Η δημοκρατία σε αμφισβήτηση;
Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗ*
Η λογική τού κατήφορου είναι ο πάτος. Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά. Συχνά όμως δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε πού είναι ο πάτος. Το ερώτημα απασχολεί πολλούς από τους ενδιαφερόμενους για την κατάσταση που επικρατεί και τις εξελίξεις που διαγράφονται στα πανεπιστήμια. Από αυτή τη στήλη, πριν από 9 περίπου μήνες (21/03/07), υποστήριζα ότι «η παρατεταμένη κατάληψη των χώρων εκπαίδευσης, έρευνας και διοίκησης και η διακοπή όλων των σχετικών λειτουργιών, αποτελούν κατάφωρη παραβίαση του ασύλου, των ακαδημαϊκών ελευθεριών των άλλων» και ότι «με αυτές τις πρακτικές τραυματίζονται βαριά οι σχέσεις αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που συνιστούν τον πραγματικό (άγραφο, αλλά πλέον ισχυρό) νόμο-πλαίσιο της εκπαίδευσης και της έρευνας». Είχα επιπλέον εκφράσει την ανησυχία μου «...για την εσωτερική βία που έχει φωλιάσει στην ψυχή, στο μυαλό και στο βλέμμα πολλών νέων παιδιών και διαμορφώνει μια ψυχολογία δύσκολα αντιστρεπτή».
Πολλοί βεβαίως είχαμε τις ίδιες ανησυχίες και προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε τους όρους μιας διαφορετικής εξέλιξης μέσα στα πανεπιστήμια, ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ακραίας έντασης. Η καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής που απαξιώνει το δημόσιο πανεπιστήμιο, ενώνει τη μεγάλη πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τη διχάζουν, όμως, οι διαφορετικές επιλογές για τον τρόπο προάσπισης και αναβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν βάλλεται μόνον έξωθεν.
Με το τέλος της εξέγερσης, εραστές τής «επαναστατικής γυμναστικής» καλλιεργούν συστηματικά την κουλτούρα μιας τυφλής «ανυπακοής», μιας μορφής αγώνα που (εξ ορισμού) εμπεριέχει τη βία ή την απειλή χρήσης της βίας. Μόνο που τώρα δεν έχουν απέναντί τους τις δυνάμεις καταστολής ή τους εκφραστές του «συστήματος». Εκ των πραγμάτων, στρέφονται πια εναντίον συλλογικών οργάνων του πανεπιστημίου (Σύγκλητοι και Γενικές Συνελεύσεις σχολών ή τμημάτων) ή ακόμα και εναντίον μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, επιχειρώντας να εκβιάσουν τις στάσεις και τις αποφάσεις τους. Για κάποιους δεν είναι προφανές ότι η προάσπιση της δημοκρατικής λειτουργίας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για την ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Τα επεισόδια βίας (ή απειλής βίας) πυκνώνουν σχεδόν σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, με πιο σημαδιακό παράδειγμα το «κάψιμο της κάλπης» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων. Γινόμαστε πια μάρτυρες μιας συγκροτημένης άποψης, που θίγει ατομικά δικαιώματα, καταστρατηγεί ακαδημαϊκές ελευθερίες, ακυρώνει ιστορικούς κανόνες δεοντολογίας, ευτελίζει τελικά την ουσία και την εικόνα του δημόσιου πανεπιστημίου. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η άποψη προβάλλεται και υιοθετείται από ορισμένες αριστερές παρατάξεις, οι οποίες φαντασιώνονται έναν επαναστατικό πρωταθλητισμό που προσβάλλει (κατά την ταπεινή μου άποψη) και το πανεπιστημιακό κίνημα και τη δημοκρατική Αριστερά.
Το δίλημμα ήταν και παραμένει σαφές: χορός του Ζαλόγγου και πόλεμος κινήσεων εντυπωσιασμού ή πόλεμος ιδεών, προτάσεων, θέσεων; Το πανεπιστημιακό κίνημα μεγαλούργησε, όποτε μπόρεσε να εναρμονίσει το όραμα με την πολιτική, δημιουργώντας καλύτερες προϋποθέσεις για συμμαχίες με προοπτική. Οταν τα συλλογικά όργανα δεν λειτουργούν ή βρίσκονται σε ομηρία, όταν οι επιμέρους ουτοπίες αυτονομούνται από την πολιτική, τίποτα το καλό δεν μπορεί να προκύψει. Οταν η πολιτική δημοκρατία υποχωρεί, έρχεται η ώρα της πολιτικής βαρβαρότητας.
Ναι, έχουμε πρόβλημα δημοκρατίας. Χωρίς κουλτούρα διαλόγου και διαπραγμάτευσης, χωρίς αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων, η λογική τής ανυπακοής εκφυλίζεται σε «επικοινωνιακή μαγκιά», όπως αυτή που πολλοί αποδοκιμάζουν όταν αναδύεται από το οπλοστάσιο του αντιπάλου. Δεν φταίει μόνον η υποχώρηση των ιστορικών οραμάτων. Το «διαζύγιο» του επαναστατικού ναρκισσισμού από την πολιτική ακυρώνει τη θέληση και την ικανότητά του να εκπέμπει θετικά μηνύματα, να διατυπώνει προγραμματικό λόγο, να διεκδικεί νέες θέσεις, οικοδομώντας ευρείες συμμαχίες. Υπό την απειλή ενός όντως επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, περιχαρακώνεται γύρω από τα όποια κεκτημένα, αρνείται κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση, μετατρέπεται σε δύναμη «προοδευτικής αντίδρασης».
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 αιτιολογούσε όντως μετωπική ρήξη, λόγω των μη αντιστρεπτών συνεπειών που θα είχε. Και πάλι, όχι γιατί δεν χρειάζεται μια ουσιαστική αναθεώρηση για το ξεκαθάρισμα του σκοπού και την ενίσχυση της διοικητικής αυτοτέλειας του δημόσιου πανεπιστημίου, αλλά διότι το παιχνίδι ήταν σικέ και, ενώ δεν υπήρχαν καθόλου εγγυήσεις για τη θωράκιση του δημόσιου πανεπιστημίου, ήταν έκδηλη η τάση παραχώρησης ζωτικού χώρου σε «ανταγωνιστικούς» εμπόρους ελπίδων.
Κατά τα άλλα, η δέσμη τροπολογιών, που καταγράφηκε ως νέος νόμος-πλαίσιο, ήταν προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης θέσεων και προτάσεων για την ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου -έστω και ως υποθήκη για το άμεσο μέλλον. Κι αυτό ισχύει και τώρα, που εκκρεμούν ζητήματα σοβαρά και δύσκολα, όπως η ισοτιμία πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων, τα νέα νομοσχέδια για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, η προοπτική αποσύνδεσης λυκείου και πανεπιστημίου... Αντίθετα, η στρατηγική της δομικής άρνησης και της βίαιης ανυπακοής ασκεί διαλυτική επίδραση, εξαντλεί τις όποιες ανοχές της πανεπιστημιακής κοινότητας και ενεργοποιεί αργά αλλά σταθερά τα συντηρητικά αντανακλαστικά της. Μάλλον πλησιάζουμε στον πάτο.
*Οικονομολόγος, καθηγητής ΕΜΠ
Copyright © 2007 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε