ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ!
Ένα εξαιρετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Social Europe περιγράφει με σαφήνεια τι πρέπει να γίνει στην οικονομία όσο διάστημα διαρκεί η πανδημία, για να περιοριστεί η αναπόφευκτη ύφεση όσο πιο πολύ γίνεται. Οι αρθρογράφοι (γνωστοί καθηγητές του Μπέρκλεϊ) προτείνουν να αναλάβει η κυβέρνηση το ρόλο του «πληρωτή εσχάτης ανάγκης» («payer of last resort») και να καλύψει τις απώλειες που θα υποστούν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις, ώστε να παραμείνουν σώοι και αβλαβείς κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης και να ξαναρχίσουν να λειτουργούν όπως πρώτα, μόλις αυτή παρέλθει. Οι ζημιές αυτές θα κοινωνικοποιηθούν μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, που προφανώς θα παρουσιάσει πολύ μεγαλύτερο έλλειμμα.
Συμμερίζομαι τις απόψεις τους, αλλά οφείλω να επισημάνω ότι δεν αναφέρουν τίποτα για τα γενναία μέτρα που πρέπει να ληφθούν επειγόντως για την άμεση ενίσχυση και θωράκιση των δημόσιων νοσοκομείων (υποδομές, υγειονομικό υλικό, ανθρώπινο δυναμικό). Προφανώς από τα μέτρα αυτά θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η έκβαση της μάχης κατά του κορωνοϊού. Όσο πιο γενναία και σωστά είναι και όσο πιο γρήγορα ληφθούν τόσο γρηγορότερα και με λιγότερα θύματα θα λήξει η υγειονομική κρίση. Νομίζω ότι το άρθρο δεν κάνει αναφορά στα μέτρα αυτά όχι γιατί δεν τα θεωρεί αναγκαία, αλλά επειδή δεν εμπίπτουν στο συγκεκριμένο και αυστηρά οριοθετημένο θέμα που πραγματεύεται.
Αν όμως λάβουμε υπόψη τις επιπρόσθετες αυτές δαπάνες, τότε το δημοσιονομικό κόστος γίνεται πολύ μεγαλύτερο και εκ των πραγμάτων τίθεται το κρίσιμο ερώτημα του τρόπου χρηματοδότησής του. Οι αρθρογράφοι υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση των ΗΠΑ το σχετικό δημοσιονομικό κόστος μπορεί να καλυφθεί με δημόσιο δανεισμό. Πόσες όμως χώρες διαθέτουν σήμερα τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για να δανειστούν σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Οι περισσότερες χώρες είναι υπερχρεωμένες, για τον απλούστατο λόγο ότι χρειάστηκε να δαπανήσουν τεράστια ποσά για να διασώσουν τις τράπεζές τους κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας πιστωτικής κρίσης του 2008. Η περίπτωση της Ιταλίας, που έχει υποστεί το ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία, είναι χαρακτηριστική. Έχει ήδη δημόσιο χρέος 135% του ΑΕΠ. Με τις επείγουσες ανάγκες που έχει, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού της θα αυξηθεί δραματικά. Αν το έλλειμμα αυτό χρηματοδοτηθεί με νέα δάνεια, τότε το δημόσιο χρέος της θα εκτοξευτεί στα επίπεδα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Και δεδομένου ότι το χρέος αυτό δεν θα έχει την εγγύηση της ΕΕ (η Γερμανία απορρίπτει τα ευρωομόλογα), τα επιτόκια δανεισμού της μετά την κρίση θα γίνουν απαγορευτικά.
Υπάρχει ένα όπλο που μπορεί να αποτρέψει την περαιτέρω αύξηση του χρέους των ήδη υπερχρεωμένων χωρών του πλανήτη (που είναι και οι περισσότερες). Είναι το μόνο όπλο που οι κεντρικές τράπεζες δεν χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, αν και είχε μπει στο τραπέζι. Το όπλο αυτό είναι η «νομισματική χρηματοδότηση» («monetary financing») των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού κατ’ ευθείαν από την κεντρική τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή γίνεται ώσμωση, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική γίνονται ένα. Πιο συγκεκριμένα η νομισματική πολιτική μετατρέπεται σε χρηματοδοτικό βραχίονα της δημοσιονομικής πολιτικής, της πολιτικής του προϋπολογισμού και έτσι δεν χρειάζεται οι κυβερνήσεις να καταφύγουν στις διεθνείς αγορές για να δανειστούν. Οι διεθνείς αγορές περιθωριοποιούνται και τη σκυτάλη παίρνουν οι κεντρικές τράπεζες, που εκ του νόμου είναι αυτές που έχουν το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χαρτονομισμάτων.
Προφανώς πρόκειται για έναν μηχανισμό εκτάκτου ανάγκης και είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό «μπαζούκας», «υπερόπλο» κτλ. Κατά κοινή ομολογία όμως η κορωνοπανδημία είναι ένας ιδιότυπος πόλεμος και στον πόλεμο η οικονομία υπακούει σε διαφορετικές αρχές, γίνεται οικονομία πολέμου. Άμεσος στόχος είναι η προστασία και η κινητοποίηση πραγματικών οικονομικών πόρων, που είναι απαραίτητοι για τη διεξαγωγή της μάχης. Τα χρήματα είναι το αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μπορούν άνετα να τα διαθέσουν, τουλάχιστον όσο διαρκεί ο πόλεμος. Η εκτίμηση που διατυπώνω την τελευταία δεκαετία στην αρθρογραφία μου, αλλά και εδώ στον Διάλογο, είναι ότι οι κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών (ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Ιαπωνία, Μεγάλη Βρετανία κτλ.) θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να καταφύγουν στο όπλο αυτό σε περίπτωση που ξεσπάσει νέα κρίση ανάλογη με εκείνη του 2008. Η σημερινή ιδιότυπη κρίση είναι πιο περίπλοκη και η αντιμετώπισή της ιδιαίτερα δύσκολη. Αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά και έγκαιρα κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε Μεγάλη Ύφεση (Great Depression), χειρότερη ίσως κι από εκείνη της περιόδου 1929-1933.
Ιδιαίτερα για την ευρωζώνη το πρόβλημα είναι υπαρξιακό. Κι αν κρίνω από τη στάση της Γερμανίας και των πλούσιων συνοδοιπόρων της στο θέμα του ευρωομολόγου, οι οιωνοί δεν θα μπορούσε να είναι χειρότεροι. Προς το παρόν παρατηρούμε μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα κτλ.) να παίρνουν μέτρα σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η ΕΕ και η ΕΚΤ είναι ουσιαστικά απούσες. Οπότε δικαιολογημένα αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της ΕΚΤ αν δεν παρεμβαίνει αποφασιστικά σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις. Για μια ακόμη φορά οι χώρες της ευρωζώνης είναι εγκλωβισμένες και αβοήθητες. Το «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί» («whatever it takes») του Ντράγκι, που επανέλαβε η Λαγκάρντ, δηλ. η «ποσοτική χαλάρωση» δεν αρκεί. Είμαστε σε πόλεμο και για να τον κερδίσουμε θα πρέπει η ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο που διαθέτει και δεν το έχει χρησιμοποιήσει: την άμεση νομισματική χρηματοδότηση των μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων που προκαλεί ο κορωνοϊός.
Γιώργος Δουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολτικής Οικονομίας
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών
ΥΓ. Ο ένας από τους δύο συγγραφείς του άρθρου που μετέφρασα ειδικά για τους αναγνώστες του Διαλόγου, ο Γαλλοϊσπανός καθηγητής του Μπέρκλεϊ Εμάνιουελ Σάεζ, είναι στενός συνεργάτης του σημερινού σούπερ σταρ της οικονομικής επιστήμης Θωμά Πικετί. Άρα είναι κι αυτός σοσιαλδημοκράτης κλασικού τύπου, που ενστερνίζεται τον φιλολαϊκό χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας και δεν έχει καμία σχέση με πολλούς μεταλλαγμένους σοσιαλδημοκράτες, που ενέδωσαν στις σειρήνες του καταρρέοντος σήμερα αγοραίου (νεο)φιλελευθερισμού.
Πηγή: Ηλεκτρονικός Διάλογος Καθηγητών ΑΠΘ
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε