Το μνημόνιο της Γερμανίας και η εισβολή του 1923.
Κάποτε η Γερμανία είχε βρεθεί στην... άλλη πλευρά του φράχτη. Εχοντας χρεοκοπήσει μετά τον Α' Παγκόσμιο, επιχειρούσε να πείσει τους νικητές ότι θα τηρούσε τις υποχρεώσεις της για τις πληρωμές ενώ παράλληλα διεκδικούσε διευκολύνσεις στην εξόφληση των χρεών.
Δύναμη περίπου 6.000 ανδρών είχε καταλάβει μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1923 την καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας, στην οποία βρίσκονταν το 72% των αποθεμάτων άνθρακα, το 53% της παραγωγής χάλυβα και το 54% της παραγωγής χυτοσιδήρου. Οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν πως η στρατιωτική δύναμη είχε κληθεί για να προστατεύσει μια επιτροπή 70 μελών από Γάλλους και Βέλγους μηχανικούς (και δύο Ιταλούς…).
Η επιτροπή είχε φτάσει στην περιοχή προκειμένου να αναλάβει τον έλεγχο των ορυχείων και των βιομηχανιών ως «εγγύηση» για τις πολεμικές αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβάλλει η Γερμανία στους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Να εξασφαλίσει, δηλαδή, πως η παραγωγή θα μεταφέρονταν στις χώρες που προβλέπονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
‘Εμεινε γνωστή ως Mission Interallié de Contrôle des Usines et des Mines (MICUM). Η «συνοδευτική» αυτή αποστολή θα έφτανε να απαριθμεί περίπου 100.000 στρατιώτες, με βαρύ οπλισμό, από τεθωρακισμένα μέχρι κανόνια και πολυβόλα. Μάλιστα, όταν λίγες ημέρες μετά την κατάληψη του Ρουρ η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε (με «ειρηνικά μέσα» όπως το πάγωμα του κρατικού μηχανισμού, οι «λευκές απεργίες» στα ορυχεία, κ.λπ.), οι Γάλλοι και οι Βέλγοι κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο στην κοιλάδα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, εκτός από τους νεκρούς σε επεισόδια και εκτελέσεις, περίπου 150.000 άνθρωποι «εκδόθηκαν» από την περιοχή στη Γερμανία.
Η κυβέρνηση του καγκελάριου Wilhelm Carl Josef Cuno (διάσημου στελέχους που είχε αφήσει το τιμόνι της πάλαι ποτέ πανίσχυρης ναυτιλιακής εταιρείας Hamburg-Amerika Line, γνωστής ως HAPAG), είχε αναλάβει πριν από λίγες εβδομάδες, τον Νοέμβριο του 1922, και πιάστηκε στον ύπνο. O Cuno είχε επιλεγεί για τη θέση ως ο τεχνοκράτης που κατάφερε να αναστήσει την HAPAG, η οποία λόγω του πολέμου κατέρρευσε με αποτέλεσμα ο πανίσχυρος ιδιοκτήτης της Albert Ballin να αυτοκτονήσει το Νοέμβριο του 1918.
Πράγματι ο τεχνοκράτης Cuno είχε προσπαθήσει, από τις πρώτες ημέρες του στην Καγκελαρία, να βγάλει τις διαπραγματεύσεις για τις αποζημιώσεις από το αδιέξοδο του τελευταίου χρόνου. Είχε προτείνει την άμεση πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων 20 δισ. χρυσών μάρκων αφού η Γερμανία λάβει διεθνές δάνειο αντίστοιχου ύψους. Η πληρωμή, με βάση τις γερμανικές προτάσεις, θα συνοδεύονταν από τριετές ή τετραετές πάγωμα κάθε νέας καταβολής σε μετρητά, αλλά συνέχιση των πληρωμών σε είδος, αλλά και τριακονταετή «συμφωνία ασφάλειας» για να αποτραπεί κάθε ιδέα εισβολής από τους Γάλλους. Ολες οι προτάσεις απορρίφθηκαν από τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια διάσκεψης των συμμάχων στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1922 και σε αντίστοιχη συνάντηση που έγινε λίγες ημέρες μετά στο Παρίσι. Παρά τα «δώρα» που προσέφεραν οι Βρετανοί στους Γάλλους, με μερικό «κούρεμα» των διακρατικών δανείων, η κατάσταση δε βελτιώθηκε.
Στις 26 Δεκεμβρίου η Γερμανία κηρύχθηκε σε «κατάσταση χρεοκοπίας» όσον αφορά τη διανομή ξυλείας και τηλεγραφικών στηλών που προέβλεπε η συμφωνία των πολεμικών αποζημιώσεων. Στις 9 Ιανουαρίου, με ψήφους τρεις υπέρ (Γαλλία, Βέλγιο και Ιταλία) και μία κατά (Βρετανία) της Επιτροπής Αποζημιώσεων, κηρύχθηκε σε κατάσταση χρεοκοπίας και για τη διανομή άνθρακα επειδή κατά τη διάρκεια του 1922 είχε δώσει 11,7 εκατομμύρια τόνους έναντι 13,8 εκατ. τόνων. Δύο ημέρες μετά έγινε η εισβολή στην κοιλάδα του Ρουρ.
Πιθανώς οι Γερμανοί πιάστηκαν στον ύπνο επειδή πίστεψαν και όσα είχαν ακούσει σε μια ομιλία που είχε δώσει τον Αύγουστο του 1922 στο Αμβούργο ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος J. M. Keynes. Ο Keynes, με ισχυρούς φίλους στη Γερμανία λόγω της στάσης που κράτησε κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε από την αρχή υποστηρίξει πως οι πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσαν οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη Γερμανία οδηγούσαν σε νέο αδιέξοδο την Ευρώπη.
Ο συγγραφέας του «Οι Οικονομικές Επιπτώσεις της Ειρήνης» («The Economic Consequences of the Peace»), μίλησε στις 26 Αυγούστου στο Αμβούργο. «Δεν πιστεύω (…) πως η Γαλλία θα πραγματοποιήσει την απειλή της για επανέναρξη των εχθροπραξιών» είπε ο Keynes. «Πριν από ένα ή δύο χρόνια μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο (…). Αλλά όχι σήμερα. Οι Γάλλοι δεν έχουν πλέον καμία εμπιστοσύνη στην επίσημη πολιτική για τις αποζημιώσεις…Πιστεύουν πως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αλλά μπλοφάρουν. Γνωρίζουν πως παράνομες πράξεις βίας από την πλευρά τους θα τους οδηγήσουν σε ηθική απομόνωση (…), θα καταστρέψουν την οικονομία τους και δεν θα τους προσφέρουν τελικά κανένα πλεονέκτημα». «Οι Γερμανοί», κατέληγε ο J. M. Keynes, «θα κάνουν καλά να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να μην ανησυχούν πολύ».
Η ομιλία του πασίγνωστου οικονομολόγου έγινε λίγες εβδομάδες αφότου η κυβέρνηση του προκατόχου του Cunes, του Josef Wirth, είχε αναστείλει κάθε πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων σε μετρητά και είχε απαιτήσει τριετές «πάγωμα» κάθε αντίστοιχης πληρωμής, εξαιτίας της μεγάλης βουτιάς του μάρκου και της πληθωριστικής έκρηξης. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί απέτυχαν, σε μια νέα διάσκεψη που είχε γίνει στο Λονδίνο τον ίδιο Αύγουστο, να πείσουν τους Γάλλους να σταματήσουν να απαιτούν τις αποζημιώσεις «εδώ και τώρα».
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Raymond Poincaré είχε διακηρύξει τότε πως το Παρίσι θα αναζητήσει «εγγυήσεις» ώστε να σιγουρευτεί πως οι Γερμανοί θα πληρώσουν. Αν και οι πιθανότητες εισβολής είχαν πλέον πολλαπλασιαστεί το Βερολίνο συνέχιζε να καθυστερεί και τις καταβολές αποζημιώσεων σε είδος ή έστελνε μικρότερες ποσότητες από τις προβλεπόμενες, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη ζημιά στη γερμανική οικονομία.
Οι Γάλλοι ήταν ανένδοτοι και σε δύο συναντήσεις της επιτροπής τραπεζών (Bankers Committee) που πραγματοποιήθηκαν στον Ιούνιο του 1922, σε Παρίσι και Λονδίνο. Ο Poincaré επέμενε πως για να δοθεί ένα «δάνειο – ανάσα» στη Γερμανία, με τη συνδρομή των ΗΠΑ, έπρεπε πρώτα οι Αμερικανοί να συμφωνήσουν με αντίστοιχο «κούρεμα» των δανείων της Γαλλίας που είχε λάβει το Παρίσι από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Για να τους πείσουν οι Αμερικανοί έστειλαν το βαρύ πυροβολικό τους, τον πανίσχυρο τραπεζίτη J. P. Morgan.
Σε μια συνάντηση που έγινε στις 19 Ιουνίου 1922 στο Λονδίνο, παρουσία του Poincaré και του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Sir Robert Horne, ο Morgan είχε υποστηρίξει πως οι Σύμμαχοι πρέπει να διαλέξουν «αν θέλουν μια αδύναμη Γερμανία που δεν μπορεί να πληρώσει τις αποζημιώσεις ή μια ισχυρή που μπορεί να πληρώσει. Αν θέλουν μια αδύναμη Γερμανία τότε πρέπει να την κρατήσουν και οικονομικά αδύναμη.
Αν, όμως, θέλουν να πάρουν τις αποζημιώσεις πρέπει να επιστρέψουν στη χώρα να αναπτυχθεί. Ταυτόχρονα, όμως, μια οικονομικά ισχυρή Γερμανία σημαίνει και μια στρατιωτικά ισχυρή Γερμανία».
Η πίεση των ΗΠΑ για διαλλακτικότερη στάση από πλευράς Παρισιού δεν απέδωσε αν και ένα μήνα νωρίτερα, τον Μάιο του 1922, η Επιτροπή Αποζημιώσεων δεν είχε επιβάλλει κυρώσεις στη Γερμανία. Η κυβέρνηση εγκαλούνταν για σειρά παραβιάσεων των συμφωνηθέντων μεταξύ των οποίων και η επιβολή πρόσθετων φόρων 60 δισ. μάρκων καθώς και η ανεξαρτητοποίηση της Reichsbank (προκατόχου της Bundesbank). Εξι μήνες μετά άρχισε η κατοχή του Ρουρ, που ενέτεινε την πληθωριστική παράκρουση και πριμοδότησε την άνοδο των Ναζί στην εξουσία λίγα χρόνια αργότερα.
Ποιος τα θυμάται όλα αυτά σήμερα στο Βερολίνο;
*Το μεγαλύτερο τμήμα του υλικού προέρχεται από το εξαιρετικό βιβλίο «The Downfall of Money: Germany's Hyperinflation and the Destruction of the Middle Class του Frederick Taylor
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε