Τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα εγκαθιδρύθηκαν μεταπολεμικά στις ανεπτυγμένες χώρες ως στατικά διανεμητικά συστήματα (τα γνωστά ΡΑΥGΟ συστήματα) προκαθορισμένης παροχής- ένας αριστοτεχνικός τρόπος σύνδεσης του ατομικισμού με την αλληλεγγύη. Στα συστήματα αυτά οι αναγκαίοι για τη χρηματοδότηση των συντάξεων πόροι αντλούνται από τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων στο πλαίσιο μιας αλληλεγγύης γενεών.
Τα εν λόγω συστήματα δημιουργούν έναν ονειρεμένο κόσμο για τους ηλικιωμένους, αφού εξασφαλίζουν μια μακρά περίοδο αργίας με υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης του μισθού. Η γενναιοδωρία των διανεμητικών συστημάτων άγγιξε το ζενίθ της στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 (les Τrente Glorieuses). Οι συντάξεις ανήκαν κατ΄ εξοχήν στη δημόσια σφαίρα, με τις ιδιωτικές (κεφαλαιοποιητικές) επαγγελματικές συντάξεις να παίζουν έναν μικρό (συμπληρωματικό) ρόλο στο εισόδημα των ηλικιωμένων. Γενικά στις χώρες όπου τα δημόσια συστήματα ήταν γενναιόδωρα, τα ιδιωτικά σχήματα αναπτύχθηκαν σε μικρότερο βαθμό. Τα ΡΑΥGΟ συνταξιοδοτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, απεδείχθη ότι φέρουν μια ενδογενή αδυναμία, εσωτερικεύουν τις κρίσεις που συμβαίνουν εκτός αυτών. Ετσι η δημογραφική και οικονομική κρίση, η κρίση και η αποσταθεροποίηση της πλήρους απασχόλησης, η δημοσιονομική αστάθεια και πρόσφατα η κατρακύλα των χρηματαγορών ασκούν σοβαρές πιέσεις σε αυτά. Από τη δεκαετία του 1990 πλανάται πλέον το ερώτημα κατά πόσο τα διανεμητικά συστήματα είναι βιώσιμα. Μήπως άγγιξαν τα όρια ανάπτυξής τους; Απ΄ ό,τι φαίνεται, τα θεμέλια της οικονομικής ισχύος των συστημάτων ΡΑΥGΟ έχουν ήδη διαρραγεί ανεπανόρθωτα, αφού έχουν ανακοπεί η υψηλή γεννητικότητα, η αύξηση του εργατικού δυναμικού, καθώς και η αύξηση της μισθολογικής μάζας. Πράγματι ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της δημογραφικής γήρανσης, σε συνδυασμό με τα φαινόμενα οικονομικής ύφεσης, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Σήμερα τα διανεμητικά συστήματα κατηγορούνται ως ένα «δαπανηρό σφάλμα». Ενα είναι σίγουρο: ότι η διατήρησή τους δεν είναι αδύνατη, προϋποθέτει όμως βαθιές αναδιανεμητικές πολιτικές. Απαιτείται ένα μεγάλο κομμάτι του εθνικού πλούτου να αφιερώνεται στις συντάξεις- να σημειώσουμε ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα αντιπροσωπεύουν στις χώρες του ΟΟΣΑ περίπου το 10%-15% του ΑΕΠ. Για τον σκοπό αυτόν, πέρα από τη διαγενεακή αλληλεγγύη, είναι αναγκαία μια μεγάλη δόση ενδογενεακής δικαιοσύνης. Το πρόβλημα βιωσιμότητας των συντάξεων επέβαλε επιτακτικά την ανάγκη επίλυσής του. Το σχετικό εγχείρημα είναι γνωστό ως μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Βέβαια η έννοια της μεταρρύθμισης έλαβε παντού την ίδια αρνητική χροιά της μείωσης του προβλεπόμενου επιπέδου προστασίας, καθώς και της αυστηροποίησης των όρων πρόσβασης στις παροχές. Γενικά οι δημόσιες συντάξεις εισήλθαν σε μια περίοδο περικοπών ή, στην καλύτερη περίπτωση, ελεγχόμενης ανάπτυξης. Ολα τα συνταξιοδοτικά συστήματα έχουν περίπου κοινούς στόχους. Ενώ η περίοδος ανάπτυξής τους χαρακτηρίστηκε από διαφορετικότητα, η κρίση προκάλεσε λίγο-πολύ μια σύγκλιση προς κοινές απαντήσεις. Και αυτό συνέβη υπό την πίεση συγκεκριμένων πολιτικών που προώθησαν διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ). Η οικονομική ορθοδοξία των τελευταίων επικεντρώθηκε στον περιορισμό των δημόσιων ελλειμμάτων και των δημόσιων δαπανών. Ετσι η μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων υποτάχθηκε στη δημοσιονομική εξυγίανση. Για τον σκοπό αυτόν σχεδιάστηκε ως μοναδική διέξοδος από την κρίση των διανεμητικών συστημάτων (συστημάτων pay-as-you-go) η ανάπτυξη των ιδιωτικών συντάξεων (privatization) που μεθοδεύτηκε μέσω του συστήματος με περισσότερους πυλώνες, ενός συστήματος που υπήρχε στην Ελβετία ήδη από το 1970. Η προτεινόμενη αρχιτεκτονική απέρρεε από μια προτίμηση στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού και από μια έντονη επιθυμία εγκατάλειψης των μεταπολιτικών πολιτικών που ήταν εμπνευσμένες από τον Κeynes. Η ανάδυση των ιδιωτικών συντάξεων με την παράλληλη μείωση της συμμετοχής του κράτους θεωρήθηκε ιδανική λύση για την αντιμετώπιση των κινδύνων από τη μακροζωία (longevity), τις οικονομικές αναταράξεις (financial shocks) και τους ηθικούς κινδύνους που κρύβουν τα δημόσια συστήματα (moral hazard). Η ρητορική της ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης στηρίχθηκε σε έναν υπερτονισμό των αδυναμιών των δημοσίων συστημάτων και παράλληλα σε έναν οπτιμισμό ως προς τις επιδόσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών. Υπό την επίδραση νεοκλασικών οικονομικών θεωριών το κράτος κρίθηκε θεσμικά ανίκανο να εγγυηθεί ένα κατάλληλο εισόδημα κατά τη διάρκεια της απόσυρσης των εργαζομένων από την αγορά εργασίας. Να θυμίσουμε ότι τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα που οικοδομήθηκαν πάνω σε μύθους (βλ. το γνωστό άρθρο των Οrszag and Stiglitz) παρουσιάζουν και αυτά ανυπέρβλητες αδυναμίες. Πράγματι τα ιδιωτικά σχήματα είναι εξίσου ευάλωτα σε δημογραφικές (σε μικρότερο βαθμό), οικονομικές και πολιτικές πιέσεις. Από την άλλη, με αυτά ο δημογραφικός και οικονομικός κίνδυνος περνά κατά βάση στα ίδια τα άτομα. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ιδιωτικές συντάξεις οξύνουν και αναπαράγουν τις ανισότητες που υφίστανται στην αγορά εργασίας. Δεν έχουν αναδιανεμητικά αποτελέσματα οδηγώντας έτσι στην περιθωριοποίηση ένα μεγάλο μέρος της τρίτης ηλικίας. Γι΄ αυτό άλλωστε συστήματα όπως το χιλιανό, που από τη δεκαετία του ΄80 ιδιωτικοποίησαν τις συντάξεις τους με την εγκαθίδρυση ενός συστήματος ιδιωτικών ατομικών λογαριασμών, αναγκάστηκαν μετέπειτα με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις να διορθώσουν, σε κάποιον βαθμό, τις κοινωνικές ανισότητες που γέννησαν- μάλιστα, παρατηρείται πρόσφατα αντίστροφη τάση επιστροφής από ατομικούς λογαριασμούς σε συστήματα ΡΑΥGΟ (περίπτωση Αργεντινής, Sistema Ιntegrado Ρrevisional Αrgentino, 2009). Η όλη συζήτηση της μεταρρύθμισης δεν είναι ουδέτερη, αφού εκκινεί με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού (δεκαετία του 1970), που εν όψει της πίστης του στην αποτελεσματικότητα της αγοράς διακονεί μια νέα σχέση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού στην κοινωνική πολιτική. Οι προωθούμενες πολιτικές δεν είναι αθώες και μερικές φορές κρύβουν υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις, όπως η δημογραφική «time-bomb». Οι ως τώρα μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των διανεμητικών συστημάτων στις χώρες του ΟΟΣΑ, κυοφορούμενες συνήθως κάτω από συνθήκες πολιτικών αντιστάσεων, είναι κυρίως περιμετρικές. Τα μέτρα συνοψίζονται συνήθως στην αύξηση του ορίου ηλικίας, στη μείωση ποσοστών αναπλήρωσης, στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού και αναπροσαρμογής των συντάξεων. Για να σωθούν τα διανεμητικά συστήματα απογυμνώνονται από τις αρετές τους. Η παρούσα κρίση του 2008 έκανε πιο έντονα τα προβλήματα των συνταξιοδοτικών συστημάτων και πιο επιτακτική την ανάγκη περαιτέρω μεταρρύθμισής τους. Επηρέασε αρνητικά τα δημόσια διανεμητικά συστήματα (ΡΑΥGΟ) με την αύξηση της ανεργίας, ενώ η αύξηση του δημόσιου χρέους περιόρισε ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες της κρατικής χρηματοδότησης. Από την άλλη, η κρίση έδωσε έναν δυνατό κόλαφο στις ιδιωτικές συντάξεις. Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, η χρηματοπιστωτική κρίση αποτέλεσε ένα βαρύ πλήγμα γι΄ αυτές. Ενώ τα δυσμενή αποτελέσματα δεν μπορούν να εκτιμηθούν μακροπρόθεσμα, αντίθετα για όσους βρίσκονται στα πρόθυρα της εξόδου από την αγορά εργασίας (και άρα μετατρέπουν το κεφάλαιο των εισφορών τους σε σύνταξη) έγιναν ορατά. Αν και οι ιδιωτικές συντάξεις άντεξαν στο test «Grande Recession», παρουσιάστηκε ωστόσο ανάγκη εντατικοποίησης των ελεγκτικών μηχανισμών (ΟCDΕ, 2009). Πάντως, όπως ομολογείται, όταν οι χρηματαγορές παρακμάζουν, η ιδιωτικοποίηση των συντάξεων χάνει την κρυφή της γοητεία. Πίσω από κάθε συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση βρίσκεται η εξέλιξη του ίδιου του καπιταλισμού, με όλες τις συγκρούσεις και αντιφάσεις που αυτή εγκυμονεί. Σήμερα η τύχη των συνταξιοδοτικών συστημάτων φαίνεται να εξαρτάται από τις επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Οι χρηματαγορές, όπως και ο ίδιος ο καπιταλισμός, υπόκεινται σε κύκλο κρίσεων που είναι ικανές να κλονίσουν κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα. Μοιρολατρία, πεσιμισμός και πραγματισμός διακατέχουν τους μεταρρυθμιστές των διανεμητικών συστημάτων. Γενικώς δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Εφόσον παραμένουμε εντός του ισχύοντος οικονομικού συστήματος, η προσπάθεια επικεντρώνεται στην αξιοποίηση όλων των δυνατών μέσων. Δεν υπάρχει ένα μοναδικό βέλτιστο σύστημα. Οφείλουμε να συνδυάσουμε όλες τις λύσεις τοποθετώντας στη βάση το δημόσιο, αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν πρέπει να είναι μόνο οικονομικά βιώσιμα αλλά και κοινωνικά αποδεκτά. Και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η μεταρρύθμιση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος δεν είναι μια απλή υπόθεση αλλά αφορά βασικές αξίες οργάνωσης μιας κοινωνίας. * |
|||
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε