Η κρυφή λιτότητα των 11 δισ. ευρώ με τα υπερ-πλεονάσματα της τελευταίας τριετίας - Πώς η κυβέρνηση «έστιψε» την Οικονομία για να χρηματοδοτήσει τις αναβαθμίσεις.
Είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κυριάκος
Πιερρακάκης ότι θα βάδιζε στα χνάρια του προκατόχου του Κωστή
Χατζηδάκη, αλλά τελικά το τερμάτισε, ανακοινώνοντας υπερ-πλεόνασμα ύψους
11,4 δισ. ευρώ για το 2024, δηλαδή 6,4 δισ. ευρώ παραπάνω από το στόχο που
είχε αρχικά τεθεί στον προϋπολογισμό.
Από τα χρήματα αυτά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πανηγυρικά ότι
θα διανείμει το μόνο το 1,1 δισ. ευρώ σε κοινωνικές παροχές, σε μια προφανή
απόπειρα να παρουσιάσει ένα κοινωνικό προφίλ για να αντιμετωπίσει την
δημοσκοπική κατάρρευσή της.
Σε σύγκριση με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, οι
παροχές είναι «ψίχουλα», αφού αντιστοιχούν μόνο στο 9,6% του συνολικού
πλεονάσματος και στο 17% του υπερ-πλεονάσματος, των 6,4 δισ. ευρώ.
Το τελευταίο προέκυψε χάρη στην αχρείαστη λιτότητα που
εφαρμόζει συστηματικά η κυβέρνηση, με συγκράτηση των κρατικών δαπανών και
αύξηση των φορολογικών εσόδων, με στόχο να παρουσιάσει ένα περίσσευμα πολύ πάνω
από το αναγκαίο και τις υποχρεώσεις της χώρας.
Η αντίφαση είναι ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει αυτήν τη
δημοσιονομική υπερ-απόδοση, ως επιτυχία της οικονομικής πολιτικής, αλλά την
ίδια ώρα διακηρύσσει ότι… η οικονομία δεν αντέχει αυξήσεις στους δημοσίους
υπαλλήλους (οι μισθοί των οποίων είναι καθηλωμένοι τα τελευταία 13 χρόνια), ούτε
την επαναφορά του «13ου και 14ου μισθού».
Συνολικά, τα 3 τελευταία χρόνια η κυβέρνηση παρήγαγε
πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό 16 δισ. ευρώ, αντί για 5 δισ.
ευρώ που ήταν ο στόχος, κάτι που αντιστοιχεί σε 11 δισ. ευρώ παραπάνω, τα οποία
προέκυψαν από συγκράτηση δαπανών και αύξηση φορολογικών εσόδων, ένα
«στίψιμο» του κρατικού προϋπολογισμού, κάτι που είναι ο ορισμός της «λιτότητας»
και μάλιστα περιττής.
Η πραγματικότητα, επομένως, είναι ότι αυτά τα 11 δισ. ευρώ
υπερ-πλεονάσματος στην τριετία 2022-2024 είναι χρήματα που ήταν διαθέσιμα και
θα μπορούσαν να είχαν διοχετευθεί στην οικονομία, χωρίς να διαταραχθεί η
δημοσιονομική ισορροπία, με τη μορφή εισοδηματικών ενισχύσεων, μεγαλύτερων
κρατικών δαπανών για επενδύσεις σε υποδομές αλλά και για παραγωγική δημόσια
κατανάλωση και για ενίσχυση επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα σε ένα τέτοιο υποθετικό
σενάριο θα ήταν μεγαλύτερη αύξηση του εγχώριου εισοδήματος (ΑΕΠ) αλλά και
ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας.
Με την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, υπάρχει όφελος,
αλλά για πολύ λίγους. Με το υπερ-πλεόνασμα χρηματοδοτούνται πρόωρες αποπληρωμές
του δημοσίου χρέους και βελτιώνεται το πιστωτικό προφίλ των ελληνικών ομολόγων.
Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό Δημόσιο, οι τράπεζες και οι ελάχιστες ελληνικές
μεγάλες επιχειρήσεις που δανείζονται με εταιρικά ομόλογα, μπορούν να το κάνουν
με χαμηλότερο επιτόκιο.
Αυτά τα 11 δισ. ευρώ του υπερ-πλεονάσματος στην τριετία,
είναι δηλαδή το κόστος που πλήρωσε η οικονομία για να δανείζεται με χαμηλότερο
επιτόκιο το Κράτος, οι τράπεζες και καμιά 20αριά επιχειρήσεις.
Εάν μια κυβέρνηση ακολουθούσε συγκροτημένη -και όχι
ευκαιριακή- οικονομική πολιτική θα έπρεπε να έχει προβλέψει για αυτόματες
αναπροσαρμογές των μεγεθών έτσι ώστε, εάν περισσεύουν χρήματα από τον κρατικό
προϋπολογισμό, αυτά να διοχετεύονται σε κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις για
να διαχέονται στην οικονομία και την κοινωνία.
► Όλα
τα «μυστικά» για το επίδομα των 800 ευρώ σε ενοικιαστές – Τα κριτήρια για κύρια
και φοιτητική κατοικία
Και όχι να παρουσιάζεται ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών ως
«μάγος» που έβγαλε από το καπέλο του 11 δισ. ευρώ παραπάνω από την αναγκαστική
αλλά περιττή λιτότητα που επέβαλε στους πολίτες και τις επιχειρήσεις και να
μοιράζει… το 10% από το ποσό αυτό σε ευάλωτα νοικοκυριά και
χαμηλοσυνταξιούχους, εν είδει μικροπολιτικού φιλοδωρήματος για εξαγορά
δημοσκοπικών μονάδων και ψήφων.
Ψίχουλα 1,1 δισ. ευρώ
Οι παροχές των 1,1 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκαν, αντιστοιχούν
στο 9,6% περίπου του συνολικού πλεονάσματος του 2024 και αφορούν σε 260 εκατ.
ευρώ τα οποία θα δοθούν ως ετήσιο βοήθημα για το ενοίκιο νοικοκυριών με
χαμηλό εισόδημα, για 360 εκατ. ευρώ που θα δοθούν ως ετήσια ενίσχυση σε
χαμηλοσυνταξιούχους και άλλα 500 εκατ. ευρώ που θα προστεθούν στο Πρόγραμμα
Δημοσίων Επενδύσεων για το 2025.
Πέρα από αυτά τα «ψίχουλα» το μεγαλύτερο μέρος του
πλεονάσματος θα διοχετευθεί σε αποπληρωμή του δημοσίου χρέους,
εξοφλώντας δόσεις οι οποίες λήγουν το 2033-2042!
Η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει φέτος να αποπληρώσει πρόωρα
5 δισ. ευρώ, αλλά πιθανώς το ποσό να αυξηθεί μετά την υπεραπόδοση που
παρουσίασε το οικονομικό επιτελείο.
Την ίδια τακτική είχε ακολουθήσει και το 2023 η κυβέρνηση,
παρουσιάζοντας πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%, αντί για 1% που ήταν ο στόχος του
προϋπολογισμού, δηλαδή 2,2 δισ. ευρώ παραπάνω. Και με το πλεόνασμα αυτό, σε
συνδυασμό με το «δημοσιονομικό μαξιλάρι» των 15,7 δισ. ευρώ, αποπληρώθηκαν
πρόωρα δάνεια 7,9 δισ. ευρώ πέρσι.
Το 2022, αντί για πρωτογενές έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ που είχε
γραφτεί στον προϋπολογισμό, τελικά υπήρξε πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ, που σημαίνει
ότι εξοικονομήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ παραπάνω.
► Πακέτο
1 δισ. από Μητσοτάκη: 500 εκατ. για το ΠΔΕ, από 250 εκατ. σε συνταξιούχους και
ενοικιαστές
Εάν τα χρήματα αυτά είχαν διοχετευθεί στην οικονομία, είτε
με τη μορφή εισοδημάτων και δαπανών στο δημόσιο, είτε με πρόσθετες επενδύσεις
σε υποδομές, το αποτέλεσμα θα είχε διαχυθεί στην οικονομία και σε πολύ
μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας.
Η παραγωγή υπερ-πλεονάσματος, μπορεί να στερεί πόρους από
την οικονομία -και κυρίως από τον δημόσιο τομέα- αλλά αποδίδει πλεονεκτήματα
στο πεδίο των αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου.
Οι αναβαθμίσεις αυτές επιτρέπουν στο ελληνικό Κράτος, τις
μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες να δανείζονται εκδίδοντας ομόλογα με
ευχέρεια και χαμηλό επιτόκιο.
Όμως οι αναβαθμίσεις δεν βοηθάνε καθόλου ούτε τους μισθωτούς
στο Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ούτε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι
οποίες όχι μόνο δεν έχουν τη δυνατότητα να εκδώσουν ομόλογα, αλλά δεν πληρούν
καν τα κριτήρια τραπεζικού δανεισμού.
Η τακτική των υπερπλεονασμάτων δεν είναι καινούργια, την
είχε εγκαινιάσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όταν ήταν υπουργός Οικονομικών της
κυβέρνησης Τσίπρα. Την εποχή εκείνη η Ν.Δ. λοιδωρούσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για
το υπερ-πλεόνασμα και το «στίψιμο» της μεσαίας τάξης.
Φαίνεται ότι στην Ν.Δ. δεν θυμούνται πολύ καλά τα εκλογικά
αποτελέσματα που είχε η πολιτική των υπερ-πλεονασμάτων.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε