Ο Οικονομολόγος κι ο (κοινωνικός) ρόλος του. Tου Παναγιώτη Σπυρόπουλου*
Πολύ συχνά οι οικονομολόγοι στις καθημερινές συναναστροφές τους, έρχονται αντιμέτωποι με την εύλογη απορία «Τι είναι οικονομολόγος;» και κατά παράφραση του δημοτικού ποιήματος ανακύπτουν οι συνεπακόλουθες υποθέσεις: «Μην είν’ ο τραπεζικός;», «Μην ειν’ ο λογιστικής ή ο φοροτεχνικός;», «μην ειν’ ο manager ή ο χρηματιστής ή μήπως ο οικονομικός αναλυτής;».
Δεν είναι, επίσης, λίγες οι φορές που η «κάστα» των οικονομολόγων δέχεται άκριτα (ή όχι) κι αδίκως (ή όχι) τα πυρά για την κατάσταση της οικονομίας από μεγάλο μέρος της κοινωνίας με φράσεις που αναθεματίζουν τον κλάδο και την επιστήμη μας, οι οποίες συνοψίζονται στο απόλυτο φθέγμα: «Εσείς φταίτε που φτάσαμε ως εδώ». Σε καμία περίπτωση βέβαια δε γίνεται λόγος (ίσως και λόγω άγνοιας) ότι στη διαμόρφωση της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής οι αρχιτέκτονες αυτής προέρχονταν από άλλους κυρίως κλάδους όπως: δικηγόροι (Σιμίτης, Ευ. Βενιζέλος κλπ), Πολιτικοί μηχανικοί (Λαλιώτης, Γεώργιος Σουφλιάς κλπ).
Δίχως αμφιβολία, πρόκειται για μία από τις πλέον «αφηρημένες», για τους πολλούς, ιδιότητες (επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές), λόγω της ευρύτητας του αντικειμένου, με την εξάπλωση και ταυτόχρονα διείσδυση της οικονομίας σ’ όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου, από τη δεύτερη φάση βιομηχανικής επανάστασης κι ύστερα[1].
Επομένως αποτελεί ευθύνη και πρωτίστως για εμάς τους ίδιους να αποσαφηνίσουμε την ιδιότητά μας και να πορευτούμε ως επιστήμονες κατά κύριο λόγο με βάση τις αρχές και τα «πιστεύω» μας. Οι ορισμοί ως συνήθως ποικίλουν.
Κατά πολλούς: «οικονομολόγος είναι ο ειδικός που μελετά τη σχέση μεταξύ των συντελεστών παραγωγής και του παραγόμενου αποτελέσματος» [2].
Μελετά εκείνο το μέρος της ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης, που είναι περισσότερο συνδεδεμένο με την ικανοποίηση και με τη χρήση των υλικών απαιτήσεων που οδηγούν στην ευημερία. (Alfred Marshall)
Κατά την προσωπική μου άποψη η απαρχή της οικονομολογικής ιδιότητας βρίσκεται μέσα στην ίδια τη ρίζα της λέξης «οικονομία», που σε γενικές γραμμές αποκρυσταλλώνεται στο: «νέμω τα του οίκου», δηλαδή αφορά τον τρόπο που (δια)μοιράζονται ή διανέμονται τα αγαθά σε μια κοινωνία (οίκος). Η προηγηθείσα ερμηνεία αποτελεί Κεϋνσιανή και μαρξιστική εννοιολογική θεώρηση περί των οικονομικών ζητημάτων, αλλά πολύ περισσότερο προσδίδει στον οικονομολόγο το καίριο και ηθικό χαρακτηριστικό του Κοινωνικού επιστήμονα ή μελετητή και από την άλλη του σκεπτόμενου ερευνητή που με την ανάπτυξη πρακτικών και ποσοτικών μεθόδων θα είναι σε θέση να προτείνει λύσεις.
Περισσότερο βέβαια το ζήτημα της διανομής επιφορτίζει τον οικονομολόγο με περισσότερη ευθύνη κι αναντίρρητα τον φέρνει αντιμέτωπο με εξαιρετικά διλήμματα στην εποχή που ζούμε και καλούμαστε να πάρουμε θέση. Η έννοια της διανομής σαφώς επισκιάζεται από το ευρύτερο σωκρατικό περί δικαίου αίσθημα, κάνοντας το βάρος της ευθύνης ακόμα πιο βαρύ.
Σ’ αυτό το σημείο θα διαφωνήσουμε με όσους οικονομολόγους προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη στους πολιτικούς ή στους πολιτικούς τους προϊσταμένους (κατά περίπτωση), δηλώνοντας εν ολίγοις ότι «εμείς τη δουλειά μας κάνουμε τις αποφάσεις τις λαμβάνουν άλλοι». Προσωπικά, η ευρέως διαδεδομένη άποψη[3] του διακεκριμένου – νομπελίστα οικονομολόγου Paul Krugman με βρίσκει αντίθετο που συντάσσεται με την παραπάνω συλλογιστική, διότι όπως κάθε μέλος οποιασδήποτε κοινωνίας, περισσότερο ο οικονομολόγος είναι και πρέπει να είναι «πολιτικό ον», για τον απλούστατο λόγο ότι οι αποφάσεις του – προτάσεις του αποτελούν αντικείμενο πολικής και τα εργαλεία – μέθοδοι του έχουν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο.
Είναι πλέον καθοριστικής σημασίας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, ασκώντας την επιστήμη μας και διευρύνοντας τις γνώσεις μας, αποκτώντας το θάρρος της γνώμης και εξασκώντας την ικανότητα του «διαλέγεσθαι» με γνώμονα το «κοινό» καλό και όχι το «ίδιο» όφελος. Επομένως, αποπροσανατολιστικά διλήμματα - τοποθετήσεις του τύπου: «Να σωθούν οι τράπεζες για να διατηρηθούν οι μισθοί», «Να ξεπουληθεί η δημόσια περιουσία για να σωθούν οι συντάξεις», «Να κλείσει το μικρομάγαζο από την υπερφολόγηση, για να σωθεί η πολυεθνική των φοροαπαλλαγών», θα ακούγονται ως κακόγουστα αστεία στ’ αυτιά του ευσυνείδητου οικονομολόγου.
* Ο Παναγιώτης Σπυρόπουλος είναι Οικονομολόγος και συμμετέχει με την Ανεξάρτητη Κίνηση Οικονομολόγων στις εκλογές του ΟΕΕ.
[1] Hobsbawm Ε., Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1992, σ. 45
[3] Paul Krugman:«Με λιγα λογια, για το πως να βοηθησετε τους φτωχους ρωτηστε εναν οικονομολογο. Για το αν θα επρεπε να βοηθατε τους φτωχους ομως, ρωτηστε εναν πολιτικο φιλοσοφο ή εναν προφητη… Οι οικονομολογοι μπορουν να σου πουν πώς να φτιαξεις μια οικονομια για να ερθει στα μετρα που την θες. Δεν μπορουν ομως να σου πουν ποια ειναι αυτα τα μετρα. Εκει που μπερδευεται ο κοσμος ειναι οταν οι οικονομολογοι σου λενε οτι δεν μπορεις να κανεις κατι. Δεν κανουν αξιολογητικη κριση, δεν λενε οτι δεν ειναι καλο να το κανεις παρολο που το θες με παθος. Σου λενε απλα δεν γινεται ή δεν συμβιβαζεται με άλλους στοχους σου. Δεν γινεται και πληθωρισμος στο 0% και ανεργια στο 0% και αναπτυξη στο 15%. Διαλεξε!»
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε