Ο τυφώνας «Τραμπ» και η κλιματική αλλαγή
του Γιώργου Δουράκη
Πριν καν ξεσπάσει, ο τυφώνας «Τραμπ» έχει ήδη αρχίσει να παράγει τα καταστροφικά του αποτελέσματα στα δύο από τα τρία μεγαλύτερα θέματα που απασχολούν σήμερα την ανθρωπότητα. Την κλιματική αλλαγή και τον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία (το τρίτο είναι η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά δεν θ’ αργήσει να ’ρθει κι αυτινής η σειρά).
Ως γνωστόν, ο Τραμπ είναι ένας από τους διασημότερους αρνητές της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Το απέδειξε έμπρακτα, αποσύροντας τη χώρα του από τη συμφωνία που υπογράφηκε στη Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή (COP 21), που έγινε το 2015 στο Παρίσι. Ο Μπάιντεν την επανέφερε, μόλις έγινε πρόεδρος, δηλώνοντας ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της πολιτικής του, ακόμα και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
Αλλά ο Τραμπ και το κόμμα του δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Με την οικονομική βοήθεια πετρελαιάδων και συντηρητικών και ακροδεξιών ινστιτούτων οικονομικής και πολιτικής σκέψης, κάνουν ό,τι μπορούν για να σαμποτάρουν την πολιτική Μπάιντεν για το κλίμα, την οποία θεωρούν προοδευτική ή ακόμα και ακροαριστερή. Γι’ αυτούς, οι οικολόγοι είναι οι νέοι κομμουνιστές, που απεργάζονται την καταστροφή της αμερικανικής οικονομίας και του αμερικανικού έθνους. Επομένως, ο κίνδυνος δεν είναι κλιματικός, αλλά -όπως πάντα- κομμουνιστικός.
Υπερασπίζονται με πάθος και φανατισμό τη μονολιθική θεωρία που αντιλαμβάνεται την επιχείρηση σαν μονοδιάστατο φέουδο των μετόχων, των ιδιοκτητών. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι επαγγελματίες μάνατζερ που εντέλλονται να διοικήσουν την επιχείρηση, πρέπει -λέει- να το κάνουν με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ιδιοκτήτη. Δεν χωρά καμιά άλλη ευθύνη -περιβαλλοντική ή κοινωνική- πέρα από τη μεγιστοποίηση των κερδών, των μερισμάτων και της αξίας των μετοχών της επιχείρησης.
Είναι χαρακτηριστική η πολιτική επίθεση που εξαπέλυσαν εναντίον του ομίλου Climate Action 100+, ενός συνασπισμού που απαρτίζεται από τις μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, οι οποίες προσπαθούν να καταστήσουν συμβατή την επενδυτική πολιτική τους με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανενεώσιμες πηγές ενέργειας. Θεωρούν ότι ο όμιλος αυτός αποτελεί καρτέλ, που παραβιάζει την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Είναι χαρακτηριστικό επ’ αυτού το προ διετίας άρθρο του τότε Γενικού Εισαγγελέα της Αριζόνας, του ρεπουμπλικάνου Μαρκ Μπρνόβιτς, στη Wall Street Journal:
«Οι τράπεζες της Wall Street και οι διαχειριστές κεφαλαίων καυχιούνται για τις συντονισμένες προσπάθειές τους να αποτρέψουν τις επενδύσεις στην ενέργεια. Είναι σχεδόν αδύνατο να συγκεντρώσει κανείς χρήματα για την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου αυτή τη στιγμή [...] Οι μεγαλύτερες τράπεζες και οι διαχειριστές κεφαλαίων επιδιώκουν να εφαρμόσουν μια πολιτική ατζέντα, όπως η συμμόρφωση με τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Στη συνέχεια, κινητοποιείται ένας όμιλος, π.χ. η Climate Action 100+, που αποτελείται από εκατοντάδες μεγάλες τράπεζες και διαχειριστές κεφαλαίων που διαχειρίζονται συνολικά 60 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο όμιλος αυτός χρησιμοποιεί τη συντονισμένη επιρροή του για να υποχρεώσει τις εταιρείες να κλείσουν τις μονάδες άνθρακα και φυσικού αερίου. Ο ακτιβισμός αυτός μπορεί να περιλαμβάνει την προώθηση κλιματικών στόχων στις συνεδριάσεις των μετόχων και την καταψήφιση διευθυντών και προτάσεων που δεν συνάδουν με την κλιματική ατζέντα, ακόμη κι αν άλλου είδους αποφάσεις μπορεί να είναι ωφέλιμες για τους επενδυτές» (βλ. εδώ).
Βέβαια, οι πετρελαιοκίνητοι αυτοί Ρεπουμπλικάνοι, που αρνούνται την κλιματική αλλαγή, δεν περιορίζονται μόνο στην ιδεολογική αντιπαράθεση. Στις πολιτείες που ελέγχουν, προσπάθησαν να περάσουν πλειάδα νομοθετικών ρυθμίσεων με τις οποίες αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε επιχειρήσεις που υιοθετούν περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια εταιρικής διακυβέρνησης. Αποκλείοντας, π.χ., τις επιχειρήσεις αυτές από τις κρατικές προμήθειες ή εμποδίζοντας τα κρατικά και συνταξιοδοτικά ταμεία να επενδύουν σ’ αυτές. Παράλληλα, εκτός από τον Μπρνόβιτς, και ένα μέλος του κογκρέσου από το Οχάιο, ο Ρεπουμπλικάνος Τζιμ Τζόρνταν, στα τέλη του 2022 ξεκίνησε αντιμονοπωλιακή έρευνα για την Climate Action 100+, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «εταιρικό καρτέλ με έμμονες ιδέες για το κλίμα».
Ωστόσο, μέχρι πρότινος, οι πολιτικές αυτές πιέσεις δεν είχαν αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς. Αλλά πριν από δέκα μέρες, μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων που συμμετείχαν στην Climate Action 100+ ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν από τον όμιλο. Για ποιον λόγο; Επικαλέστηκαν τους νομικούς κινδύνους που ενέχει η πολιτική πίεσης των επενδυτών-πελατών τους να επενδύουν σε επιχειρήσεις που υιοθετούν κριτήρια περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευθύνης. Δεν είναι μόνον ότι κινδυνεύουν να καταδικαστούν -ως όμιλος Climate Action 100+- για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Μπορεί και οι πελάτες τους να κινηθούν δικαστικά εναντίον τους για αθέμιτη πρόκριση συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών, με βάση πολιτικά και όχι αμιγώς οικονομικά κριτήρια.
Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί, όχι γιατί είναι παράλογη, αλλά γιατί θα έπρεπε να είχαν αλλάξει στάση για την κλιματική αλλαγή εδώ και πολύν καιρό. Οι πολιτικές πιέσεις εκ μέρους των Τραμπορεπουμπλικάνων είχαν αρχίσει εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια. Η μόνη λογική εξήγηση είναι η έναρξη της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, όπου όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σημαντικό προβάδισμα Τραμπ. Αν επικρατήσει, θα ανατρέψει εκ βάθρων την πολιτική Μπάιντεν και η χώρα θα επανέλθει στο «business as usual», αφού θέμα κλιματικής αλλαγής δεν θα υφίσταται. Επειδή, λοιπόν, οι συνθήκες αλλάζουν προεκλογικά, αναμενόμενο ήταν ν’ αλλάξουν στάση και οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων. Δεν είναι λογικό να πάνε κόντρα στον Τραμπ, που μπορεί να είναι ο αυριανός πρόεδρος των ΗΠΑ. Εξ άλλου δεν τους στοιχίζει τίποτα η υπαναχώρηση από τις «δεσμεύσεις» τους για το κλίμα. Ένας κώδικας δεοντολογίας ήταν, και τίποτα παραπάνω. Υπ’ αυτήν την έννοια, πριν καν ξεσπάσει, ο τυφώνας «Τραμπ», έχει ήδη αρχίσει να παράγει τα καταστροφικά του αποτελέσματα…
Σας κοινοποιώ, παρακάτω, ένα λίαν κατατοπιστικό επ’ αυτού άρθρο των New York Times, το οποίο θεώρησα καλό να μεταφράσω.
Γιώργος Δουράκης
Πηγή: Ηλεκτρονικός Διάλογος Καθηγητών ΑΠΘ (Διάλογος ΔΕΠ – ΑΠΘ)
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε