Εικονικές αξίες και πραγματική οικονομία
Σύμφωνα με τον Στιβ Ρόουτς, πρόεδρο της ασιατικής Μόργκαν Στάνλεϊ, επέρχεται νέο κύμα χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατά πολύ ισχυρότερο και ακαταμάχητο από αυτό που γνωρίζουμε από το 2008.
Η πρόβλεψη τεκμηριώνεται στο ότι οι διαρθρωτικές ανισορροπίες, που αποτέλεσαν τη βαθύτερη αιτία της κρίσης του 2008, όχι μόνον δεν έχουν μειωθεί, αλλά έχουν βαθύνει και οξυνθεί πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Τα προγράμματα διάσωσης της τελευταίας διετίας τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη ήσαν όντως εντυπωσιακά σε μέγεθος, όμως πενιχρά σε αποτελεσματικότητα. Η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται στον πλανήτη, η παραγωγή παραμένει στάσιμη και οι επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου σημειώνουν αρνητική εξέλιξη, εκτος της Κίνας όπου καταγράφεται υπερσυσσώρευση και υπερπαραγωγή, με συνέπεια οι φόβοι για νέα φούσκα μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη να προσανατολίζονται προς την Απω Ανατολή.
Τα προγράμματα διάσωσης στο σύνολο του πλανήτη, στηριζόμενα από τις κεντρικές τράπεζες, εισέφεραν μέχρι σήμερα το ιλιγγιώδες ποσό των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ομως, το συντριπτικό μέρος αυτών εγκλωβίστηκε στη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή υπέρ των υπευθύνων της κρίσης και όχι υπέρ των θυμάτων της. Αυτό είχε ως συνέπεια την ταχεία αποκατάσταση των χρηματοπιστωτικών ισολογισμών, ενώ η οικονομία συνεχίζει την πτωτική πορεία της, εν μέσω των διαρθρωτικών στρεβλώσεων, που συνεχίζουν να την καθηλώνουν σε στασιμότητα και ύφεση. Ενώ σήμερα οι τράπεζες επαναφέρουν σε ισχύ τα μπόνους συνολικής αξίας 145 δισ. δολαρίων και η Γουόλ Στριτ καυχάται ότι υπερέβη τις προ διετίας επιδόσεις της, εν τούτοις οι κατασχέσεις κατοικιών και οι εξώσεις οικογενειών στην Αμερική ξεπερνούν τις 300.000 το μήνα και η ανεργία κινείται στο ύψος του 10%.
Η αποσύνδεση των εικονικών αξίων από τις πραγματικές, που ήταν η απώτερη αιτία της κρίσης του 2008, αποβαίνει σήμερα βαθύτερη και όταν η επόμενη κρίση ενσκήψει, τότε η θεραπευτική αγωγή πρέπει να αλλάξει ριζικά, στο μέτρο που η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη θα έχει δώσει έμπρακτες αποδείξεις της αποτυχίας της.
Ο γνωστός αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκάλμπραϊθ δεν παύει να διακηρύσσει τις αρετές των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, στο μέτρο που σε αυτές ακριβώς τις αιτίες αποδίδεται η υποτιθέμενη τρέχουσα ανάκαμψη της οικονομίας. Ομως, θα δικαιωνόταν πολύ περισσότερο, εάν η ανάκαμψη ήταν σήμερα σαφής και όχι αμφίβολη και αμφισβητούμενη, όπως επί του παρόντος εμφανίζεται.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε 14% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, σε 14,4% στη Βρετανία, 8,2% στη Γαλλία, 8% στην Ινδία, 7,4% στην Ιαπωνία, 5,4% στην Ιταλία, 4,7% στη Γερμανία, 4,2% στην Κίνα, 2,4% στον Καναδά. Κατ'ακολουθίαν, το δημόσιο χρέος στη διετία 2007-2009, αυξήθηκε στις ΗΠΑ κατά 35 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ το τελευταίο είτε παρέμεινε αδρανές είτε σημείωσε πτώση κατά 3% (2009). Το ίδιο συνέβη στη Βρετανία, όπου το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε κατά 43 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στην Ιαπωνία κατά 33 μονάδες, στην ευρωζώνη κατά 18 μονάδες.
Στη χώρα μας, που συγκεντρώνει τους μύδρους των Βρυξελλών, το δημόσιο χρέος δεν αυξήθηκε παρά κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ βεβαίως η αποτελεσματικότητα αυτού απεδείχθη εξίσου απογοητευτική, όπως και στις υπόλοιπες δυτικές και ανατολικές οικονομίες. Κατά τη δεκαετία 2001-2010, η Αμερική και οι υπόλοιπες δυτικές οικονομίες πλημμύρισαν από πιστωτικό χρήμα προερχόμενο από τα ασιατικά πλεονάσματα. Εντούτοις ο σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου παρέμεινε είτε στάσιμος είτε αρνητικός, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία, όπως και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ακόμη μία φορά, το συμπέρασμα από τον ανωτέρω αρνητικό απολογισμό δεν έπρεπε να είναι ότι το έλλειμμα και το χρέος βλάπτουν γενικά την οικονομία, αλλά κυρίως ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν αρκούν για να διασφαλίσουν την ανάκαμψη.
Τόσο το έλλειμμα όσο και το χρέος συνιστούν βεβαίως απαράκαμπτες προϋποθέσεις, όμως η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι δεδομένη, στο μέτρο που αποτελεί συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα αντίστοιχα ποσά. Εάν διατεθούν σε παραγωγική χρήση, τότε η οικονομία ανακάμπτει. Η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώνεται, τα εισοδήματα αυξάνονται, τα χρέη αποπληρώνονται ευκολότερα και οι επερχόμενες γενιές ευγνωμονούν τις προηγούμενες, αντί να τις μέμφονται, όπως κατά σύστημα «προβλέπουν» οι συντηρητικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί.
Εάν όμως διατεθούν σε χρήσεις που τροφοδοτούν μόνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την κερδοσκοπία, όπως αξιώνουν οι αυτοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, τότε η ανάκαμψη της οικονομίας ματαιώνεται. Η κρίση επανέρχεται δριμύτερη, ενώ οι αρνητικές προφητείες όσων συνέβαλαν σε αυτό το αποτέλεσμα εμφανίζονται έτσι ότι δήθεν επιβεβαιώνονται.
Στη σημερινή συγκυρία, η αισιοδοξία επανέρχεται στα χρηματιστήρια, ενώ η απαισιοδοξία επιτείνεται όσον αφορά την πραγματική οικονομία. Η διολίσθηση του δολαρίου συνδυάζεται όχι με την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, αλλά με την περαιτέρω πτώση της και αυτό αποδίδεται από τον Ρόουτς στο έλλειμμα αξιοπιστίας της ακολουθούμενης πολιτικής: ουδείς πείθεται ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική συνιστά στρατηγική εξόδου από την τρέχουσα κρίση.
Η αμερικανική κεντρική τράπεζα συνεχίζει να προσφέρει πρώτη αυτή το αρνητικό υπόδειγμα για τον υπόλοιπο πλανήτη: αντί να αποτρέπει τις «φούσκες» τη στιγμή που σχηματίζονται, επιδίδεται στο να τις παρακάμπτει όταν ωριμάζουν, μέσω της δημιουργίας ακόμη μεγαλύτερων, ώστε να διοχετεύεται σε όλο και ανώτερα επίπεδα η σώρευση κερδοσκοπικού χρήματος και κεφαλαίων. Η αποσύνδεση των εικονικών αξιών από τις πραγματικές συνιστά την κυριότερη αιτία ευθραυστότητος του σημερινού συστήματος.
Η αιτία αυτή έπρεπε και θα μπορούσε να καταπολεμηθεί όχι από τα πάνω, όπως επί ματαίω γίνεται σήμερα, αλλά από τα κάτω, δηλαδή με τόνωση των αξιών της πραγματικής οικονομίας, των οικογενειακών εισοδημάτων, των δανειοληπτών, της απασχόλησης, της γενικευμένης κοινωνικής ασφάλισης, της εσωτερικής ζήτησης. Δηλαδή με ευρεία ανακατανομή των εισοδημάτων και μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, ώστε να κλείσει η ψαλίδα μεταξύ πραγματικών και εικονικών αξιών, μέσω της τόνωσης των πρώτων και της αποσυμφόρησης των δεύτερων.
Αυτό δεν είναι ζήτημα απλής «επαναρύθμισης» της οικονομίας, αλλά κυρίως ζήτημα νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων και όσοι προσδοκούν περιορισμένη οικονομική «λύση», χωρίς κοινωνική μεταβολή, θα καρκινοβατούν από «φούσκα» σε «φούσκα», ενισχύοντας έτσι το ενδεχόμενο εσωτερικής, συστημικής ρήξης του συστήματος, που οι ίδιοι διακαώς φλέγονται για να συντηρήσουν.
Enet.gr
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε