Απόφαση του Ευρωδικαστηρίου καθορίζει υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένας εργαζόμενος να χάσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και πότε ο εργοδότης μπορεί να μη καταβάλλει αποζημίωση για αυτές, σε περίπτωση απόλυσης.
Δεν χάνεται το δικαίωμα του εργαζόμενου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, επειδή ο ίδιος δεν ζήτησε να λάβει την άδεια αυτή, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να χαθεί το δικαίωμα, ακόμη και στην περίπτωση απόλυσης, θα πρέπει ο εργοδότης να αποδείξει ότι ο εργαζόμενος, σκοπίμως και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, επέλεξε να μην κάνει χρήση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν.
Επίσης, θα πρέπει να αποδειχθεί από τον εργοδότη, ότι είχε παράσχει στον εργαζόμενο την δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδειά του. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση απόλυσης, καθώς το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στο να χαθεί το δικαίωμα, και συνεπώς να μην καταβληθεί χρηματική αποζημίωση, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας.
Πως ξεκίνησε η υπόθεση
Ο S. Kreuziger πραγματοποίησε πρακτική άσκηση προετοιμασίας για τα νομικά επαγγέλματα στο ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου (Γερμανία). Κατά τους τελευταίους μήνες της πρακτικής αυτής άσκησης, δεν έλαβε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Μετά τη λήξη της πρακτικής άσκησης, ζήτησε χρηματική αποζημίωση για τις μη ληφθείσες ημέρες άδειας, αλλά το ομόσπονδο κράτος απέρριψε το αίτημά του. Στη συνέχεια, ο S. Kreuziger προσέφυγε ενώπιον των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων κατά της απόρριψης αυτής.
Από την άλλη πλευρά, ο T. Shimizu εργαζόταν στη Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften. Δύο μήνες πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας, η εταιρεία κάλεσε τον εργαζόμενο να λάβει την εναπομένουσα άδειά του (χωρίς όμως να τον υποχρεώσει να λάβει την άδεια σε καθορισμένο από την ίδια χρόνο). Ο T. Shimizu έλαβε μόνο δύο ημέρες άδειας και ζήτησε να του καταβληθεί αποζημίωση για τις ημέρες μη ληφθείσας αδείας, την οποία η εργοδότρια εταιρεία αρνήθηκε να καταβάλει. Στη συνέχεια, ο T. Shimizu προσέφυγε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων εργατικών διαφορών.
Το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο Βερολίνου-Βραδεμβούργου (Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg και το ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών (Bundesarbeitsgericht) της Γερμανίας κατέθεσαν ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το αν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει απόσβεση του δικαιώματος στη μη ληφθείσα ετήσια άδεια και στην χρηματική αποζημίωση για την εν λόγω άδεια στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν έχει ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας.
Ως εκ τούτου, ζήτησαν από το Ευρωδικαστήριο να ερμηνεύσει ως προς το σημείο αυτό το δίκαιο της Ένωσης κατά το οποίο η περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας, τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας.
Η απόφαση
Με τις χθεσινές αποφάσεις του, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην αυτοδίκαιη απόσβεση τόσο του δικαιώματος του εργαζομένου στις κεκτημένες δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όσο και, συνακόλουθα, του δικαιώματός του να λάβει χρηματική αποζημίωση για την ως άνω μη ληφθείσα άδεια, για τον μοναδικό λόγο ότι δεν ζήτησε να λάβει άδεια πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας (ή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς).
Η απόσβεση των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον ο εργοδότης παρείχε πράγματι στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει τις εν λόγω ημέρες άδειας εγκαίρως, μεταξύ άλλων με κατάλληλη εκ μέρους του ενημέρωση του εργαζομένου, όπερ οφείλει να αποδείξει ο εργοδότης.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο εργαζόμενος πρέπει να θεωρείται ως το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Συνεπώς, μπορεί να αποτραπεί από το να προβάλει ρητώς τα δικαιώματά του έναντι του εργοδότη του εφόσον η διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται να τον εκθέσει στη λήψη μέτρων, εκ μέρους του εργοδότη του, ικανών να επηρεάσουν τη σχέση εργασίας εις βάρος του εν λόγω εργαζομένου.
Αντιθέτως, αν ο εργοδότης είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο συναφές βάρος απόδειξης και αποδείξει ότι ο εργαζόμενος, σκοπίμως και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, επέλεξε να μην κάνει χρήση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν, αφού του είχε παρασχεθεί η δυνατότητα πραγματικής άσκησης του δικαιώματός του σε αυτή, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην απόσβεση του δικαιώματος αυτού ούτε στη συνακόλουθη, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας, μη καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
Τυχόν ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης η οποία θα μπορούσε να ωθήσει τον εργαζόμενο να επιλέξει σκοπίμως να μη λάβει την ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου αναφοράς ή επιτρεπόμενης μεταφοράς, προκειμένου να αυξήσει τις αποδοχές του κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, αναφέρει η απόφαση, θα ήταν ασυμβίβαστη με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη θέσπιση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.
Οι σκοποί αυτοί αφορούν ιδίως τη διασφάλιση της πραγματικής ανάπαυσης του εργαζομένου, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι οι ανωτέρω αρχές ισχύουν ανεξαρτήτως του αν ο εργοδότης είναι δημόσια αρχή (όπως το ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου) η ιδιώτης (όπως η Max-PlanckGesellschaft).
www.euro2day.gr
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε