ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΩΝ
Ξανά στο προσκήνιο, αλλά αυτή τη φορά ως παγκόσμιο πρόβλημα!
Μπορεί αυτή τη στιγμή η προσοχή και οι προσπάθειες όλων να επικεντρώνονται (και πολύ σωστά) στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά η πανδημία του κορωνοϊού θα έχει και πολύ σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η σημερινή κρίση διαφέρει από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, επειδή στην προκειμένη περίπτωση το σοκ που υφίστανται οι οικονομίες είναι διπλό. Ένα σοκ στο σκέλος της προσφοράς και ένα στο σκέλος της ζήτησης.
Μια από τις πιο σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις αναμένεται να είναι η έκρηξη του παγκόσμιου χρέους. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά με άρθρο της στο Project Syndicate (το οποίο μετέφρασα και παραθέτω πιο κάτω για τους αναγνώστες του Διαλόγου) η πολύ γνωστή Ινδή οικονομολόγος Τζεϊάτι Γκος (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Νέου Δελχί):
«Κανείς δεν ξέρει πόσο καιρό θα διαρκέσει η κρίση του κορωνοϊού COVID-19 και ποιο θα είναι το άμεσο οικονομικό κόστος. Αλλά ακόμη κι αν η οικονομική επίπτωση της πανδημίας περιοριστεί, μπορεί να έχει ήδη θέσει σε κίνηση μια καταστροφική κρίση χρέους που είναι από καιρό στα σκαριά».
Μπορούμε αυτή τη στιγμή, με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις, να κάνουμε μια πολύ λογική πρόβλεψη. Οι κρατικές δαπάνες όλων των χωρών (ιδίως των ευρωπαϊκών που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα) αυξάνονται θεαματικά, επειδή οι κυβερνήσεις θέλουν να ενισχύσουν και να θωρακίσουν το δημόσιο σύστημα υγείας και να στηρίξουν τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις που πλήττονται. Την ίδια στιγμή τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να μειωθούν λόγω της ύφεσης που προκαλεί το κλείσιμο ή η υπολειτουργία των επιχειρήσεων και η μείωση των καταναλωτικών δαπανών.
Μοιραία η δραστική αύξηση των κρατικών δαπανών και η παράλληλη μείωση των φορολογικών εσόδων οδηγεί σε μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και μέσω αυτών σε αύξηση του δημόσιου χρέους. Για παράδειγμα στη Γαλλία το «πολεμικό ανακοινωθέν» του προέδρου Μακρόν προβλέπει μέτρα ύψους 45 δισ. ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των μισθωτών, 300 δισ. ευρώ για εγγυήσεις δανείων, ενώ ανακαλεί και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, που είχε προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Υπολογίζεται ότι τα μέτρα αυτά θα ανεβάσουν το δημόσιο χρέος της Γαλλίας πολύ πάνω από το 100% του ΑΕΠ που είναι σήμερα.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ιταλία, όπου ναι μεν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μέτρα χαμηλότερου ύψους (25 δισ. ευρώ), η χώρα του όμως έχει ήδη δημόσιο χρέος 135% του ΑΕΠ, που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ (μετά την Ελλάδα). Μεγάλες δημόσιες δαπάνες πραγματοποιεί και η Ισπανία (που επίσης έχει πληγεί σοβαρά από την κρίση του κορωνοϊού), αλλά και η Πορτογαλία. Το ίδιο κάνουν και χώρες εκτός Ευρώπης, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Ν. Κορέα, η Ιαπωνία, το Ιράν και πολλές άλλες.
Το ίδιο είχε συμβεί και το 2008. Με τη διαφορά ότι τότε οι πρωτοφανείς στα ιστορικά χρονικά κρατικές δαπάνες είχαν ως στόχο τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που κατέρρεε και όχι το σύστημα υγείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά το παγκόσμιο χρέος, το οποίο σήμερα είναι μεγαλύτερο από ποτέ (βλ. εδώ). Αυτό σημαίνει ότι με τις τρέχουσες δαπάνες για την καταπολέμηση της πανδημίας το δημόσιο χρέος στις περισσότερες χώρες θα εκτιναχτεί και θα καταστεί μη βιώσιμο (βλ. εδώ). Αυτός ο «κατακλυσμός χρεών λόγω πανδημίας», όπως χαρακτηριστικά τονίζει η Τζεϊάτι Γκος, θέτει ντε φάκτο επί τάπητος το θέμα της διαγραφής χρεών. Και, όπως υποστηρίζει, πρότυπο για τη ρύθμιση αυτών των μη βιώσιμων χρεών πρέπει να είναι η συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος της Γερμανίας το 1953. Να λοιπόν που έχει ο καιρός γυρίσματα και έτσι ένα θέμα που το έθετε απελπιστικά μόνη της η Ελλάδα (γιατί μόνον αυτή είχε ένα τόσο εμφανώς μη βιώσιμο χρέος), τώρα θα τεθεί εκ των πραγμάτων συλλογικά, επειδή και άλλες χώρες θα έχουν μη βιώσιμα χρέη.
Γιώργος Δουράκης
Κατακλυσμός χρεών λόγω πανδημίας
της Τζεϊάτι Γκος*
PROJECT SYNDICATE, 16 Μαρτίου 2020
Πανδημίες όπως αυτή του κορωνοϊού COVID-19, παρ’ όλο που είναι επικίνδυνες και καταστροφικές, μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες αν μας κάνουν όλους να συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη αξία της δημόσιας υγείας. Όταν μια μεταδοτική ασθένεια χτυπά, ακόμη και οι πιο προστατευμένες ελίτ της κοινωνίας πρέπει να ανησυχούν για την υγεία των παραμελημένων πληθυσμών. Όσοι υποστήριξαν μέτρα ιδιωτικοποίησης και περικοπής δαπανών που αρνούνται την υγειονομική περίθαλψη στις ευάλωτες ομάδες, τώρα ξέρουν ότι αυτό που έκαναν είναι επικίνδυνο και γι’ αυτούς. Η γενική υγεία μιας κοινωνίας εξαρτάται από την υγεία των πιο φτωχών ανθρώπων της.
Πιο άμεσα όμως η κρίση του κορωνοϊού COVID-19 θα μπορούσε να έχει πολλές σοβαρές οικονομικές συνέπειες, που ενδεχομένως να ωθήσουν την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση. Οι αλυσίδες εφοδιασμού διασπώνται, τα εργοστάσια κλείνουν, περιοχές ολόκληρες μπαίνουν σε καραντίνα κι όλο και πιο πολλοί εργαζόμενοι πασχίζουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε αυξανόμενες οικονομικές απώλειες. Μια παγκόσμια οικονομία που ήδη υποφέρει από ανεπαρκή ζήτηση -λόγω της αυξανόμενης ανισότητας πλούτου και εισοδήματος- τώρα είναι ευάλωτη σ’ ένα κολοσσιαίο σοκ που υφίσταται στο σκέλος της προσφοράς.
Μια άλλη πιθανή συνέπεια της πανδημίας είναι λιγότερο γνωστή, αλλά ενδεχομένως πιο σοβαρή: αυξημένη χρηματοπιστωτική αστάθεια, που πιθανόν να οδηγήσει σε κρίση χρέους ή ακόμα και σε ευρύτερη χρηματοοικονομική κατάρρευση. Μετά την αναχαίτιση του κορωνοϊού COVID-19 και την εφαρμογή πολιτικών για τη βελτίωση της κατάστασης, οι αλυσίδες εφοδιασμού θα αποκατασταθούν και οι άνθρωποι θα επιστρέψουν στην εργασία τους με την ελπίδα ότι θα ανακτήσουν ένα μέρος τουλάχιστον από τα εισοδήματα που έχασαν. Αλλά η πραγματική αυτή οικονομική ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιαστεί από ανεπίλυτες χρηματοοικονομικές κρίσεις και κρίσεις χρέους.
[…]
Αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί από οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα. Περισσότερο από ποτέ, η παγκόσμια κοινότητα χρειάζεται στιβαρή ηγεσία για να αντιμετωπίσει τις άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας των κορωνοϊού και τις οικονομικές συνέπειές της. Πέρα από τις συντονισμένες δημοσιονομικές δαπάνες των επιμέρους κρατών, είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την κρίση χρέους που θα ξεσπάσει σύντομα. Είναι καιρός να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη ρύθμιση και την αναδιάρθρωση των χρεών.
Όπως έχει προτείνει ο Τούρκος οικονομολόγος Σάμπρι Οντσού, μπορούμε να ξεκινήσουμε παίρνοντας ως πρότυπο τη συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος (1953), η οποία μετέβαλε δραματικά τις οικονομικές συνθήκες για τη Γερμανία, που την εποχή εκείνη ήταν ο μεγαλύτερος οφειλέτης. Η συμφωνία μεταξύ της Γερμανίας και 20 ξένων δανειστών διέγραψε το 46% του προπολεμικού χρέους της χώρας και το 52% του μεταπολεμικού χρέους της, ενώ το υπόλοιπο χρέος μετατράπηκε σε μακροπρόθεσμα δάνεια χαμηλού επιτοκίου με πενταετή περίοδο χάριτος πριν αρχίσουν να αποπληρώνονται. Η σημαντικότερη ρύθμιση ήταν ότι η Γερμανία έπρεπε να εξοφλήσει το χρέος της μόνον εάν είχε εμπορικό πλεόνασμα και όλες οι αποπληρωμές του δανείου περιορίστηκαν στο 3% των ετήσιων εσόδων από εξαγωγές. Αυτό ενθάρρυνε τους δανειστές της Γερμανίας να επενδύσουν στην επιτυχία των εξαγωγών της, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την οικονομική ευημερία που ακολούθησε.
Αυτός ο τύπος προληπτικής και συντονισμένης στρατηγικής για τη διευθέτηση του χρέους είναι ο ενδεδειγμένος στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο. Αν είναι να επιβιώσουμε συλλογικά όχι μόνο από τις συνηθισμένες καταστροφές των διεθνών αγορών αλλά και από τις υπαρξιακές απειλές που δημιουργούν οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή, δεν υπάρχει άλλη λύση.
*Η Jayati Ghosh είναι Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru στο Νέο Δελχί, Γραμματέας της International Development Economics Associates και μέλος της Independent Commission for the Reform of International Corporate Taxation.
https://www.project-syndicate.
Πηγή: Ηλεκτρονικός Διάλογος Καθηγητών ΑΠΘ
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε