Η Συνθήκη της Λωζάννης, με την οποία αναθεωρήθηκε η Συνθήκη των Σεβρών –η οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε, γιατί ουδέποτε επικυρώθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη– υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του 1923.
Στις διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν στο καζίνο του Mont Benon της πόλης της Λωζάννης την 7η Νοεμβρίου 1922 (οι επόμενες συνεδριάσεις έγιναν στο Hotel de Chateau της ίδιας πόλης), συμμετείχαν η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Ελλάδα και η Τουρκία. Επίσης κλήθηκαν να πάρουν μέρος η Σοβιετική Ενωση, κατά τη συζήτηση του καθεστώτος των Στενών, και η Βουλγαρία, για να υποβάλει τις απόψεις της σχετικά με το αίτημά της για έξοδο στο Αιγαίο, αλλά και για το καθεστώς των Στενών. Οι ΗΠΑ συμμετείχαν με αντιπρόσωπό τους από τη θέση του παρατηρητή.
Από την κυβέρνηση των Αθηνών ως εκπρόσωπος της Ελλάδας ορίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρ’ όλο που δεν κατείχε κάποια κυβερνητική θέση. Την Τουρκία εκπροσώπησε ο Ισμέτ Πασάς, ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε το όνομά του σε Ινονού.
Οι εργασίες της Διάσκεψης την 4η Φεβρουάριου 1923 διακόπηκαν και ξανάρχισαν την 24η Απριλίου 1923, για να υπογραφεί τελικά η Συνθήκη με τις σχετικές συμβάσεις και τα πρωτόκολλα την 24η Ιουλίου 1923 στο κτίριο του Πανεπιστημίου της Λωζάννης.
Τα κύρια σημεία της Συνθήκης και των σχετικών Συμβάσεων της Λωζάννης, που αφορούν την Ελλάδα, είναι τα εξής:
-
Ο καθορισμός των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (το μέσο της κοίτης του ποταμού Εβρου).
-
Η αποστρατιωτικοποίηση της μεθορίου Ελλάδας - Τουρκίας - Βουλγαρίας σε βάθος 30 χλμ.
-
Η παραχώρηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, εκτός Ιμβρου και Τενέδου, στην Ελλάδα.
-
Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας, Λήμνου, Σαμοθράκης, Ιμβρου και Τενέδου.
-
Η διεθνοποίηση των Στενών και η σύσταση Διεθνούς Επιτροπής ελέγχου και αφοπλισμού των νησιών Ιμβρου, Τενέδου, Λήμνου και Σαμοθράκης.
-
Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
-
Η παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.
-
Η παραίτηση της Τουρκίας από κάθε απαίτηση αποζημίωσης ή επανόρθωσης από την Ελλάδα, μετά την εκχώρηση σ’ αυτήν του Κάραγατς.
-
Η αναγνώριση της πλήρους τουρκικής κυριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, την Κιλικία και την Αττάλεια.
-
Η παραχώρηση όλων των τουρκικών τίτλων και δικαιωμάτων της Δωδεκανήσου στην Ιταλία και η επιβολή καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης στα νησιά της (Βλέπε αναλυτικά: Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 316).
Η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελείται από 143 άρθρα. Στον ίδιο περίπου χρόνο με την υπογραφή της υπογράφηκαν οι Συμβάσεις «Περί του καθεστώτος των Στενών», «Περί της μεθορίου της Θράκης», «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» (καθώς και σχετικό Πρωτόκολλο) και το Πρωτόκολλο «Περί Κάραγατς και των νήσων Ιμβρου και Τενέδου». Η Συνθήκη επικυρώθηκε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης η «Εφημερίδα των Συντακτών» ξεκινά σήμερα σειρά δημοσιεύσεων πάνω στο θέμα, με τις απόψεις ειδικών διεθνολόγων, πανεπιστημιακών, πολιτικών και άλλων, καθώς το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην ιστορική και σύγχρονη διάστασή του αποκτά πρωτεύουσα σημασία, ειδικά μετά την «επανεκκίνησή» του κατά τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Στο πλαίσιο αυτό τη Δευτέρα θα δημοσιευτεί άρθρο του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη.
Ριζικές αλλαγές στα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης
Η Ελλάδα και η Τουρκία πασχίζουν εδώ και πενήντα χρόνια (μετά το 1974) να διαχειριστούν τη θάλασσα που ενώνει αυτά τα δύο εθνικά κράτη λες και είναι έδαφος εθνικής κυριαρχίας!
Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε που υπογράφηκε και ετέθη σε ισχύ η Συνθήκη της Λωζάννης. Και τον τελευταίο καιρό, με αφορμή αυτή την επέτειο των 100 χρόνων, πολλά γράφονται από πολιτικούς αναλυτές, αλλά προπάντων από τους ειδικούς επιστήμονες της πανεπιστημιακής κοινότητας. Εμείς, από φιλοσοφικής σκοπιάς, θα εξετάσουμε μία σειρά από θέματα που συνδέονται με τον ρόλο που παίζουν οι συνθήκες και οι συμφωνίες εν γένει μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, προκειμένου να επιτευχθεί η διευθέτηση ζητημάτων ειρήνευσης και γεωπολιτικής σταθερότητας.
Εξ αρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι καμιά συνθήκη στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου δεν έχει αποκτήσει υπεριστορικό χαρακτήρα. Οι συνθήκες που υπογράφονται και τίθενται σε ισχύ εκφράζουν το πνεύμα της εποχής τους. Οταν παρέρχονται οι πραγματολογικές συνθήκες μιας εποχής, τότε οι συνθήκες καθίστανται ανενεργές και χάνουν την ισχύ τους. Ο γενικός και καθολικός αυτός ιστορικός κανόνας βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση της Συνθήκης της Λωζάννης!
Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, διανύουμε την τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα και η κοινωνική πραγματικότητα και η εποχή μας, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και της εθνικής συγκρότησης, έχουν ριζικά αλλάξει σε σχέση με τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Θα προσπαθήσω να περιγράψω τις ριζικές αλλαγές και τους μεγάλους μετασχηματισμούς που έχουν συντελεστεί έναν αιώνα τώρα σε τρία επίπεδα: στον υλικό-οικονομικό τομέα, στο επίπεδο της συνείδησης και του πνεύματος και, τέλος, στο επίπεδο συνύπαρξης των λαών και των εθνών σήμερα.
Η Συνθήκη της Λωζάννης όταν λέμε ότι εκφράζει το πνεύμα της εποχής της εννοούμε ότι τα δύο εθνικά κράτη (η Ελλάδα και η Τουρκία) αυτοπροσδιορίζονται ως γεωγραφικές επικράτειες εδαφικών εκτάσεων. Εκείνη την εποχή, το ενιαίο κράτος θα έπρεπε να αντιστοιχηθεί με το ομοιογενές έθνος. Στο πλαίσιο αυτό έγιναν και οι ανταλλαγές των πληθυσμών. Σήμερα, ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας μετακινούνται οι πληθυσμοί, τα οικονομικά αγαθά και τα εμπορεύματα με εντελώς διαφορετικούς όρους απ’ αυτούς που ορίζει το ρυθμιστικό πλαίσιο του 20ού αιώνα. Επιπλέον, στην αυτοσύσταση των εθνικών κρατών η θάλασσα αποκτά ως δομικό στοιχείο ταυτότητας τη δική της ιδιαίτερη θέση.
Η σύγχρονη υλικο-οικονομική δομή της παγκόσμιας κοινωνίας έχει καταστήσει «απηρχαιωμένες σφαίρες» τα εθνικά κράτη, που περιχαρακώνονται ως ταυτιστικές οντότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πασχίζουν εδώ και πενήντα χρόνια (μετά το 1974) να διαχειριστούν τη θάλασσα που ενώνει αυτά τα δύο εθνικά κράτη λες και είναι έδαφος εθνικής κυριαρχίας! Η Αθήνα επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και η Αγκυρα δεν έχει υπογράψει τα σχετικά πρωτόκολλα εφαρμογής του. Οσο η Αθήνα και η Αγκυρα επιδιώκουν να αντιμετωπίζουν τη θάλασσα ως έδαφος, τόσο θα προσκρούουν πάνω σε τοίχο!
Η άλλη ριζική αλλαγή αναφέρεται στο επίπεδο της συνείδησης. Και αυτό στην περίπτωση της Συνθήκης της Λωζάννης λειτουργεί καταλυτικά σχετικά με την αναθεώρησή της στο πλαίσιο των πολιτικών διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων που ξεκίνησε προσφάτως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι απευθείας πολιτικές διαβουλεύσεις (όχι τεχνοκρατικές, όπως γινόταν μέχρι σήμερα) ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα θεμελιώνονται σε μία de facto αλλαγή της συνειδησιακής εθνικής συνθήκης των δύο λαών. Οταν και εφ’ όσον τα δύο εθνικά υποκείμενα στο επίπεδο της λαϊκής συνείδησης αντιληφθούν ότι οι ορίζοντες συνεργασίας ανάμεσά τους εξαρτώνται από την αλλαγή της κοσμοεικόνας που το καθένα έχει για τον εαυτό του, τότε είναι βέβαιο ότι τα δύο έθνη, οι δύο λαοί θα πρωταγωνιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα είναι εκείνα τα πολιτικά υποκείμενα που θα καταστήσουν και πάλι την Ανατολική Μεσόγειο παγκόσμια σφαίρα δημιουργίας, όπως συνέβη πριν από αιώνες.
Με άλλα λόγια, υποστηρίζω ότι η συνεργασία των δύο λαών (του ελληνικού και του τουρκικού) εξαρτάται από τη συνειδησιακή αλλαγή όσον αφορά την αυτοεικόνα τους. Οπως πριν από έναν αιώνα οι δύο αυτοί λαοί «κατασκεύασαν» τη συνύπαρξή τους στο πλαίσιο-κείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης, στις μέρες μας οι ίδιοι λαοί καλούνται να συνυπάρξουν στο πραγματολογικό πλαίσιο της «μετα-εθνικής συνθήκης» όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.
Κλείνοντας, επισημαίνω ότι η Συνθήκη της Λωζάννης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ταυτιστική ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στις μέρες μας όμως αυτό το κείμενο είναι «απηρχαιωμένο»! Συμφωνώ με τους ειδικούς επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι το κείμενο αυτό είναι το «θεμέλιο του εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή από το 1923». Αλλά οι μεγάλοι μετασχηματισμοί, σε παγκόσμιο επίπεδο, τους οποίους απλώς ανέλυσα, επιβάλλουν μια νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική για την Ανατολική Μεσόγειο.
* Kαθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός έναν αιώνα μετά
Οι λέξεις και τα εννοιολογικά σχήματα που χρησιμοποιούνταν τότε για να δικαιολογήσουν συγκεκριμένες αποφάσεις μοιάζουν πανομοιότυπα με αυτά που χρησιμοποιούνται και τώρα για να εξηγήσουν την απόφαση αμφισβήτησης της Συνθήκης: η προδοσία των εσωτερικών εχθρών, οι πιέσεις των Δυτικών ιμπεριαλιστών, η τιμή και το γόητρο του έθνους...
Του Σωτήρη Στ. Λίβα*
Οι λέξεις έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο μηχανισμό σκέψης. Η παγίωση της χρήσης μιας λέξης, ενός όρου, μιας φράσης οδηγεί, υποσυνείδητα, στην υιοθέτηση μιας ιδιαίτερης οπτικής, που με τη σειρά της καθορίζει αντιδράσεις και συμπεριφορές. Οι λέξεις «αναθεώρηση» και «αναθεωρητισμός» (λέξεις που υποδηλώνουν τις ιδεολογικές τάσεις και τις αντίστοιχες προσπάθειες αναθεώρησης θεωριών, τρόπων ανάγνωσης της Ιστορίας, συμφωνιών, συνόρων και γενικώς του επικρατούντος στάτους κβο), λέξεις που κατά την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιούνται συχνά τόσο από τα ελληνικά ΜΜΕ όσο και από την ελληνική πολιτική ηγεσία για να χαρακτηρίσουν τον τρόπο άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν μια χαρακτηριστική περίπτωση παγίωσης μιας τέτοιας συγκεκριμένης οπτικής. Μιας οπτικής που αντιμετωπίζει τη συνεχή, από την πλευρά της κυβέρνησης Ερντογάν, εκδήλωση πρόθεσης «επανερμηνείας», «δημιουργικής επανανάγνωσης» ή ακόμη και αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης ως κάτι εντελώς καινούργιο, κάτι που αποκλίνει από τις ώς πριν από μια δεκαετία επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής, ως μια νέα ριζοσπαστική υπέρβαση των ορίων του θεμιτού.
Αποτελεί όμως πράγματι ο ερντογανικός «ρεβιζιονισμός» εκτροπή από τον πυρήνα των τουρκικών θέσεων, έτσι όπως αυτές είχαν εκφραστεί ακόμη και στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης; Για να γίνει κατανοητή η αρνητική απάντηση, θα πρέπει να εξετάσουμε τις επιδιώξεις, τις δηλώσεις και τις τελικές ανακοινώσεις της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη.
Και ας ξεκινήσουμε από την προσπάθεια αποπομπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου (και εκδίωξης του ελληνικού πληθυσμού) από την Κωνσταντινούπολη, προσπάθεια που οδήγησε τον Κεμάλ στις 18 Δεκεμβρίου 1922 να δηλώσει: «Είναι αυτοκτονία για εμάς να δεχτούμε να παραμείνει το Πατριαρχείο εδώ. Ο Πορθητής έπραξε άσχημα. Δεν γνώριζε τι έκανε, ήταν άπειρος…».
Η πολιτική απειρία του Πορθητή ως λόγος εξήγησης των λαθών της (οθωμανικής-) τουρκικής πολιτικής αντικαταστάθηκε, σε επόμενη φάση, στο κεμαλικό αφήγημα, από την απώλεια κύρους του οθωμανικού κράτους, τις υπερβολικές δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι των χριστιανικών δυνάμεων, την προσπάθειά του «να απαγορεύσει στο τουρκικό έθνος να αναζητά διεξόδους για να μπορέσει να ζήσει ανθρώπινα».
Και βεβαίως όλα αυτά κάτι μας θυμίζουν: τα περί εξαναγκασμού του Ινονού να υπογράψει κάτι που στην πραγματικότητα αποτελούσε προδοσία των προσδοκιών του τουρκικού έθνους, τα περί πιέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, τα περί πολιτικών αστοχιών που επαναλαμβάνουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια τόσο ο Ερντογάν όσο και μέλη της κυβέρνησής του.
Στην πραγματικότητα, η πολιτική διαπραγμάτευσης της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη ήταν πρωτίστως αναθεωρητική – ακόμη και σε πεδία που δεν δικαιολογούσαν τέτοια προσπάθεια ή που δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα των στρατιωτικών, εθνολογικών και πολιτικών ισορροπιών. Ενδεικτική ήταν η τουρκική επιμονή για την αναθεώρηση της Συμφωνίας του Μούδρου (της 31ης Οκτωβρίου 1918) σε σχέση με την παραχώρηση του πρώην βιλαετίου της Μοσούλης (περιοχή που περιελάμβανε τη Μοσούλη, το Σουλεϊμανιγέ και το Κιρκούκ) στο υπό βρετανική κηδεμονία Ιράκ. Η Τουρκία αμφισβητούσε τη διευθέτηση του ζητήματος και επιθυμούσε την εκ νέου ρύθμισή του είτε μέσω διμερών διαπραγματεύσεων (που θα επικύρωνε το τελικό κείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης) είτε μέσω προσφυγής σε δημοψήφισμα των κατοίκων της περιοχής – τακτική που θα ακολουθούσε λίγα χρόνια αργότερα με εξαιρετικά επιτυχή τρόπο στην περίπτωση της Αλεξανδρέττας. Η Μεγάλη Βρετανία, αντιθέτως, επιθυμούσε την παραπομπή του θέματος σε διεθνή διαιτησία (στην κρίση σχετικών επιτροπών της Κοινωνίας των Εθνών) και είχε τον τρόπο να επιβάλει την άποψή της. Και αν και αυτή η ιστορία κάτι μας θυμίζει, ούτε αυτό είναι τυχαίο. Ούτε θα πρέπει να μας παραξενεύουν δηλώσεις πολιτικών της κεμαλικής αντιπολίτευσης ότι η Μοσούλη και το Κιρκούκ είναι «…πληγές που αιμορραγούν μέσα στο είναι του Aτατούρκ».
Οι λέξεις και τα εννοιολογικά σχήματα που χρησιμοποιούνταν τότε για να δικαιολογήσουν συγκεκριμένες αποφάσεις μοιάζουν πανομοιότυπα με αυτά που χρησιμοποιούνται και τώρα για να εξηγήσουν την απόφαση αμφισβήτησης της Συνθήκης: η προδοσία των εσωτερικών εχθρών, οι πιέσεις των Δυτικών ιμπεριαλιστών, η τιμή και το γόητρο του έθνους που επιβάλλουν να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε.
Αλλά και το ύφος δεν διαφέρει ιδιαίτερα. «Περιμέναμε να συναντήσουμε νικημένους και βρήκαμε μπροστά μας αλαζόνες νικητές» – η πρόταση του αρχηγού της βρετανικής αντιπροσωπείας, λόρδου Κέρζον, θα μπορούσε να χαρακτήριζε και σήμερα τη συμπεριφορά μιας χώρας την οποία οι Δυτικοί όλο και περιμένουν να γονατίσει από την οικονομική κρίση και αυτή επιδίδεται με αμετροέπεια σε σχέδια αυτοκρατορικής γυμναστικής.
Ακόμη και η επιλογή του Κεμάλ να στείλει τον Ινονού ως αρχηγό της τουρκικής αντιπροσωπείας είχε τη σημασία της. Εναν στρατιώτη, χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές ικανότητες, χωρίς διπλωματική παιδεία, σχεδόν χωρίς τρόπους. Με ένα εξαιρετικά σημαντικό προσόν: την τυφλή υπακοή του στον Κεμάλ. Και αυτή η υπακοή εξασφάλιζε για τον Ατατούρκ την υπαγωγή της διπλωματίας, των διαπραγματεύσεων, της κατανόησης των διεθνών συσχετισμών στο εσωτερικό παιχνίδι – το παιχνίδι που συνεχίζει να παραμένει για τους Τούρκους πολιτικούς η απόλυτη προτεραιότητα.
*Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Η Συνθήκη και οι «ηγεμόνες» του διεθνούς συστήματος
Η Τουρκία δεν επιθυμεί την κατάργηση της Λωζάννης γιατί αυτό θα ανοίξει διάπλατα το ζήτημα του κουρδικού κράτους. Θα προσπαθήσει να την «αλλοιώσει» επιφέροντας σταδιακές, ντε φάκτο τροποποιήσεις...
Του Σωτήρη Ρούσσου*
Οταν μιλάμε για τη Συνθήκη της Λωζάννης, θυμάμαι τον επόπτη μου κατά τη διάρκεια του διδακτορικού στο Λονδίνο, καθηγητή Μάλκολμ Γιαπ. Ελεγε συχνά ότι τα σύνορα που χαράχτηκαν από τη Συνθήκη αυτή και από τις ευρωπαϊκές εντολές για τα κράτη της Μέσης Ανατολής είναι από τα πιο σταθερά σε όλο τον κόσμο μέσα στον 20ό αιώνα. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τις αλλαγές συνόρων στην Ευρώπη από το 1922 ώς σήμερα, θα καταλάβουμε πόσο δίκιο είχε. Η σταθερότητα αυτή φαίνεται κάπως παράδοξη, αν σκεφτεί κανείς ότι η χάραξη αυτών των συνόρων άφηνε άλυτο το πρόβλημα της αρμενικής και της κουρδικής αυτοδιάθεσης, χώριζε ολόκληρες κοινότητες στα δύο και αποσπούσε μεγάλα αστικά κέντρα από την ενδοχώρα τους. Ενας κόσμος που είχε συνηθίσει να ζει υπό μια αυταρχική αλλά ενιαία πολιτική οντότητα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τώρα καλούνταν να προσαρμοστεί στην ύπαρξη πολλών πολιτικών κυριαρχιών που προσπαθούσαν να μεταβληθούν σε έθνη-κράτη. Τι ήταν λοιπόν αυτό που συγκράτησε μια συνοριακή δομή που φαινόταν γεμάτη αντιφάσεις και εγγενείς λόγους αποσυναρμολόγησης και την έκανε τόσο ανθεκτική;
Το πρώτο και βασικότερο στοιχείο είναι η συνεχής παρέμβαση του διεθνούς συστήματος ή, καλύτερα, των ηγεμονικών δυνάμεων του διεθνούς συστήματος. Από το 1922 η Βρετανία ανέλαβε την πολιτική κηδεμονία του Ιράκ, της Παλαιστίνης και της τότε Υπεριορδανίας (σημερινής Ιορδανίας). Την ίδια στιγμή συνέχιζε το αποικιακό καθεστώς στην Κύπρο και τον πολιτικό έλεγχο της κατ’ όνομα ανεξάρτητης Αιγύπτου. Η Γαλλία από την πλευρά της ήταν ο πολιτικός κηδεμόνας της Συρίας και του Λιβάνου. Οποιαδήποτε σκέψη της Τουρκίας να αμφισβητήσει το συνοριακό καθεστώς της Λωζάννης θα προσέκρουε στην αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ακόμη και μια μικρή αλλαγή με την παραχώρηση της περιοχής της Αλεξανδρέττας από τη Γαλλία στην Τουρκία συνέβη το 1939, όταν οι συσχετισμοί στο διεθνές σύστημα άλλαζαν.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η εμπλοκή των υπερδυνάμεων οδήγησε στη συνοριακή σταθερότητα στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ και η δεύτερη αποτελούσε έναν από τους πυλώνες μαζί με το Ιράν του Σάχη και το Πακιστάν, του «βόρειου αναχώματος» που εμπόδιζε την κάθοδο της Σοβιετικής Ενωσης στις θερμές θάλασσες του Περσικού Κόλπου. Η Σοβιετική Ενωση από την πλευρά της εξασφάλισε από τη δεκαετία του 1960 τη συμμαχία του Ιράκ και της Συρίας διαμορφώνοντας τη δική της ζώνη επιρροής στη Μέση Ανατολή. Τα σύνορα της Λωζάννης ήταν κατά κάποιον τρόπο και σύνορα των δύο συνασπισμών και η όποια προσπάθεια αλλαγής τους θα σήμαινε μια αναμέτρηση των υπερδυνάμεων, την οποία δεν επιθυμούσε καμία από τις δύο.
Συνεπώς, η μακροβιότητα και η σταθερότητα των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάννης εξαρτώνται από τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Σήμερα διακρίνουμε στοιχεία αστάθειας. Η συγκρότηση μιας ομάδας ισχυρών μη δυτικών κρατών, που δεν συντάσσονται με τη στρατηγική των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία και η Βραζιλία, αυξάνει την πιθανότητα δημιουργίας εναλλακτικών συμμαχιών που δεν θα συγκρούονται κατ’ ανάγκη αλλά και δεν θα σύρονται στις στρατηγικές –και υπόδειγμα διεθνούς συμπεριφοράς– της Δύσης. Είναι επίσης χαρακτηριστικό της αστάθειας ότι είκοσι χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, η Κίνα παρεμβαίνει σε μια περιοχή που ήταν το απόλυτα προνομιακό πεδίο της αμερικανικής πολιτικής, παίζοντας τον ρόλο του εγγυητή μιας πολύ δύσκολης να επιτευχθεί συμφωνίας μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, βασικών δυνάμεων του μουσουλμανικού κόσμου. Σε αυτή τη ρευστή διεθνή κατάσταση, η Τουρκία έχει αλλάξει πεδίο διεθνούς επιρροής και έχει μετατραπεί σε μεσαία δύναμη του διεθνούς συστήματος. Φιλοδοξία του Ερντογάν είναι να καταστήσει την Τουρκία ηγέτιδα δύναμη στο νέο ρεύμα αδέσμευτων χωρών που δημιουργείται. Πρόκειται για εκατό, περίπου, κράτη που δεν έχουν την πολιτική και ιδεολογική ομοιογένεια του Κινήματος των Αδεσμεύτων στη δεκαετία του 1960.
Η παρέμβαση ενός σταθερού συστήματος για τη διατήρηση των προβλέψεων της Λωζάννης δεν είναι πια τόσο ισχυρή και αυτό το αντιλαμβάνεται η Τουρκία. Αντιλαμβάνεται επίσης ότι υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, που δεν είναι καθόλου ευτυχείς με την κυριαρχία του δυτικού κανόνα στις διεθνείς σχέσεις και η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ένα απευθείας τέκνο αυτού του κανόνα. Από την άλλη μεριά, η Τουρκία δεν επιθυμεί την κατάργηση της Λωζάννης γιατί αυτό θα ανοίξει διάπλατα το ζήτημα του κουρδικού κράτους. Θα προσπαθήσει να την «αλλοιώσει» επιφέροντας σταδιακές, ντε φάκτο τροποποιήσεις ανάλογα με τη συγκυρία και τον συσχετισμό δυνάμεων.
*Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών. Το βιβλίο του «Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg
www.efsyn.gr
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε