Το διεθνές εμπόριο άρχισε να γίνεται συγκρουσιακό μετά το 2010. Ουσιαστικά τη χρονιά εκείνη η παγκόσμια οικονομική κρίση έμπαινε στην τέταρτη φάση της. Ξεκίνησε ως πιστωτική κρίση των τραπεζών (Α΄ φάση). Στη συνέχεια έπληξε και την πραγματική οικονομία, προκαλώντας σοβαρή ύφεση (Β΄ φάση).
Για να αντιμετωπίσουν την τραγική αυτή οικονομική κατάσταση (τη χειρότερη πιστωτική κρίση και οικονομική ύφεση των τελευταίων ογδόντα ετών), οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να παρέμβουν δαπανώντας τεράστια ποσά -που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο- για να διασώσουν τις τράπεζες και να στηρίξουν την πραγματική οικονομία. Μοιραία, με τον τρόπο αυτό, οι ζημιές των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και επιχειρήσεων κοινωνικοποιήθηκαν και η κρίση μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική κρίση των κρατών, σε κρίση χρέους (Γ΄ φάση). Τον Ιούνιο του 2010, υπό τον φόβο των ελλειμμάτων και των χρεών, οι ηγέτες του G20 (της ομάδας των 20 οικονομικά ισχυρότερων χωρών του πλανήτη) αποφάσισαν να αποσύρουν πρόωρα τα μέτρα στήριξης των οικονομιών τους. Να εγκαταλείψουν δηλαδή το καθοριστικής σημασίας εργαλείο της εσωτερικής δημοσιονομικής πολιτικής, παρ’ όλο που η κρίση δεν είχε ακόμα τελειώσει. Από κει και πέρα, αναπόφευκτα, όλες οι κυβερνήσεις περίμεναν την ανάκαμψη από τις εξαγωγές. Έτσι μπήκαμε στη φάση των «συναλλαγματικών πολέμων» (currency wars) (Δ΄ φάση). Επρόκειτο για ανταγωνιστικές υποτιμήσεις εθνικών νομισμάτων με σκοπό την αύξηση των εξαγωγών. Ο λόγος είναι απλός. Δεν υπήρχε πια άλλος δρόμος για την ανάκαμψη, παρά μόνον οι εξαγωγές και τα εμπορικά πλεονάσματα. Τη θεωρία των 4 σταδίων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης την διατύπωσα ήδη από το 2010 (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε Γιώργος Δουράκης, «Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και Οικονομικές Πολιτικές: Επιστροφή του John Maynard Keynes;», σσ. 71-93), τη δίδασκα και εξακολουθώ να τη διδάσκω στα προπτυχιακά και στα μεταπτυχιακά μαθήματά μου και την παρουσίασα το 2011 με μια σειρά πέντε ανοικτών για το κοινό μαθημάτων για την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις οικονομικές πολιτικές στο συνεδριακό κέντρο ΚΕ.Δ.Ε.Α. του Α.Π.Θ. (βλ. εδώ ). Και φυσικά την αναφέρω επανειλημμένως και στην αρθρογραφία μου στον τύπο (βλ. π.χ. εδώ).
Αν και όλες οι κυβερνήσεις του G20 είχαν δεσμευτεί από την αρχή της κρίσης ότι δε θα καταφύγουν στη λήψη προστατευτικών μέτρων -επειδή είχαν υπόψη τους τις αρνητικές συνέπειες του προστατευτισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30- ο κίνδυνος του εμπορικού πολέμου ήταν κατά τη γνώμη μου υπαρκτός και εξαιρετικά σοβαρός. Η εκτίμησή μου αυτή στηριζόταν στις τρομακτικές πιέσεις που δημιουργούσε η ταυτόχρονη στροφή όλων των χωρών προς τις εξαγωγές και τα εμπορικά πλεονάσματα, σ’ ένα υφεσιακό διεθνές περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ευνοούσε τις εξαγωγές. Ιδού τι έγραφα για τον κίνδυνο να ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος πριν από εννιά ολόκληρα χρόνια, το 2010:
«Το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για λεκτικές υπερβολές και αψιμαχίες. Ο κίνδυνος του συναλλαγματικού και του εμπορικού πολέμου είναι όντως υπαρκτός από τη στιγμή που -η μια μετά την άλλη- όλες οι προηγμένες χώρες εγκαταλείπουν το δρόμο της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ύφεσης και θέτουν ως άμεση προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο μόνος δρόμος που απομένει για την πολυπόθητη ανάκαμψη είναι η προώθηση των εξαγωγών με οποιονδήποτε τρόπο (επιδοτήσεις, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, δασμοί κτλ.), ώστε να δημιουργηθούν εμπορικά πλεονάσματα. Αλλά με την πρακτική αυτή, το διεθνές εμπόριο μετατρέπεται σε συγκρουσιακό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο ισχύει το «ο θάνατός σου, η ζωή μου», με όλες τις οδυνηρές συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμια ειρήνη. Μέχρι στιγμής οι χώρες του G20, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσμενών επιπτώσεων που είχε ο εμπορικός πόλεμος κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης (1929-1933), κατόρθωσαν να αποφύγουν τη λήψη μέτρων γενικευμένης δασμολογικής προστασίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό αλλάζουν δραματικά οι συνθήκες στο διεθνές εμπόριο καθιστά πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να μετατραπεί ο συναλλαγματικός πόλεμος σε ανοικτό εμπορικό πόλεμο μέσα από μια αναπόφευκτη διαδικασία δασμολογικών αντιποίνων «αμυντικού» πάντοτε χαρακτήρα» («Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και Οικονομικές Πολιτικές: Επιστροφή του John Maynard Keynes;», σελ. 88-89).
Η εκτίμησή μου ότι ένας εμπορικός πόλεμος είναι πολύ πιθανός σε μια εποχή που οι περισσότεροι ειδικοί ή πολιτικοί ηγέτες τον θεωρούσαν εντελώς απίθανο, τελικά επαληθεύτηκε μετά από έξι χρόνια με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ. Πράγματι ο νέος αμερικανός πρόεδρος πυροδότησε την έναρξη του εμπορικού πολέμου βάζοντας δασμούς σε πολλά εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα. Και από τη στιγμή εκείνη το παίγνιο της παγκοσμιοποίησης -έτσι όπως την ξέραμε- άρχισε να αλλάζει δραματικά.
Από τη στιγμή που άρχισε ο εμπορικός πόλεμος, η δεύτερη εκτίμησή μου ήταν ότι η Γερμανία θα είναι η χώρα που θα αντιμετωπίσει τα περισσότερα προβλήματα, επειδή η ανάπτυξή της στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές και στα εμπορικά πλεονάσματα και άρα είναι εξαιρετικά ευάλωτη στο υπό διαμόρφωση νέο, προστατευτικό, σκηνικό της παγκόσμιας οικονομίας. Οι τρέχουσες εξελίξεις δείχνουν ότι και η δεύτερη αυτή εκτίμησή μου είναι πολύ πιθανό να επαληθευτεί. Όπως μας πληροφορεί και το άρθρο της DW που παραθέτω πιο κάτω, η Γερμανία αρχίζει ήδη να νοιώθει τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της πριν καν ο Τραμπ βάλει δασμούς στα γερμανικά αυτοκίνητα, όπως απειλεί ότι θα κάνει από την αρχή ακόμη της θητείας του.
Οι ΗΠΑ είναι ο υπ’ αριθμόν 1 προορισμός (ο καλύτερος πελάτης) των εξαγόμενων γερμανικών προϊόντων και η Κίνα ο υπ’ αριθμόν 2 (ο δεύτερος καλύτερος πελάτης). Προς το παρόν οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας στη γερμανική οικονομία δεν είναι άμεσες, αλλά έμμεσες. Άμεσα πλήττονται μόνον οι κινεζικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες όμως αγοράζουν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό τους από τη Γερμανία. Αποτέλεσμα; Σπεύδουν να μειώσουν ή να ακυρώσουν τις παραγγελίες τους στους γερμανούς προμηθευτές, επειδή οι δουλειές τους δεν πάνε καλά. Εξ ου και η κάμψη στη γερμανική βιομηχανική παραγωγή. Αν ο Τραμπ βάλει δασμούς και στα γερμανικά προϊόντα (πράγμα διόλου απίθανο), το πλήγμα στη γερμανική οικονομία θα είναι διπλό και εξαιρετικά ισχυρό. Εκτός από έμμεσο που είναι τώρα, θα γίνει και άμεσο. Έτσι οι γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις θα δουν να περιορίζονται δραστικά τα μερίδια αγοράς τους στις δύο οικονομικά ισχυρότερες χώρες στις οποίες εξάγουν μέχρι σήμερα τα προϊόντα τους, στις ΗΠΑ και στην Κίνα.
Οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας μπορούν να αντισταθμίσουν σε σημαντικό βαθμό τις αναμενόμενες ζημίες που θα υποστούν από τον εμπορικό πόλεμο στρεφόμενες στη μεγάλη εσωτερική αγορά τους. Η Γερμανία δεν έχει την εναλλακτική λύση της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς, επειδή με τη σκληρή λιτότητα που επέβαλε στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης περιόρισε δραματικά την αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εισάγουν γερμανικά προϊόντα όπως έκαναν πριν από την κρίση. Η κρίση δεν επηρέασε το μέγεθος των γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων, που εξακολουθούν να αυξάνονται αλματωδώς μέχρι και σήμερα, άλλαξε όμως τη σύνθεσή τους. Τα εμπορικά αυτά πλεονάσματα δεν έχουν πια ενδοευρωπαϊκή προέλευση, δεν προέρχονται από τις εξαγωγές της Γερμανίας προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως γινόταν πριν από την κρίση (όπως φαίνεται στο δεύτερο διάγραμμα). Μετά την κρίση (μετά το 2009) προέρχονται πρωτίστως από τις εξαγωγές της Γερμανίας προς χώρες εκτός ΕΕ (όπως φαίνεται στο πρώτο διάγραμμα).
Μπορεί άραγε να προστατευτεί η Γερμανία από τις αρνητικές συνέπειες που υφίσταται λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας και από το σοβαρό ενδεχόμενο ενός άμεσου εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-ΕΕ; Η απάντηση είναι ναι, μπορεί. Αρκεί να θέσει ως βασικό στρατηγικό στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία κατέστρεψε κατά τη διάρκεια της κρίσης με την επιβολή πολιτικών σκληρής λιτότητας. Πρέπει να (ανα)συγκροτήσει την εσωτερική (δηλ. την ενδοευρωπαϊκή) αγορά για να αντιμετωπίσει το πιθανό ενδεχόμενο ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου. Αυτή είναι η μόνη εναλλακτική λύση που μπορεί να έχει εν τοιαύτη περιπτώσει. Κλειδί γι’ αυτό είναι τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματά της, που αυξάνονται ασταμάτητα και απροσδόκητα ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, παραβιάζοντας εμφανώς τον σχετικό κανόνα της ΕΕ που απαγορεύει την ύπαρξη υπερβολικών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όλοι της συνιστούν να μειώσει το θηριώδες πλεόνασμά της, που γονατίζει τις λιγότερο ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες και προκαλεί την έντονη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ, που απειλούν να επιβάλουν δασμούς. Είναι εύκολο να μειώσει το πλεόνασμα αυτό και μάλιστα χωρίς πολιτικό κόστος. Γιατί τι σημαίνει το εμπορικό αυτό πλεόνασμα; Σημαίνει ότι οι Γερμανοί καταναλώνουν λιγότερα απ’ όσα παράγουν! Η αποκατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου στην περίπτωση αυτή είναι ένα ευχάριστο και πολιτικά ελκυστικό εγχείρημα. Σημαίνει τη λήψη μέτρων που θα είναι δημοφιλή και αρεστά στο εκλογικό σώμα. Ιδού ποια μπορεί να είναι σε γενικές γραμμές τα μέτρα αυτά:
Πρώτον, γενναία αύξηση των μισθών. Αυτό βέβαια θα μειώσει σ’ ένα βαθμό την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές της, θα αυξήσει όμως την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και τις εισαγωγές, δηλαδή θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών. Απώτερος στόχος της συμμετοχής μια χώρας στο διεθνές εμπόριο είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της και όχι η δημιουργία και διατήρηση μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων. Όταν τα εμπορικά πλεονάσματα γίνονται αυτοσκοπός, τότε η χώρα γίνεται μερκαντιλιστική. Στόχος της είναι να χρησιμοποιεί διαρκώς τα πλεονάσματα αυτά ως όπλο εμπορικού και οικονομικού πολέμου, για να γονατίζει τους αντιπάλους και να προωθεί τα γενικότερα συμφέροντά της στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Αυτό ακριβώς κάνει σήμερα η Γερμανία στο πλαίσιο των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Λειτουργεί σαφέστατα ως νεομερκαντιλιστική δύναμη τόσο εντός της ΕΕ, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Δεύτερον, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, που θα εκσυγχρονίσει τις φθαρμένες υποδομές της χώρας και θα στρέψει τη γερμανική οικονομία προς την πράσινη ανάπτυξη. Με άλλα λόγια ένα «Green New Deal». Ένα πρόγραμμα που στην περίπτωση της Γερμανίας, εκτός από οικονομικά εφικτό (αφού η χώρα δανείζεται αυτή τη στιγμή με μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια), είναι πολιτικά ελκυστικό και εκλογικά αποδοτικό, δεδομένου ότι οι γερμανοί πολίτες έχουν ανεπτυγμένη οικολογική συνείδηση, όπως φάνηκε κι από την εντυπωσιακή άνοδο των πρασίνων στις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Με τη δραστική μείωση του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος μέσω της ουσιαστικής ενίσχυσης των μισθών και ενός φιλόδοξου «Green New Deal», η γερμανική οικονομία (που είναι η ισχυρότερη στην ΕΕ) μπορεί να παίξει τον ρόλο της ατμομηχανής που θα βοηθήσει και τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες να ανακάμψουν και να αναπτυχθούν με γρηγορότερους ρυθμούς. Για να γίνει όμως αυτό η Γερμανία πρέπει εγκαταλείψει τη στρατηγική της αέναης λιτότητας και τον παραλογισμό των συνταγματικά κλειδωμένων ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που προσπαθεί να επιβάλει σ’ όλη την ΕΕ (βλ. Γιώργος Δουράκης, «Ισόβια δημοσιονομική λιτότητα»;, σελ. 24).
Το ερώτημα είναι γιατί δεν το κάνει. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι θέλει να λειτουργεί ως μερκαντιλιστική δύναμη, δηλαδή να χρησιμοποιεί συνειδητά τα εμπορικά πλεονάσματα με στρατηγικό τρόπο. Αυτά άλλωστε την βοήθησαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης να κατακτήσει αναίμακτα την ΕΕ με οικονομικά μέσα, ενώ είχε αποτύχει δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν με στρατιωτικά μέσα, προκαλώντας μυριάδες ανθρώπινα θύματα. Αλλά η κυριαρχία με το μαστίγιο της λιτότητας δεν είναι πια αποτελεσματική λόγω του εμπορικού πολέμου και των αλλαγών που έχουν επέλθει στην παγκόσμια οικονομία και στο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Τίποτα δεν θα είναι πια όπως πρώτα. Από δω και στο εξής η Γερμανία έχει ανάγκη από μια ευημερούσα και αναπτυσσόμενη ΕΕ με μεγάλη και ισχυρή εσωτερική αγορά, γιατί δεν μπορεί πια να στηρίζει την ανάπτυξή της στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και την Κίνα. Εάν ο μη γένοιτο συνεχιστεί η λιτότητα, τότε κινδυνεύει να γίνει μπούμερανγκ, που θα πλήξει πρώτα απ’ όλα την ίδια τη Γερμανία. Και θα αποδείξει ότι η βιομηχανικά πανίσχυρη αυτή χώρα πάσχει από ανίατη στρατηγική μυωπία.
*Γιώργος Δουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε