Οικονομική μεγέθυνση, μια θρησκεία υπό εξαφάνιση, απο τον Jean Gadrey
Ακόμα κι αν η οικονομική μεγέθυνση επέστρεφε στις ανεπτυγμένες χώρες, θα εμπόδιζε την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής. Αξίζει, συνεπώς, να διερευνηθούν κι άλλοι δρόμοι, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν την ανθρωπότητα προς την πρόοδο.
Υπάρχουν περισσότεροι τρόποι με τους οποίους μπορεί να εξηγηθεί «η σταθερά πτωτική τάση του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης» (1) που παρατηρείται εδώ και αρκετές δεκαετίες στις πλούσιες χώρες και, πιο πρόσφατα, στις αναπτυσσόμενες. Ακόμα και ορισμένοι προβεβλημένοι από τα μέσα ενημέρωσης οικονομολόγοι αρχίζουν δειλά-δειλά να εξετάζουν το ενδεχόμενο να υπάρξει ένας κόσμος δίχως οικονομική μεγέθυνση (όρος ο οποίος λανθασμένα αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα ως «οικονομική ανάπτυξη»), τουλάχιστον στις αποκαλούμενες «προηγμένες» χώρες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πωλ Κρούγκμαν και του Λάρι Σάμερς στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τους οποίους «η μόνιμου χαρακτήρα στασιμότητα αποτελεί ένα πιθανό ενδεχόμενο» (2). Στη, Γαλλία, ο Τομά Πικετί προειδοποιεί: «Είναι άραγε λογικό να ποντάρουμε στην επιστροφή της οικονομικής μεγέθυνσης για να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα; Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα προσφέρει λύση στις σημαντικότατες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πλούσιες χώρες» (3). Από την πλευρά του, ο Ντανιέλ Κοέν μας παρακινεί: «Ας απαλλαγούμε από την εξάρτησή μας από την οικονομική μεγέθυνση» (4).
Όσο κι αν είναι αληθές ότι ένα –ή και μερικά– χελιδόνια δεν φέρνουν την άνοιξη, τα παραδείγματα αυτά δεν στερούνται σημασίας, παρά το γεγονός ότι κανένα δεν αναδεικνύει έναν σημαντικό παράγοντα, ο οποίος είναι σε θέση να προσφέρει τις εξηγήσεις που χρειαζόμαστε: τη δρομολογημένη εξάντληση των περισσότερων φυσικών πόρων στους οποίους στηρίζεται η οικονομική μεγέθυνση. Ο Ματιέ Οζανό, επιστήμονας ο οποίος έχει εξειδικευθεί στο ζήτημα του «oil peak» (δηλαδή της μελλοντικής κορύφωσης της παραγωγής του πετρελαίου και στη συνέχεια της φθίνουσας πορείας της) και ο Φιλίπ Μπιουί, ειδικός σε ζητήματα ορυκτών καυσίμων και μεταλλευμάτων, έχουν προβεί σε κατηγορηματικές διαπιστώσεις (5).
Ωστόσο, η λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης είναι τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα στο μυαλό των πολιτικών ιθυνόντων, ώστε, ακόμα κι όταν εκφωνούν παθιασμένους λόγους για την αναγκαιότητα να αντιμετωπισθεί η κλιματική αλλαγή, σπεύδουν παράλληλα να υπενθυμίσουν ότι η οικονομική μεγέθυνση παραμένει μια επιτακτική ανάγκη. Τον Αύγουστο του 2015, ο Φρανσουά Ολάντ έδωσε τον τόνο κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Σασενάζ της Ιζέρ: «Όπως γνωρίζετε, η Γαλλία θα φιλοξενήσει τη διάσκεψη για το κλίμα. Συνεπώς, οφείλει να είναι υποδειγματική από αυτήν την άποψη. Ταυτόχρονα, η μετάβαση σε ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο και το διακύβευμα της κλιματικής αλλαγής αποτελούν επίσης μια πρόκληση για την οικονομική μεγέθυνση. Την οικονομική μεγέθυνση, εμείς επιθυμούμε να την στηρίξουμε, να την τονώσουμε. Σε τελική ανάλυση, θα βρίσκεται στο ραντεβού όταν χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της μετάβασης σε ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο». Ο Γάλλος πρόεδρος συνέχισε χρησιμοποιώντας τη φράση «οικονομική μεγέθυνση» δεκατέσσερις φορές μέσα σε δύο λεπτά, ιδίως στο εξής απόσπασμα της ομιλίας του: «Στόχος μου είναι η μείωση της ανεργίας και η μείωση των φόρων αποτελεί επίσης έναν άλλο τρόπο για να επιτύχουμε μεγαλύτερη οικονομική μεγέθυνση. Γιατί, εάν δεν υπάρχει πλέον κατανάλωση, αν δεν υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη, δεν θα υπάρχει πλέον οικονομική μεγέθυνση. Συνεπώς, τα πάντα συνδέονται με την οικονομική μεγέθυνση: η οικονομική μεγέθυνση μπορεί επίσης να μας επιτρέψει να προβούμε σε μειώσεις φόρων. Και οι μειώσεις των φόρων θα φέρουν ακόμα μεγαλύτερη οικονομική μεγέθυνση» (6).
Πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς ότι θα φανεί υποδειγματικός στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, όταν συνδέει τα πάντα με την οικονομική μεγέθυνση; Η αντίφαση δεν ενοχλεί πολλούς πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι ασπάζονται μια νέα θρησκεία: την «πράσινη οικονομική μεγέθυνση», αυτό το μεταβατικό στάδιο το οποίο υποτίθεται ότι θα τονώσει την οικονομική μεγέθυνση που αναμένεται να διευκολύνει τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε συνοψίσει το πιστεύω του όσον αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα, στην εξής φράση: «Η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση» (7).
Η θεωρία ότι η «πράσινη οικονομική μεγέθυνση» είναι συμβατή με τον πεπερασμένο χαρακτήρα των φυσικών πόρων αποτελεί μύθο
Είναι προφανές ότι –απέναντι στην κλιματική αλλαγή και στις διάφορες άλλες εκδηλώσεις της οικολογικής κρίσης– θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν μαζικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, στη μόνωση των κτηρίων, στην ενεργειακή αποτελεσματικότητα, στην αγροοικολογία, στις ήπιες μεταφορές κ.λπ., οι οποίες και θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού όγκου των δραστηριοτήτων αυτών των τομέων της οικονομίας. Ωστόσο, η εμφατική προβολή των τομέων των οποίων είναι επιθυμητή η επέκταση, αφήνει εκτός συζήτησης τα πιο ενοχλητικά ζητήματα. Ποιες δραστηριότητες και ποιοι παραγωγικοί τομείς θα πρέπει αντίστοιχα να υποστούν μείωση, δεδομένου ότι έχουν αρνητικές επιπτώσεις πάνω στο κλίμα, στη βιοποικιλότητα, στην ανθρώπινη υγεία κ.λπ.; Κι εξάλλου, ποια θα πρέπει να είναι η αναλογία των ορυκτών καυσίμων τα οποία θα απαιτηθεί επιτακτικά να μείνουν ανεκμετάλλευτα και να μην εξορυχθούν, εάν όντως επιθυμούμε να περιορίσουμε την ένταση της κλιματικής αλλαγής; Κι αν πρόκειται για ένα ποσοστό της τάξης του 60-80%, όπως υποστηρίζουν οι πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις, ποιες θα είναι οι συνέπειες του γεγονότος πάνω στην παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, της οποίας η αύξηση εξακολουθεί να στηρίζεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό σε αυτά ακριβώς τα καύσιμα; Και, γενικότερα, ακόμα και η αδύναμη οικονομική μεγέθυνση είναι άραγε συμβατή με τα επίπεδα μείωσης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, τα οποία απαιτούνται σήμερα προκειμένου να μην ξεπεραστούν τα κρίσιμα όρια συγκέντρωσης αερίων στην ατμόσφαιρα;
Οι απλές προβολές που μας επιτρέπουν να καθορίσουμε τα επίπεδα αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2050 –ή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ– που είναι συμβατά με τα διάφορα σενάρια της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC), για την εξέλιξη του κλίματος του πλανήτη, οφείλονται στον οικονομολόγο Μισέλ Υσόν (8). Οι προβολές στηρίζονται στις υποθέσεις για τον ρυθμό μείωσης της «έντασης CO2 στο παγκόσμιο ΑΕΠ» (9). Συμπέρασμα: «Ο χαμηλότερος στόχος του IPCC (δηλαδή ο περιορισμός στο ήμισυ των παγκόσμιων εκπομπών αερίων την περίοδο 2010-2050) είναι δυνατόν να επιτευχθεί μονάχα μέσα από τον συνδυασμό ιδιαίτερα αισιόδοξων υποθέσεων για τον ρυθμό μείωσης της “έντασης CO2 στο ΑΕΠ” (κατά 3% ετησίως, ποσοστό που είναι διπλάσιο από εκείνο που παρατηρήθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία) αλλά και την αποδοχή της σημαντικής επιβράδυνσης της αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (η οποία θα πρέπει να περιοριστεί στο 0,6% ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο). Όσον αφορά δε τον πλέον αισιόδοξο και απαιτητικό στόχο –τη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 85% μέχρι το 2050– φαίνεται απλούστατα ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί». Πράγματι, παρόμοια εξέλιξη θα απαιτούσε τη δραστική μείωση της έντασης CO2, καθώς και μια ξεκάθαρη μείωση του παγκόσμιου κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια, η «πράσινη οικονομική μεγέθυνση» αποτελεί έναν μύθο, εάν με τη συγκόλληση των δύο όρων εννοούμε μια οικονομική μεγέθυνση η οποία είναι συμβατή και με τον πεπερασμένο χαρακτήρα των φυσικών πόρων (ορυκτά καύσιμα, μεταλλεύματα, καλλιεργήσιμη γη, δάση, νερό…) και με τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής και των υπόλοιπων βλαβών που υφίστανται οι ωκεανοί, η βιοποικιλότητα κ.λπ. Πώς όμως είναι δυνατόν να περάσουμε σε έναν κόσμο ο οποίος θα είναι απαλλαγμένος από τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης; Μήπως είμαστε καταδικασμένοι να αποδεχθούμε την κοινωνική οπισθοδρόμηση στο όνομα της οικολογίας;
Οι φανατικοί οπαδοί της οικονομικής μεγέθυνσης, οι οποίοι έχουν φθάσει στα όρια της θρησκοληψίας, έχουν παγιδευτεί μέσα σε σχήματα και σε πλαίσια σκέψης, σύμφωνα με τα οποία το μέλλον δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την ευθύγραμμη προβολή του παρελθόντος. Δεν φαντάζονται ότι η «ανάκαμψη της οικονομίας» μπορεί να αφορά κάτι άλλο, το οποίο θα είναι εντελώς διαφορετικό από την αύξηση των ποσοτήτων των αγαθών που παράγονται και καταναλώνονται χάρη στις έντονες διαφημιστικές καμπάνιες, στον καταναλωτισμό που στηρίζεται στον δανεισμό αλλά και στον σχεδιασμό προϊόντων με τρόπο ώστε αυτά να αχρηστεύονται πολύ γρήγορα ή να καθίστανται τεχνολογικά απαξιωμένα χωρίς να είναι δυνατή η αναβάθμισή τους (10). Κι αναμασούν ασταμάτητα το αγαπημένο τους επιχείρημα: εάν η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι συνεχής και έντονη, τότε είναι αδύνατον να επιτευχθεί η μείωση της ανεργίας! Η τριγωνική ιδεολογική κατασκευή στην οποία στηρίζεται ο σοσιαλ-νεοφιλελευθερισμός από τον οποίο εμπνέεται η σοσιαλδημοκρατία –«η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων πυροδοτεί την οικονομική μεγέθυνση, η οποία δημιουργεί θέσεις εργασίας»– είναι εξοργιστικά απλοϊκή. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να αποτελεί σήμερα τον κύριο προσανατολισμό των πολιτικών αποφάσεων.
Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές που διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό λατρεύουν την ανεργία, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί έναν μηχανισμό μέσα από τον οποίο εξασφαλίζεται η πειθαρχία των εργαζόμενων: περιορισμός των μισθολογικών διεκδικήσεων, εντατικοποίηση της εργασίας, κυριαρχία των μορφών επισφαλούς εργασίας… Κι όλα αυτά επιτρέπουν τη μεγιστοποίηση των κερδών. Κανένα σχέδιο το οποίο θα αποβλέπει στην έλευση μιας εποχής η οποία θα έχει ξεπεράσει την οικονομική μεγέθυνση δεν θα σημειώσει επιτυχία, εάν δεν κατορθώσει να πείσει ότι η πρόταση για «ανάκαμψη» της ευημερίας μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον το οποίο θα προστατεύεται, θα είναι επίσης και πολύ πιο αποτελεσματική για τη μείωση της ανεργίας σε σχέση με τις χιλιοειπωμένες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού που στηρίζεται στην οικονομική μεγέθυνση.
Κι όμως, η οικονομική μεγέθυνση είναι αναγκαία για τη δημιουργία θέσεων εργασίας μονάχα μέσα στο υφιστάμενο μοντέλο, το οποίο στηρίζεται στη διαρκή αναζήτηση κερδών μέσω της παραγωγικότητας: να παράγεις ολοένα περισσότερα αγαθά με τον ίδιο όγκο εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο μοντέλο, οικονομική μεγέθυνση μηδενική ή αδύναμη, χαμηλότερη από τα κέρδη παραγωγικότητας, οδηγεί στη μείωση του όγκου της απαιτούμενης εργασίας και, συνεπώς, στη μείωση των θέσεων εργασίας, εάν ο μέσος χρόνος εργασίας ανά εργαζόμενο παραμείνει αναλλοίωτος. Φυσικά, έχουμε τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε μέτρα μείωσης του χρόνου εργασίας ή μοιράσματος της εργασίας, και μάλιστα πρόκειται για το αποτελεσματικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση της ανεργίας σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο δεν κατορθώνουμε να ξεφύγουμε από τον παραγωγισμό.
Γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το παλιό λογισμικό με το οποίο λειτουργεί το σύστημά μας –τη μοιρασιά των «κερδών της παραγωγικότητας» η οποία αποτελεί κληρονομιά του φορντισμού και της «λαμπρής τριακονταετίας της μεταπολεμικής εποχής»– και να περάσουμε στην εποχή του μοιράσματος των κερδών της ποιότητας και της αειφορίας. Το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την ποιοτική λογική της «φροντίδας» (για τα άτομα, τους κοινωνικούς δεσμούς, τα αντικείμενα, τη βιόσφαιρα…), τοποθετώντας την ποιότητα των κοινωνικών και οικολογικών, κοινών σε όλους μας αγαθών στην καρδιά των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και της πολιτικής: θα πρέπει να υπάρξει λιτότητα όσον αφορά την ποσότητα των αγαθών και αύξηση της ευημερίας χάρη στη βελτίωση της ποιότητας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη προϋποθέτει επίσης και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να έχουν όλοι πρόσβαση στα νέα καταναλωτικά μοντέλα που θα διαμορφωθούν. Πρόκειται μάλιστα για μια ουσιώδη προϋπόθεση, η οποία θα επιτρέψει στις λαϊκές τάξεις να μην αντιλαμβάνονται τη μετάβαση προς το νέο κοινωνικό μοντέλο ως μια «τιμωρητική οικολογία».
Μια ηπιότερη οικονομία δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας, οι οποίες μάλιστα έχουν νόημα για τον εργαζόμενο
Μια οικονομία η οποία θα φερόταν με ηπιότερο τρόπο στους ανθρώπους και στο περιβάλλον και που θα δίνει έμφαση στις «χαμηλές τεχνολογίες», οι οποίες ωστόσο δεν απαιτούν λιγότερη καινοτομία απ’ όσο η «υψηλή τεχνολογία», θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας σε σχέση με τη σημερινή οικονομία, η οποία στηρίζεται στον παραγωγισμό. Μάλιστα, οι θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να δώσουν νόημα στη ζωή των εργαζόμενων. Κι ο λόγος είναι προφανής: για να παραχθεί, με τρόπο καθαρό, οικολογικό, υγιεινό και με καλές συνθήκες εργασίας, μια ποσότητα αγαθών ίση με αυτή που παράγεται σήμερα από το υπάρχον οικονομικό σύστημα (άρα δίχως οικονομική μεγέθυνση) απαιτούνται πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ανθρώπινης εργασίας. Για παράδειγμα, για την παραγωγή των ίδιων ποσοτήτων φρούτων, λαχανικών, δημητριακών κ.λπ., η βιολογική γεωργία απαιτεί 30 έως 40% περισσότερα εργατικά χέρια σε σχέση με τη βιομηχανοποιημένη γεωργία που στηρίζεται σε χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα.
Είναι άραγε παράλογο και απραγματοποίητο αυτό το όραμα της «μεγάλης αλλαγής της κοινωνίας»; Όχι, γιατί παρόμοιες λύσεις έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αποδεικνύονται λειτουργικές και έχουν την τάση να εξαπλώνονται, παρ’ όλα τα μαζικά πυρά που δέχονται από τους θιασώτες του παλαιού μοντέλου, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν στα χέρια τους τα ηνία της εξουσίας. Στην Ινδία, στη Λατινική Αμερική, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη συναντάμε μεγάλο αριθμό παρόμοιων παραδειγμάτων που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα του μοντέλου. Μάλιστα, όλες οι ιδέες παρουσιάζονται σε αρκετά πρόσφατα βιβλία ή ντοκιμαντέρ (11), χωρίς να ξεχνάμε και τα τοπικά πειράματα που υλοποιεί το δίκτυο Alternatiba και η οργάνωση που το δημιούργησε στη χώρα των Βάσκων, η Bizi! («Να Ζεις!» στη βασκική γλώσσα).
Στους πολίτες εναπόκειται η εξέγερση ενάντια στο τρίγωνο «Ανταγωνιστικότητα – οικονομική μεγέθυνση/καταναλωτισμός/απαράδεκτες συνθήκες εργασίας – ανεργία» κι ο αγώνας για την επικράτηση μιας διαφορετικής λογικής, η οποία θα στηρίζεται σε ένα εντελώς διαφορετικό τρίγωνο: «συνεργασία – ευημερία/λιτότητα υλικών αγαθών/αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας – οικονομικές δραστηριότητες χρήσιμες στην κοινωνία». Είναι δε ιδιαίτερα πιθανόν ότι αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί κατά κύριο λόγο με την παράκαμψη των πολιτικών ηγετών και σπανιότατα με την υποστήριξή τους.
-
Βλέπε τα τέσσερα σημειώματα που δημοσιεύτηκαν σχετικά με αυτό το ζήτημα τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2009 στο ιστολόγιο του συγγραφέα http://alternatives-economiques.fr/blogs/gadrey
-
-
-
«Le Monde», 6 Ιανουαρίου 2014.
-
Mathieu Auzanneau, «Or noir. La grande histoire du pétrole», La Découverte, συλλογή «Cahiers libres», Παρίσι Philippe Bihouix, «L’Age des low tech. Vers une civilisation techniquement soutenable», Seuil, συλλογή «Anthropocène», Παρίσι, 2014.
-
-
Λόγος ενώπιον του National Oceanic and Atmospheric Administration, Σίλβερ Σπρινγκ (Μέρυλαντ), 14 Φεβρουαρίου 2002.
-
Michel Husson, «Un abaque climatique», note n°89, (PDF), 20 Αυγούστου 2015, http://hussonet.free.fr/abacli.pdf
-
Αυτός ο όρος υποδηλώνει τις εκπομπές CO2 ανά μονάδα του παραγόμενου ΑΕΠ.
-
(Σ.τ.Μ.) Το φαινόμενο, το οποίο στη γαλλική γλώσσα αποκαλείται «obsolescence programmée» (προγραμματισμένη απαξίωση) έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό το οικολογικό και το καταναλωτικό κίνημα. Έχουν δε προταθεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες λύσεις, όπως η υποχρεωτική επέκταση της εγγύησης των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών στα δέκα έτη, με παράλληλη αύξηση της δυνατότητας της τεχνολογικής αναβάθμισής τους.
Βλέπε κυρίως Bénédicte Manier, «Un million de révolutions tranquilles», Les liens qui libèrent, Παρίσι Marie-Monique Robin, «Sacrée Croissance !», La Découverte, συλλογή «Cahiers libres», 2014. Collectif des associations citoyennes (CAC), Ecologie au quotidien, www.associations-citoennes.com
http://monde-diplomatique.gr
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε