Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές. Tου David Graeber

Γιατί ο καπιταλισμός παράγει άχρηστες δουλειές

 

του David Graeber

 

 

Το 1930 ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς προέβλεψε ότι, έως το τέλος του αιώνα, η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή οι ΗΠΑ θα πετύχαιναν την καθιέρωση της 15ωρης εργασίας. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε πράγματι ικανοί για κάτι τέτοιο. Και, παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία χρησιμοποιείται προκειμένου να βρίσκει τρόπους για να μας κάνει να δουλεύουμε περισσότερο. Προκειμένου να το πετύχει, έπρεπε να δημιουργηθούν δουλειές που, στην ουσία, είναι άχρηστες. Ολόκληρες στρατιές ανθρώπων, πρωτίστως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, αναλώνουν το σύνολο του εργασιακού τους βίου εκτελώντας καθήκοντα που μέσα τους πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εκτελούν. Η ηθική και πνευματική ζημία που απορρέει από αυτή την κατάσταση είναι βαθύτατη. Είναι μια πληγή στον συλλογικό μας ψυχισμό. Και, παρόλα αυτά, κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό.

Γιατί η υποσχόμενη ουτοπία του Κέυνς -ήδη πολυαναμενόμενη από τη δεκαετία του ‘60- δεν πραγματώθηκε ποτέ; Η συνήθης σημερινή απάντηση είναι ότι ο Κέυνς δεν υπολόγισε την τεράστια αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στο δίλημμα λιγότερων ωρών εργασίας ή περισσότερων παιχνιδιών και απολαύσεων, διαλέξαμε συλλογικά το δεύτερο. Πρόκειται για ένα όμορφο ηθικοπλαστικό παραμύθι· αρκεί, ωστόσο, μια στιγμή σκέψης προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν στέκει κάτι τέτοιο. Πράγματι, από τη δεκαετία του ‘20, έχουμε γίνει μάρτυρες της δημιουργίας ενός πελώριου αριθμού νέων θέσεων και κλάδων εργασίας· εντούτοις, η παραγωγή και η διανομή σούσι, iPhones ή φανταχτερών αθλητικών παπουτσιών αφορά ελάχιστους.

Οπότε σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι νέες δουλειές; Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ που συνέκρινε την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000 μάς δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (εικόνα που -υπογραμμίζω- αντανακλάται και στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που ασχολούνται με τα οικιακά, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα έχει υποστεί δραματική ύφεση. Την ίδια στιγμή, νέου τύπου «επαγγελματίες» όπως managers, υπάλληλοι, πωλητές και «εργαζόμενοι παροχής υπηρεσιών» έχουν τριπλασιαστεί, αυξανόμενοι, πλέον, «από το ένα στα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού απασχολουμένων». Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό (ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς τους βιομηχανικούς εργάτες που υπάρχουν παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της στρατιάς ανθρώπων που μοχθούν στην Ινδία και στην Κίνα, τέτοιου τύπου εργάτες δεν αγγίζουν ούτε μετά βίας ένα υπολογίσιμο ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα).

Αλλά αντί η συγκεκριμένη εξέλιξη να οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των ωρών εργασίας, απελευθερώνοντας τον πληθυσμό του πλανήτη προκειμένου να ασχοληθεί με τις προσωπικές του ασχολίες, τις απολαύσεις, τα οράματα και τις ιδέες του, αυτό που συναντούμε είναι η υπερδιόγκωση, όχι τόσο του τομέα των «υπηρεσιών», όσο του διοικητικού τομέα, έως το σημείο που δημιουργεί ολόκληρες νέες βιομηχανίες όπως αυτή των οικονομικών υπηρεσιών ή του telemarketing, ή την άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγείας, του ανθρωπίνου δυναμικού και των δημοσίων σχέσεων. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αντανακλούν καν όλους εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η δουλειά είναι να παρέχουν διοικητική και τεχνική υποστήριξη ή ασφάλεια σε αυτές τις βιομηχανίες, ή, πολύ πιο πέρα από αυτά, μια πλειάδα υποστηρικτικών υπηρεσιών (κομμωτήρια σκύλων, ολονύκτιες διανομές πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.

Είναι αυτές που αποκαλώ «δουλειές του κώλου».

Είναι σαν κάποιος εκεί έξω να επινοεί άσκοπες δουλειές μόνο και μόνο για να μας κρατάει όλους απασχολημένους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, αυτό ακριβώς είναι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ασφαλώς, στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία αποτελούσε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (γι’ αυτό και στα σοβιετικά πολυκαταστήματα χρειάζονταν τρεις υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέας). Προφανώς, όμως, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που ο ανταγωνισμός της αγοράς υποτίθεται ότι πρέπει να επιλύσει. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μια εταιρεία που στοχεύει στο κέρδος, θα ήταν να ξοδέψει χρήματα σε εργαζόμενους που δεν της χρειάζονται. Ωστόσο, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει.

Παρόλο που οι εταιρείες μπορεί να επιδίδονται σε αδίστακτες μειώσεις προσωπικού, οι απολύσεις και η εντατικοποίηση των ωραρίων επιβαρύνουν, χωρίς εξαίρεση, την τάξη των ανθρώπων που επί της ουσίας φτιάχνουν, κινούν, επιδιορθώνουν και διατηρούν τα πράγματα σε τάξη. Με κάποια παράξενη αλχημεία την οποία κανείς δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει, ο αριθμός των έμμισθων χαρτογιακάδων δείχνει τελικά να διογκώνεται, ενώ ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται -σχεδόν όπως και στη Σοβιετική Ένωση, στην πραγματικότητα- να δουλεύουν 40 ή ακόμα και 50 ώρες την εβδομάδα – τουλάχιστον στα χαρτιά, καθώς στην πραγματικότητα δουλεύουν μόλις 15 ώρες, όπως ακριβώς ο Κέυνς προέβλεψε, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος τους αναλώνεται στην οργάνωση ή παρακολούθηση σεμιναρίων ψυχικής ενδυνάμωσης, στην ενημέρωση του προφίλ τους στο Facebook ή στο κατέβασμα τηλεοπτικών σειρών.

Η απάντηση δεν είναι οικονομικής φύσεως: είναι ξεκάθαρα ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη έχει καταλάβει ότι ένας ευτυχισμένος και παραγωγικός πληθυσμός με ελεύθερο χρόνο αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο (σκεφτείτε μόνο την κατάσταση που προέκυψε όταν κάτι αντίστοιχο άρχισε απλώς να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του ‘60). Και, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μια εξαιρετικά βολική ιδέα γι’ αυτούς η αίσθηση ότι η εργασία αποτελεί μια ηθική αξία καθαυτή, και ότι οποιοσδήποτε δεν προτίθεται να υποβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο είδος εντατικής εργασιακής πειθαρχίας για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, δεν δικαιούται απολύτως τίποτα.

Κάποια στιγμή, καθώς μελετούσα την ατελείωτη, προφανώς, ραγδαία αύξηση των διοικητικών καθηκόντων στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μια πιθανή εκδοχή της κόλασης. Η κόλαση είναι μια συγκέντρωση ατόμων που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας σε ένα αντικείμενο που δεν τους αρέσει και στο οποίο δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι κάποιοι προσελήφθησαν επειδή ήταν εξαιρετικοί επιπλοποιοί, και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι θα πρέπει να ξοδεύουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους τηγανίζοντας ψάρια. Ούτε καν η ίδια η διαδικασία δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί – αν μη τι άλλο, υπάρχει ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ψαριών που πρέπει να τηγανιστούν. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, όλοι αποκτούν μια μνησίκακη εμμονή στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους θα μπορούσαν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φτιάχνοντας έπιπλα, αντί να επωμίζονται το μερίδιό τους στο τηγάνισμα ψαριών, έτσι ώστε, σχετικά σύντομα, ατελείωτες στοίβες από άχρηστα κακοτηγανισμένα ψάρια να συσσωρεύονται στο εργαστήριό τους, αποτελώντας το μόνο τους πραγματικό επίτευγμα.

Πιστεύω ότι αυτή είναι μια αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της σύγχρονης οικονομίας.

Ξέρω ότι οποιοδήποτε τέτοιο επιχείρημα αίρει άμεσες αντιρρήσεις: «Ποιος είσαι εσύ που θα μάς πεις ποιες δουλειές είναι πραγματικά “απαραίτητες”; Και τι σημαίνει τελικά πως κάτι είναι ή δεν είναι απαραίτητο; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποια η “χρησιμότητα” σ’ αυτό;» (και, πράγματι, πολλοί αναγνώστες κουτσομπολίστικων εφημερίδων θα έπαιρναν την ύπαρξη του επαγγέλματός μου ως τον ορισμό της κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος). Και, σ’ ένα βαθμό, αυτά τα επιχειρήματα είναι καταφανώς αληθή. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.

Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος πως έχει μια ουσιώδη συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Αλλά τι γίνεται με αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι τα επαγγέλματά τους είναι άσκοπα; Πρόσφατα ξαναβρέθηκα με έναν φίλο από το σχολείο τον οποίο είχα να δω από 15 χρονών. Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι στο μεσοδιάστημα είχε γίνει πρώτα ποιητής και κατόπιν τραγουδιστής μιας indie ροκ μπάντας. Είχα ακούσει κάποια από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που τελικά γνώριζα. Ήταν καταφανώς έξυπνος, ευρηματικός, και η δουλειά του είχε χωρίς αμφιβολία κάνει τις ζωές ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη πιο φωτεινές και πιο όμορφες. Κι όμως, μετά από μερικά ανεπιτυχή άλμπουμς, έχασε το συμβόλαιό του, και, βυθισμένος στα χρέη και με μια νεογέννητη κόρη, κατέληξε, όπως το έθεσε, «να ακολουθήσει την πεπατημένη επιλογή τόσων άλλων ματαιόδοξων τύπων: τη Νομική». Πλέον είναι δικηγόρος σ’ ένα διακεκριμένο δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια· ότι δεν προσέφερε το παραμικρό στον κόσμο και ότι, κατά τη δική του άποψη, στην πραγματικότητα το επάγγελμά του δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

Πολλά ερωτηματικά ανακύπτουν, με πρώτο και κύριο τι σημαίνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δείχνει να παράγει μια εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους νέους ποιητές – μουσικούς, αλλά αντίθετα παράγει μια εμφανώς απεριόριστη ζήτηση για ειδικούς στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: αν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε «η αγορά», αντανακλά αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο ή σημαντικό – κανείς άλλος). Πέραν αυτού, δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με άχρηστες δουλειές έχουν τελικώς επίγνωση της κατάστασής τους. Για την ακρίβεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω ποτέ συναντήσει κάποιον εταιρικό δικηγόρο που να μη θεωρεί ότι η δουλειά του είναι παντελώς άχρηστη. Το ίδιο ισχύει και για όλες σχεδόν τις νέες βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη έμμισθων επαγγελματιών που, αν τους συναντήσει κανείς σε πάρτυ και βρουν τη δουλειά του ενδιαφέρουσα (το να είναι κανείς ανθρωπολόγος, για παράδειγμα), θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να μην αναφερθούν στη δική τους δουλειά. Δώστε τους μερικά ποτά και θα ξεκινήσουν τους εξάψαλμους για το πόσο άχρηστη και βλακώδης είναι στην πραγματικότητα.

Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική βία εδώ. Πώς μπορεί κάποιος ακόμη και να ξεκινήσει να μιλά για αξιοπρέπεια στη δουλειά, όταν ενδόμυχα πιστεύει ότι η δουλειά του δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς μπορεί να μην προκαλείται βαθιά οργή και μνησικακία; Κι όμως, όπως είδαμε στο παράδειγμα με τα τηγανητά ψάρια, η σύγχρονη κοινωνία έχει μια ιδιάζουσα ικανότητα να στρέφει την οργή των ανθρώπων με άχρηστες δουλειές όχι προς την ελίτ αλλά, αντιθέτως, προς εκείνους που στην ουσία καταφέρνουν να κάνουν δουλειές με νόημα. Για παράδειγμα: στην κοινωνία μας, φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικός κανόνας που λέει πως όσο πιο προφανές είναι ότι η δουλειά κάποιου ανθρώπου ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, τόσο χειρότερα αμειβόμενη είναι. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να αναρωτηθούμε: τί θα γινόταν αν ολόκληρη αυτή η τάξη ανθρώπων εξαφανιζόταν; Πείτε ό,τι θέλετε για τις νοσοκόμες, τους οδοκαθαριστές ή για τους τεχνίτες· είναι φανερό ότι αν γινόταν ξαφνικά καπνός, τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή λιμενεργάτες πολύ γρήγορα θα είχε προβλήματα· ακόμη κι ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς σκα θα ήταν αναμφισβήτητα φτωχός. Δεν είναι καθόλου σαφές το πόσο θα υπέφερε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν διαμιάς όλοι οι CEOs, οι λομπίστες, οι δημοσιοσχεσίτες, οι λογιστές, οι τηλεπλασιέ, οι δικαστικοί επιμελητές ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί υποπτεύονται ότι θα την βελτίωνε θεαματικά)1. Πλην ορισμένων κραυγαλέων εξαιρέσεων (όπως οι γιατροί), ο κανόνας παραμένει όλως παραδόξως εν ισχύ.

Ακόμη πιο διεστραμμένη είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πράγματι έτσι. Αυτή είναι μια από τις συγκεκαλυμμένες δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να τη δείτε όταν οι εφημερίδες εξαπολύουν επιθέσεις ενάντια στους εργαζομένους του μετρό για το ότι παραλύουν το Λονδίνο όταν απεργούν: το ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες του μετρό μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο αποδεικνύει ότι η δουλειά τους είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά αυτό είναι ακριβώς που φαίνεται να ενοχλεί τον κόσμο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ έγινε ακόμα σαφέστερο, με την αξιοσημείωτη επιτυχία των Ρεπουμπλικάνων να κινητοποιήσουν τη μνησικακία εναντίον των δασκάλων και των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες (και όχι, κατά κύριο λόγο, εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των διοικητικών στελεχών της βιομηχανίας αυτοκινήτων οι οποίοι, στην πραγματικότητα, προκάλεσαν το πρόβλημα) για τους υποτιθέμενα παχυλούς μισθούς και τα προνόμιά τους. Είναι σαν να τους λένε «Μα διδάσκετε παιδιά! Ή φτιάχνετε αμάξια! Έχετε αληθινές δουλειές! Και έχετε από πάνω το θράσος να ζητάτε παχυλές συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη;».

Αν κάποιος σχεδίαζε ένα εργασιακό καθεστώς πλήρως προσαρμοσμένο στο να διατηρεί τη δύναμη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να είχε κάνει καλύτερη δουλειά.

Οι πραγματικά παραγωγικοί εργάτες υφίστανται πραγματική πίεση και εκμετάλλευση. Όσοι απομένουν, χωρίζονται σε ένα τρομοκρατημένο (και διεθνώς επικρινόμενο) στρώμα ανεργίας και ενός μεγαλύτερου στρώματος ανθρώπων που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που είναι σχεδιασμένες ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (managers, διευθυντές κ.λπ.) -και κυρίως με τα οικονομικά της avatars- ενώ, την ίδια στιγμή, υιοθετούν μια αναβράζουσα μνησικακία εναντίον οποιουδήποτε έχει μια δουλειά της οποίας η αξία είναι κοινωνικά καθαρή και αναντίρρητη. Είναι προφανές, το σύστημα αυτό δε συνιστά προϊόν συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναδύθηκε σταδιακά, μέσα από έναν αιώνα λαθών και πειραματισμών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση στο γιατί, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν δουλεύουμε όλοι μας 3 με 4 ώρες την ημέρα.

 

Πηγή: https://koinoi-topoi.gr/graeber/


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;