Του Τασου Τελλογλου
Θύματα μιας θρασύτατης λεηλασίας, μακράς διαρκείας, έπεσαν τα δημόσια νοσοκομεία και τα ασφαλιστικά Ταμεία από κυκλώματα υπερτιμολόγησης υλικών που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα αργόσυρτα ανακλαστικά συναρμόδιων υπουργών και εποπτικών μηχανισμών. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι οι δαπάνες για ιατροφαρμακευτικά προϊόντα (φάρμακα, μηχανήματα, εφόδια) εκτοξεύθηκαν από 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2001 σε 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2007, προκαλώντας ακατάσχετη οικονομική αιμορραγία στο ΕΣΥ. Μάλιστα, ενώ η πολιτική ηγεσία γνώριζε από το 2004 - 2005 τους μηχανισμούς της υπερτιμολόγησης υλικών που καθορίζονταν με κοινές υπουργικές αποφάσεις, πολύ λίγα έπραξε για να αναστραφεί η σκανδαλώδης κατάσταση.
Σε έρευνα, που είχε ολοκληρωθεί ήδη από τα τέλη του 2006 και παραδόθηκε σε δύο ηγεσίες του υπουργείου Υγείας (Νικήτα Κακλαμάνη και Δημ. Αβραμόπουλο) και σε υπουργό Ανάπτυξης (Δ. Σιούφας), διαπιστωνόταν ότι προμηθευτές νοσοκομείων υιοθετούσαν έναν πολύπλοκο δρόμο υπερτιμολόγησης «κόβοντας τιμολόγια» σε κυπριακές υπεράκτιες εταιρείες και στη συνέχεια εμφανίζονταν οι εταιρείες αυτές να πωλούν τα ίδια ακριβώς ιατρικά υλικά, στις ίδιες ακριβώς ποσότητες, στις ελληνικές εταιρείες απ' όπου τα προμηθεύονταν τα νοσοκομεία. Οι ελεγκτές του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας που διενήργησαν σχετική έρευνα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ίδια είδη που πωλούνται σε νοσοκομεία της Κύπρου, κοστίζουν από 4 - 6 φορές ακριβότερα στην Ελλάδα…
Μείον 12 εκατ. ευρώ
Είναι ενδεικτικό ότι διοικήσεις 12 νοσοκομείων προχώρησαν σε διαπραγμάτευση με τους προμηθευτές τους κατά το 2006 με βάση ορισμένα από αυτά τα στοιχεία και κατάφεραν μειώσεις των τιμών από 15 - 50%. Μόνον από αυτό το «πακέτο» διαπραγμάτευσης και μόνο για υλικά αγγειοπλαστικής το Δημόσιο εξοικονόμησε περίπου 12 εκατομμύρια ευρώ.
Μετά την κατάργηση του «καθεστώτος» των υπεράκτιων εταιρειών, οι προμηθευτές ακολούθησαν περίπου το ίδιο σύστημα με την ίδρυση «θυγατρικών» ή και «μητρικών» εταιρειών στην Κύπρο για τη συνέχιση της «λογιστικής αποτύπωσης» αυτού του τρόπου προμηθειών στα δημόσια νοσοκομεία. Αλλά, παρά το γεγονός ότι οι έως τότε έρευνες «υποδείκνυαν» στην Υπηρεσία Eιδικών Eλέγχων (ΥΠΕΕ) να προχωρήσει σε συνεργασία με τις κυπριακές αρχές τον έλεγχο αυτής της κατάστασης, ουδέν συνέβη. Μία λεπτομέρεια: Την έρευνα είχε «παραγγείλει» ο σημερινός ειδικός γραμματέας της ΥΠΕΕ και τότε γεν. γραμματέας του υπουργείου Υγείας κ. Πασχάλης Μπουχώρης.
Διαφορές από 60 έως 130%
Στην έρευνα, η οποία ξεκίνησε το 2004 μετά την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία και με αφορμή διαγωνισμούς στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο για τα έτη 2001, 2002 και 2003, τρεις επιθεωρητές κατέγραψαν αρχικά τις διαφορές τιμών στις οποίες αγοράζουν τα νοσοκομεία σε σχέση με τις τιμές που διέθετε τα ίδια υλικά «η γαλλική οικονομική επιτροπή για προϊόντα υγείας». Οι διαφορές στις τιμές, π.χ. για επτά είδη βηματοδοτών, κυμαίνονταν από 60 έως 130%(!). Αντίστοιχες συγκρίσεις έγιναν με μια σειρά άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης και την Κύπρο με τα ίδια αποτελέσματα. Οι αγορές υλικών αγγειοπλαστικής, π.χ. για το Ιπποκράτειο, γίνονταν από την Κύπρο.
Και βέβαια, οι τιμές αγοράς από την Κύπρο δεν ήταν οι ίδιες με τις τιμές πώλησης στην Ελλάδα. Ετσι, ένας βηματοδότης VVI μοντέλο AXIOS S της εταιρείας ΒΙΟΤΡΟΝΙΚ αγoραζόταν για την εταιρεία INTERTRONICS HELLAS AE από την εταιρεία Medsholl στη Λευκωσία έναντι 2.478 ευρώ, ενώ η τιμή στην οποία αγόραζαν τα νοσοκομεία ήταν 3.900 ευρώ. Η εταιρεία επικαλείτο πάντοτε την καθυστερημένη πληρωμή της από τα νοσοκομεία για να δικαιολογήσει τις διαφορές των τιμών. Στις 26 Μαΐου 2004, η κυπριακή εταιρεία, όταν «οχλήθηκε» από τη διοίκηση του Ιπποκρατείου, προσέφερε τιμές κατά 25% φθηνότερες.
Σειρά εταιρειών
Η Medsholl ήταν μάλλον η... εξαίρεση υπαρκτής εταιρείας γιατί σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στη διάρκεια της πρώτης φάσης της έρευνας, οι επιθεωρητές του ΣΕΥΥΠ (Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας - Πρόνοιας) «έπεσαν» σε μία σειρά άλλων κυπριακών εταιρειών, που εισήγαγαν από τις μητρικές εταιρείες στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική τα ιατρικά προΐόντα για να πωλήσουν ακριβώς στις ίδιες ποσότητες τα ίδια ακριβώς είδη σε εταιρείες προμηθευτών στην Ελλάδα, οι οποίες στη συνέχεια τα μεταπωλούσαν στην «ανώτατη τιμή» στα ελληνικά νοσοκομεία. Ενας απίστευτος φαύλος κύκλος.
Ετσι, το 2005 - 2006, όταν επεκτείνεται η έρευνα, ένα βιοαπορροφήσιμο συνθετικό οστικό μόσχευμα αγοράζεται στην Κύπρο έναντι 127 ευρώ, πωλείται στην Ελλάδα προς 1.270 ευρώ (μεικτό περιθώριο κέρδους προμηθευτή 899%!) για να πωληθεί σε ελληνικά νοσοκομεία προς 1.520 ευρώ.
Μία βίδα τιτανίου αυχενικής μοίρας πωλείτο στην Κύπρο 18 ευρώ, από την Κύπρο στην Ελλάδα 132 ευρώ (μεικτό περιθώριο κέρδους προμηθευτή 631%!) για να πωληθεί τελικά σε ελληνικά νοσοκομεία προς 159 ευρώ.
Οι τιμές στην Κύπρο
Κάποια στιγμή οι ελεγκτές του ΣΕΥΠΠ αποφάσισαν να ζητήσουν από τις κυπριακές αρχές τις τιμές με τις οποίες προμηθεύονταν τα κυπριακά νοσοκομεία τα αντίστοιχα υλικά. Ετσι, η ενδοστεφανιαία πρόθεση (Stent ) Cordis Cypher, που πωλείτο στην Ελλάδα από 2.900 -3.300 ευρώ, στοίχιζε στην Κύπρο μόλις 1.958 ευρώ παρά το γεγονός ότι στην Κύπρο -που βέβαια πληρώνει στην ώρα της τις εταιρείες…- οι ποσότητες που απορροφούσαν τα νοσοκομεία ήταν πολύ μικρότερες.
Ενας από τους ελεγκτές είχε την περιέργεια να μάθει πόσο χρεώνουν το ίδιο υλικό στα ασφαλιστικά ταμεία ιδιωτικές κλινικές που συνεργάζονται μαζί τους. Σε μία κεντρική κλινική της Αθήνας ανακάλυψαν ότι το 2005 το συγκεκριμένο προϊόν Cypher χρεωνόταν 6.525 ευρώ(!), δηλαδή 350% πάνω από την τιμή της Κύπρου. Στα μέσα του χρόνου, μετά τον πρώτο έλεγχο η κλινική «έκοψε» 20% και τον Ιούλιο του 2006 μετά έναν ακόμα έλεγχο το έφθασε στα 3.815 ευρώ, «τιμή την οποία, όπως φαίνεται από τους πίνακες, χρεώνουν οι περισσότερες ιδιωτικές κλινικές…».
Το 2005 διακινήθηκαν 3.633 στεντ Cypher σε μία συνολική δαπάνη που έφτασε τα 14,2 εκατομμύρια ευρώ. Η μέση τιμή προμήθειας ανά τεμάχιο ήταν 3.921 ευρώ και η χαμηλότερη τιμή σε όσα νοσοκομεία οι διοικήσεις τους υπεράσπισαν τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου ήταν 2.900 ευρώ...
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υφυπουργός Υγείας του ΠΑΣΟΚ κ. Ελπίδα Τσουρή με εγκύκλιό της είχε επιστήσει την προσοχή των διοικήσεων δημοσίων νοσοκομείων και των ασφαλιστικών Ταμείων -στα τέλη του 2002- «ότι μόνο κατ' εξαίρεση θα έπρεπε νοσοκομεία και Ταμεία να αγοράζουν στις ανώτατες τιμές εφόσον πρόκειται για υλικά που οι τιμές τους ορίζονταν με κοινές υπουργικές αποφασεις και όχι με διαγωνισμούς».
Οι ελεγκτές Υγείας σημειώνουν παράλληλα ότι το «Ωνάσειο», που δεν υπαγόταν στον τρόπο προμηθειών των δημοσίων νοσοκομείων, παράγγελνε στις «ανώτατες τιμές των κοινών υπουργικών αποφάσεων και αυτό παρά το γεγονός ότι συνήθως κατανάλωνε μεγαλύτερες ποσότητες υλικών αγγειοπλαστικής σε σχέση με άλλα νοσοκομεία, κάτι που θα έπρεπε να οδηγεί σε μάλλον χαμηλότερες τιμές.
Προκλητικά υψηλές ακόμη οι τιμές
Τα συμπεράσματα των ελέγχων αυτών του 2005 και 2006 κοινοποιήθηκαν στην εισαγγελέα Αθηνών κ. Μαρία Γκανέ και έχουν σαφώς δυσάρεστη χροιά για τις πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Ανάπτυξης και Υγείας: Οι τιμές προμήθειας από τα δημόσια νοσοκομεία όλων ανεξαιρέτως των υλικών αγγειοπλαστικής ήταν και εξακολουθούν να είναι προκλητικά υψηλές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες που τα ίδια υλικά πωλούνται στη διεθνή αγορά.
Οπως επισημαίνεται, η κατάσταση αυτή προκλήθηκε από την έλλειψη επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων νοσοκομείων για ανταλλαγή στοιχείων, την ανυπαρξία ελέγχου και έρευνας αγοράς τόσο από τις διοικήσεις και τις υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων όσο και από την πλευρά των ασφαλιστικών φορέων και επίσης από τις σχέσεις οικονομικής διαπλοκής που πιθανολογείται ότι υπάρχουν, σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ προμηθευτών και γιατρών, οι οποίοι, με τον τρόπο που διενεργούνται οι διαγωνισμοί, καθορίζουν την επιλογή των προς προμήθεια υλικών και εξασφαλίζουν την βεβαιότητα στον προμηθευτή για την πώληση των προϊόντων του, ακυρώνοντας κάθε έννοια ανταγωνισμού…
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε