ΠΟΥ ΠΑΕΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Εχουν μέλλον οι αγορές;
«Ποτέ άλλοτε στη χρηματοοικονομική ιστορία τόσο λίγοιδεν όφειλαν τόσο πολλά χρήματα σε τόσο πολλούς» Μέρβιν Κινγκ, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Υστερα από 30 ολόκληρα χρόνια ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού η παταγώδης αποτυχία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών οδήγησε τον κόσμο στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Για να αποτραπεί το καταστροφικό σενάριο μιας νέας Μεγάλης Υφεσης, τη σκυτάλη πήρε εκόν άκον το πανταχόθεν βαλλόμενο και κατασυκοφαντημένο κράτος. Εδώ και δύο χρόνια οι κυβερνήσεις όλων των χωρών του πλανήτη πραγματοποιούν τη μεγαλύτερη νομισματική και δημοσιονομική παρέμβαση στην ιστορία της ανθρωπότητας για να σώσουν την παγκόσμια οικονομία από τη χειρότερη κρίση των τελευταίων 80 ετών. Μπορεί βέβαια οι κρατικές παρεμβάσεις να μη μας απάλλαξαν από τη χρηματοοικονομική κόπρο του Αυγείου, τουλάχιστον όμως απέτρεψαν το μοιραίο. Διόλου ευκαταφρόνητο ομολογουμένως επίτευγμα.
Αλλά... ουδέν καλόν αμιγές κακού. Η αποτροπή της κατάρρευσης και η διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη οδήγησαν σε επικίνδυνο εφησυχασμό. Δημιουργήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι οικονομίες επανέρχονται οσονούπω στους παλιούς καλούς καιρούς, με αποτέλεσμα οι αναγκαίες δομικές αλλαγές να παραπέμπονται στις καλένδες. Κανένα όμως από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που προκάλεσαν την κρίση δεν έχει επιλυθεί. Η υπερχρέωση ζει και βασιλεύει, η αποδανειοποίηση των οικονομιών διαρκώς αναβάλλεται (με τα ιδιωτικά χρέη να γίνονται δημόσια), η ροή των πιστώσεων παραμένει προβληματική, η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη, οι μισθοί κατρακυλούν, ενώ οι διεθνείς ανισορροπίες μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών δεν φαίνεται να εξαλείφονται. Με τα προβλήματα αυτά ανεπίλυτα η όποια οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων μηνών παραμένει ιδιαιτέρως επισφαλής και οφείλεται εν πολλοίς στην κρατική αρωγή. Αν αποσυρθούν πρόωρα τα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος υποτροπής.
▅ Χρηματοοικονομική ρύθμιση
Χωρίς τις αλλαγές όμως αυτές δεν μπορούμε να μιλάμε για μεταρρύθμιση. Ο χρηματοοικονομικός τομέας χρειάζεται επειγόντως λιγότερη καινοτομία και μεγαλύτερη ασφάλεια, λιγότερο επενδυτική και περισσότερο παραδοσιακή τραπεζική. Οι γενικόλογες προτροπές για μεγαλύτερη διαφάνεια, περισσότερα ίδια κεφάλαια και αποτελεσματικότερη εποπτεία είναι έπεα πτερόεντα. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η τεχνογνωσία των τρομερών παιδιών της χρηματοπιστωτικής μηχανικής βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την τεχνογνωσία των ελεγκτικών αρχών (κάτι αντίστοιχο με το ντόπινγκ και το αντιντόπινγκ).
Η χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση είναι προϋπόθεση-κλειδί και για την επιτυχία της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Οσο οι τράπεζες δεν ελέγχονται αποτελεσματικά, η φθηνή ρευστότητα που εξασφαλίζουν τροφοδοτεί τις κερδοσκοπικές φούσκες των χρηματιστηριακών αγορών. Λύση όμως δεν είναι η πρόωρη αύξηση των επιτοκίων ή η άρση των μέτρων πιστωτικής χαλάρωσης (όπως προανήγγειλε ο κ. Τρισέ). Διότι τότε εκτός από τις φούσκες στραγγαλίζουμε και την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο απαιτείται πολιτικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, όχι περιοριστική νομισματική πολιτική. Μόνο έτσι θα είμαστε βέβαιοι ότι οι φθηνές πιστώσεις διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία. Αν είχε επιλεγεί η λύση της εθνικοποίησης των μεγάλων προβληματικών τραπεζών, η μεταρρύθμιση δεν θα έφθανε στο σημερινό αδιέξοδο. Δυστυχώς χάθηκε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία.
▅ Δημοσιονομική βεντάλια
Στα τέλη του 2008 η πιστωτική κρίση έπληξε και την πραγματική οικονομία και έκτοτε συμβαδίζει με την οικονομική ύφεση. Δεκάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν χαθεί και θα συνεχίσουν να χάνονται την επόμενη διετία, παρά την οικονομική ανάκαμψη. Πολλές από αυτές δεν πρόκειται ποτέ να ξαναδημιουργηθούν και το φάσμα μιας αέναης κρίσης εργασίας διαγράφεται απειλητικό. Φαίνεται όμως ότι η γενναιοδωρία των κρατικών παρεμβάσεων εξαντλήθηκε στα προγράμματα διάσωσης των τραπεζών. Μόλις έφθασε η ώρα να δαπανηθούν τα αναγκαία χρήματα για τη στήριξη της απασχόλησης και τη συγκράτηση μισθών και συντάξεων άρχισαν οι ενορχηστρωμένες υστερικές κραυγές για τα ελλείμματα. Για τη διάσωση των τραπεζών τα κράτη δεν δίστασαν να μετατραπούν σε «δανειστή εσχάτης ανάγκης» που διοχετεύει ρευστότητα ή σε «επενδυτή εσχάτης ανάγκης» που αγοράζει τοξικά ομόλογα. Αλλά για την αντιμετώπιση της κρίσης εργασίας και τη διάσωση των ανέργων αρνούνται να γίνουν «εργοδότες εσχάτης ανάγκης» κατά το πρότυπο του Νιου Ντιλ.
Αρα οι σημερινές κρατικές παρεμβάσεις δεν είναι κεϊνσιανές. Ο Κέινς ξεκινούσε από τη βασική υπόθεση ότι ο καπιταλισμός δεν είναι συμβατός με την υψηλή ανεργία και τις εκρηκτικές εισοδηματικές ανισότητες που προκαλεί το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Για να επιβιώσει πίστευε ότι χρειάζεται κρατική παρέμβαση που θα έχει ως στόχο την πλήρη και ασφαλή απασχόληση σε μια ελεύθερη κοινωνία και την αναδιανομή του εισοδήματος- με ενίσχυση του κράτους πρόνοιας- ώστε η ψαλίδα μεταξύ πλούτου και φτώχειας να διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα. Αντίθετα, οι νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η πλήρης απασχόληση και το ισχυρό κράτος πρόνοιας δεν συμβιβάζονται με τη φύση του καπιταλισμού επειδή ενισχύουν υπέρμετρα τη δύναμη της εργασίας και αποτελούν προθάλαμο του σοσιαλισμού. Ο σημερινός κρατικός καπιταλισμός των τραπεζιτών δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον κρατικό καπιταλισμό κεϊνσιανού τύπου. Είναι νεοφιλελεύθερος. Αποτελεί μια προσωρινή λύση ανάγκης που δεν εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον της κοινωνίας αλλά τα ίδια ακριβώς ειδικά συμφέροντα που εξυπηρετούσε και το σύστημα της ελεύθερης αγοράς προτού καταρρεύσει.
▅ Μεικτή οικονομία
Η μόνη προοπτική που απομένει μετά τη χρεοκοπία του κεντρικού σχεδιασμού σοβιετικού τύπου και της άναρχης αγοράς νεοφιλελεύθερου τύπου είναι ένα ενδιάμεσο μοντέλο μεικτής οικονομίας που θα συνδυάζει στοιχεία και από τα δύο αυτά ακραία συστήματα. Μια κεϊνσιανή μεικτή οικονομία νέου τύπου που δεν θα στηρίζεται στην αδιέξοδη ατομική κατανάλωση υλικών αγαθών αλλά στη συλλογική κατανάλωση μιας διαρκώς αυξανόμενης γκάμας δημόσιων αγαθών με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο καταχρεωμένος και ξεζουμισμένος homo consumens δεν μπορεί να επιστρέψει στην καταναλωτική κραιπάλη με συρρικνωμένο εισόδημα και χωρίς πιστωτικά δεκανίκια. Το οριστικό κενό στην ενεργό ζήτηση μπορεί να καλύψει μόνο το κράτος με μόνιμες δαπάνες στην παιδεία, στην υγεία, στην πρόνοια, στις συγκοινωνίες και ιδίως στο περιβάλλον, που αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα. Φυσικά, με την ανάλογη προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για να μην επιβαρύνονται τα ελλείμματα.
Ενα τέτοιο σύστημα προϋποθέτει τιθάσευση των αγορών για να ενισχυθεί η αυτονομία των εθνικών πολιτικών. Ούτως ή άλλως, με την τροπή που πήραν τα πράγματα, η Δύση φαίνεται να αναθεωρεί τις απόψεις της για την παγκοσμιοποίηση. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των εξελίξεων η αμφιλεγόμενη Κίνα, ο μοναδικός μέχρι πρότινος (ιδιότυπος) κρατικός καπιταλισμός. Από Λευκός Ιππότης της Ανατολής που θα έσωζε- υποτίθεται- τις παραπαίουσες δυτικές τράπεζες από την καταστροφή έγινε ξαφνικά ο Δαίμονας του Μερκαντιλισμού, που με αθέμιτη συναλλαγματική πολιτική προσπαθεί να φορτώσει τα βάρη της κρίσης στους αντιπάλους. Η εμμονή της στο μοντέλο της αχαλίνωτης εξωστρέφειας πυροδοτεί ήδη μεγάλες εντάσεις, που δεν αποκλείεται τα επόμενα χρόνια να οδηγήσουν στο τέλος της παγκοσμιοποίησης, έτσι όπως την ξέραμε. Πιθανότερο σενάριο, η ανάδυση ενός πιο ισορροπημένου πολυπολικού κόσμου με σχετικά προστατευμένα περιφερειακά μπλοκ. Η άποψη ότι το λυκαυγές της Ανατολής σηματοδοτεί το λυκόφως της Δύσης είναι μάλλον υπερβολική.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε