Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Εχει μέλλον ο καπιταλισμός; από το «Το Βήμα» οι απόψεις διαπρεπών οικονομολόγων ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΦΕΛΠΣ, ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ, ΚΕΝΕΘ ΡΟΓΚΟΦ , ΠΙΤΕΡ ΣΙΝΓΚΕΡ , ΤΖΟΡΤΖ ΣΟΡΟΣ , ΝΟΥΡΙΕΛ ΡΟΥΜΠΙΝΙ

Εχει μέλλον ο καπιταλισμός;

Οι παγκόσμιες οικονομικές αγορές βίωσαν το 2008 τη χειρότερη κρίση μετά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ΄30. Τι μας περιμένει το 2009; Βιώνουμε το τέλος του καπιταλισμού; «Το Βήμα» δημοσιεύει κατ΄ αποκλειστικότητααπό το Ρroject Syndicate τις απόψεις διαπρεπώνοικονομολόγων και αναλυτών. Γράφουν:
Α. ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΦΕΛΠΣ:
Εχει μέλλον ο καπιταλισμός;
Β. ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ: Ο άχαρος θρίαμβος του σκεπτικιστή
Γ. ΚΕΝΕΘ ΡΟΓΚΟΦ: Τρενάκι του τρόμου στις ισοτιμίες
Δ. ΠΙΤΕΡ ΣΙΝΓΚΕΡ: Η μείωση της περιττής δυστυχίας
Ε. ΤΖΟΡΤΖ ΣΟΡΟΣ: Επανεξέταση της ρύθμισης των αγορών
Ζ. ΝΟΥΡΙΕΛ ΡΟΥΜΠΙΝΙ: Θα ανακάμψει η οικονομία το 2010;

Α.Εχει μέλλον ο καπιταλισμός;

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΦΕΛΠΣ: Εχει μέλλον ο καπιταλισμός;

Προς τα τέλη του 2008 πολλοί Ευρωπαίοι άρχισαν να μιλούν για το τέλος του καπιταλισμού. Ξεχνούν ότι ο καπιταλισμός στην Ευρώπη έχει ήδη υποχωρήσει μία φορά κάτω από το βάρος του κρατισμού και του κορπορατισμού τη δεκαετία του 1930 για να αναγεννηθεί σε ελάχιστες χώρες τη δεκαετία του 1980. Με αφορμή την τρέχουσα οικονομική κρίση πρέπει να αναρωτηθούμε αν το όφελος του καπιταλισμού (αν υπάρχει) υπερβαίνει το κόστος του. Παρ΄ ότι ο Μαρξ εξέφρασε τον θαυμασμό του προς αυτόν, τώρα θεωρείται ότι τα καλά του στοιχεία - η επιχειρηματικότητα- μπορούν να διοχετευθούν σε κάποιο άλλο σύστημα που δεν θα εμπεριέχει την καταστρεπτικότητα από την οποία χαρακτηρίζεται ο καπιταλισμός.

Το καπιταλιστικό σύστημα αρχικά εξυμνήθηκε επειδή ήταν «προοδευτικό», όπως το έθεσε ο Μαρξ. Από τη στιγμή που η παραγωγικότητα αυξήθηκε ποτέ δεν γνώρισε «πισωγύρισμα». Στην πραγματικότητα, με τη σταδιακή ανάδυση του οικονομικού καπιταλισμού, περί το 1820, η παραγωγικότητα εκτινάχθηκε στη μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη- Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία- και «επιτάχυνε» ακόμη περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα πενιχρά ιστορικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα για ανάλυση δείχνουν ότι γύρω στο 1820 οι μισθοί ακολούθησαν ανάλογη πορεία. Σήμερα μια σημαντική μερίδα αναλυτών αμφιβάλλει αν τα οφέλη από την ανάπτυξη της παραγωγικότητας που παρατηρείται σήμερα υπερβαίνουν τα τρομερά κόστη που θεωρούνται πλέον δεδομένα. Αλλά βάσει του συλλογισμού και της εμπειρίας μου, αυτή η υπόθεση παρ΄ όλο που είναι της «μόδας» δεν μπορεί να σταθεί.

Πρώτον, οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι καπιταλισμός είναι η «ελεύθερη αγορά»- το laissez-faire. Αλλά ο καπιταλισμός σημαίνει άνοιγμα στην «εκ των κάτω» καινοτομία. Ο καπιταλισμός αυτός καθεαυτός δεν απειλεί τα προνόμια του κράτους Πρόνοιας. Αυτή η υπόθεση απορρίπτει ακόμη και τα πλέον εμφανή οφέλη του καπιταλιστικού συστήματος. Αναγνωρίζω ότι οι μισθοί των πιο καλοπληρωμένων φίλων μου είναι τόσο υψηλοί που θεωρητικά μπορούν να καλύψουν όλες τις μελλοντικές ανάγκες τους. Αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας σχεδόν πάντα συνοδεύεται από αυξήσεις στους μισθούς σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Και οι αυξήσεις των γενικών απολαβών έχουν τεράστια κοινωνική αξίαεπιτρέπουν στους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την ανιαρή, κουραστική ή επαχθή εργασία χάριν μιας ενδιαφέρουσας, ευχάριστης και πνευματικά απαιτητικής εργασίας. Τα «σκοτεινά, σατανικά εργοστάσια» της εποχής του Μαρξ έχουν εκλείψει εξαιτίας της αυξημένης παραγωγικότητας και όχι εξαιτίας του κρατικού ελέγχου.

Ακόμη μία δυσκολία αυτής της υπόθεσης είναι ότι η πλειονότητα των υποτιθέμενων μειονεκτημάτων του καπιταλισμού είναι απατηλά ή επινοημένα. Η ιδέα ότι ένας «καλολαδωμένος» καπιταλισμός κινείται προς μια ελλιπή

αγορά εργασίας, οδηγώντας σε υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και χαμηλότερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Αντιθέτως, οι καινοτομίες που πυροδοτούνται και διευκολύνονται από τον καπιταλισμό δημιουργούν θέσεις εργασίας· σε νέες εταιρείες που αναπτύσσουν νέες ιδέες, στο μάρκετινγκ και σε διευθύνσεις που καλούνται να συμβαδίσουν με τα νέα μέσα και μορφές οργάνωσης.

Η ιδέα ότι οι καθημερινοί άνθρωποι είναι εξαγριωμένοι με τη σκέψη ότι άλλοι άνθρωποι απολαμβάνουν τεράστιο μερίδιο στον πλούτο, που καλλιεργείται από ορισμένους κύκλους, επίσης είναι ατεκμηρίωτη. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αρκετά πρακτικοί για να καταλάβουν ότι όταν για παράδειγμα πηγαίνουν για ιατρικές εξετάσεις, αυτό που έχει σημασία είναι αν το νοσοκομείο διαθέτει το κατάλληλο διαγνωστικό μηχάνημα και όχι αν κάπου αλλού υπάρχει ένα καλύτερο μηχάνημα για κάποιους άλλους.

Είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί ρήξη και αβεβαιότητα. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέψουμε την άλλη πλευρά του νομίσματος. Ο καπιταλισμός είναι μοναδικός στο να κινητοποιεί τους επιχειρηματίες, να τους κάνει να επινοούν νέες ιδέες, να τις εφαρμόζουν στην αγορά και να δημιουργούν ενθουσιασμό στους καταναλωτές. Το σημαντικότερο επίτευγμα του καπιταλισμού είναι ίσως ότι μετέτρεψε τον χώρο εργασίας από χώρο ρουτίνας και πλήξης σε χώρο αλλαγής, πνευματικής ανάτασης, πρόκλησης, εξερεύνησης, ενίοτε και ανακάλυψης. Πράγματι, η αλυσίδα συναρμολόγησης υπήρξε χαρακτηριστικό του καπιταλισμού από την αρχή της ιστορίας του. Η κομμουνιστική Ρωσία και η σοσιαλιστική Ευρώπη δεν θα άντεχαν χωρίς την αλυσίδα συναρμολόγησης. Και χάριν της αύξησης της παραγωγικότητας όλο και μεγαλύτερος αριθμός θέσεων εργασίας βρίσκονται εκτός των εργοστασίων και των αγροκτημάτων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Ευρώπη, από τη Βιέννη ως το Βερολίνο και από το Παρίσι ως το Λονδίνο, ήδη πανηγύριζε για τη μεταμόρφωση της επιχειρηματικής ζωής. Φυσικά κατάλαβαν ότι αυτός ο ενθουσιασμός συνοδευόταν από έναν βαθμό αναστάτωσης και νευρικότητας. Αλλά λίγοι ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν την επιστροφή στην ηρεμία του παρελθόντος. Ωστόσο, η επιστροφή συντελέστηκε όταν οι αλλαγές του κρατισμού και του κορπορατισμού στους θεσμούς της οικονομίας κατέστειλαν την καινοτομία και τη φιλοδοξία, με αποτέλεσμα ο χώρος εργασίας να γίνει και πάλι τόσο ανιαρός όσο στο παρελθόν. Σήμερα εξειδικευμένοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε την επιχειρηματικότητα, αλλά με έναν τρόπο που να την προσαρμόζει σε ένα νέο οικονομικό σύστημα, προσανατολισμένο στην κοινωνική επένδυση- την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, την ανάπτυξη ενεργειακών αποθεμάτων κ.ο.κ. Το πρόβλημα του συγκεκριμένου συλλογισμού είναι ότι θα γραφειοκρατικοποιήσει την οικονομία, θα εναποθέσει μεγάλος μέρος των δαπανών σε κυβερνητικές υπηρεσίες και θα οδηγήσει πολλές εταιρείες σε κρατικά συμβόλαια.

Από μόνο του αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Αλλά θα γίνει αν καταπνίξει την ικανότητα των ατόμων να προχωρούν σε καινοτομίες για μια ανοιχτή αγορά. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1930 όταν οι γραφειοκρατικοποιημένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης χαρακτηρίζονταν από μεγάλη έλλειψη καινοτομίας σε σχέση με την απογραφειοκρατικοποιημένη οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ετσι, ενώ το 2008 υπήρξε ένα κρίσιμο έτος για την παγκόσμια οικονομία, είμαι βέβαιος ότι οι χώρες που εκτιμούν την καινοτομία θα πρέπει να διατηρήσουν το καπιταλιστικό σύστημα.

* Ο κ. Εdmund S. Ρhelps είναι διευθυντής του Κέντρου για τον Καπιταλισμό και την Κοινωνία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, βραβευμένος με το Νομπέλ Οικονομίας το 2006.

Β. ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Ο άχαρος θρίαμβος του σκεπτικιστή

Joseph E.Stiglitz

Eδώ και χρόνια έχω προβλέψει ότι η έκρηξη της στεγαστικής φούσκας της Αμερικής- η οποία ξεκίνησε στις αρχές αυτής της δεκαετίας, υποστηριζόμενη από το κύμα ρευστότητας και την έλλειψη ελέγχου- ήταν ζήτημα χρόνου. Οσο μεγάλωνε η φούσκα ακόμα τόσο ισχυρότερη θα ήταν η έκρηξη και τόσο μεγαλύτερη (και περισσότερο παγκόσμια) η επακόλουθη ύφεση. Οι οικονομολόγοι είναι καλοί στο να αναγνωρίζουν υπόγεια ρεύματα, αλλά δεν είναι καλοί στον συγχρονισμό. Η Αμερική βρίσκεται ακόμη σε καθοδική πορεία προς το 2009 - με σοβαρές συνέπειες για ολόκληρο τον κόσμο. Επί παραδείγματι, με τα φορολογικά έσοδα να κατρακυλούν, η ομοσπονδιακή και οι τοπικές κυβερνήσεις θα περικόψουν τις δαπάνες τους. Οι αμερικανικές εξαγωγές θα περιορισθούν. Η αγοραστική δύναμη, επίσης. Η πτωτική τάση των τιμών των ακινήτων και του χρηματιστηρίου επέφερε μείωση του πλούτου. Επιπλέον οι περισσότεροι Αμερικανοί ακολουθούσαν έναν τρόπο ζωής που ξεπερνούσε τις δυνατότητές τους, υποθηκεύοντας τα σπίτια τους. Το παιχνίδι έχει αρχίσει.

Η Αμερική θα αντιμετώπιζε αυτά τα προβλήματα ακόμη και αν δεν βίωνε παράλληλα οικονομική κρίση. Η οικονομία της χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη μόχλευση - τώρα ακολουθεί η οδυνηρή διαδικασία της απομόχλευσης. Η υπερβολική μόχλευση σε συνδυασμό με τον «κακό» δανεισμό και τα ριψοκίνδυνα παράγωγα προκάλεσε «πάγωμα» των αγορών. Εξάλλου όταν οι τράπεζες δεν γνωρίζουν τους δικούς τους ισολογισμούς δεν πρόκειται να εμπιστευθούν των άλλων.

Η κυβέρνηση Μπους δεν διέκρινε τα επικείμενα προβλήματα, ενώ όταν αυτά ήταν πλέον ορατά αρνήθηκε την ύπαρξή τους. Μετά υποβάθμισε τη σημασία τους και τελικά πανικοβλήθηκε. Με τις οδηγίες ενός εκ των αρχιτεκτόνων του προβλήματος, του Χανκ Πόλσον, ο οποίος υποστήριξε την περιορισμένης μορφής κρατική παρέμβαση και επέτρεψε ακόμη μεγαλύτερη μόχλευση εκ μέρους των τραπεζών, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση άλλαζε συνεχώς την πολιτική της. Κάθε στρατηγική υποστηριζόταν με θέρμη προτού εγκαταλειφθεί για κάποια άλλη. Ακόμη και αν η εμπιστοσύνη ήταν το μόνο που είχε σημασία, η οικονομία θα είχε βουλιάξει.

Επιπροσθέτως όποια μέτρα ελήφθησαν είχαν ως στόχο την ανόρθωση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Ωστόσο η κρίση του εν λόγω συστήματος είναι μόνο μια από τις σοβαρές κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα: το βαθύτερο μακροοικονομικό πρόβλημα επιδεινώθηκε από την κακή οικονομική κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Οσοι θα ξόδευαν δεν έχουν χρήματα και όσοι έχουν χρήματα δεν ξοδεύουν.

Η Αμερική και ο κόσμος αντιμετωπίζει τεράστιο δομικό πρόβλημα, όχι πολύ διαφορετικό από εκείνο των αρχών του περασμένου αιώνα, όταν η παραγωγικότητα στον αγροτικό τομέα αυξήθηκε ταχέως ενώ όλο και μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού μπορούσε να βρει δουλειά εκεί. Σήμερα η αύξηση της παραγωγικότητας στον βιομηχανικό τομέα είναι πολύ πιο εντυπωσιακή από την αντίστοιχη στον αγροτικό τομέα πριν από έναν αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι οι προσαρμογές που πρέπει να γίνουν είναι ακόμη μεγαλύτερες.

Μόλις πριν από λίγο καιρό γινόταν συζήτηση για τους κινδύνους μιας τυχόν άτακτης διόρθωσης των τεράστιων ανισορροπιών της παγκόσμιας οικονομίας. Τώρα παρακολουθούμε μέρος αυτής της διόρθωσης. Αλλά υπάρχουν δομικές αλλαγές στις παγκόσμιες ισορροπίες της οικονομικής ισχύος: τα τεράστια ποσά ρευστού χρήματος για τη διάσωση του κόσμου παραμένουν στην Ασία και στη Μέση Ανατολή και όχι στη Δύση. Οι παγκόσμιοι θεσμοί δεν αντικατοπτρίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα.

Παγκοσμιοποίηση σημαίνει διαρκής αύξηση της αλληλεξάρτησης. Δεν νοείται ύφεση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου χωρίς παγκόσμιο αντίκτυπο. Εδώ και καιρό υποστηρίζω ότι η ιδέα της «αποσύνδεσης» (decoupling) είναι μύθος: τα σημερινά στοιχεία το τεκμηριώνουν. Η Αμερική δεν εξήγαγε μόνο την ύφεσή της αλλά και την αποτυχημένη μη παρεμβατική φιλοσοφία της και τα τοξικά στεγαστικά δάνειά της. Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί στην Ευρώπη και αλλού τώρα αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου επωφελήθηκαν από την τελευταία ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Τώρα αυτή η κατάσταση αντιστρέφεται- το χρήμα ρέει από τις φτωχές και διευθυνόμενες οικονομίες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, την πηγή των παγκόσμιων προβλημάτων.

Ο λόγος της απαρίθμησης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κόσμος γίνεται για να επισημάνουμε ότι ακόμη και αν ο Ομπάμα και άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες δράσουν ορθά, η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία θα περάσει δύσκολη περίοδο. Το ερώτημα δεν αφορά μόνο τη διάρκεια της ύφεσης αλλά και τη μορφή της οικονομίας όταν ανακάμψει.

Θα επιστρέψει η ταχεία ανάπτυξη ή θα έχουμε «αναιμική» αποκατάσταση της οικονομίας, όπως στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990; Αυτή τη στιγμή πιστεύω πως θα συμβεί το δεύτερο, ειδικά αφού το τεράστιο χρέος θα αμβλύνει τον ενθουσιασμό της «τόνωσης» που απαιτεί η οικονομία. Χωρίς την ύπαρξη επαρκούς προγράμματος τόνωσης, θα καταστούμε μάρτυρες ενός δυσοίωνου σπειράλ: αδύναμη οικονομία σημαίνει περισσότερες χρεοκοπίες, γεγονός που θα βυθίσει τις χρηματιστηριακές τιμές, θα εκτινάξει τα επιτόκια, θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των

καταναλωτών και θα αποδυναμώσει τις τράπεζες. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις θα γνωρίσουν νέα ύφεση.

Είναι αξιοσημείωτο το πώς ενώ οι επενδυτές της Γουόλ Στριτ απέδειξαν την ανικανότητά τους απολαμβάνουν ακόμη τον σεβασμό ορισμένων «κύκλων». Οι επενδυτές θα συστήσουν σύνεση: ας δούμε προς τα πού θα κινηθεί η οικονομία, και αν χρειαστεί επιπλέον χρήματα, της τα δίνουμε. Μια εταιρεία όμως που έχει χρεοκοπήσει δεν επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση απλώς με αλλαγή πορείας. Η ζημία είναι μακροπρόθεσμη. Αν ο Ομπάμα ακολουθήσει το ένστικτό του, εστιάσει την προσοχή του στη «Μέιν Στριτ» και όχι στη Γουόλ Στριτ και επιδείξει σθένος, τότε υπάρχει περίπτωση η οικονομία να ανακάμψει. Αν όχι, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την Αμερική και τον κόσμο είναι δυσοίωνες.

* Ο κ. Joseph Ε. Stiglitz είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια,βραβευμένος με το Νομπέλ Οικονομίας το 2001.

Γ. ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Τρενάκι του τρόμου στις ισοτιμίες

Κenneth Rogoff

Tο 2008 ήταν μια εξαιρετικά ταραγμένη χρονιά για τις ισοτιμίες. Το αμερικανικό δολάριο εκτινάχτηκε, το ιαπωνικό γεν μπήκε σε τροχιά, το ευρώ έπεσε στη γη και η στερλίνα κατέρρευσε, δημιουργώντας έναν τεράστιο κρατήρα. Τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών σφυροκοπήθηκαν, καθώς και τα λεγόμενα νομίσματα προϊόντων (commodity currencies), όπως το καναδικό, το αυστραλιανό και το νεοζηλανδικό δολάριο και το νοτιοαφρικανικό ραντ. Πράγματι, τα νομίσματα των χωρών που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές διαπραγματεύσιμων εμπορευμάτων υπέφεραν.

Τι θα φέρει λοιπόν ο καινούργιος χρόνος στις ισοτιμίες των νομισμάτων;

Ενώ η μοναδική ασφαλής πρόβλεψη είναι η συνεχιζόμενη αστάθεια, βρισκόμαστε στην ασυνήθιστη συγκυρία στην οποία οι βραχυπρόθεσμες και οι μακροπρόθεσμες τάσεις μοιάζουν να είναι πολύ διαφορετικές. Σε βραχυπρόθεσμη βάση το γεν και το δολάριο εξακολουθούν να επωφελούνται από την τάση των πανικόβλητων επενδυτών να καταφεύγουν σε ένα ασφαλές νόμισμα για να κρυφτούν. Το γεν και το δολάριο επίσης ενισχύονται καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να ρίχνουν τα επιτόκια προς το μηδέν, ένα έδαφος που το γνωρίζουν καλά. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία δεν πρόκειται σύντομα να ανεβάσουν τα επιτόκιά τους, οι χαμηλότερες ξένες ισοτιμίες καθιστούν το δολάριο και το γεν σχετικά πιο ελκυστικά. Οι τιμές των εμπορευμάτων θα συνεχίσουν να είναι ευμετάβλητες, παρασύροντας προς τα κάτω τα νομίσματα των χωρών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές και ενισχύοντας ειδικά το γεν, καθώς η φτωχή σε πρώτες ύλες Ιαπωνία εξαρτάται από τις εισαγωγές εμπορευμάτων. Υπό ομαλές συνθήκες, οι βραχυπρόθεσμες και οι μακροπρόθεσμες τάσεις στις ισοτιμίες δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Πράγματι, από ενδελεχή έρευνα προκύπτει ότι για τα μεγαλύτερα ξένα νομίσματα η καλύτερη πρόβλεψη για την ισοτιμία της ερχόμενης εβδομάδας, την ισοτιμία του ερχόμενου μήνα ή ακόμη και την ισοτιμία του επόμενου χρόνου είναι απλούστατα η σημερινή ισοτιμία. Οι καιροί δεν είναι όμως φυσιολογικοί. Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση ασκεί σταθερά ανοδικές πιέσεις στο δολάριο επειδή διατηρεί το καθεστώς του ασφαλούς καταφυγίου. Οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων κατακρημνίζονται σε νέα βάθη.

Ωστόσο η οικονομική κρίση θα τελειώσει κάποια στιγμή, όπως επίσης και η παγκόσμια ύφεση. Καμία από τις δύο δεν θα τελειώσει σύντομα, ας το έχετε αυτό υπόψη- ίσως ούτε για τους επόμενους επτά ή οκτώ μήνες, μπορεί και περισσότερο. Οταν όμως επανέλθουν οι φυσιολογικοί ρυθμοί ανάπτυξης, θα εξαφανιστούν οι τελευταίες τάσεις που ενισχύουν το δολάριο και το γεν. Οι διεθνείς επενδυτές θα είναι ίσως ευγνώμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες για την επιθετική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική τους, που θα επιταχυνθεί με την ανάληψη της ηγεσίας από τον Μπαράκ Ομπάμα στις 20 Ιανουαρίου. Οι επενδυτές θα συνεχίσουν όμως να ανησυχούν για το τι θα συμβεί όταν έρθει ο λογαριασμός. Πολλές αναδυόμενες αγορές θα θελήσουν επίσης να εφαρμόσουν αντίστροφη μακροοικονομική πολιτική, αλλά τους περιορίζουν οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και ο φόβος για έναν ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Η δημοσιονομική πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών υπόκειται στους περιορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική είναι περισσότερο μονομερής ως προς τη σταθερότητα των τιμών.

Είναι αλήθεια ότι η Κίνα με τα απέραντα αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα έχει τα απαιτούμενα χρήματα για να δαπανήσει όσα θέλει σε μέτρα αντίστροφης μακροοικονομικής πολιτικής. Αλλά οι ηγέτες της Κίνας γνωρίζουν ότι το ιδιαίτερα πιεσμένο τραπεζικό τους σύστημα είναι ευάλωτο, καθώς η χώρα τους προωθεί μέτρα απελευθέρωσης της αγοράς, και ότι τα αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα ενδέχεται να χρειαστούν για επανακεφαλαιοποίηση. Τοιουτοτρόπως,

καμία άλλη χώρα δεν θα δείξει τόσο επεκτατικές τάσεις όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Για την ώρα οι διεθνείς επενδυτές δεν μπορούν να πάρουν αρκετά ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, όπως φαίνεται από τα επιτόκια των βραχυπρόθεσμων αμερικανικών τίτλων που καταρρέουν. Ενα μεγάλο τμήμα αυτής της ζήτησης οφείλεται στον φόβο από την κρίση. Καθώς οι αγορές ομαλοποιούνται οι επενδυτές θα κοιτάξουν γύρω τους και θα συνειδητοποιήσουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυξήσει υπέρμετρα το χρέος τους στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την κρίση, πιθανότατα κατά αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια. Την ίδια στιγμή οι σημερινές πτωτικές τιμές (ή «αποπληθωρισμός») θα πάρουν τη μορφή πληθωρισμού, καθώς η νομισματική χαλάρωση επηρεάζει τη σταθερότητα των τιμών.

Ομολογουμένως κάποιες από τις κινήσεις των μεγάλων νομισμάτων τον περασμένο χρόνο μπορούν να θεωρηθούν εξομαλυντικές. Επί τη βάσει της αγοραστικής δύναμης (ένας χοντρικός υπολογισμός για το τι μπορούν να αγοράσουν διάφορα νομίσματα από πραγματικά αγαθά) το ευρώ ήταν υπέρμετρα υπερτιμημένο στην ισοτιμία του 1,60 δολαρίου, την ώρα που το γεν ήταν βαθύτατα υποτιμημένο με την ισοτιμία των 120 προς 1 δολάριο. Τα νομίσματα των χωρών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές εμπορικών προϊόντων έπρεπε να πέσουν από τα δυσθεώρητα ύψη που είχαν ανέβει. Οι νομισματικές ευθυγραμμίσεις της περασμένης χρονιάς έφεραν σε καλύτερη ισορροπία τα επίπεδα των εγχώριων τιμών και τις ισοτιμίες. Αλλά οι ισοτιμίες των χωρών με τις αναδυόμενες αγορές και ακόμη περισσότερο οι ισοτιμίες των νομισμάτων που βασίζονται σε προϊόντα έχουν ξεπεράσει τα όρια.

Μακροπρόθεσμα η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική σύγκλιση θα επανακάμψουν και τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών και των νομισμάτων που βασίζονται σε προϊόντα θα πρέπει να ενισχυθούν. Την ίδια ώρα η προοπτική ενός μεγαλύτερου πληθωρισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και της γιγάντωσης του αμερικανικού δημόσιου χρέους θα επηρεάσει το δολάριο, όπως συμβαίνει με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που εξακολουθεί να είναι ανησυχητικό. Οσον αφορά το γεν, και αυτό θα υποφέρει από τη συνεχιζόμενη άνοδο του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας, που είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Η συνεχιζόμενη αδυναμία της ιαπωνικής οικονομίας θα πλήξει τελικά το γεν. Αν η σημερινή συγκυρία των νομισματικών ισοτιμιών εκφράζεται με κάποιες υπερβολικές αποτιμήσεις του δολαρίου και του γεν, ειδικά απέναντι σε νομίσματα αναδυόμενων αγορών, πότε άραγε θα σταματήσει; Αυτό εξαρτάται από το πότε θα μετριαστεί η οικονομική κρίση. Πότε θα γίνει αυτό είναι δύσκολο να το προβλέψουμε. Πού θα πάει όμως; Κάποια στιγμή θα γίνει. Και μετά δείτε το δολάριο και το γεν να επανέρχονται.

* Ο κ. Κenneth Rogoff είναι καθηγητής Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και έχει διατελέσει chief economist στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Δ. ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Η μείωση της περιττής δυστυχίας

Peter Singer

H οικονομική κρίση που έπληξε τον κόσμο το 2008 οδήγησε πολλούς αναλυτές να αναρωτιούνται αν η φαινομενική ευημερία που προηγήθηκε ήταν αληθινή. Γνωρίζουμε ότι σε διαφορετικές χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων εκτινάχθηκε στα ύψη. Αλλά το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε και τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες τα εισοδήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων έμειναν στάσιμα. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την κρατική χρηματοδότηση των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, ακόμη και των αυτοκινητοβιομηχανιών. Αποτελεί αυτό άραγε απόδειξη ότι οι πολιτικοί φροντίζουν, ακόμη και σε δύσκολους καιρούς, η πλούσια ελίτ που τους υποστηρίζει να «τη βγάλει καθαρή»;

Ωστόσο, εκτιμώντας τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης, είναι λάθος να εστιάζουμε στο αν το χάσμα εισοδημάτων πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε ή μειώθηκε. Αν το εισόδημα ενός εργαζομένου αυξήθηκε από 300 σε 500 δολάρια ετησίως, αυτό είναι αρκετό για να τον βγάλει από την υπερβολική ανέχεια και να βελτιώσει τη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του. Αν την ίδια στιγμή το εισόδημα ενός ανθρώπου που κερδίζει εκατομμύρια αυξηθεί κατά 100.000 δολάρια, το εισοδηματικό χάσμα θα έχει διευρυνθεί. Αλλά από τη στιγμή που οι 100.000 δολάρια δεν προκαλούν μεγάλη διαφορά στον τρόπο διαβίωσης του πλουσίου, το χάσμα ευημερίας θα έχει μειωθεί.

Θεωρώ ότι ούτε στην ανισότητα πρέπει να εστιάζουμε. Αντιθέτως, πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στη μείωση της περιττής δυστυχίας. Επομένως η σωστή ερώτηση είναι: Η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών βελτίωσε τη θέση των φτωχών; Σε παγκόσμιο επίπεδο ναι. Το 1981 περίπου τέσσερις στους δέκα ανθρώπους στον πλανήτη ζούσαν σε συνθήκες που η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει ως έσχατη ένδεια. Σήμερα η αντίστοιχη αναλογία είναι ένας στους τέσσερις. Ακόμη και με απόλυτους όρους, παρά την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών ανθρώπων μειώθηκε από 1,9 δισ. σε 1,4 δισ. Υπήρξε μεγάλη μείωση της φτώχειας σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Εχει σημασία που λίγοι Ινδοί και Κινέζοι έγιναν δισεκατομμυριούχοι αν στην πορεία εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ξέφυγαν από την έσχατη ένδεια;

Ωστόσο οι προοπτικές για περαιτέρω μείωση της παγκόσμιας φτώχειας είναι δυσοίωνες. Αν η ύφεση στα αναπτυγμένα κράτη συνεχιστεί, πολλοί εργαζόμενοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Πολλές οικογένειες δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν τα δάνεια και χάνουν τα σπίτια τους. Ολα αυτά προκαλούν πραγματική δυστυχία. Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να ζουν με ένα βασικό επίπεδο άνεσης και ελπίζουν σε κάτι καλύτερο. Οταν αυτές οι προσδοκίες διαψεύδονται, είναι δύσκολο κάποιος να δεχθεί να ζήσει με λιγότερα από όσα είχε στο παρελθόν. Δημιουργείται ένα αίσθημα ντροπής και μειωμένης αυτοεκτίμησης. Εν τούτοις, οι φτωχοί στα βιομηχανικά κράτη θα παραμείνουν φτωχοί μόνο συγκριτικά με όσους βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 97% εκείνων που χαρακτηρίζονται φτωχοί διαθέτει έγχρωμη τηλεόραση και αυτοκίνητο. Οταν οι Αμερικανοί χάνουν τις δουλειές τους, ακόμη και

αν δεν έχουν καθόλου περιουσία, έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και κουπόνια φαγητού.

Η κατάσταση του 1,4 δισεκατομμυρίου που ζει σε συνθήκες έσχατης ένδειας είναι διαφορετική. Δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ούτε τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες τους. Αν η οικονομική ύφεση μειώσει τις εισαγωγές των αναπτυγμένων κρατών από τα αναπτυσσόμενα, ακόμη πιο πολλοί άνθρωποι σε αυτές τις χώρες θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν διαθέτουν κοινωνική ασφάλιση στην οποία μπορούν να στηριχθούν. Δεν θα μπορούν να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Οταν το εισόδημα των φτωχών μειώνεται, μία από τις ελάχιστες δαπάνες που μπορούν να περικόψουν είναι αυτή της μόρφωσης των παιδιών τους. Ακόμη και η βασική ιατρική περίθαλψη είναι πέρα από τις δυνατότητές τους.

Μερικοί θα θεωρήσουν ότι για αυτή την κατάσταση ευθύνεται η παγκοσμιοποίηση: αν οι φτωχοί δεν συνδέονταν με τους πλούσιους μέσω του εμπορίου, δεν θα επηρεάζονταν από την οικονομική ύφεση. Πράγματιπαράλληλα όμως δεν θα είχαν επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη που βοήθησε πολλούς να ξεφύγουν από την ανέχεια. Σε έναν κόσμο με διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό η αυτάρκεια δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες τι θα κάνουν τα πλούσια κράτη; Αν και σε αρκετές περιπτώσεις έχουν δεσμευθεί να αυξήσουν τη βοήθεια προς τις φτωχές χώρες, μπορεί με τη δικαιολογία της οικονομικής ύφεσης να υπαναχωρήσουν.

Ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προεκλογικά δεσμεύθηκε να διπλασιάσει την εξωτερική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και να την καταστήσει πιο αποτελεσματική. Οταν όμως ξέσπασε η οικονομική κρίση και το κόστος της «διάσωσης» έγινε αισθητό, υποδήλωσε ότι η υλοποίηση της εν λόγω δέσμευσης ενδεχομένως να καθυστερήσει. Ο λόγος που ένας υποψήφιος πρόεδρος εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας υποσχέθηκε κάτι τέτοιο είναι φυσικά κατανοητός. Ακόμη και με τον διπλασιασμό του, το ποσό της αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας δεν θα ξεπερνά τα 50 δισ. δολάρια τον χρόνο - ταπεινό, αν συγκριθεί με τα 685 δισ. δολάρια που δαπάνησαν οι ΗΠΑ για την άμυνα μέσα στο 2008. Αμφιβάλλω για το ότι 50 δισ. δολάρια από τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου θα μπορούσαν να κάνουν τον κόσμο περισσότερο ασφαλή από ό,τι ο διπλασιασμός της βοήθειας προς τα φτωχότερα κράτη. Για ένα τέτοιο βήμα δεν χρειάζεται να περιμένουμε την επιστροφή της ευημερίας.

* Ο κ. Ρeter Singer είναι καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.

Ε. ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Επανεξέταση της ρύθμισης των αγορών

George Soros

Bρισκόμαστε εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της κρίσης αυτής είναι ότι δεν προκλήθηκε από κάποιο εξωτερικό σοκ, όπως μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου από τον ΟΡΕC. Τη δημιούργησε το ίδιο το οικονομικό σύστημα.

Το γεγονός αυτό- ένα εγγενές ελάττωμα του συστήματος- διαψεύδει την ευρέως αποδεκτή θεωρία ότι οι οικονομικές αγορές τείνουν προς την ισορροπία και οι αποκλίσεις από την ισορροπία συμβαίνουν είτε με τυχαίο τρόπο είτε προκαλούνται από κάποιο αιφνιδιαστικό εξωτερικό γεγονός προς το οποίο οι αγορές δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Η παρούσα προσέγγιση της ρύθμισης της αγοράς βασίζεται στη θεωρία αυτή, αλλά η σοβαρότητα και το εύρος της κρίσης αποδεικνύουν πειστικά ότι υπάρχει κάτι θεμελιωδώς λάθος σε αυτήν. Εχω αναπτύξει μια εναλλακτική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι οι οικονομικές αγορές δεν αντικατοπτρίζουν σωστά τις υποβόσκουσες συνθήκες. Παρέχουν μια εικόνα που είναι πάντα προκατειλημμένη ή διαστρεβλωμένη με κάποιον τρόπο. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι διαστρεβλωμένες απόψεις που έχουν οι μετέχοντες στην αγορά και εκφράζονται στις τιμές της αγοράς μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να επηρεάσουν τα αποκαλούμενα βασικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζουν οι τιμές της αγοράς.

Αυτή τη διπλής κατεύθυνσης σχέση ανάμεσα στις τιμές της αγοράς και στην υποβόσκουσα πραγματικότητα την αποκαλώ «αντανακλαστικότητα». Θεωρώ ότι οι οικονομικές αγορές είναι πάντα αντανακλαστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να παρεκκλίνουν πολύ από την αποκαλούμενη ισορροπία. Με άλλα λόγια, οι οικονομικές αγορές είναι επιρρεπείς στο να παράγουν «φούσκες».

Η παρούσα κρίση γεννήθηκε στην αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου. Η αμερικανική στεγαστική «φούσκα» έσκασε λειτουργώντας σαν πυροκροτητής που πυροδότησε μια πολύ μεγαλύτερη σούπερ «φούσκα», η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1980, όταν ο δογματισμός της αγοράς έγινε η επικρατούσα αρχή. Η αρχή αυτή οδήγησε στην απελευθέρωση, στην παγκοσμιοποίηση και στις οικονομικές καινοτομίες που βασίστηκαν στη λανθασμένη υπόθεση ότι οι αγορές τείνουν προς την ισορροπία.

Το οικοδόμημα από τραπουλόχαρτα έχει πλέον καταρρεύσει. Με τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers τον Σεπτέμβριο του 2008 συνέβη το αδιανόητο: το οικονομικό σύστημα έπαθε καρδιακή προσβολή. Αμέσως τέθηκε σε τεχνητή αναπνοή: οι αρχές του ανεπτυγμένου κόσμου εγγυήθηκαν αποτελεσματικά ότι δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν άλλο σημαντικό θεσμό να καταρρεύσει.

Οι χώρες όμως στην περιφέρεια του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος δεν μπορούσαν να παράσχουν εξίσου αξιόπιστες εγγυήσεις. Αυτό επέσπευσε τη φυγή κεφαλαίων από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Ολα τα νομίσματα έπεσαν έναντι του δολαρίου και του γεν. Οι τιμές των αγαθών καταβαραθρώθηκαν και τα επιτόκια στις αναδυόμενες αγορές εκτινάχθηκαν στα ύψη. Ο αγώνας για τη σωτηρία του διεθνούς οικονομικού συστήματος συνεχίζεται. Ακόμη και αν στεφθεί με επιτυχία, οι καταναλωτές, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις υφίστανται μια τραυματική εμπειρία της οποίας ο πλήρης αντίκτυπος δεν έχει γίνει ακόμη αισθητός. Μια βαθιά κάμψη είναι αναπόφευκτη και δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα μιας ύφεσης.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;

Επειδή οι οικονομικές αγορές είναι επιρρεπείς στο να δημιουργούν «φούσκες» στα προϊόντα τους, εκείνοι που τις ρυθμίζουν οφείλουν να δεχθούν την ευθύνη ότι θα τις εμποδίζουν να γίνουν υπερβολικά μεγάλες. Ως σήμερα οι οικονομικές αρχές απέρριπταν κατηγορηματικά την ευθύνη αυτή.

Βεβαίως είναι αδύνατο να εμποδίσουμε τον σχηματισμό μιας «φούσκας», ωστόσο θα έπρεπε να είναι δυνατό να την κρατάμε εντός ανεκτών ορίων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει απλώς ελέγχοντας την προσφορά χρημάτων. Οι ρυθμιστές πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις πιστωτικές συνθήκες, διότι τα χρήματα και η πίστωση δεν κινούνται χέρι χέρι. Οι αγορές έχουν διαθέσεις και προκαταλήψεις οι οποίες πρέπει να αντισταθμίζονται. Για να ελέγξουμε την πίστωση ξέχωρα από τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε επιπλέον εργαλεία- ή, πιο σωστά, να τα επανενεργοποιήσουμε, δεδομένου ότι είχαν χρησιμοποιηθεί τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Αναφέρομαι στις ποικίλες απαιτήσεις περιθωρίου και στις ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαίου για τις τράπεζες.

Οι σημερινές εξελιγμένες οικονομικές δομές καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, τον υπολογισμό των απαιτήσεων για το

περιθώριο και το κεφάλαιο. Συνεπώς τα νέα οικονομικά προϊόντα πρέπει να καταγράφονται και να λαμβάνουν την έγκριση των κατάλληλων αρχών προτού τεθούν προς πώληση. Το αντιστάθμισμα της διάθεσης της αγοράς απαιτεί κρίση και επειδή οι ρυθμιστές είναι άνθρωποι, ενδέχεται να κάνουν λάθος. Εχουν όμως το πλεονέκτημα ότι βλέπουν τις αντιδράσεις της αγοράς, το οποίο τους επιτρέπει να διορθώνουν τα λάθη τους. Αν μια σύσφιγξη των απαιτήσεων για το περιθώριο και το ελάχιστο κεφάλαιο δεν ξεφουσκώσει τη «φούσκα», οι ρυθμιστές μπορούν να σφίξουν ακόμη περισσότερο. Η διαδικασία όμως δεν είναι αλάνθαστη, διότι και οι αγορές μπορεί να κάνουν λάθος. Η αναζήτηση της βέλτιστης ισορροπίας είναι μια αέναη διαδικασία δοκιμής και λάθους.

Το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού ανάμεσα στους ρυθμιστές και στους μετέχοντες στην αγορά είναι ήδη σε εξέλιξη, αλλά η πραγματική του φύση δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί. Ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ήταν ένα μετρ της χειραγώγησης με τις σιβυλλικές του δηλώσεις αλλά, αντί να παραδέχεται τι έκανε, παρίστανε ότι ήταν απλώς ένας παθητικός παρατηρητής. Γι΄ αυτό οι «φούσκες» των προϊόντων κατάφεραν να μεγαλώσουν τόσο πολύ στη διάρκεια της θητείας του. Επειδή οι οικονομικές αγορές είναι παγκόσμιες, οι ρυθμίσεις πρέπει επίσης να έχουν διεθνές πεδίο. Στην παρούσα κατάσταση το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχει ένα νέο σκοπό στη ζωή του: να προστατεύει τις χώρες της περιφέρειας από τις επιπτώσεις των καταιγίδων που δημιουργούνται στο κέντρο, κυρίως στις ΗΠΑ.

Ο αμερικανός καταναλωτής δεν μπορεί πια να λειτουργεί σαν την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας. Για να αποφευχθεί μια παγκόσμια ύφεση και άλλες χώρες πρέπει να κινητοποιήσουν την εσωτερική τους οικονομία. Ωστόσο οι χώρες της περιφέρειας χωρίς μεγάλο πλεόνασμα εξαγωγών δεν είναι σε θέση να υιοθετήσουν πολιτικές που πηγαίνουν κόντρα στον οικονομικό κύκλο. Το ΔΝΤ οφείλει να βρει τρόπους να χρηματοδοτήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό μπορεί να γίνει εν μέρει στρατεύοντας κρατικά επενδυτικά κεφάλαια και εν μέρει εκδίδοντας ειδικά δικαιώματα αναλήψεων, τα οποία θα εκχωρούν οι πλούσιες χώρες που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τα δικά τους δημοσιονομικά ελλείμματα προς τις φτωχότερες που δεν μπορούν.

Ενώ η διεθνής ρύθμιση πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να επιζήσει το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, οφείλουμε να προσέξουμε να μην πάμε υπερβολικά μακριά. Οι αγορές είναι ατελείς, αλλά οι ρυθμίσεις είναι ακόμη περισσότερο. Οι ρυθμιστές δεν είναι μόνο άνθρωποι, είναι και γραφειοκράτες, ενώ υπόκεινται και σε πολιτικές επιρροές. Οι ρυθμίσεις πρέπει να κρατηθούν στο αναγκαίο ελάχιστο για να διατηρηθεί η σταθερότητα.

* Οκ. George Soros είναιπρόεδροςτου Soros Fund Μanagement.

Ζ. ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ;

Θα ανακάμψει η οικονομία το 2010;

Vouriel Roubini

Οι διεθνείς αγορές βίωσαν το 2008 τη χειρότερη κρίση μετά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ΄30. Μεγάλα χρηματιστικά ιδρύματα κατέρρευσαν, άλλα εξαγοράστηκαν φθηνά ή επέζησαν μόνο κατόπιν σημαντικής κρατικής βοήθειας. Οι χρηματαγορές έπεσαν περισσότερο από 50%, τα επιτόκια εκτοξεύτηκαν στα ύψη, εμφανίστηκε μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και πίστωσης και πολλές αναδυόμενες οικονομίες προσέτρεξαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για βοήθεια.

Τι μας περιμένει λοιπόν το 2009; Τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας ή μπροστά μας; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να καταλάβουμε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένας φαύλος κύκλος οικονομικής συρρίκνωσης και επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών.

Οι ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα βιώσουν τη χειρότερη ύφεση εδώ και δεκαετίες, μια βαθιά και παρατεταμένη συστολή που θα διαρκέσει περίπου 24 μήνες, ως το τέλος του 2009. Επιπλέον, ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία θα συρρικνωθεί. Θα σημειωθεί ύφεση στην ευρωζώνη, στη Βρετανία, στην ηπειρωτική Ευρώπη, στον Καναδά, στην Ιαπωνία και στις άλλες προηγμένες οικονομίες. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να προσγειωθούν ανώμαλα οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς καθώς οι εμπορικές, οικονομικές και νομισματικές αλληλεπιδράσεις μεταφέρουν πραγματικά και οικονομικά σοκ προς αυτές.

Στις προηγμένες οικονομίες η ύφεση έφερε νωρίτερα μέσα στο 2008 φόβους για έναν στασιμοπληθωρισμό τύπου δεκαετίας του 1970 (συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και πληθωρισμού). Αλλά με τη συνολική ζήτηση να πέφτει χαμηλότερα από τη συνολική προσφορά, οι πεσμένες αγορές αγαθών θα οδηγήσουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό διότι η δύναμη τιμολόγησης των εταιρειών θα περιοριστεί. Ομοίως η αυξανόμενη ανεργία θα περιορίσει το κόστος της εργασίας και την αύξηση των μισθών. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με τις απότομα μειούμενες τιμές των αγαθών, θα κάνουν τον πληθωρισμό στις προηγμένες οικονομίες να φθάσει στα επίπεδα του 1%, αυξάνοντας τους φόβους για αποπληθωρισμό και όχι στασιμοπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός είναι επικίνδυνος διότι οδηγεί σε μια παγίδα ρευστότητας: οι ονομαστικές τιμές δεν μπορούν να πέσουν κάτω του μηδενός, γι΄ αυτό η νομισματική πολιτική γίνεται αναποτελεσματική. Οι μειούμενες τιμές σημαίνουν ότι το κόστος κεφαλαίου είναι υψηλό και η πραγματική αξία των ονομαστικών χρεών αυξάνεται, οδηγώντας σε περαιτέρω μειώσεις στην κατανάλωση και στις επενδύσεις- θέτοντας συνεπώς σε κίνηση έναν φαύλο κύκλο στον οποίο τα εισοδήματα και οι δουλειές συμπιέζονται ακόμη περισσότερο, επιδεινώνοντας τη μείωση της ζήτησης και των τιμών.

Καθώς η παραδοσιακή νομισματική πολιτική γίνεται αναποτελεσματική, άλλες ανορθόδοξες πολιτικές συνεχίζουν να εφαρμόζονται: πολιτικές για τη διάσωση των επενδυτών, των οικονομικών ιδρυμάτων και των δανειοληπτών· τεράστια παροχή ρευστού στις τράπεζες για να χαλαρώσει η πιστωτική κρίση· και ακόμη πιο ριζοσπαστικές δράσεις για να μειωθούν τα μακροχρόνια επιτόκια των κρατικών ομολόγων και να μειωθεί η απόκλιση ανάμεσα στα επιτόκια της αγοράς και των κρατικών ομολόγων.

Η σημερινή παγκόσμια κρίση πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση της αμερικανικής «φούσκας» των ακινήτων, αλλά δεν προκλήθηκε από αυτήν. Οι αμερικανικές πιστωτικές υπερβολές σημειώθηκαν στα στεγαστικά δάνεια, στα επαγγελματικά δάνεια, στις πιστωτικές κάρτες, στα δάνεια για αγορά αυτοκινήτου και στα φοιτητικά δάνεια. Σημειώθηκαν επίσης υπερβολές στα προϊόντα που μετέτρεψαν τα χρέη αυτά σε τοξικά οικονομικά παράγωγα, σε δανεισμό των τοπικών κυβερνήσεων, σε εξαγορές επιχειρήσεων χάρη στην κατοχή δανειακών εγγυήσεων που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν συμβεί, σε επιχειρηματικά ομόλογα που θα υποστούν τώρα τεράστιες ζημιές.

Οι παθολογικές αυτές καταστάσεις

δεν περιορίζονται μόνο στις ΗΠΑ. Θα υπάρξουν «φούσκες» ακινήτων και σε πολλές άλλες χώρες, τροφοδοτημένες από τον υπερβολικά φθηνό δανεισμό που δεν αντικατοπτρίζει το υποβόσκον ρίσκο. Υπήρξε επίσης μια «φούσκα» αγαθών και μια «φούσκα» επενδυτικών κεφαλαίων υψηλού ρίσκου. Τώρα παρακολουθούμε την διάλυση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, του συμπλέγματος από μη τραπεζικά οικονομικά ιδρύματα που έμοιαζαν με τράπεζες επειδή δανείζονταν βραχυχρόνια και σε ρευστό και επένδυαν σε πιο μακροχρόνιο επίπεδο και μη ρευστούς τρόπους.

Ως αποτέλεσμα η μεγαλύτερη «φούσκα» ενεργητικών και πιστώσεων στην ανθρώπινη ιστορία σκάει σήμερα και οι συνολικές πιστωτικές ζημιές ενδέχεται να φθάσουν τα 2 τρισ. δολάρια. Συνεπώς, αν οι κυβερνήσεις δεν αναχρηματοδοτήσουν γρήγορα τά οικονομικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η πιστωτική κρίση θα γίνει ακόμη πιο σοβαρή καθώς οι ζημιές θα συσσωρεύονται γρηγορότερα από την αναχρηματοδότηση και οι τράπεζες θα αναγκαστούν να περιορίσουν τις πιστώσεις και τον δανεισμό.

Οι τιμές των μετοχών και άλλων προϊόντων υψηλού ρίσκου έχουν καταβαραθρωθεί από την κορύφωσή τους στα τέλη του 2007, αλλά υπάρχει ακόμη σημαντικός κίνδυνος για καθίζηση. Εμφανίζεται όμως μια άποψη ότι οι τιμές πολλών προϊόντων υψηλού ρίσκου- περιλαμβανομένων των μετοχών- έχουν πέσει τόσο πολύ ώστε βρισκόμαστε στον πάτο και θα υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη.

Ωστόσο τα χειρότερα έπονται. Τους αμέσως επόμενους μήνες οι μακροοικονομικές ειδήσεις και οι αναφορές για απολαβές-κέρδη από όλον τον κόσμο θα είναι πολύ χειρότερες από όσο αναμένεται πιέζοντας ακόμη περισσότερο προς τα κάτω τις τιμές των προϊόντων υψηλού ρίσκου, διότι οι αναλυτές των μετοχών συνεχίζουν να παραπλανούν τον εαυτό τους ότι η οικονομική ύφεση θα είναι ήπια και σύντομη.

Αν και ο κίνδυνος για μια πλήρη συστημική οικονομική κατάρρευση έχει περιοριστεί από τις κινήσεις του G7 και άλλων οικονομιών προκειμένου να υποστηριχθούν τα οικονομικά τους συστήματα, παραμένουν σοβαρά ευάλωτα σημεία. Η πιστωτική κρίση θα επιδεινωθεί, οι εξαγορές επιχειρήσεων χάρη στην κατοχή δανειακών εγγυήσεων θα συνεχιστούν προκαλώντας περαιτέρω μείωση των τιμών και οδηγώντας στη χρεοκοπία περισσότερους οικονομικούς θεσμούς που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Μερικές αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς είναι βέβαιο ότι θα εισέλθουν σε πλήρη οικονομική κρίση.

Γι΄ αυτό το 2009 θα είναι μια επίπονη χρονιά παγκόσμιας ύφεσης με περισσότερα οικονομικά δεινά, ζημιές και χρεοκοπίες. Μόνο επιθετικές, συντονισμένες και αποτελεσματικές δράσεις από προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες μπορούν να εξασφαλίσουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει το 2010, αντί να εισέλθει σε μια πιο παρατεταμένη περίοδο οικονομικής στασιμότητας.

* Ο κ. Νouriel Roubini είναι καθηγητής Οικονομικών στη Stern School of Βusiness του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πρόεδρος του RGΕ Μonitor,που παρέχει οικονομικές και χρηματοοικονομικές συμβουλές.

www.tovima


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;