ΤτΕ: Πιστωτικός κίνδυνος, η σημαντικότερη πηγή αστάθειας
Το θέμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (non-performing exposure, NPE) προβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) ως έναν βασικό παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα NPE είναι τα δάνεια που είτε δεν εξυπηρετούνται είτε είναι αβέβαιη η είσπραξή τους.
Στην έκθεση «Επισκόπηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος Ιανουάριος 2017», η ΤτΕ επισημαίνει πως το 2016 παρατηρείται μία σταθεροποίηση στο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (καθώς οι ροές προς τη διαμόρφωση νέων επισφαλειών παρουσιάζουν μείωση, γεγονός που οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση στο σχηματισμό προβλέψεων από τα πιστωτικά ιδρύματα), ωστόσο τονίζει πως το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων περιορίζει τόσο τη δυνατότητα παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, όσο και τις προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών.
Όπως σημειώνει η ΤτΕ:
⇒ Πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%) και των κατασκευών (52,8%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), της δημόσιας διοίκησης (7%), των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (30,9%).
⇒ Το 70% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 75%, τα επιχειρηματικά σε 68%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 81%, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου.
⇒ Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων κατά τη διάρκεια του α΄εξαμήνου του 2016 παρουσιάζει μικρή αύξηση (45,1%, έναντι 44,2% στο τέλος του 2015), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη μείωση των εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην έκθεση σημειώνεται πως οι συνθήκες ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βελτιώθηκαν, γεγονός που αντανακλάται στη συνεχιζόμενη μείωση της παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες. Επισημαίνεται επίσης, ότι η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων συνέβαλε στη σταθεροποίηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος μέσω της συγκράτησης της εκροής καταθέσεων και της φυγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης σε ό,τι αφορά τους βασικούς κινδύνους, ωστόσο παραμένουν σημαντικές προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με συνέπεια να είναι υπαρκτός ο προβληματισμός για ενδεχόμενη κάμψη της ανοδικής πορείας της οικονομίας, που θα οδηγήσει σε αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, επηρεάζοντας και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές διαφαίνονται θετικές υπό τις προϋποθέσεις της βελτίωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και της επιτυχούς διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε