Η εγχείρηση επέτυχε, αλλά ο ασθενής πνέει τα λοίσθια
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Εαν παραβλέψουμε την αυτοκαταστροφική κυβερνητική ολιγωρία στον χειρισμό του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, ποια άραγε είναι η φύση της σημερινής κρίσης που διατρέχει τη χώρα μας;
Διακινούνται προς τούτο τρεις υποθέσεις: α) η εξάντληση ορίων του προηγούμενου σαθρού οικονομικού υποδείγματος, βασιζόμενου στον υπερκαταναλωτισμό και στην υποχρέωση, β) η επέκταση στη χώρα μας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που έχει ξεσπάσει από το 2008 και γ) η επίταση της διεθνούς κερδοσκοπίας εις βάρος της αξιοπιστίας του ελληνικού Δημοσίου, αλλά ακόμη περισσότερο εις βάρος του ευρώ, στο μέτρο που το τελευταίο αποκαλύπτεται ως «εικονικό νόμισμα», σφραγισμένο με μοιραίες διαρθρωτικές ελλείψεις και ανεπάρκειες.
Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, η τρέχουσα κρίση ήταν προδιαγεγραμμένη και επισφραγίζει την αναπότρεπτη κατάρρευση του νοσηρού υποδείγματος, που έπρεπε ήδη από καιρό να έχει εκλείψει. Στο σημείο αυτό, κάποια αριστεροδεξιά συναίνεση απορρίπτει κάθε προσπάθεια «διάσωσης» της σημερινής ελληνικής οικονομίας: ο υπερκαταναλωτισμός, η υπερχρέωση, ο παρασιτισμός δεν συγκροτούν σύστημα βιώσιμο, που να αξίζει «διάσωση». Σε αυτό συμφωνούν υπερφιλελεύθεροι και υπεραριστεροί.
Ομως, με τη δραστική μείωση των διεθνών επιτοκίων από το 2008, η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, από 29,1 δισ. ευρώ ή 32,8% του κρατικού προϋπολογισμού, περιορίσθηκε σε 19,5 δισ. για το 2010 ή 20,5% αυτού. Επίσης, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του δημόσιου χρέους από 8% προ του 2008, ήταν 1,9% το 2009. Συνεπώς, δεν είναι η εξάντληση του νοσηρού υποδείγματος που εξηγεί ικανοποιητικά την τρέχουσα ελληνική κρίση.
Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, η κρίση στη χώρα μας εισάγεται από το εξωτερικό. Ομως, ενώ είναι βέβαιο ότι η διεθνής ύφεση επεκτείνεται σε όλο και περισσότερες χώρες, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως επιδείνωση όλων των οικονομιών του κόσμου. Στην Ελλάδα, η αύξουσα ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον απέφερε ως άμεση συνέπεια τη συρρίκνωση καταναλωτικών δαπανών και ειδικά των εισαγωγών από το εξωτερικό. Οι τελευταίες μειώθηκαν το 2009 κατά 40% και το χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθοριστικό στοιχείο για τη διεθνή θέση της χώρας, συρρικνώθηκε επίσης την ίδια χρονιά κατά 34%.
Η διεθνής κρίση στη χώρα μας λειτούργησε, σε κάποιο βαθμό, «διορθωτικά», αμβλύνοντας και όχι οξύνοντας τις χρόνιες ανισορροπίες και αιτίες αστάθειας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη διεθνή επενδυτική θέση της χώρας, δηλαδή το σύνολο των καθαρών οφειλών έναντι του εξωτερικού, η οποία, ενώ παραμένει έντονα αρνητική, εν τούτοις περιορίσθηκε το τελευταίο έτος κατά 16%. Κατά συνέπεια, παραμένει δύσκολο να αποδοθεί ο σημερινός ορυμαγδός σε κάποια αιφνίδια επιδείνωση προερχόμενη είτε από το χρόνιο νοσηρό υπόδειγμα είτε από την εισβολή της διεθνούς κρίσης.
Απομένει ως πιθανή η τρίτη υπόθεση: η διεθνής κερδοσκοπία εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου και του ευρωνομίσματος. Με τις δεκάδες δισεκατομμυρίων που παραχωρήθηκαν προς τους χρηματοπιστωτικούς τομείς την προηγούμενη διετία, όχι μόνον δημιουργήθηκαν γιγαντιαία δημόσια ελλείμματα, χωρίς να αυξηθούν οι πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία, αλλά επιπλέον διογκώθηκαν οι μάζες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, που δεν διστάζουν σήμερα να στρέφονται ακόμη και εναντίον των κρατικών ευεργετών τους, από τη στιγμή που διέγνωσαν ότι αυτοί είχαν αποβεί ευάλωτοι και χωρίς αυτόματους μηχανισμούς αλληλεγγύης και διάσωσης.
Το ελληνικό πρόβλημα παραμένει ασφαλώς σοβαρό, όμως, ενώ τα βασικά δεδομένα του δεν επιδεινώθηκαν, εν τούτοις ανακύπτει ακόμη πιο σοβαρό το ζήτημα του θεσμικού ελλείμματος της ευρωζώνης. Αναμφισβήτητα, το ευρώ προστάτευσε μέχρι σήμερα τις χώρες-μέλη από την λαίλαπα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ομως, από τη στιγμή που η Γερμανία απορρίπτει την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ χωρών-μελών του ευρωσυστήματος, ανακύπτει πλέον ο κίνδυνος κλιμάκωσης κερδοσκοπικών επιθέσεων, με τη δυναμική των ντόμινο και επίκεντρο την ελλειμματική δημοσιονομική κατάσταση κάθε χώρας-μέλους, πράγμα που μπορεί να πλήξει τελικά ακόμη και την Γερμανία, της οποίας το δημόσιο έλλειμμα εγγίζει 6% του ΑΕΠ.
Η ανάγκη διάσωσης μιας χώρας δεν σχετίζεται κατ' ανάγκην με τη λυσιτελή διαχείριση της οικονομίας της και ούτε αποτελεί επιβράβευση «ασωτίας», όπως παραποιητικά εμφανίζεται από τον λαϊκό γερμανικό τύπο, αλλα συνδέεται με την ανάγκη σταθερότητος στις διεθνείς συναλλαγές, πράγμα επωφελές για όλες τις πλευρές.
Με την αναγνώριση αυτής της ανάγκης ιδρύθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το 1944 και λειτουργεί στην πράξη ως «τελικός διεθνής πιστωτής» (last resort lender): αναλαμβάνει, μέσω έκτακτου δανεισμού, τα χρέη των οφειλετριών χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες υπέρ των πιστωτριών. Εάν η αδύναμη χώρα αφηνόταν να προσαρμοσθεί μόνη της στο διεθνές περιβάλλον, τότε η προσαρμογή της θα απέβαινε απείρως πιο δύσκολη, πιθανώς ανέφικτη, και οπωσδήποτε σε καθοδικό και υφεσιακό πλαίσιο, πράγμα επιβαρυντικό για όλους.
Η διασφάλιση σταθερότητος των συναλλαγών αποτελεί κρίσιμο πρόβλημα στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομίας, αλλά ακόμη κρισιμότερο στο πλαίσιο μιας νομισματικής ζώνης με ενιαίο νόμισμα, όπως η ευρωζώνη. Οπως πρόσφατα επεσήμαινε στους «Τάιμς Νέας Υόρκης» ο Ρότζερ Κοέν, ακόμη και μια μικρή οικονομία, όπως η ελληνική, που δεν αντιπροσωπεύει παρά 2,5% της ευρωζώνης, μπορεί να αποδειχθεί «πολύ μεγάλη για να αφεθεί να καταρρεύσει» (1). Οι συνέπειες από μια ενδεχόμενη κατάρρευση θα είναι περισσότερο μεταδοτικές στην αξιοπιστία της νομισματικής ζώνης, από εκείνες της ενδεχόμενης διάσωσης. Εξάλλου, στο διεθνές πλαίσιο, αλλά ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό μιας νομισματικής ζώνης, οι «διασώσεις» πραγματοποιούνται κατά κανόνα υπέρ των πιστωτών, παρά υπέρ των οφειλετών, και συνεπώς δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα, αλλά τεχνικό και ταμειακό.
Τα πρόσφατα ελληνικά μέτρα δεν σκοπεύουν την τόνωση της οικονομίας, αλλά τον εφησυχασμό των κερδοσκόπων. Ομως αυτά βαθαίνουν την ύφεση και συνεπώς δυσχεραίνουν την ικανότητα απορρόφησης του δημόσιου ελλείμματος. Αυτά δεν οδηγούν σε καμία εξυγίανση, αλλά σε όξυνση της χρόνιας παθογένειας. Στο εξής, η χώρα θα είναι περισσότερο εξαρτημένη από τη διεθνή στήριξη και ιδίως εκείνη των εταίρων της, από ό,τι μέχρι πρόσφατα. Η εγχείρηση επέτυχε, όμως ο ασθενής πνέει τα λοίσθια. Από την προαγγελλόμενη «σύγκρουση» με τα κατεστημένα διεθνή συμφέροντα η χώρα βγαίνει κατά κράτος ηττημένη: παραδόθηκε εκ προοιμίου σε αυτά, πριν καν αλέκτορα φωνήσαι, έστω και άπαξ.
(1) Roger COHEN, Greece, Europe and Alexander Hamilton, Τάιμς Νέας Υόρκης, 1 Μαρτίου 2010.
Enet.gr
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε