Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Απόφαση 1002 /2019 Tου Αρείου Πάγου. Τα δάνεια δεν μπορούν να υπερβούν ….

Απόφαση 1002 / 2019    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1002/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλτάνα Κοκκοβού, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε. ..." ως καθολικής διαδόχου της Εταιρείας με την επωνυμία Εταιρείας με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε. ...", που εδρεύει στην ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γεωργόπουλο και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην .... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/7/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 24/12/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6530/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4207/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/4/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
O Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χριστοδούλου ανέγνωσε την από 9/1/2015 έκθεση του του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Μαχαίρα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 20-7-2017 κλήση της αναιρεσίβλητης, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, μετά τη ματαίωση της συζήτησης αυτής κατά την δικάσιμο της 25-1-2015. Με την κρινόμενη από 15-4-2014 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ' αριθ. 4207/2013 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 314/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 24-12-2007 αγωγή της αναιρεσείουσας και είχε κάνει δεκτή την από 4-7-2006 αγωγή της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε την ως άνω έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 4-7-2006 αγωγή κατά το αίτημα περί επιβολής των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης σε βάρος της αναιρεσείουσας. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρ. 30§1 του ν. 2789/2000, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 42 του ν. 2912/2001, ορίσθηκε ότι "κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί, εν όλω ή εν μέρει, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.12.2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο". Τα πολλαπλάσια αυτά ορίσθηκαν με την ίδια διάταξη "α) στο τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) στο τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990, γ) στο διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.2000", σε κάθε δε περίπτωση, "στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού".

Εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρ. 39 του ν. 3259/2004, που ισχύει από 4.8.2004, ορίζονται τα ακόλουθα: "Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου (§1).

Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου... και να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά... (§2).

Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω... (§3). Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α' εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε η συνέχιση διαδικασιών που έχουν αρχίσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν, κατά τους όρους των τελευταίων δύο εδαφίων της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, σε ρύθμιση της εξόφλησης της κατά περίπτωση συνολικής οφειλής που απορρέει από τις παραπάνω συμβάσεις, μετά από αίτηση των οφειλετών ή των εγγυητών που πρέπει να υποβληθεί στα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Μη εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης κατά τα προαναφερθέντα ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής... (§4). Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου πρέπει να συνομολογούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης... (§6). Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος (§8). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρ. 30 του ν. 2789/2000, όπως ισχύει (§12)". Η διάταξη του α' εδαφίου της παρ. 4 του ως άνω άρθρου ερμηνεύτηκε, με το άρθρ. 8§1 του ν. 3723/2008, που προσέθεσε στο τέλος του εδαφίου αυτού νέο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο "η αληθής έννοια του παραπάνω εδαφίου είναι ότι σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων λαμβάνεται υπόψη το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά και ότι τα τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες θέσπισαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις, προκύπτει ότι το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με το άρθρ. 42 του ν. 2912/2001, που αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρ. 30 του ν. 2789/ 2000, περιορίστηκε με το άρθρ. 39§1 του ν. 3259/ 2004 μόνο ως προς το ανώτατο όριο του τετραπλασίου των απαιτήσεων, που οριζόταν με τον προηγούμενο νόμο και δεν καταργήθηκαν οι λοιπές με το νόμο αυτό διαβαθμίσεις των απαιτήσεων ως προς το πολλαπλάσιο αυτών, ανάλογα με το χρόνο σύναψης των πιστωτικών συμβάσεων ή το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, αφού οι σχετικές διατάξεις των άρθρ. 30§1 του ν. 2789/2000 και 42 του ν. 2912/2001 δεν έχουν χρονικά όρια εφαρμογής, ούτε βέβαια αποκλείσθηκαν από τη ρύθμιση οι οφειλές που δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο της πίστωσης (ΑΠ 1449/2012, ΑΠ 1379/2012, ΑΠ 912/2011, ΑΠ 26/2010). 'Ετσι τα διαφορετικά πολλαπλάσια των απαιτήσεων εξακολουθούν να ισχύουν με όριο το τριπλάσιο αυτών και να εφαρμόζονται αναλόγως και μετά το ν. 3259/2004, σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρ. 39 του νόμου αυτού.
Συνεπώς, ως πολλαπλάσιο ισχύει το διπλάσιο της οφειλής όταν η τελευταία εκταμίευση από αλληλόχρεο λογαριασμό έγινε μεταξύ 1.1.1991 και 31.12.2000. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη, τόσο με τη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων, όσο και με τη βούληση του νομοθέτη, που απέβλεψε, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3259/2004, στη βελτίωση των προηγούμενων ρυθμίσεων, έτσι ώστε χωρίς μεταβολή προς το χειρότερο της υφιστάμενης ευνοϊκότερης ρύθμισης, να περιορισθεί η επιβάρυνση των οφειλετών από πολλαπλάσια χρέη σε σχέση με την αρχική οφειλή τους, που δημιουργήθηκαν από το συνδυασμό υψηλών επιτοκίων και συχνότητας ανατοκισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Περαιτέρω, από την ρητή διατύπωση της παρ. 4 του άρθρ. 39 του ν. 3259/2004, σε συστηματική αντιπαραβολή προς τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι και στην περίπτωση των οφειλών, στις οποίες αφορά η παράγραφος αυτή, δηλαδή των οφειλών που υπήρχαν κατά το χρόνο ισχύος του ν. 2789/2000 και είτε υπερέβαιναν, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999, το ποσό των 2.201.000 ευρώ (χωρίς κονδύλια ανατοκισμού) είτε το αρχικό τους κεφάλαιο υπερέβαινε το ποσό των 400.000 ευρώ, οπότε δεν υπόκεινται στην προβλεπόμενη από τους νόμους αυτούς αναπροσαρμογή, εισάγεται υποχρέωση των τραπεζών να ρυθμίσουν τον τρόπο αποπληρωμής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 2 του άρθρ. 39 του ν. 3259/2004, δηλαδή αποπληρωμή με χρονικό ορίζοντα επτά ετών, διετή περίοδο χάριτος και περιοδικές ισόποσες δόσεις, εφόσον ήθελε υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη εντός της τασσόμενης στο νόμο προθεσμίας. Επομένως, με τη ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρ. 39 του ανωτέρω νόμου εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση των παρ. 1 και 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου μόνο ως προς την επιβολή ανώτατου ορίου οφειλής, όπως σαφώς προκύπτει όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της εν λόγω διάταξης, αλλά και από το σκοπό του νομοθέτη, που θέλησε όχι μόνο να περιορίσει την επιβάρυνση των οφειλετών από τις υπερβολικές λόγω ανατοκισμού οφειλές τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και να παράσχει σ' αυτούς σχετικές διευκολύνσεις (ΑΠ 782/2009). Επιπλέον, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, ενώ με την παρ. 1 θεσπίστηκε ορισμένο ποσοτικό όριο μέχρι του οποίο είναι δυνατός ο επανακαθορισμός και η ρύθμιση των οφειλών από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή της προστασίας των οφειλετών μεσαίων επιχειρήσεων ή των οφειλετών που ήσαν σχετικώς συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και δεν άφησαν τα χρέη τους να διογκωθούν, με την παρ. 4 αποκλείστηκαν από την ευνοϊκή ρύθμιση για επανακαθορισμό της οφειλής τους κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου οι λεγόμενοι "μεγαλοοφειλέτες", δηλαδή εκείνοι των οποίων το συνολικό ύψος της οφειλής υπερβαίνει το ποσό των 2.201.000 ευρώ ή το κεφάλαιο κάθε δανείου ή πιστώσεως υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ. Επομένως, στην περίπτωση που συντρέχει οποιασδήποτε από τις δύο αρνητικά διατυπωμένες περιπτώσεις της παρ. 4 δεν έχει εφαρμογή η παρ. 1 και το εδ. α'της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 (ΑΠ 45/2016, ΑΠ 1549/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005, AΠ 326/2018, ΑΠ 160/2018). Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή, εκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα: "Μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", αφενός, ως δανείστριας, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση δυνάμει της υπ' αριθ. ...36/1998 πράξης της συμβολαιογράφου Μ. Π., νομίμως δημοσιευθείσας, η ενάγουσα στην ένδικη υπό στοιχ. Α' αγωγή εναγόμενη στην ένδικη υπό στοιχ. Β' αγωγή και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "... Α.Ε.", και της εδρεύουσας στην …εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... Περιορισμένης Ευθύνης", αφετέρου, ως δανειολήπτριας, η οποία αρχικώς είχε συσταθεί υπό την επωνυμία "... Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης" δυνάμει του υπ' αριθ. ....43/1967 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ν. Ψ., και ακολούθως μεταβλήθηκε διαδοχικώς η επωνυμία της και ο τύπος της, με αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταστατικού της, σε "... Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης", σε "... Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης Τουριστικαί-Ξενοδοχειακαί Επιχειρήσεις" και τέλος σε "... Α.Ε. ...", ενάγουσας στην ένδικη υπό στοιχ. Β' αγωγή - εναγομένης στην ένδικη υπό στοιχ. Α' αγωγή και ήδη εκκαλούσας, καταρτίσθηκαν: α) Η υπ' αριθ. ...789/27-11-1968 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Δ. Δ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...64/6-12-1968 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 29.500.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...47/29-3-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-5-1973 διατρεξάντων τόκων ύψους 4.491.960 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 33.991.960 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 28 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-6-1973, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...72/25-12-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το υπόψη δάνειο, ύψους 10.362.763 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων, ύψους 1.139.904 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 11.502.667 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. β) Η υπ' αριθ. 2...86/12-11-1970 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...97/30-11-1970 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 5.750.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...12/7-8-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-3-1974 διατρεξάντων τόκων, ύψους 830.119 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 6.580.119 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1974, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...71/25-10-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το υπόψη δάνειο, ύψους 1.219.240 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 134.116 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 1.353.356 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. γ) Η υπ' αριθ. ...06/30- 3-1971 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...50/5-4-1971 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 830.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...11/7-8-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-3-1974 διατρεξάντων τόκων ύψους 111.306 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 941.306 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1974, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...76/25-10-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το υπόψη δάνειο, ύψους 176.395 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 19.403 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 195.798 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. δ) Η υπ' αριθ. ...85/24-4-1971 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...23/4-5-1971 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 1.400.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...10/7-8-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-3-1974 διατρεξάντων τόκων ύψους 183.069 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 1.583.069 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1974, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...73/25-10-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το υπόψη δάνειο, ύψους 294.487 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 32. 394 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 326.881 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. ε) Η υπ' αριθ. 274965/5-5-1972 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...07/17-5-1972 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 5.250.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...09/7-8-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-3-1974 διατρεξάντων τόκων ύψους 428.146 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 5.678.146 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 28 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1974, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...74/25-10-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το υπόψη δάνειο, ύψους 1.093.593 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 120.295 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 1.213.888 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. στ) Η υπ' αριθ. ...9/11-10-1972 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...79/27-101972 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 750.000 δραχμών, το οποίο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...854/16-7-1975 πράξης του συμβολαιογράφου Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλομένων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 31-3-1975 διατρεξάντων τόκων ύψους 79.715 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 829.715 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1975, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...75/25-10-1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το εν λόγω δάνειο, ύψους 51.724 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 5.690 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 57.410 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. ζ) Η υπ' αριθ. 217110/15-9-1969 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...72/4-12-1969 πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου, χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 9.480.000 δραχμών, για την εξόφληση του οποίου κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα παρέσχε την εγγύησή της η πρώην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης. Το εν λόγω δάνειο, μετά την, δυνάμει της υπ' αριθ. ...46/29-3-1974 πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Κ., συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών περί κεφαλαιοποίησης των μέχρι τις 30-9-1973 διατρεξάντων τόκων ύψους 1.399.083 δραχμών, ανήλθε στο ποσό των 10.879.083 δραχμών, και απετέλεσε το νέο κεφάλαιο, εξοφλητέο σε 28 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-10-1973, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 7% ετησίως. Με την επακολουθήσασα υπ' αριθ. ...70/1977 πράξη του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 95/11/14-10-1975 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, στην κεφαλαιοποίηση των ληξιπροθέσμων μέχρι την 31-12-1975 οφειλών, από το άνω δάνειο, ύψους 2.866.927 δραχμών, και των διατρεξάντων μέχρι την 31-12-1976 τόκων ύψους 315.362 δραχμών, και το προκύψαν νέο κεφάλαιο, ύψους 3.182.289 δρχ., συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας. εντόκως προς 11% ετησίως, σε 16 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-7-1977. η) Η υπ' αριθ. ...24/16-10-1973 σύμβαση δανείου, του συμβολαιογράφου Ι. Κ., δυνάμει της οποίας, και σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. ...855/16-7-1975 πράξη του συμβολαιογράφου Ι. Κ., χορηγήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία τοκοχρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο ύψους 2.320.000 δραχμών, για την εξόφληση του οποίου κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα παρέσχε την εγγύηση της η πρώην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης. Το εν λόγω δάνειο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 26 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1-4-1975, κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας προς 11,50% ετησίως, θ) Με αφορμή τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις και κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του ν. 257/1976 "Περί επιβολής εκτάκτου εφάπαξ εισφοράς επί των τυχόντων δανείων και πιστώσεων, βάσει του ποσού των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων και περί τροποποιήσεως φορολογικών τινών διατάξεων", επιβλήθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία εισφορά, συνολικού ποσού 9.815.920 δραχμών, που βεβαιώθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο και καταβλήθηκε από τη δανείστρια τράπεζα για λογαριασμό της δανειολήπτριας, η οποία συμφωνήθηκε να το αποδώσει εντός πέντε (5) ετών σε πέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις προς 11% ετησίως. Κατά την 31-12-1977 η δανειολήπτρια εταιρία όφειλε στη δανείστρια τράπεζα: 1) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. α' δάνειο το συνολικό ποσό των 33.060.693 δραχμών (26.378.204 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 2.951.713 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 3.122.106 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 465.177 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 143.493 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 12.876.878 δραχμών (10.543.378 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 959.289 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 1.239.619 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 37.895 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 96.697 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 2) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. β' δάνειο το συνολικό ποσό των 6.493.957 δραχμών (5.588.510 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 314.852 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 505.262 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 42.594 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 42.739 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 1.515.042 δραχμών (1.240.491 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 112.865 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 145.849 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 4.459 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας +11.378 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 3) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. γ' δάνειο το συνολικό ποσό των 918.193 δραχμών (799.454 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 44.072 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 66.468 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 5.104 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας+3.095 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 219.191 δραχμών (179.469 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 16.329 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 21.101 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 645δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 1.647 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 4) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. δ' δάνειο το συνολικό ποσό των 1.547.118 δραχμών (1.344.500 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 74.119 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 113.559 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 8.758 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 6.182 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 365.934 δραχμών (299.620 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 27.261 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 35.227 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 1.076 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας+2.750 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 5) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. ε' δάνειο το συνολικό ποσό των 5.514.766 δραχμών (4.723.900 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο+305.992 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 428.995 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 37.229 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 18.650 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 1.358.910 δραχμών (1.112.654 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 101.234 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 130.818 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 3.999 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας+10.205 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 6) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. στ' δάνειο το συνολικό ποσό των 853.993 δραχμών (743.524 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο +3 6.264 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 66.436 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 4.894 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας+2.875 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 64.269 δραχμών (52.621 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 4.789 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 6.187 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 189 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 483 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 7) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. ζ' δάνειο το συνολικό ποσό των 10.095.274 δραχμών (8.751.781 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 556.737 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 727.087 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 25.222 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 34.447 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), και μετά την προαναφερθείσα κεφαλαιοποίηση όλων των ληξιπροθέσμων οφειλών και τόκων η δανειολήπτρια όφειλε στη δανείστρια τράπεζα και το συνολικό ποσό των 3.562.472 δραχμών (2.916.893 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο+265.393 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 342.949 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 10.484 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 26.753 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα), 8) αναφορικά με το προαναφερόμενο υπό στοιχ. η' δάνειο το συνολικό ποσό των 2.551.734 δραχμών (2.108.085 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο+ 112.654 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια + 299.153 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου+19.111 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 12.731 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα) και 9) αναφορικά με την προαναφερθείσα υπό στοιχ. θ' οφειλή, η δανειολήπτρια κατά την 31-12-1977 όφειλε στη δανείστρια τράπεζα το συνολικό ποσό των 11.381.041 δραχμών (9.053.540 δρχ. το άληκτο κεφάλαιο + 762.380 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα χρεωλύσια+1.450.188 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι κεφαλαίου + 111.117 δρχ. οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι υπερημερίας + 3.816 δρχ. τα ληξιπρόθεσμα έξοδα). Συνολικά, συνεπώς, κατά την 31-12-1977 όφειλε η δανειολήπτρια εταιρία στη δανείστρια τράπεζα από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις το ποσό των 92.379.465 δραχμών, το οποίο, δυνάμει της υπ' αριθ. ...92/30-12-1980 πράξης "κεφαλαιοποιήσεως οφειλών εκ δανείων και καθορισμού του τρόπου και χρόνου εξοφλήσεως αυτών ομού μετά των άληκτων κεφαλαίων" του συμβολαιογράφου Ι. Κ., αναγνώρισαν τα μέρη ως το συνολικό ποσό οφειλής της δανειολήπτριας προς τη δανείστρια, απαρτιζόμενο από ληξιπρόθεσμα χρέη και άληκτο κεφάλαιο και αποδέχθηκαν να κεφαλαιοποιηθεί στο σύνολό του από 1-1-1978 και ενοποιηθεί σε ενιαία οφειλή, εξοφλητέα με μέσο σταθμικό επιτόκιο 8% ετησίως, με καταβολή στη δανείστρια κάθε έτος και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, ποσού αντιστοιχούντος σε ποσοστό 20% επί του κατά το προηγούμενο έτος πραγματοποιούμενου ακαθάριστου κύκλου εργασιών από την εκμετάλλευση όλων των εγκαταστάσεων της ξενοδοχειακής επιχείρησης της δανειολήπτριας, το ύψος δε των ετήσιων εισπράξεων της τελευταίας, που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού των δόσεων, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του κύκλου εργασιών του έτους 1977, προσαυξανόμενου κάθε φορά κατά τις εγκριθείσες αρμοδίως από την 1-1-1978 και εφεξής αυξήσεις των τιμών των παρεχομένων υπηρεσιών, ενώ το ετήσιο ποσό ανέλαβε την υποχρέωση η οφειλέτρια να καταβάλει σε δύο ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Ρητά συμφωνήθηκε, εξάλλου, ότι ο ενιαίος λογαριασμός που θα τηρούνταν σ' εξυπηρέτηση όλων των προαναφερθεισών οφειλών της δανειολήπτριας θα είχε τη μορφή ανοικτού λογαριασμού, που θα εκτοκιζόταν κατά ημερολογιακό εξάμηνο και θα πιστωνόταν με τις καταβαλλόμενες ως άνω δόσεις, το δε εναπομένον, μετά την αφαίρεση του ποσού της καταβληθείσας κάθε δόσης, χρεωστικό υπόλοιπο θα αποτελούσε νέο κεφάλαιο εκτοκιζόμενο κατά την ημερομηνία καταβολής της επόμενης δόσης. Με τον όρο 4 της ανωτέρω σύμβασης επιφυλάχθηκε το δικαίωμα στη δανείστρια ν' αυξάνει το επιτόκιο του δανείου μέχρι του ανώτατου κάθε φορά θεμιτού ορίου, εφόσον με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής θ' αυξάνονταν γενικώς τα επιτόκια χορήγησης παρόμοιων δανείων ή ήθελε επιτραπεί αυτό ειδικώς στη δανείστρια, ενώ με τον όρο 6 της ίδιας σύμβασης προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιοσδήποτε δόσης ή μέρους αυτής θα χωρεί αυτοδικαίως επί των ποσών αυτών υπέρ της δανείστριας το ανώτατο όριο του εκάστοτε ισχύοντος τόκου υπερημερίας, από της ημέρας της καθυστέρησης χωρίς όχληση ή ειδοποίηση της οφειλέτιδος ή κοινοποίηση σ' αυτήν επιταγής προς πληρωμή, δικαιούμενης επιπλέον της δανείστριας να κλείνει τον υπόψη ενιαίο λογαριασμό και να καθιστά απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και να επιδιώκει είτε την είσπραξη της καθυστερούμενης ή των καθυστερουμένων δόσεων μετά των οφειλομένων τόκων και εξόδων είτε επιπλέον και την είσπραξη του καθιστάμενου κατά τα ανωτέρω απαιτητού υπολοίπου κεφαλαίου μετά των τόκων και εξόδων αυτού, με εκτέλεση των οικείων δανειστικών συμβολαίων και της ίδιας της επίμαχης σύμβασης κεφαλαιοποίησης, που κηρύχθηκαν από της κατάρτισής τους τίτλοι εκτελεστοί και εκκαθαρισμένοι, κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17/7/1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου και στις οποίες διατάξεις δήλωσε η δανειολήπτρια ότι υποβάλλεται. Συμφωνήθηκε επίσης με τον όρο 7 ότι κάθε καταβολή εκ μέρους της οφειλέτιδος θα καταλογίζεται σε εξόφληση πρώτα των καθυστερουμένων εν γένει τόκων, έπειτα των οφειλομένων εξόδων, ακολούθως των οφειλομένων χρεωλυσίων των δανείων κατά την εξής σειρά : α) του δανείου προς εξόφληση της έκτακτης εισφοράς του ν. 257/1976, β) των υπ' ευθύνη της δανείστριας χορηγηθέντων δανείων και γ) των επί τη εγγυήσει της ΕΤΒΑ χορηγηθέντων δανείων. Τέλος με τον όρο 8 προβλέφθηκε ότι ο φόρος κύκλου εργασιών που αναλογεί στους τόκους και τις προμήθειες του δανείου, τα τέλη χαρτοσήμου επί των τόκων και προμηθειών ως και κάθε άλλος φόρος υφιστάμενος ή επιβληθησόμενος επί τούτων, θα βαρύνουν τη οφειλέτιδα, ενώ με τα ανωτέρω έξοδα και τέλη (φόρος κύκλου εργασιών, χαρτόσημο κλπ.) βαρύνεται η οφειλέτιδα και στην περίπτωση ακόμη που δυνάμει ειδικού νόμου ή υπουργικής απόφασης περί υποκειμενικής της απαλλαγής, θεωρηθεί υπόχρεη προς πληρωμή αυτών η δανείστρια τράπεζα, ότι την οφειλέτιδα βαρύνουν και όλα εν γένει τα συνδεόμενα με την υπόψη σύμβαση και τις τροποποιητικές αυτής συμβάσεις έξοδα, για την περίπτωση δε που η δανείστρια θα κατέβαλλε τους ανωτέρω φόρους, τέλη χαρτοσήμου και λοιπά εν γένει έξοδα, προβλέφθηκε ότι θα χρεώνονται από αυτήν στο λογαριασμό του δανείου εντόκως προς το γενικό συμβατικό επιτόκιο της σύμβασης αυτής από της καταβολής μέχρι της ημέρας κατά την οποία είναι καταβλητέα η επακολουθούσα την καταβολή εξαμηνιαία δόση. Για τους λοιπούς, μη τροποποιηθέντες, όρους των αναφερομένων στην επίμαχη σύμβαση κεφαλαιοποίησης συμβολαίων δανείου, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι παραμένουν σε ισχύ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την παρακολούθηση της οφειλής που προέκυψε από την προαναφερθείσα υπ' αριθ. ...92/1980 πράξη, τηρήθηκαν τέσσερις αλληλόχρεοι λογαριασμοί: α) ο υπ' αριθ. ...46-3 λογαριασμός, που χρεώθηκε την 1-1-1978 με το ποσό των 64.788.944 δρχ., που αφορούσε την οφειλή που προέκυψε από τα προαναφερόμενα υπό στοιχ. α', β', γ', δ', ε' , στ' δάνεια, β) ο υπ' αριθ. ...15- 9 λογαριασμός, που χρεώθηκε την 1-1-1978 με το ποσό των 16.209.480 δρχ., που αφορούσε την οφειλή που προέκυψε από τα προαναφερόμενα υπό στοιχ. ζ' και η' δάνεια, γ) ο υπ' αριθ. ...85-5 λογαριασμός, που χρεώθηκε την 1-1-1978 με το ποσό των 9.242.558 δρχ., που αφορούσε την οφειλή που προέκυψε από την εισφορά του ν. 257/1976, που αντιστοιχούσε στα ως άνω υπό στοιχ. α', β', γ', δ', ε', στ' δάνεια, και αποτελεί τμήμα της προαναφερομένης υπό στοιχ. θ'οφειλής και δ) ο υπ' αριθ. ...13-3 λογαριασμός που χρεώθηκε την 1-1-1978 με το ποσό των 2.138.483 δρχ., που αφορούσε την οφειλή που προέκυψε από την εισφορά του ν. 257/1976, που αντιστοιχούσε στα ως άνω υπό στοιχ. ζ' και η' δάνεια, και αποτελεί τμήμα της προαναφερομένης υπό στοιχ. θ' οφειλής. Τα χρεωστικά εις βάρος της δανειολήπτριας υπόλοιπα των ανωτέρω λογαριασμών κατά την 23-11-2001, οπότε μεταφέρθηκαν στους υπ' αριθ. ...80-2, ...47-9, ...1-3 και ...45-6 λογαριασμούς του καταστήματος της εφεσίβλητης στην Ειδική Μονάδα Καθυστερήσεων …, ανέρχονταν στα ποσά των 4.344.390.575 δρχ., 686.466.441 δρχ., 724.601.105 δρχ. και 164.400.590 δρχ., αντιστοίχως, το άθροισμα δε αυτών, ύψους 5.919.858.711 δραχμών, ήτοι, 17.373.026,30 ευρώ, εντόκως από την 1-7-2001, αποτελεί τη συνολική οφειλή της εναγομένης δανειολήπτριας προς την ενάγουσα δανείστρια, όπως, αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα μ' επίκληση ακριβή αντίγραφα που έχουν εξαχθεί από τα αρχικά χειρόγραφα και στη συνέχεια μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, επί της οποίας (οφειλής) συμφωνήθηκε από τα μέρη και ο ανά εξάμηνο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων (άρθρο 12 του ν. 2601/1998). Εξάλλου, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μεταξύ της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας αφενός, ως πιστώτριας, και της εκκαλούσας εταιρίας, όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή της ε.π.ε., αφετέρου, ως πιστούχου, καταρτίσθηκε η υπ' αριθ. 4138/14-12-1971 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία ρητώς αναφέρονται και οι πρόσθετες αυτής από 28-1-1972, 12-2-1972, 17-2-1972, 30-12-1972, 22-3-1973, 31-3-1973, 29-12-1973, 30-1-1974, 1-2-1974, 29-3-1974, 31-8-1974, 12-7-1975, 22-12-1978, 15-2-1979, 8-3-1979, 14-3-1980, 14-10-1980, 3-4-1981, 26-5-1981, 26-2-1982, 8-11-1982, 11-4-1984, 28-1-1985 και 10-1-1986 πράξεις, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην πιστούχο πίστωση αρχικώς μέχρι του ποσού των 500.000 δραχμών, και ακολούθως, διαδοχικώς, μέχρι του ποσού των 70.000.000 δραχμών. Η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης που της χορηγήθηκε και για την εξυπηρέτηση των οικείων δοσοληψιών τηρήθηκαν: α) οι υπ' αριθ. ...70-4, ...37-0, ...56-2, ...93-6, 18...-0, ...58-9, ...59-7, ...62-3, β) ο υπ' αριθ. ...78-7 και γ) οι υπ' αριθ. ...53-6 και 216234-2 λογαριασμοί, οι οποίοι στις 15-12-1985 εμφάνιζαν προσωρινά χρεωστικά εις βάρος της πιστούχου υπόλοιπα ύψους: α) 439.260, 3.855.944, 3.138.383, 2.506.606, 16.681, 21.847.294, 11.125.175, 12.550.673 δραχμών, β) 2.956.777 δραχμών και γ) 1.042.276 και 1.270.659 δραχμών, αντιστοίχως, τα οποία αναγνώρισε η πιστούχος εγγράφως. Στις 10-6-1986 η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση και έκλεισε οριστικά τους ανωτέρω λογαριασμούς, το οριστικό χρεωστικό εις βάρος της πιστούχου υπόλοιπο των οποίων ανερχόταν κατά τον προαναφερθέντα χρόνο στα ποσά των: α) 516.441, 4.647.707, 3.689.836, 3.291.370, 20.816, 26.451.924, 13.409.563, 15.127.764 δραχμών, β) 3.477.701 δραχμών και γ) 1.092.534 και 1.567.391 δραχμών, αντιστοίχως, που μεταφέρθηκαν στους υπ' αριθ. 306434-4, 306435-2 και 306436-0 λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης, οι οποίοι μέχρι την 15-12-1990, μετά τις μεσολαβούσες χρεοπιστώσεις, εμφάνισαν χρεωστικό εις βάρος της πιστούχου υπόλοιπο ύψους 213.980.820, 1.683.976, 7.100.143 δρχ., αντιστοίχως, και συνολικά το ποσό των 222.764.939 δρχ., το οποίο τελεσιδίκως επιδικάσθηκε στην ενάγουσα, νομιμοτόκως από την 16-12-1990, δυνάμει της υπ' αριθ. 5726/1992 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί σχετικής αγωγής της πιστώτριας τράπεζας. Τις ανωτέρω οφειλές της προς την εφεσίβλητη, απορρέουσες από τις προεκτεθείσες δανειακές συμβάσεις και σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, ζήτησε η εκκαλούσα να επανακαθορίσει η δανείστρια τράπεζα, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, ωστόσο, η τελευταία της απάντησε ότι δεν μπορεί να υπαχθεί στις ανωτέρω διατάξεις. Από την περαιτέρω αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί υποχρέωση της εφεσίβλητης τράπεζας για τον επαναπροσδιορισμό των οφειλών της εκκαλούσας προς αυτήν από τις επίδικες συμβάσεις, καθόσον, το σύνολο των οφειλών της τελευταίας προς αυτήν κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 31-12-1999, χωρίς ανατοκισμούς, ανερχόταν στο ποσό των 2.560.004,96 ευρώ (1.533.030,21 ευρώ το οφειλόμενο ποσό χωρίς ανατοκισμό από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις+1.026.974,75 ευρώ το οφειλόμενο ποσό χωρίς ανατοκισμό από την επίδικη σύμβαση παροχής πίστωσης), το οποίο υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 3259/2004 όριο των 2.201.000,00 ευρώ, που εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη αθροιστικά για όλες τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων του ίδιου οφειλέτη κατά τράπεζα. Εξάλλου, το τελευταίο, προκύπτει και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης προβλέποντας δύο εξαιρέσεις από την υπαγωγή των οφειλετών στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα πρόταση, αρκεί να συντρέχουν διαζευκτικώς και όχι σωρευτικώς, συνδέει την μεν πρώτη περίπτωση εξαίρεσης με το ύψος του ληφθέντος κεφαλαίου, το οποίο προσδιορίζεται στο ποσό των 400.000,00 ευρώ, τη δε δεύτερη περίπτωση εξαίρεσης με το ύψος της οφειλής κάθε πιστούχου ή δανειολήπτη, που προσδιορίζεται στο ποσό των 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31-12-1999, ερμηνεύει ακολούθως με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3723/2008 τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 3259/2004, μόνον αναφορικά με την πρώτη περίπτωση εξαίρεσης και ορίζει ότι χωριστά λαμβάνεται υπόψη κάθε δάνειο ή πίστωση, ενώ για την περίπτωση του ύψους της οφειλής κατά την 31-12-1999 κρίσιμο θεωρεί το συνολικό ύφος της οφειλής και όχι την οφειλή κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι οι οφειλές της ενάγουσας στην ένδικη υπό στοιχ. Β' αγωγή πιστούχου, που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση παροχής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό δεν υπάγονται στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ν. 3259/2004, διότι το ύψος του συνόλου των οφειλών αυτής προς την πιστώτρια τράπεζα υπερβαίνει το ποσό των 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31-12-1999, με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, χωρίς να ερευνήσει την ετέρα περίπτωση εξαίρεσης από την εν λόγω ευνοϊκή ρύθμιση, ήτοι, αυτή της υπέρβασης ή μη του ορίου των 400.000,00 ευρώ για το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης, και απέρριψε την αγωγή αυτή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, χωρίς, επιπλέον, να διατάξει την προβλεπόμενη επίσης για την οφειλή της εκκαλούσας υπαγωγή στη ρύθμιση της παρ. 2 εδ. δ' του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, περί αποπληρωμής αυτής σε διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θ' αποτελούν περίοδο χάριτος..., καθόσον, ήδη η εφεσίβλητη με την από 30-12-2004 επιστολή της προς την εκκαλούσα προσδιόρισε, κατ' εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, τη σταδιακή αποπληρωμή της άνω οφειλής και την περίοδο χάριτος, με την επιστολή δε αυτή άνοιξε ο δρόμος για την επίτευξη σχετικής συμφωνίας περί υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άνω νόμου..., και δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη υπό στοιχ. Α' αγωγή, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα με τους εκτιμώμενους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής της, οι οποίοι πρέπει ν' απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, ως αβάσιμος πρέπει ν' απορριφθεί και ο εκτιμώμενος ως τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι η συνολική οφειλή της διαμορφώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο της 31-12-1999 στο προαναφερόμενο ποσό με τον παράνομο υπολογισμό εκ μέρους της εφεσίβλητης εξόδων, καθόσον, το ποσό που λαμβάνεται υπόψη, κατ' άρθρο 39 παρ. 4 του ν. 3259/2004, για τη διαπίστωση της συνδρομής περίπτωσης εξαίρεσης από την ευνοϊκή ρύθμιση, είναι αυτό που είχε διαμορφωθεί κατά την 31-12-1999 με το κεφάλαιο και τους συμβατικούς τόκους, χωρίς κονδύλια ανατοκισμού, και με συνυπολογισμό και των εξόδων, για τα οποία δεν προβλέπεται αφαίρεση. Τέτοια αφαίρεση εξόδων, καθώς και οποιοσδήποτε άλλης επιβάρυνσης (τέλους, φόρου, εισφοράς) επιβάλλεται στην τελική οφειλή, η οποία θα προκύψει σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004...., με την οποία έχουν τεθεί εκτός του πεδίου εφαρμογής του οι προμήθειες, οι φόροι, τα έξοδα κ.λ.π., για τη διαπίστωση όμως της συνδρομής περίπτωσης εξαίρεσης της παρ. 4 του ίδιου άρθρου υπολογίζεται η απαίτηση, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την 31-12-1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους (χωρίς ανατοκισμό) και με τα λοιπά έξοδα (...βλ. ρητή και σαφή τοποθέτηση του τότε Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στη Βουλή κατά τη συζήτηση και διαμόρφωση των επίμαχων διατάξεων, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής, αναφέρει κατά λέξη τα εξής: "Εξαιρούνται από τη ρύθμιση, όπως άλλωστε και σε προηγούμενες ρυθμίσεις, οι μεγάλες οφειλές, γιατί ο στόχος μας εδώ δεν είναι να ευνοήσουμε τους μεγαλοοφειλέτες των τραπεζών. Στόχος μας είναι να ωφελήσουμε τον πολύ κόσμο, που δανείστηκε λογικά ποσά, όχι για να πλουτίσει μην πληρώνοντας τις δόσεις του, αλλά προκειμένου να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του. Και για να μη μπορέσει να μας κατηγορήσει κανείς, επειδή ο προηγούμενος νόμος είχε ένα όριο που είχε καθοριστεί με τη συμφωνία της Βουλής στα 750 εκατομμύρια δραχμές, που ήταν κεφάλαιο συν επιβαρύνσεις, μείναμε σ' αυτό το όριο, δηλαδή 2,2 εκατομμύρια ευρώ. Είναι τα παλαιό 750 εκατομμύρια δραχμές. Το βελτιώσαμε ως προς το ότι δεν συνυπολογίζουμε στην οφειλή τους τόκους που προκύπτουν από ανατοκισμούς παρά μόνο τους συμβατικούς τόκους και τα έξοδα")....". Έτσι που έκρινε και με όσα ανωτέρω δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και μη ορθή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των 39 παρ.1, 2, 12 του Ν. 3259/2004, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, όπως ισχύει μετά το άρθρο 42 Ν. 2912/2001, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό του και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε χωρίς να αποδώσει διαφορετική έννοια στη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 4 του 3259/2004 και ακολούθως εφάρμοσε αυτήν και στην ένδικη περίπτωση κατά την οποία διαπίστωσε τη συνδρομή της δεύτερης από τις ως άνω αρνητικά διατυπωμένες περιπτώσεις της παρ. 4, της υπέρβασης δηλαδή του ποσοτικού ορίου των 2.201.000 ευρώ της απαίτησης (οφειλής) της αναιρεσείουσας την 31-12-1999 από κάθε είδους συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, ενώ δεν απαιτείτο να ερευνήσει την υπέρβαση ή όχι του άλλου ορίου των 400.000 ευρώ του αρχικού κεφαλαίου για καθένα δάνειο ή πίστωση με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό), δεδομένου ότι τα ως άνω όρια λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Επίσης, το Εφετείο, ενόψει των ως άνω γενόμενων δεκτών και ανελέγκτων πραγματικών παραδοχών, ορθά εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη, συνυπολογίζοντας για τον καθορισμό του συνολικού ύψους της οφειλής μέχρι την 31-12-1999 το κεφάλαιο και τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμούς και λοιπά έξοδα. Τούτο δε διότι υπό το ισχύον τότε νομικό καθεστώς για τα αναφερόμενα οκτώ δάνεια είχε λάβει χώρα κατάρτιση νόμιμων συμφωνιών με συμβολαιογραφικά έγγραφα μεταξύ των συμβαλλομένων για την κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και τόκων και το νέο κεφάλαιο συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά τους αναφερόμενους όρους. Επομένως, είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας της αναιρεσείουσας (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε' του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-4-2014 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε. ..." για αναίρεση της υπ' αριθ. 4207/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Αυγούστου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;