«Και στο 1% το επιτόκιο της ΕΚΤ, αν χρειαστεί»
Στον ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
Η τωρινή κρίση είναι χειρότερη από εκείνη του 1929, αλλά δεν έχει φανεί, λόγω της άμεσης αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών και αργότερα των κυβερνήσεων, τονίζει ο διάσημος καθηγητής διεθνών οικονομικών του Graduate Institute της Γενεύης Charles Wyplosz.
|
Ο ίδιος προειδοποιεί ότι οι εγγυήσεις του ελληνικού κράτους προς τις τράπεζες για έκδοση μεσοπρόθεσμων ομολόγων ίσως δεν κριθούν ικανοποιητικές από τις αγορές, αν το Δημόσιο δεν βγει να δανειστεί ένα ποσό που θα μπορεί να αποζημιώσει άμεσα τους επενδυτές σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής των ομολογιούχων από ελληνική τράπεζα.
«Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πόσο θα διαρκέσει η κρίση. Ομως, η τωρινή διεθνής χρηματοοικονομική κρίση είναι πιθανώς χειρότερη από εκείνη του 1929, αλλά, σ' αντίθεση με τότε, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες επενέβησαν γρήγορα, ρίχνοντας χρήμα στην αγορά και μειώνοντας τα επιτόκια, ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα ακολούθησαν οι κυβερνήσεις με τα προγράμματα διάσωσης» τονίζει Charles Wyplosz, σύμφωνα με τον οποίο η σημερινή κρίση έχει δύο φάσεις:
Η πρώτη φάση χαρακτηρίστηκε από την πιστωτική κρίση και την κατάρρευση μεγάλων τραπεζών και μάλλον «βαίνει προς ολοκλήρωση».
Η δεύτερη χαρακτηρίζεται από την αδυναμία των πραγματικών οικονομιών και η ευρωζώνη ίσως υστερεί χρονικά 6 με 12 μήνες σε σχέση με τις ΗΠΑ, απ' όπου ξεκίνησαν όλα. «Η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην ευρωζώνη μέχρι το καλοκαίρι οφειλόταν κυρίως στις επιπτώσεις από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και όχι στην εισαγόμενη πιστωτική ασφυξία από τις ΗΠΑ» προσθέτει. «Ομως, τώρα πλέον, η πραγματική οικονομία αισθάνεται το δάγκωμα της πιστωτικής ασφυξίας (credit crunch)».
Ερωτηθείς πώς κρίνει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μέχρι στιγμής, ο κ. Wyplosz ανέφερε ότι «έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στην ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς σε ρευστότητα και στα επιτόκια μέχρι τον περασμένο Ιούλιο που δεν κατανοώ γιατί τα ανέβασε».
Ο γνωστός καθηγητής μακροοικονομικών πιστεύει ότι η μείωση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα πριν από λίγον καιρό είναι ανεπαρκής, με δεδομένες τις οικονομικές συνθήκες, και αναρωτιέται γιατί πρέπει η ΕΚΤ να περιμένει αφού μια νέα μείωση επιτοκίων είναι αναγκαία.
Ερωτηθείς μέχρι ποιο επίπεδο θα μπορούσε να μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, απάντησε ότι «εξαρτάται από το πόσο γρήγορα η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος θα εξομαλυνθεί», προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να μειωθεί στο 1% αν αυτό βοηθούσε επίσης στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά.
Ομως, ο καθηγητής Wyplosz δεν πιστεύει τόσο πολύ στην ικανότητα της νομισματικής πολιτικής να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Αντίθετα, πιστεύει πολύ στις δυνατότητες της δημοσιονομικής πολιτικής.
«Η δημοσιονομική πολιτική είναι το βασικό όργανο οικονομικής πολιτικής που διαθέτουμε και πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε όσο χρειάζεται, αν δεν θέλουμε μια δεύτερη Μεγάλη Υφεση όπως το 1930» τονίζει στην «Οικονομία».
Ο ίδιος, όντως ένας από τους πιο γνωστούς κατήγορους του Συμφώνου Σταθερότητας, δεν διστάζει να το χαρακτηρίσει «κακή ιδέα που, στις παρούσες συνθήκες, αποτελεί απίστευτα κακή ιδέα».
Ο κ. Wyplosz αναφέρει ότι οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ευρωζώνης πρέπει να εφαρμόσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης χωρίς τον κορσέ του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι χώρες πρέπει να έχουν στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου, π.χ. 10 χρόνια, και όχι τη διατήρηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
«Οσο λάθος ήταν να εμφανίζει η Ελλάδα μεγάλα ελλείμματα όταν η οικονομία της αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς άλλο τόσο λάθος είναι να της ζητηθεί τώρα, που ο ρυθμός ανάπτυξης υποχωρεί, να κρατήσει το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ» παρατηρεί.
Σύμφωνα με τον γάλλο καθηγητή, το Σύμφωνο Σταθερότητας εφαρμόζει τον ίδιο κανόνα στην Ελλάδα, που έχει υψηλό δημόσιο χρέος, και στο Λουξεμβούργο, του οποίου το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ.
«Ποιο είναι το πρόβλημα αν το Λουξεμβούργο έχει δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με το 10% του ΑΕΠ μια χρονιά που το χρειάζεται;» συμπληρώνει.
Τι θα συμβεί όμως αν μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος δεν μπορεί να δανειστεί τα ποσά που θέλει; ρωτήθηκε.
«Είναι ένα ακραίο σενάριο και δεν το πιστεύω. Από την άλλη πλευρά, όμως, ποτέ δεν πίστευα ότι θα έβλεπα ορισμένα πράγματα που έχω δει τον τελευταίο χρόνο. Αν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δανειστούν, τότε μιλάμε για 1929, για πυρηνική καταστροφή» συμπλήρωσε.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - 23/11/2008
Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε