ΙΣΟΒΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ;
Ο οικονομικός παραλογισμός του συνταγματικού κλειδώματος της πολιτικής ισοσκελισμένου προϋπολογισμού
Δέκα χρόνια μετά το μαύρο εκείνο φθινόπωρο του 2008, που τα ωστικά κύματα από την πτώχευση της Lehman Brothers έστειλαν τον κόσμο στο χείλος της αβύσσου, το φάσμα της στασιμότητας και της ύφεσης εξακολουθεί να πλανάται πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Επιφανείς οικονομολόγοι, αλλά και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι ουσιαστικά δεν άλλαξε τίποτα. Οι αλχημιστές των επενδυτικών τραπεζών επανήλθαν δριμύτεροι, μαζί και οι χρηματοοικονομικές φούσκες στα διεθνή χρηματιστήρια. Η σημερινή έντονη ζήτηση χρηματοοικονομικών τίτλων που ωθεί τους χρηματιστηριακούς δείκτες σε ιστορικά υψηλά είναι τεχνητή. Δεν οφείλεται στις ικανοποιητικές επιδόσεις των πραγματικών οικονομιών, που ιδιαίτερα στην ΕΕ παραμένουν καθηλωμένες σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά στην πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά ρευστότητα που διοχέτευσαν οι πολιτικές «ποσοτικής χαλάρωσης» (quantitative easing - QE) των κεντρικών τραπεζών στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (3,5 τρισ. δολάρια η FED και 2,5 τρισ. ευρώ η ΕΚΤ).
Την ίδια στιγμή οι εισοδηματικές ανισότητες έγιναν ακόμη πιο εκρηκτικές, ενώ οι μόνιμες ανισορροπίες στο διεθνές εμπόριο ζουν και βασιλεύουν. Με άλλα λόγια, όλοι εκείνοι οι παράγοντες που δημιούργησαν τη σαρωτική καταιγίδα του 2008 βρίσκονται πάλι επί σκηνής, έτοιμοι για ένα πανομοιότυπο ριμέικ. Για πολλούς επιφανείς οικονομολόγους και αναλυτές το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν το ριμέϊκ αυτό θα συμβεί ή όχι, αλλά το πότε θα συμβεί. Η έντονη αυτή απαισιοδοξία που παρατηρείται διεθνώς ενισχύεται και από τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε πρόσφατα ο Τραμπ κατά της Κίνας και της Ευρώπης, από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που ο πόλεμος αυτός πυροδοτεί, αλλά και από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Αμερική και στην Ευρώπη. Η πρόσφατη αναβίωση των παλαιών θεωριών υποκατανάλωσης, υποεπένδυσης και «αέναης στασιμότητας» (secular stagnation) αντανακλά το ζοφερό αυτό κλίμα έντονης αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας για το μέλλον.
Το μοιραίο λάθος οικονομικής πολιτικής που εμπόδισε την παγκόσμια οικονομία να ανακάμψει οριστικά και αμετάκλητα σημειώθηκε στη διάσκεψη κορυφής του G20 στο Τορόντο του Καναδά, τον Ιούνιο του 2010. Υπό τον φόβο των ελλειμμάτων και των χρεών, όλες οι ισχυρές χώρες του πλανήτη αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που είχαν ακολουθήσει με σχετική επιτυχία το 2008 και το 2009 και να υιοθετήσουν τη γερμανική πρόταση της αέναης δημοσιονομικής λιτότητας.
Η γερμανική συνταγή είναι απλή και ακαταμάχητη. Για να ορθοποδήσουν –λέει- τα υπερχρεωμένα κράτη και να ξαναγίνουν αξιόπιστα, πρέπει να κάνουν αυτό που κάνει η συνετή νοικοκυρά όταν διαπιστώνει ότι ο οικογενειακός προϋπολογισμός πέφτει έξω. Να σφίξουν το ζωνάρι, μειώνοντας τις δαπάνες, ώσπου αυτές να ισοσκελιστούν με τα έσοδα. Απλά πράγματα, που πηγάζουν από την καθημερινή εμπειρία. Απλά και εκ πρώτης όψεως «αυτονόητα».
Ωστόσο η μακροοικονομία δεν λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες που λειτουργεί η μικροοικονομία, στην προκειμένη περίπτωση η οικογένεια. Όταν η νοικοκυρά μειώνει τις δαπάνες, δεν επηρεάζει το οικογενειακό εισόδημα. Γι’ αυτό και ισοσκελίζεται ο προϋπολογισμός της. Στη μακροοικονομία όμως υπεισέρχεται η αλληλεξάρτηση, οι σχέσεις μεταξύ ατόμων, νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κράτους. Η δαπάνη του Α είναι εισόδημα του Β, η δαπάνη του Β είναι εισόδημα του Γ και οι δαπάνες όλων είναι το εισόδημα όλων, δηλαδή το ΑΕΠ. Ο πλούτος που παράγουμε κάθε χρόνο ισοδυναμεί με τις δαπάνες που πραγματοποιούμε. Οι δαπάνες κινούν την οικονομία και προσδιορίζουν το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και του ΑΕΠ. Όταν όλοι μειώνουν τις δαπάνες, τότε προκαλείται ύφεση (μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και του ΑΕΠ) και αύξηση της ανεργίας.
Αν κάποιος υπουργός οικονομικών έχει ως πρότυπο τη συνετή νοικοκυρά ή τον συνετό επιχειρηματία, θα αποτύχει. Η μακροοικονομία είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα. Απαιτεί λογισμό διαφορετικού τύπου και σύνθετη στρατηγική προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε φορά η οικονομία (contingency approach to policy). Σε καιρούς ύφεσης, που ο ιδιωτικός τομέας συρρικνώνεται, ο υπουργός πρέπει να αυξάνει τις δαπάνες και να μειώνει τους φόρους. Σε καιρούς οικονομικής ανάπτυξης, που ο ιδιωτικός τομέας επεκτείνεται, ο υπουργός οφείλει να συγκρατεί τις δαπάνες και να αυξάνει τους φόρους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη δημοσιονομική τραμπάλα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η Ελλάδα είναι τραγικό θύμα της εν λόγω λογικής της συνετής νοικοκυράς και της τυραννίας του (ανόητου) «αυτονόητου». Της άκριτης μεταφοράς της μικροοικονομικής λογικής στη μακροοικονομία, που είναι γνωστή στους οικονομολόγους ως «σφάλμα σύνθεσης» (fallacy of composition). Η απόπειρα βίαιης δημοσιονομικής εξυγίανσης εν μέσω ύφεσης (λογική της συνετής νοικοκυράς) δεν οδήγησε σε ισοσκέλιση του προϋπολογισμού αλλά σε δημοσιονομική κατάρρευση. Ο λόγος είναι απλός. Η δραστική μείωση δαπανών και η πρωτοφανής αύξηση φόρων αφαίρεσαν αντίστοιχη αγοραστική δύναμη από την οικονομία, συρρικνώνοντας επικίνδυνα την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα δραματική μείωση του ΑΕΠ και έκρηξη της ανεργίας. Δραματική μείωση του ΑΕΠ σημαίνει χαμηλότερα εισοδήματα και άρα μικρότερη φορολογητέα ύλη. Εκρηκτική ανεργία σημαίνει μεγαλύτερες δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και κοινωνικό κράτος και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές. Δεδομένου ότι έλλειμμα και χρέος εκφράζονται ως ποσοστό του (καταρρέοντος) ΑΕΠ, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τους λόγους της δημοσιονομικής πανωλεθρίας.
Η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να είναι «παντός καιρού» και να ασκείται με προκαθορισμένους κανόνες κλειδωμένους στο σύνταγμα μιας χώρας. Η γερμανικής έμπνευσης αέναη δημοσιονομική λιτότητα, με συνταγματικά κλειδωμένους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, δεν αποτελεί μόνο σοβαρό αντιδημοκρατικό ολίσθημα αλλά και δείγμα κάκιστου οικονομικού ερασιτεχνισμού. Απλουστευτικές προσεγγίσεις και γενικοί αφορισμοί του τύπου «κάτω τα ελλείμματα» και «ζήτω τα πλεονάσματα» -ανεξαρτήτως συγκυρίας- οδηγούν σε εξαιρετικά επικίνδυνες πρακτικές και προδίδουν πλήρη άγνοια του πώς λειτουργεί η μακροοικονομία. Οι σοβαροί οικονομολόγοι και αναλυτές βρίσκονται σήμερα σε απόγνωση. Καλούνται να ξεχάσουν τι λένε τα εγχειρίδια μακροοικονομίας και να ενστερνιστούν τη λογική της συνετής νοικοκυράς, που συνοψίζει αποτυχημένα δόγματα και ιστορικά απαξιωμένες και χρεοκοπημένες οικονομικές πολιτικές της προκεϊνσιανής εποχής (αυτές δηλαδή που ίσχυαν πριν από τη δεκαετία του 1930).
Είναι γεγονός ότι το πολύ υψηλό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) που παρατηρείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου λειτουργεί σαν βαρίδιο και εμποδίζει την ισχυρή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η δημοσιονομική λιτότητα είναι μονόδρομος. Υπάρχει λύση: άμεση «νομισματική χρηματοδότηση» (monetary financing) ή αλλιώς «χαρτονομισματοποίηση του χρέους» (debt monetization) για να στηριχθεί η αναγκαία δημοσιονομική επέκταση. Την προτείνει μετ’ επιτάσεως εδώ και πολλά χρόνια ο τολμηρός αντίπαλος του Ντράγκι στη διεκδίκηση της ΕΚΤ λόρδος Άντερ Τέρνερ, πρώην πρόεδρος της βρετανικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (FSA). Ουσιαστικά πρόκειται για μια προωθημένη εκδοχή του περίφημου «helicopter money» (ελικόπτερο ρευστότητας) του Μίλτον Φρίντμαν. Οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν ως «δανειστής εσχάτης ανάγκης» (lender of last resort) των κυβερνήσεών τους, αγοράζοντας απεριόριστη ποσότητα κρατικών ομολόγων μέχρι να υπάρξει οικονομική ανάκαμψη. Οι κυβερνήσεις απαλλάσσονται από τον βραχνά του χρέους, γιατί το επιτόκιο μπορεί να είναι μηδενικό και τα ομόλογα να μην έχουν προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης.
Εν τοιαύτη περιπτώσει οι κεντρικές τράπεζες μοιάζουν με «ελικόπτερο» που επιχειρεί αλλεπάλληλες «ρίψεις» ρευστού στον κρατικό προϋπολογισμό για να ενισχυθεί η ζήτηση στην πραγματική οικονομία μέσω μείωσης των φόρων και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων. Πρόκειται για ποσοτική χαλάρωση ειδικού τύπου. Οι κεντρικές τράπεζες διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, παρακάμπτοντας το τραπεζικό σύστημα. Μπορεί μάλιστα να διοχετευθεί ρευστότητα και κατευθείαν στους καταναλωτές, οπότε μπορεί να γίνει λόγος για «ποσοτική χαλάρωση για το λαό» (QE for the people) (έτσι τουλάχιστον την αποκαλεί ο Ανατόλ Καλέτσκι). Με τον τρόπο αυτόν η αυξημένη ρευστότητα δεν φουσκώνει τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αλλά διοχετεύεται αποκλειστικά στην πραγματική οικονομία μέσω των αυξημένων δημοσίων επενδύσεων, των γενναίων φοροελαφρύνσεων και των άμεσων ενισχύσεων των καταναλωτών. Αν κάποια από τα 6 και πλέον τρισ. δολάρια της ποσοτικής χαλάρωσης διοχετεύονταν με τον τρόπο αυτό στην πραγματική οικονομία, τότε θα είχε αποτραπεί η σημερινή πιστωτική φούσκα των χρηματιστηρίων και οι πιθανότητες ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης θα ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Όλα αυτά βέβαια σημαίνουν ότι τα όρια μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής γίνονται δυσδιάκριτα. Ουσιαστικά νομισματική και δημοσιονομική πολιτική γίνονται ένα. Τα οφέλη όμως της νομισματικής χρηματοδότησης του χρέους είναι πολλαπλά. Πρώτον, δημιουργεί όση ρευστότητα χρειάζεται για την ανάκαμψη. Δεύτερον, αντιστρέφει την αποπληθωριστική δυναμική και ροκανίζει τα χρέη. Τρίτον, απαλείφει δημόσιο χρέος χωρίς να επιβαρύνει τους φορολογουμένους των δανειστριών χωρών.
Είναι απαράδεκτο να θυσιάζονται λαοί για τη διάσωση του (όποιου) νομίσματος. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι μια έξυπνη και δημιουργική διαχείριση του νομίσματος προς όφελος των λαών. Είναι εφικτή μια τέτοια διαχείριση; Οικονομικά και τεχνικά, ναι. Πολιτικά, όχι. Πολιτική ωστόσο είναι η μετατροπή του ανέφικτου σε εφικτό με τη βοήθεια της συγκυρίας. Και είναι βέβαιο ότι η συγκυρία της επόμενης μεγάλης πιστωτικής κρίσης που πολλοί πιθανολογούν θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες και τους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο αυτό, επειδή είναι το μόνο που τους έχει απομείνει. Όλα τα άλλα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί…
*
Συμπερασματικά η δημοσιονομική λιτότητα δεν είναι αναπτυξιακή. Όταν εφαρμόζεται σε περιόδους κρίσης βυθίζει την οικονομία στην ύφεση και στην ανεργία, αλλά –και αυτό είναι το πιο παράδοξο- προκαλεί και αύξηση του δημοσίου χρέους. Η πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης εν μέσω οικονομικής κρίσης οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει. Οδηγεί σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό και σε Μεγάλη Ύφεση. Η πολιτική βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε στη χώρα μας στα εννιά χρόνια των μνημονίων αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό case-in-point της αποτυχημένης θεωρίας της αναπτυξιακής –υποτίθεται- λιτότητας. Και έκανε και πάλι διάσημες τις θεωρίες που διατύπωσαν τη δεκαετία του 1930 ο Ίρβινγκ Φίσερ και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο μεγαλύτερος ίσως οικονομολόγος όλων των εποχών. Το μήνυμά του τελευταίου είναι σαφές και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: αν θες να καταπολεμήσεις τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος, ξέχνα για λίγο τα οικονομικά του κράτους και φρόντισε να εξαλείψεις την ανεργία. Πάση θυσία. Ακόμα κι αν χρειαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα να ασκήσεις πολιτική ελλειμματικού προϋπολογισμού. Η πολιτική ισοσκελισμένου ή πλεονασματικού προϋπολογισμού ενδείκνυται μόνο σε περιόδους υπερθέρμανσης της οικονομίας και υψηλού πληθωρισμού. Όταν εφαρμόζεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι αυτοκτονική.
Γι’ αυτό αποτελεί οικονομικό παραλογισμό να εισάγονται σήμερα στα συντάγματα διαφόρων χωρών διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική την πολιτική ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Οι διατάξεις αυτές ισοδυναμούν με δημοσιονομικό ζουρλομανδύα. Αν υπήρχε τέτοια διάταξη στο σύνταγμα των ΗΠΑ το 2008 που ξέσπασε η πιστωτική κρίση, η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να παρέμβει για να εφαρμόσει προγράμματα διάσωσης και έτσι η Wall Street θα κατέρρεε, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε «Μεγάλη Ύφεση» (Great Depression) χειρότερη κι απ’ αυτήν της δεκαετίας του ’30…
Γιώργος Δουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε