί ότι όντως έχει ήδη αρχίσει, γιατί άραγε, να μην γνωρίζει ήδη η κοινωνία τουλάχιστον τις αρχές και κάποια ψήγματα στα οποία αυτή η επεξεργασία βασίζεται;
Δεύτερη παρατήρηση: γιατί άραγε τόση κάθετη εμμονή στον αποκλεισμό του ΔΝΤ από τις διαπραγματεύσεις, όταν ο διεθνής οργανισμός με πλούσια εμπειρία από την διαχείριση 200 χωρών είναι αυτός και ο μόνος που καταθέτει τις ευνοϊκότερες για την χωρά μας προτάσεις; Σύμφωνα με την Wall Street Journal, το ΔΝΤ αξιώνει περίοδο χάριτος μέχρι το 2040 για τις πληρωμές τόσο του κεφαλαίου όσο και των τόκων, με επιτόκια σταθερά και όχι κυμαινόμενα στο 1,5%, αλλά και δημοσιονομικό πλεόνασμα που να μην υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ, προς διευκόλυνση της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Αντ' αυτού, η Ελλάδα εμφανίζεται να εκτιμά ως επιτυχία το δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 3,5%, με δικαιολογητικό ότι αυτό είναι ευνοϊκότερο από το 4,5% που είχε αποδεχθεί η ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, όποια πρόταση και να υιοθετηθεί στην τελική συμφωνία, το αποτέλεσμα είναι περισσότερο από βέβαιο ότι δεν θα οδηγεί την χωρά σε κανένα «ξέφωτο», αλλά σε βαθύτατη αμηχανία για την συνέχεια, αφού μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο το πως θα εξασφαλισθεί η απαιτούμενη επανεκκίνηση της οικονομίας. Ο αναπτυξιακός νομός που πρόσφατα εμφανίσθηκε με ανεξήγητη καθυστέρηση πολλών μηνών ούτε προσελκύει νέες επενδύσεις ούτε ιεραρχεί τους παραγωγικούς τομείς, με βάση τις επείγουσες ανάγκες της χώρας, όπως π.χ. την άμεση καταπολέμηση της ανεργίας. Δίδει εντύπωση μετεωρολογικού δελτίου: εάν εμφανισθούν επενδύσεις, τότε κάτι μπορεί να κινηθεί. Όμως, η κυβέρνηση τι κάνει για να προσέλθουν, ιδίως σήμερα που το φαινόμενο της αποεπένδυσης απειλεί την σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας; Και εάν υποτεθεί ότι όντως προσέρχονται, σε ποιους κλάδους σκοπεύει να τις κατευθύνει, με ποιες προτεραιότητες και κριτήρια;
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση εκφράζει προτιμήσεις εκτός τόπου και χρόνου: τάσσεται υπέρ των επενδύσεων με υψηλή προστιθέμενη αξία, που όμως εξ ορισμού δε μειώνουν την ανεργία, αλλά αντίθετα την επαυξάνουν. Τάσσεται επίσης υπέρ των επενδύσεων με βάθος χρόνου, πράγμα που είναι σήμερα δυσεύρετο διεθνώς, λόγω της πτωτικής πορείας της παγκόσμιας οικονομίας εξ αυτού ακριβώς του λογού. Ενώ το 1,5 εκατομμύριο ανέργων επιβάλλει να δεχόμαστε ακόμη και τις λιγότερο ιδανικές επενδύσεις, ακόμη και αυτές που στερούνται μακροχρόνιας προοπτικής.
Τρίτη παρατήρηση: υπερβολική συζήτηση προκαλεί ο «αυτόματος κόφτης» στις δημόσιες δαπάνες, ενώ η κυβέρνηση σεμνύνεται για το 3,5% του δημοσιονομικού πλεονάσματος από το 2018. Κι όμως, το ύψος του πλεονάσματος είναι απείρως προβληματικότερο από την τεχνική μέθοδο με την οποία αυτό θα επιτευχθεί. Διατυπώνεται η άποψη ότι ουδείς λόγος ανησυχίας υπάρχει, αφού μέχρι τότε η οικονομία μας θα έχει αυξηθεί κατά 7%. Ωστόσο, το 3,5% είναι ετήσιο, ενώ το 7% σωρευτικό για την επερχόμενη τριετία. Σε ετήσια βάση, το δεύτερο περιορίζεται σε 2,33% και αυτό σημαίνει ότι εάν υποτεθεί ότι από το 2018 η ελληνική οικονομία κατορθώσει να αυξάνεται με 2,33%, θα πρέπει παράλληλα να υφίσταται αφαίμαξη υπερ. των δανειστών της 3,5% του ΑΕΠ. Άραγε αυτό συνιστά επιτυχία ή λόγο βαθύτατης ανησυχίας;
Ήδη σήμερα η Ελλάδα καταβάλλει μόνον για τόκους στους δανειστές και εταίρους 2,5% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα η οικονομία της σύρεται σε αρνητικούς και μηδενικούς ρυθμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η αφαίμαξη συνεχίζεται, η ύφεση δεν σταματά και συνεπώς ότι η επανεκκίνηση, αντί να διευκολύνεται, περιπλέκεται όλο και περισσότερο. Για την επανεκκίνηση, απαραίτητος όρος είναι το πλεόνασμα να κατέλθει κάτω του ρυθμού αύξησης της οικονομίας. Ας αφήσουμε κατά μέρος ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός από το να απαιτείται δημοσιονομικό πλεόνασμα από μια οικονομία που παραμένει ήδη σε πολυετή και βαθιά ύφεση. Σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες του κόσμου, ακόμη και των 19 και των 28 της Ευρώπης, η ύφεση αντιμετωπίζεται με αύξηση της δημοσίας δαπάνης, γιατί άραγε από την Ελλάδα να απαιτείται το ακριβώς αντίθετο: να αντιμετωπίσει την ύφεση με μείωση της δημοσίας δαπάνης; Και αν τον παραλογισμό επιβάλλουν οι δανειστές, γιατί η κυβέρνηση της χώρας να προσχωρεί με προθυμία σε αυτόν και να οραματίζεται ότι έτσι οδηγεί την χωρά σε κάποιο ξέφωτο; Γιατί να θεωρεί αναπόφευκτη την σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με την πραγματοποίηση του ανέφικτου δημοσιονομικού πλεονάσματος και να μην αξιοποιεί την πρόταση Γερμανών οικονομολόγων, όπως των Μαρσέλ Φράτσερ και Φαμπιάν Λίντνερ, για σύνδεση του με τον ρυθμό ανάκαμψης της οικονομίας; Με τον ΦΠΑ στα 24%, έναντι 13,1% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, πως είναι δυνατόν να φαντάζεται οτιδήποτε άλλο εκτός από την αυτονόητη περαιτέρω απονέκρωση της οικονομίας;
Τέταρτη παρατήρηση: η κυβέρνηση θεωρεί ότι η επιτυχής κατάληξη της συμφωνίας ανοίγει το δρόμο της χώρας προς τις αγορές του χρήματος. Παρασιωπάται έτσι ότι το κόστος του ελεύθερου χρήματος είναι κατά πολύ υψηλότερο, δυσμενέστερο και περισσότερο δυσβάστακτο από αυτό που επιώ του παρόντος παραχωρείται στη χωρά με λιγότερο από 2%. Μεγάλες οικονομίες, όπως οι Βραζιλία, Αργεντινή, Ρωσία, Ινδία, υποχρεώνονται να αντλούν χρήμα με κόστος 15%. Γιατί άραγε η Ελλάδα θα ετύγχανε ευνοϊκότερης μεταχείρισης; Άλλωστε, η εποπτεία των εταίρων στην Ευρωζώνη αντικαθίσταται στις διεθνείς αγορές από αυτήν των αξιολογικών οίκων, που διατηρούν απείρως στενότερη σχέση με τους γύπες των διεθνών κερδοσκοπικών ταμείων.
Πέμπτη παρατήρηση: διαβεβαιώνεται πως μετά την θετική αξιολόγηση θα «πέσουν» στην χωρά πάνω από 10 δισ. εντός του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, περισσότερα από 5 δισ. είναι αυτά του τρίτου προγράμματος που καθυστερούν από το φθινόπωρο του 2015, αλλά και προτού καν αφιχθούν στη χωρά θα φύγουν πάραυτα προς τους δανειστές του εξωτερικού. Όσον αφορά στα υπόλοιπα 5 δισ., πρόκειται για προγράμματα του ΕΣΠΑ και της Επιτροπής, που όμως δεν εκταμιεύονται εφάπαξ, αλλά σταδιακά, ακολουθώντας την πρόοδο των χρηματοδοτουμένων έργων. Συνεπώς, θα ήταν περισσότερο ακριβής η πρόβλεψη μέχρι 2 δισ. για το 2016, ποσό αρκετά ανεπαρκές για σοβαρή αλλαγή του οικονομικού κλίματος στην χωρά. Εάν η πραγματικότητα παραμένει ωχρή και δεν αλλάζει, θα ήταν προτιμότερο να το γνωρίζουμε, πάρα να το αγνοούμε, πάρα να εκτρέφουμε ατεκμηρίωτες προσδοκίες που στη συνέχεια θα εκπίπτουν, με συνέπεια την ανώμαλη προσγείωση σε αυτό που θα επιθυμούσαμε να μην υπάρχει.
Έπειτα από 7ετή συνεχή κατολίσθηση σε όλα τα πεδία, η χωρά έχει
κατεπείγουσα ανάγκη από μια νέα τριπλή σταθερότητα: πολιτική,
οικονομική, κοινωνική. Οπωσδήποτε, στο δεδομένο πολιτικό
σκηνικό της χώρας, η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί απαράκαμπτο πυλώνα
πολιτικής σταθερότητας. Ωστόσο, για να έχει διάρκεια, η τελευταία
οφείλει να συμπεριλάβει την οικονομική και κοινωνική σταθεροποίηση. Εάν
από το τρίπτυχο, οι δυο τελευταίες πτυχές δεν εξασφαλίζονται, τότε και η
πρώτη δύσκολα θα είναι διατηρήσιμη.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε