Η πανδημία του κορωνοϊού SARS COV-2 έχει ήδη σημαδέψει και θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία για πολλά χρόνια ακόμα.
Έχει προκαλέσει τη μερική αποπαγκοσμιοποίηση ορισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων (π.χ. επαναφορά της παραγωγής υγειονομικού και ιατρικού εξοπλισμού, φαρμάκων, ευαίσθητων ψηφιακών προϊόντων, όπως ημιαγωγοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ από την Άπω Ανατολή και κυρίως από την Κίνα).
Ταυτόχρονα, θα αναδιατάξει το παραγωγικό σύστημα, καθώς η πανδημία ανέδειξε κερδισμένους κλάδους και υπηρεσίες (π.χ. ψηφιακοί κολοσσοί, διατροφικός τομέας, φαρμακευτικός, πολυτελή αγαθά) και ζημιωμένους (μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αερομεταφορές, παραδοσιακό εμπόριο).
Θα απαιτηθεί χρόνος για την ανακατάταξη των εργαζομένων και του κεφαλαίου μεταξύ των κερδισμένων και των ζημιωμένων κλάδων και τομέων της οικονομικής δραστηριότητας.
Η πανδημία έχει επίσης επηρεάσει τις εργασιακές σχέσεις, καθώς η τηλεργασία έχει ενισχυθεί και τα μέτρα υγιεινής στους χώρους εργασίας, όπως και η επιτάχυνση ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στη παραγωγική διαδικασία θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους εργαζομένους.
Όσοι από αυτούς προσαρμοστούν έγκαιρα και κατάλληλα με τα νέα αυτά δεδομένα, τόσο ευκολότερα θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν καλές θέσεις εργασίας.
Όσοι δεν τα καταφέρουν, θα περιθωριοποιηθούν και θα υποβαθμιστούν μισθολογικά και επαγγελματικά.
Το πλήγμα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Η πανδημία έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πολλές από αυτές, χωρίς την κρατική στήριξη, θα είχαν πτωχεύσει. Μετά τον τερματισμό της στήριξης αυτής, πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές θα καταλήξουν σε επιχειρήσεις - ζόμπι, δηλαδή τα έσοδά τους δεν θα καλύπτουν την εξυπηρέτηση των δανείων τους (πριν την πανδημία το ποσοστό τους στο σύνολο των επιχειρήσεων στις χώρες του ΟΟΣΑ είχε ήδη αυξηθεί από 5% σε 13% μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009).
Στο κοινωνικό επίπεδο, οι εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, που προϋπήρχαν του ξεσπάσματος της πανδημίας, οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο τόσο μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, καθώς η πανδημία έπληξε περισσότερο τις φτωχές χώρες του Νότου, όσο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων μέσα στις ίδιες τις χώρες (π.χ. μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων, εξειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας).
Η πανδημία ανέδειξε επίσης τη σοβαρή ανεπάρκεια, αλλά και την αναγκαιότητα των δημοσίων συστημάτων υγείας για την αντιμετώπιση τόσο της σημερινής όσο και των αυριανών επιδημιών που θα πλήξουν τον κόσμο, λόγω των πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας που εφαρμόστηκαν για πολλά χρόνια.
Τα πρωτόγνωρα δημοσιονομικά μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις (10 τρις δολάρια παγκοσμίως με βάση τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ), για να διατηρήσουν την οικονομική δραστηριότητα και για να αποφύγουν τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων, και κατ’ επέκταση την κατάρρευση του κοινωνικού και παραγωγικού συστήματος των χωρών τους, οδήγησαν σε μεγάλη διόγκωση του δημοσίου χρέους (π.χ. στις ΗΠΑ από 107,1% του ΑΕΠ το 2019 σε 133,9% το 2021, στην Ευρωζώνη από 83,7% σε 98,9% αντίστοιχα).
Η αποπληρωμή του χρέους αυτού κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμη, αν τα επιτόκια αυξηθούν για να αποτρέψουν την επανεμφάνιση του πληθωρισμού.
Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να στηριχθεί η μεγέθυνση του ΑΕΠ, που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη βιωσιμότητα του χρέους.
Η ανάκαμψη δεν πρέπει να ανακοπεί με μια απότομη αύξηση των επιτοκίων και βίαιη επαναφορά των πολιτικών λιτότητας (στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που άφησε πίσω του ένα μεγάλο δημόσιο χρέος, το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξανόταν με ετήσιους ρυθμούς 5% ετησίως, όσο και ο πληθωρισμός μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, πράγμα που βοήθησε στη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους).
Υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος να ξεσπάσει μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, αν τα επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών αυξηθούν απότομα.
Και αυτό γιατί πολλά κεφάλαια που διέθεσαν οι Κεντρικές Τράπεζες με χαμηλά η μηδενικά επιτόκια, στα πλαίσια των ευέλικτων νομισματικών πολιτικών τους (π.χ. οι ισολογισμοί τους αυξήθηκαν το 2020 κατά 70%, από 14 σε 24 τρις δολάρια παγκοσμίως), επενδύθηκαν σε ακίνητα και μετοχές, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές και αξίες τους, δημιουργώντας έτσι «φούσκες». Σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων, οι «φούσκες» αυτές κινδυνεύουν να σπάσουν και να προκαλέσουν μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση.
Το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών
Για τους λόγους αυτούς, οι Κεντρικές Τράπεζες περιμένουν να εξακριβώσουν, αν ο σημερινός πληθωρισμός (4,9% στην Ευρωζώνη και 6,2% στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2021), ο μεγαλύτερος από το 1990, είναι προσωρινό φαινόμενο, που οφείλεται στην αύξηση του κόστους ενέργειας και στις ελλείψεις ορισμένων προϊόντων (π.χ. τσιμέντο, χαρτί, ξυλεία, ημιαγωγοί), λόγω του παρατεταμένου lockdown και του συνωστισμού των μεταφορικών πλοίων στα λιμάνια, ή θα έχει μονιμότερο χαρακτήρα (π.χ. ορισμένοι οικονομολόγοι επιμένουν ότι θα ξεσπάσει ένα νέο κύμα στασιμοπληθωρισμού, όπως τη δεκαετία του 1970).
Ωστόσο, εδώ και τριάντα χρόνια έχει αποσυνδεθεί η νομισματική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών από τον πληθωρισμό (π.χ. μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 τα επιτόκια παρέμειναν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προκαλέσουν πληθωρισμό, πιθανώς λόγω της παγκοσμιοποίησης). Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι, αν ο μεγαλύτερος πληθωρισμός θα προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις μισθών, που θα μπορούσαν με τη σειρά τους να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό.
Η εξέλιξη του πληθωρισμού θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα καλυφθούν οι ελλείψεις προϊόντων από την επαναδραστηριοποίηση των παραγωγικών μηχανισμών (παγκόσμιες αλυσίδων παραγωγής) στην Ασία, Ευρώπη και στις ΗΠΑ και πώς θα μετριαστεί η αύξηση της τιμής της ενέργειας από την ενεργειακή μετάβαση, λόγω της κλιματικής αλλαγής, καθώς και πώς θα χρησιμοποιηθεί η συσσωρευμένη αποταμίευση, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Προς το παρόν, οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι αισιόδοξες. Η παγκόσμια οικονομία έχει καλύψει τις απώλειες του 2020 (ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της από -3,1% το 2020 έφτασε 5,9% το 2021, έναντι 2,8% το 2019 και θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο μέχρι το 2026).
Η ανάκαμψη αυτή αφορά ιδιαίτερα τις αναπτυγμένες χώρες (π.χ. στις ΗΠΑ ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί από 6% το 2021 σε 5,2% το 2022 και 1,7% το 2026. Στην Ευρωζώνη από 5% σε 4,3% και 1,4% αντίστοιχα, στις αναδυόμενες χώρες της Ασίας από 7,2% σε 6,3% και 5,3%, στην Λατινική Αμερική από 6,3% σε 3% και 2,4%, στην Υποσαχάρια Αφρική από 3,7% σε 3,8% και 4,2% και στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία από 4,1% σε 4,1% και 3,7%).
Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός θα κυμανθεί όπως προβλέπεται σε χαμηλά επίπεδα (2,8% το 2021 έναντι 0,7% το 2020 και 1,4% το 2019 και μεταξύ 2,3% και 1,9% την περίοδο 2022-2026 σε παγκόσμιο επίπεδο, 4,3%, 1,2%, 1,8%, 3,5% και 2,3% αντίστοιχα στις ΗΠΑ και 2,2%, 0,3% , 2%, 1,7% και 1,7% στην Ευρωζώνη).
Παράλληλα το κόστος εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες δεν προβλέπεται να δημιουργήσει σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις (-0,8% το 2021 και 1% το 2022 στις αναπτυγμένες χώρες), ενώ η παραγωγικότητα θα αυξηθεί περισσότερο (2,2% το 2021 και 2% το 2022) και θα υπερκαλύψει την αύξηση του κόστους εργασίας.
Επίσης, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα αυξηθούν σημαντικά (6,4% το 2021 και 5,8% το 2022 στις αναπτυγμένες χώρες), καθώς και οι εξαγωγές (8% το 2021 και 6,6% στις ΗΠΑ, 5,4% και 8,2% στην Ευρωζώνη, 11,2% και 5,2% στις αναπτυσσόμενες χώρες).
Υψηλά τα επίπεδα χρέους
Ωστόσο, το δημόσιο χρέος θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και θα χρειαστούν περισσότερα χρόνια για να επανέλθει στο επίπεδο που ήταν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας (π.χ. από 107,1% του ΑΕΠ το 2019 θα διατηρηθεί στο 133% μέχρι το 2026 στις ΗΠΑ και από 83,7% σε 92,2% στην Ευρωζώνη αντίστοιχα).
Οι προβλέψεις αυτές δεν ενσωματώνουν τους κινδύνους των μεταλλάξεων του κορονοϊού και τις πιθανές παρενέργειες τους στην οικονομία (νέα lockdown), ούτε τις πιθανές επιπτώσεις από μια αύξηση των επιτοκίων.
Η αποφυγή μεγαλύτερων διαταράξεων μπορεί να αποφευχθεί με τον συνδυασμό μιας πολιτικής σταδιακής αποκλιμάκωσης των πιέσεων στο επίπεδο της προσφοράς, που προκλήθηκε από το παρατεταμένο lockdown και τους μακροχρόνιους αναπτυξιακούς μετασχηματισμούς, που καλείται να αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία, όπως η μετάβαση στον ψηφιακό καπιταλισμό (κυρίως μέσα από τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) για να αυξηθεί η παραγωγικότητα (π.χ. ιδιαίτερα στις χώρες με μεγαλύτερη γήρανση πληθυσμού), η μετατροπή του συσσωρευμένου χρέους των βιώσιμων επιχειρήσεων, λόγω της πανδημίας σε μετοχικό κεφάλαιο, η συνεργασία δημόσιου – ιδιωτικού τομέα στην ενδυνάμωση και ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας, η στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η ενεργειακή μετάβαση και η προστασία του περιβάλλοντος γενικότερα.
του Παναγιώτη Ρουμελιώτη
Ομότιμου Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας
Και πρώην Αν. Εκτελεστικού Δ/ντή του ΔΝΤ
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε