Η πανδημία του Covid-19 προκάλεσε μια σοβαρή υγειονομική, κοινωνική και οικονομική κρίση. Στο υγειονομικό επίπεδο, και με βάση τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ο πραγματικός απολογισμός της πανδημίας ήταν, μέχρι τις 23 Μαΐου 2021, πολύ σοβαρότερος από εκείνον που προκύπτει από τα συνολικά στοιχεία που παρέχουν τα κράτη – μέλη του ΠΟΥ. Συγκεκριμένα, ο ΠΟΥ εκτιμά ότι οι θάνατοι που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον Covid-19 κυμαίνονται μεταξύ 6-8.000.000 εκατομμύρια και όχι 3.000.000 με βάση τα στοιχεία των εθνικών αρχών (Le Monde, 25.5.2021).
Από την πλευρά του, το Institute for Health Metrics and Evaluation (IHME) του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον εκτιμά τους θανάτους της πανδημίας, μέχρι τις 13 Μαΐου 2021, σε 7,1 εκατ. Συγκεκριμένα, μέχρι την ημερομηνία αυτή, οι θάνατοι που προκάλεσε ο Covid-19 ήταν 912.000 έναντι 578.000 που ανακοίνωσαν οι αρχές στις ΗΠΑ, 736.000 έναντι 248.000 αντίστοιχα στην Ινδία, 621.000 έναντι 423.000 στο Μεξικό, 617.000 έναντι 423.000 στη Βραζιλία, 607.000 έναντι 111.000 στη Ρωσία, 210.000 έναντι 150.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 180.000 έναντι 75.500 στο Ιράν και 4.500 στη Κίνα (Le Monde, 25.5.2021).
Οι κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας ήταν εξίσου αρνητικές. Η ανεργία αυξήθηκε το 2020 (π.χ. 15,5% στην Ισπανία, 9,2% στην Ιταλία, έναντι 7,8% κατά μέσο όρο στην ΕΕ) (Le Monde, 14.5.2021). Επίσης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας (ΠΟΕ) εκτιμά ότι 256 εκατ. εργαζόμενοι στον κόσμο θα χάσουν τις θέσεις εργασίας τους, λόγω του Covid-19 (Le Monde, 7-8.3.2021). Ταυτόχρονα, η πανδημία όξυνε ακόμα περισσότερο τις ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων μέσα στις ίδιες της χώρες (βλ. Π. Ρουμελιώτη, Η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας μετά την πανδημία, Hellas Journal, 21.4.2021).
Σε οικονομικό επίπεδο, οι επιπτώσεις ήταν επίσης σοβαρές. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε το 2020 κατά 3,3 %, εκείνο των ΗΠΑ κατά 3,5%, της ΕΕ κατά 6,6%, ενώ της Κίνας αυξήθηκε μόλις κατά 2,3% (IMF, Economic Outlook, 6.4.2021).
Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα αντιδρά
Μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού των χωρών τους, οι κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις δογματικές και φιλελεύθερες δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Ειδικότερα, με πρωτόγνωρα δημοσιονομικά (π.χ. επιδόματα, δάνεια με εγγύηση του προϋπολογισμού, σημαντικές δημόσιες επενδύσεις κ.ά) και νομισματικά μέτρα (π.χ. αγορά κρατικών ομολόγων και ιδιωτικού χρέους από τις Κεντρικές Τράπεζες) ελαχιστοποίησαν τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας.
Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι δαπανήθηκαν 14 τρις δολάρια ή 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2020 για τη στήριξη της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε παγκόσμια βάση (βλ. Π. Ρουμελιώτη, ό.π.,). Έτσι, τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν σημαντικά στις διάφορες χώρες. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε στο 15% στις ΗΠΑ, 7,2% στην ΕΕ (5,5% στην Γερμανία, 8,8% στην Ιταλία, 8,9% στην Ελλάδα). Επίσης, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά (π.χ. στο 98% σε παγκόσμια σε βάση, 136,7% στις 7 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, 96,9% στην ΕΕ) (βλ. Π. Ρουμελιώτη, ό.π.,).
Η επόμενη ημέρα
Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ, αποφασίστηκε η εφαρμογή εντυπωσιακών επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα στηρίξουν την ανάκαμψη τους τα επόμενα πέντε χρόνια. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ θα δαπανήσουν 2.250 δις δολ. για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, την ενεργειακή μετάβαση, τις ψηφιακές τεχνολογίες, την κοινωνική συνοχή, ενώ η ΕΕ 750 δις ευρώ για ανάλογες επενδύσεις.
Έτσι, αναμένεται μεγάλη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2021-2022, εφόσον βέβαια επιβραδυνθεί η εξάπλωση της πανδημίας και απελευθερωθούν οι οικονομικοί μηχανισμοί από τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται για τον περιορισμό της πανδημίας αυτής.
Η πρόβλεψη για ανάκαμψη για τα δυο επόμενα χρόνια στηρίζεται στην εκτίμηση ότι θα αυξηθούν σημαντικά οι δημόσιες επενδύσεις, η κατανάλωση, κυρίως λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια του lockdown, καθώς και λόγω της αύξησης του διεθνούς εμπορίου.
Θα πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ εφαρμόζουν προστατευτικά μέτρα στις εισαγωγές τους από την Κίνα και θέτουν φραγμούς στη πρόσβαση των κινεζικών επιχειρήσεων στις τεχνολογίες τους. Από την πλευρά της, η Κίνα προωθεί ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα τεχνολογικής αυτονόμησης και διαφοροποίησης των προμηθειών της από την ΕΕ και τις ΗΠΑ (Le Monde, 17.5.2021). Ωστόσο , η διαδικασία εμπορικής και τεχνολογικής αποσύνδεσης μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ και Κίνας θα απαιτήσει χρόνο και επομένως δεν αναμένεται άμεση παραπέρα επιδείνωση του διεθνούς εμπορίου, λόγω του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου μεταξύ των τριών αυτών οικονομικών δυνάμεων.
Όσον αφορά την ΕΕ, εκτιμάται ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,3% το 2021 και 4,4% το 2022. Προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων αυτών είναι η έγκαιρη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των εθνικών προγραμμάτων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάπτυξης. Θετικό βήμα προς την υλοποίηση της απόφασης, είναι η έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών – μελών της συμφωνίας για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και τον δανεισμό της ΕΕ από τις αγορές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος.
Ταυτόχρονα, με την προετοιμασία και έγκριση των εθνικών προγραμμάτων τους και προκειμένου να αντληθούν οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα κράτη – μέλη της ΕΕ θα πρέπει να προωθήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν κυρίως την προώθηση ελαστικότερων μορφών εργασίας και τον περιορισμό των συνταξιοδοτικών συστημάτων (μείωση του κόστους των συντάξεων και της αντίστοιχης κρατικής επιχορήγησης ως ποσοστό του ΑΕΠ με αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης ή και μείωση των συντάξεων).
Επίσης, προβλέπεται ότι το αργότερο μέχρι το 2022 τα κράτη – μέλη της ΕΕ θα πρέπει να επανέλθουν στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Για τον λόγο αυτόν, το δημοσιονομικό τους έλλειμμα θα πρέπει να περιοριστεί σημαντικά, κυρίως με μέτρα που θα αφορούν την αύξηση της φορολογίας και τη δραστική μείωση των δαπανών. Συγκεκριμένα, προβλέπεται μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ από 7,2% το 2020 και 8% το 2021 σε 3,8% το 2022 (Le Monde, 14.5.2021). Ωστόσο, εφόσον επαληθευτούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάκαμψη, τα φορολογικά έσοδα μπορεί να αυξηθούν και να περιοριστεί έτσι η μείωση των δαπανών.
Αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει τα επιτόκια δανεισμού να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, ώστε η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους να μην απορροφά υψηλό ποσοστό των δημοσίων εσόδων και να καταστεί έτσι το χρέος μη βιώσιμο. Επίσης, θα χρειαστεί μια αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε χώρες – μέλη της ΕΕ με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (Ελλάδα, Ιταλία) να μπορούν να το αποπληρώσουν με ελαστικότερους όρους και όχι με την πραγματοποίηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Πιθανές αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας
Αν τα επιτόκια δανεισμού αυξηθούν, όπως προβλέπουν ορισμένοι οικονομολόγοι, λόγω της αύξησης του πληθωρισμού, συνεπεία της υπερπροσφοράς χρήματος στις αγορές και της κερδοσκοπίας σε ακίνητα και μετοχές, τότε τα κράτη – μέλη της ΕΕ και οι επιχειρήσεις, θα βρεθούν σε δύσκολη θέση να αποπληρώσουν το χρέος τους.
Για το λόγο αυτό επιβάλλεται, η αμοιβαιοποίηση του δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε στις χώρες – μέλη της ΕΕ μετά την πανδημία, ώστε να αποφευχθεί η αδυναμία ορισμένων κρατών – μελών της ΕΕ, με υψηλό δημόσιο χρέος να το αποπληρώσουν, δηλαδή σε περίπτωση που τα επιτόκια δανεισμού τους από τις αγορές καταστούν απαγορευτικά.
Ωστόσο, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σχετικά με τον πληθωρισμό είναι καθησυχαστικές προς το παρόν. Η ίδια εκτιμά ότι ο πληθωρισμός στην ΕΕ, θα κυμανθεί στο 1,7% το 2021 και 1,3% το 2022 έναντι 0,3% το 2020 (Le Monde, 14.5.2021).
Όπως επισημαίνουν πολλοί οικονομολόγοι, η ανάκαμψη σε ορισμένους τομείς, όπως ο τουρισμός, θα είναι βραδύτερη και ίσως δυσκολότερη. Πολλές επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να αποπληρώσουν τις συσσωρευτικές φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, μετά την εκπνοή των ευεργετικών μέτρων (π.χ. επιδοτήσεις, αναστολή πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών) με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος πολλών πτωχεύσεων.
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να μην ανακοπούν απότομα τα προγράμματα στήριξης των ευάλωτων επιχειρήσεων. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά το ιδιωτικό χρέος που δημιουργήθηκε μετά την πανδημία, κυρίως με την εφαρμογή μέτρων, όπως η επιμήκυνση της αποπληρωμής ή και διαγραφής μέρους του χρέους αυτού. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι τράπεζες να επιμηκύνουν τη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων που χορηγήθηκαν με εγγύηση του δημοσίου ή και να απομειώσουν μέρος του χρέους αυτού εφόσον υπάρχει συμφωνία στα πλαίσια της ΕΕ. Τέλος, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΟΟΣΑ,ΔΝΤ) προτείνουν, για να περιοριστούν οι ανισότητες, που διευρύνθηκαν μετά την πανδημία, να καθιερωθούν αυξημένοι συντελεστές φορολόγησης των κληρονομιών και των γονικών παροχών. Επίσης, διαφαίνεται πιθανή η υπογραφή μιας διεθνούς συμφωνίας για τη καθιέρωση ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή (15%) για τα κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών, τα έσοδα του οποίου θα καταβάλλονται δίκαια μεταξύ των χωρών προέλευσης και παραγωγής, αποφεύγοντας τον φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Η περίπτωση της ελληνικής οικονομίας
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η πανδημία συρρίκνωσε το ΑΕΠ το 2020 κατά 8,2%, αύξησε το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 9,7% και το δημόσιο χρέος στο 205,6%. Με βάση το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, προβλέπεται ανάκαμψη του ΑΕΠ κατά 4,1% το 2021, 6,1% το 2022, καθώς και ρυθμός μεγέθυνσης 4% κατά μέσο όρο μεταξύ 2023-2025.
Η ανάκαμψη θα προκύψει από τη συνολική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 30% το 2022 και 10% ετησίως μέχρι το 2025, λόγω της χρηματοδότησης μεγάλου ποσοστού τους από το Ταμείο Ανάκαμψης, την αύξηση της κατανάλωσης, λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών (24 δις ευρώ) κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και της αύξησης των εξαγωγών κατά 13,7% το 2022 και 6% κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2025 (Banking News, 21.5.2021).
Το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ θα περιοριστεί από 9,9% το 2021, σε 2,9% το 2022, 0,4% το 2023 και 0,6% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2025. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού από -7,2% το 2021 θα περιοριστεί στο -0,3% το 2022. Κατά την περίοδο 2023-2025, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα που θα κυμανθεί γύρω στο 2% κατά μέσο όρο κατά την περίοδο 2023-2025. Έτσι, το δημόσιο χρέος θα περιοριστεί στο 204,5% το 2021, 189,5% το 2022, 176,7% το 2023, και 166% το 2024.
Η «Έκθεση» Πισσαρίδη σε αριθμούς
Οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις υποκρύπτουν πολλές αντιφάσεις και μέτρα- μεταρρυθμίσεις, που η εφαρμογή τους είτε θα αποδειχτεί δυσχερής είτε αδύνατη. Ειδικότερα, με βάση την «Έκθεση Πισσαρίδη», μέχρι το 2030 θα πρέπει να επιδιωχθούν τα εξής:
• Αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων από 12% του ΑΕΠ σε 24%.
• Αύξηση του ποσοστού εξαγωγών από 37% σε 50,5% του ΑΕΠ.
• Αύξηση των παγίων επενδύσεων από 10,1% του ΑΕΠ σε 24% και των παραγωγικών επενδύσεων από 5,9% σε 17,5%.
• Αύξηση του ρυθμού των μεσαίων και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με την αύξηση των επενδύσεων.
• Αύξηση της απασχόλησης (κατά 1% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση) με την ένταξη στην αγορά εργασίας ημιαπασχολούμενων, γυναικών και νέων, καθώς και τη μείωση της ανεργίας.
• Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (κατά 2,5% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση) μέσω των νέων επενδύσεων, της εξειδίκευσης και της καινοτομίας.
• Αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη από 1,2% του ΑΕΠ σε 2%.
Στον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής που προτείνεται στα πλαίσια της «Έκθεσης Πισσαρίδη» βρίσκονται η φορολογική πολιτική, οι εργασιακές σχέσεις και το συνταξιοδοτικό σύστημα. Και στους τρεις αυτούς τομείς, καθώς και στον τομέα των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων που προτείνονται, το πρόγραμμα που υιοθέτησε η κυβέρνηση της ΝΔ θυμίζει τα μνημόνια του ΔΝΤ.
Αποτελεί η «Έκθεση Πισσαρίδη» διέξοδο στη μετά Covid-19 κρίση;
Ειδικότερα, το πρόγραμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποσκοπεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο να καταστήσει την Ελλάδα φορολογικά ανταγωνιστική προκειμένου να προσελκύσει εγχώριους και ξένους επενδυτές. Αυτό συνεπάγεται μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, όταν μάλιστα τα έσοδα από άμεσους φόρους στην Ελλάδα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,15% του ΑΕΠ έναντι 13,3%, αντίστοιχα). Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αύξηση του βάρους των έμμεσων φόρων, που είναι ήδη υψηλοί σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ (17,14% του ΑΕΠ έναντι 9,9%, αντίστοιχα), οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, διευρύνουν τις ανισότητες μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων εισοδηματικών τάξεων.
Έτσι, στα πλαίσια του φορολογικού ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και την καθιέρωση ενιαίας κλίμακας για τη φορολόγηση του συνόλου των εισοδημάτων από διάφορες πηγές, θα διευρυνθούν ακόμα περισσότερο οι εισοδηματικές ανισότητες. Εξάλλου, όσο και αν μειωθεί η φορολογία των κερδών, στα πλαίσια του φορολογικού ανταγωνισμού που επέλεξε η κυβέρνηση, η προσέλκυση επενδύσεων θα συνεχίσει να εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, το επίπεδο ψηφιοποίησης της οικονομίας, τις υποδομές, τις δεξιοτεχνίες κ.ά. Όπως αποδείχθηκε με τα μνημόνια, παρά το γεγονός ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν ασθενικές (βλ. Π. Ρουμελιώτης – Β. Κολλάρος, Από την Ελλάδα της Αλλαγής στην Ελλάδα της Παρακμής, 2021, σελ. 524-525).
Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα σχετικά με τη βούληση-ικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταπολεμήσει την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Οι μέχρι σήμερα επιδόσεις των ελληνικών κυβερνήσεων στον τομέα αυτόν ήταν ισχνές. Όχι μόνο δεν περιόρισαν σημαντικά την παραοικονομία, αλλά παρεμπόδισαν την είσπραξη φόρων από τη φοροδιαφυγή, όπως, για παράδειγμα, ο χειρισμός στην περίπτωση της λίστας Lagarde-Panama Papers και της λίστας Borjans. Άλλες χώρες αύξησαν σημαντικά τα φορολογικά τους έσοδα με βάση τις λίστες αυτές (π.χ. Γαλλία, Γερμανία).
Εργασιακά και συνταξιοδοτικό σε νέα – φιλελεύθερη – βάση
Στον τομέα των εργασιακών σχέσεων και του συνταξιοδοτικού συστήματος, η πολιτική που καλείται να ακολουθήσει η κυβέρνηση, με βάση την «Έκθεση Πισσαρίδη», αποτελεί ενίσχυση-συνέχιση των μνημονίων του ΔΝΤ. Η ελαστικοποίηση της εργασίας και η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (με την καθιέρωση του κεφαλοποιητικού αντί του διανεμητικού συστήματος) αποσκοπεί στη μείωση του βάρους της μισθωτής εργασίας για τους επιχειρηματίες. Με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα ωφεληθούν περισσότερο οι εργοδότες, ενώ οι αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων, που θα προκύψουν από τη μείωση των υφιστάμενων ασφαλιστικών εισφορών τους, θα απορροφηθούν από την αύξηση των εισφορών τους στο νέο κεφαλαιοποιητικό ταμείο της επικουρικής ασφάλισης (ιδιωτικό). Με την καθιέρωση πλαφόν στο ασφαλιστέο εισόδημα, στην πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, θα ευνοηθούν οι υψηλόμισθοι, θα μειωθούν ακόμα περισσότερο οι πόροι των ασφαλιστικών ταμείων και θα αυξηθούν οι ανισότητες. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της ΕΕ (11,62% του ΑΕΠ έναντι 14,06% το 2018, αντίστοιχα, βλ. «Έκθεση Πισσαρίδη»).
Συνολικά, οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, υπολείπονται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ (38,92% έναντι 40,55% το 2018, αντίστοιχα, βλ. «Έκθεση Πισσαρίδη»). Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα προκαλέσει ζημία στα ασφαλιστικά ταμεία, με αποτέλεσμα αργά ή γρήγορα να αναγκαστεί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέες περικοπές των συντάξεων, που ήδη έχουν μειωθεί δραστικά με τα μνημόνια. Οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός θα επιδεινωθούν ακόμα περισσότερο.
Το γεγονός ότι η κρατική επιχορήγηση για συντάξεις στην Ελλάδα είναι περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ (10,1% του ΑΕΠ έναντι 3,1%) θα μπορούσε να διορθωθεί με την ενίσχυση των χρηματοδοτικών πόρων των ασφαλιστικών ταμείων, εφόσον η κυβέρνηση κατάφερνε να περιορίσει την αδήλωτη εργασία και να καταπολεμήσει την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή, αντί να προχωρήσει στην εύκολη λύση της περικοπής των συντάξεων.
Γενικότερα, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και των μεταρρυθμίσεων του ΔΝΤ θα συνεχιστούν και είναι βέβαιο ότι θα συμβάλουν στην περαιτέρω επιδείνωση των ανισοτήτων και στην αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους. Το επιχείρημα ότι με τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια θα μειωθούν οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν ευσταθεί. Αντιθέτως, σε παγκόσμια κλίμακα, και ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός διευρύνονται συνεχώς και οδηγούν σε κοινωνικές αναταράξεις.
Ο βραχνάς του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους
Ωστόσο, όσο το δημόσιο χρέος παραμένει στα υψηλά αυτά επίπεδα, θα υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τη βιωσιμότητά του τα επόμενα χρόνια. Όσο τα επιτόκια δανεισμού για την αναχρηματοδότηση του χρέους παραμένουν χαμηλά, δε θα υπάρξει πρόβλημα αναχρηματοδότησής του. Σε περίπτωση όμως που τα επιτόκια αυξηθούν, η Ελλάδα κινδυνεύει και πάλι να βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα κρίση χρέους και να υποχρεωθεί να εφαρμόσει ξανά νέα μνημόνια λιτότητας.
Η Ελλάδα, για να αποφύγει μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να δραστηριοποιηθεί και να αξιοποιήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα τα ευρωπαϊκά κονδύλια (βλ. παρακάτω), ώστε να ανακάμψει γρήγορα η οικονομία της (αν και οι νέες επενδύσεις απαιτούν τρία χρόνια περίπου για να αποφέρουν αποτελέσματα).
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας θα αναγκαστεί να επανέλθει σε τροχιά δημοσιονομικής εξυγίανσης, προκειμένου να πραγματοποιήσει εκ νέου πρωτογενή πλεονάσματα που θα της επιτρέψουν να μειώσει το δημόσιο χρέος της, ώστε να καταστεί βιώσιμο. Πάντα όμως με την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια δανεισμού της δε θα είναι μεγαλύτερα από τον ρυθμό μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ της (βλ. Π. Ρουμελιώτης – Β. Κολλάρος, ό.π., σελ. 526-527).
Τέλος, η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας θα εξαρτηθεί από την πολιτική της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, θα πρέπει η τελευταία να συνεχίσει να διακατέχει και να ανανεώνει τα ομόλογα των κρατών-μελών της ΕΕ (διαθέτει το 20% του συνολικού δημόσιου χρέους τους), ώστε να αποφευχθεί μια νέα κρίση χρέους στις χώρες-μέλη της ΕΕ με υψηλό χρέος (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία).
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι πέρα από το υψηλό δημόσιο χρέος (365 δισ.-340 δισ. ευρώ δημόσιο χρέος, 25 δισ. άλλα ομόλογα και βραχυπρόθεσμοι τίτλοι), το ιδιωτικό χρέος είναι επίσης σε υψηλά επίπεδα (144 δισ. ευρώ οφειλές των νοικοκυριών στις τράπεζες και 106 δισ. ευρώ οφειλές ιδιωτών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα παραμείνει πάνω από 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2040 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα κυμανθούν γύρω στο 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση μέχρι το 2040 και στο 13% μεταξύ 2040-2060.
Υπάρχει ελπίδα από το πρόγραμμα ανάκαμψης;
Όσον αφορά το πρόγραμμα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αυτό καλείται να αντιμετωπίσει την υποβάθμιση και τις προκλήσεις με τις οποίες αναμετριέται η ελληνική οικονομία ύστερα από την εφαρμογή των μνημονίων κατά τη δεκαετία του 2010. Όπως αναφέρεται στην «Έκθεση Πισσαρίδη», μετά το 2009 ο εθνικός πλούτος μειώθηκε σημαντικά (473 δισ. ευρώ το 2000, 444 δισ. ευρώ το 2009 και 292 δισ. ευρώ το 2017), όπως και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (από 22.700 ευρώ το 2007 σε 18.200 ευρώ το 2019). Ταυτόχρονα, η έκθεση αναφέρει ότι η θέση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε τόσο στην ΕΕ, όσο και σε παγκόσμια βάση.
Οι υστερήσεις και προκλήσεις αυτές, μαζί με τα γενικότερα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως έναν βαθμό από το πρόγραμμα ανάκαμψης των 32 δισ., εφόσον γίνουν οι κατάλληλες επιλογές και πραγματοποιηθεί η υλοποίηση των επενδυτικών στόχων που προωθεί η κυβέρνηση. Από τα 32 δισ. που θα εισπράξει η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, τα 19 δισ. αφορούν δωρεάν επιχορηγήσεις και τα 13 δισ. δάνεια. Το ελληνικό «Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» (24/11/2020) περιλαμβάνει τα εξής:
• 6,2 δισ. (32,6% του συνόλου) για την πράσινη ανάπτυξη,
• 2,1 δισ. (11% του συνόλου) για την ψηφιακή μετάβαση,
• 4,1 δισ. (21,5% του συνόλου) για την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή,
• 4 δισ. (21% του συνόλου) για τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας,
• 13 δισ. (δάνεια) για την κάλυψη του παραγωγικού κενού μεταξύ ΕΕ και Ελλάδας και γενικότερα για την ανάπτυξη των παραγωγικών επενδύσεων και την εξωστρέφεια.
Στις 31 Μαρτίου 2021, η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε την εξειδίκευση του προγράμματος αυτού. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι την επόμενη εξαετία (2021-2026) οι συνολικές επενδύσεις στα πλαίσια του Ταμείου Ανάπτυξης, μαζί με τους πρόσθετους πόρους από άλλες πηγές, θα φθάσουν τα 57,4 δις (25,6 δις επιδοτήσεις και 31,8 δις πρόσθετοι πόροι) (βλ. Π. Ρουμελιώτης – Β. Κολλάρος, ό.π., σελ. 528-530). Ωστόσο, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να συγκεντρωθούν οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης σε ένα πολύ μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων και να περιοριστεί έτσι η διάχυση των κονδυλίων της ΕΕ στο ευρύτερο παραγωγικό σύστημα της χώρας. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να παρεμποδίσει τη χρηματοδότηση του βασικού κορμού της ελληνικής οικονομίας, που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες απαριθμούν το 95% της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.
* Ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης είναι Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρόεδρος της Attica Bank
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε