Ανοδος του ρυθμού ανάπτυξης, μείωση της ανεργίας: η ανάκαμψη της γερμανικής βιομηχανίας έχει αρχίσει. Απ' ό,τι φαίνεται, τα θετικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ορθότητα ενός οικονομικού μοντέλου που στηρίζεται στις εξαγωγές, στη στασιμότητα των μισθών και στην απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ισχύει, όμως, κάτι τέτοιο μακροπρόθεσμα; Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής εντείνει επικίνδυνα τις ευρωπαϊκές ανισορροπίες.
Η καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών. Μέρκελ και Σόιμπλε επιμένουν σ' ένα σύστημα που έχει σοβαρά προβλήματα.Οι γερμανοί ιθύνοντες διατρανώνουν την ακλόνητη εμπιστοσύνη τους στην ευρωστία της οικονομίας τους. Από κοινού, σοσιαλδημοκράτες και συντηρητικοί δηλώνουν δικαιωμένοι επειδή πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, μετέτρεψαν τη χώρα τους σε «παγκόσμιο εξαγωγικό πρωταθλητή». Εστω κι αν, το 2009, η Κίνα εκθρόνισε τη Γερμανία από αυτή τη θέση και είναι πλέον ο πρώτος παγκόσμιος εξαγωγέας (σε αξία).
Η γερμανική οικονομία δέχθηκε, το 2008, ένα τρομερό πλήγμα από τη χρηματοοικονομική κρίση και τη συνακόλουθη κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υποχώρησε κατά 5% το 2009, τη στιγμή που το ΑΕΠ των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών υποχώρησε «μονάχα» κατά 3,7%. Παρ' όλα αυτά, η Γερμανία συνεχίζει να θεωρείται υπόδειγμα σταθερότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, κυρίως σε σχέση με τις περιφερειακές χώρες (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιρλανδία).
Προβάλλεται το παράδειγμα του χαμηλού δημοσιονομικού της ελλείμματος, το οποίο, το 2009, ήταν κατώτερο του 3% του ΑΕΠ της (υπολογίζεται ότι το 2010 θα κυμανθεί γύρω στο 5%), έναντι 8% για την Πορτογαλία, σχεδόν 14% για την Ελλάδα και 8% για τη Γαλλία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, χάρη στις προσπάθειές της και στην πειθαρχία της, η Γερμανία έχει κερδίσει -και μάλιστα με την αξία της- την «εμπιστοσύνη των αγορών» και ότι οι υπόλοιπες χώρες πρέπει να τη μιμηθούν.
Ομως, εάν επιχειρήσει κανείς μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της κατάστασης, θα διαπιστώσει ότι αυτή η κυρίαρχη στη Γερμανία ερμηνεία της κρίσης δεν ευσταθεί. Εάν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία (αντιπροσωπεύει από μόνη της το ένα τέταρτο του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) συνεχίσει την ίδια αναπτυξιακή στρατηγική που στηρίζεται στις εξαγωγές, οι εμπορικές ανισορροπίες θα επιδεινωθούν, υποχρεώνοντας τις υπόλοιπες χώρες μέλη της Ε.Ε. να καταφύγουν στη δημοσιονομική και μισθολογική λιτότητα για να ανακτήσουν τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα απέναντι στη Γερμανία.
Φαύλος κύκλος
Εάν, μάλιστα, αυτά τα μέτρα ληφθούν ταυτόχρονα, υπάρχει ο κίνδυνος να πυροδοτήσουν έναν φαύλο κύκλο ανόδου της ανεργίας, αποπληθωρισμού(1) και κοινωνικών εντάσεων. Αυτή η πρόγνωση συμπίπτει απόλυτα με την κριτική που άσκησε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στον μερκαντιλισμό, ένα οικονομικό δόγμα που αναπτύχθηκε τον 16ο αιώνα και διακήρυσσε ότι κάθε έθνος οφείλει να βελτιώνει το εμπορικό του ισοζύγιο εις βάρος των γειτόνων του, με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική ζήτηση σε τόσο χαμηλό επίπεδο, ώστε να είναι αδύνατον να διατηρηθεί η συνοχή ολόκληρου του συστήματος.
Ο γερμανικός νεομερκαντιλισμός αποσταθεροποιεί την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Παρ' όλα αυτά, αποτελούσε αντικείμενο συναίνεσης, τουλάχιστον μέχρι το 2009.
Κι υπάρχει λόγος γι' αυτό: η Γερμανία κυβερνήθηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) την περίοδο 1998-2005, οπότε και ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ παρέδωσε την εξουσία στην Αγκελα Μέρκελ, η οποία τέθηκε επικεφαλής ενός κυβερνητικού συνασπισμού όπου κυριαρχούσαν οι συντηρητικοί.
Είναι δύσκολο για το SPD να παραδεχτεί ότι οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που δρομολόγησε το 2002, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου προγράμματος που αποκλήθηκε «Ατζέντα 2010», συνέβαλαν στην εξασθένιση της εγχώριας ζήτησης και στη δημιουργία ανισορροπιών. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις βουλευτικές εκλογές του 2009, ο ηγέτης του SPD, Φραντς Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, στο «Σχέδιο για τη Γερμανία» που πρότεινε στο εκλογικό σώμα, υπερηφανευόταν με τον ακόλουθο τρόπο για την επιτυχία της Ατζέντας 2010: «Από το 1998, εμείς οι Σοσιαλδημοκράτες εκσυγχρονίσαμε τη Γερμανία και ανορθώσαμε την ανταγωνιστικότητά της διεθνώς. Σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους κατορθώσαμε, χάρη στις προσπάθειες για μισθολογική συγκράτηση, να επιστρέψουν οι επιχειρήσεις μας (και τα προϊόντα μας) στην πρώτη θέση στη διεθνή αγορά. Η χώρα την οποία πριν από δέκα χρόνια τα μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης αποκαλούσαν "ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης", μετατράπηκε στην ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Πράγματι, ο «εκσυγχρονισμός» -αυτή η εύσχημη ονομασία της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας- είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1990 και εντάθηκε με την εφαρμογή της Ατζέντας 2010. Συνίστατο στον περιορισμό του μεριδίου του εθνικού πλούτου που αναλογεί στους μισθούς και στην όξυνση των ανισοτήτων. Στο λόγο που εκφώνησε το 2005 στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ο καγκελάριος Σρέντερ συνόψιζε αυτόν τον εκσυγχρονισμό ως εξής: «Δημιουργήσαμε έναν ολόκληρο τομέα της αγοράς εργασίας με χαμηλούς μισθούς, ενώ τροποποιήσαμε το σύστημα των επιδομάτων ανεργίας, έτσι ώστε να δημιουργούνται ισχυρά κίνητρα για να εργάζεται ο κόσμος».
Ακολουθώντας τις συστάσεις του γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης και των περισσότερων εμπειρογνωμόνων, η κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται την καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού, φοβούμενη μήπως μειωθεί η πίεση που ασκείται στους μισθούς. Αυτές οι επιλογές, σε συνδυασμό με την επαναλαμβανόμενη άρνηση να επεκταθούν και σε κλαδικό επίπεδο οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, αποσκοπούν στη διάλυση του συστήματος μισθολογικής διαπραγμάτευσης που καθιερώθηκε μεταπολεμικά.
Από αυτή την άποψη, η γερμανική κυβέρνηση δείχνει να συμμερίζεται τις απόψεις του Χανς Βέρνερ Ζιν, ενός συμβούλου με μεγάλη επιρροή, ο οποίος εκτιμούσε, το 2009, ότι «η ανάπτυξη ενός τομέα χαμηλών και εξαιρετικά χαμηλών μισθών δεν αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας της Ατζέντας 2010, αλλά, αντίθετα, της επιτυχίας της»(2).
Ιδεολογήματα
Ομως, όποιος εξετάσει προσεκτικότερα τις επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, θα διαπιστώσει ότι αυτή η αισιόδοξη οπτική στηρίζεται περισσότερο σε ιδεολογήματα και λιγότερο σε πραγματικά δεδομένα.
Μαζί με την Ιταλία, η Γερμανία γνώρισε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ την περίοδο 1999-2007, δηλαδή από τη στιγμή που δρομολογήθηκε το ενιαίο νόμισμα ώς τη χρονιά που προηγήθηκε της παρούσας κρίσης. Η οικονομία της δημιούργησε λιγότερες θέσεις εργασίας απ' όσες η γαλλική, η ισπανική ή η ιταλική οικονομία -και αυτή η διαφορά γίνεται ακόμα εντονότερη εάν λάβουμε υπόψη τις διαφορές στο ΑΕΠ αυτών των χωρών.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου ευημερίας 2005-2008, την οποία ορισμένοι πολιτικοί υπεύθυνοι δεν δίστασαν να αποκαλέσουν «νέο γερμανικό οικονομικό θαύμα», δημιουργήθηκαν λιγότερες θέσεις εργασίας από όσες στη Γαλλία την ίδια περίοδο ή τα πρώτα πέντε χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας (χάρη στη θέσπιση της τριανταπεντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας, το 1999, από την κυβέρνηση του σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν).
Αυτήν την περίοδο, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς μεγάλωσε με τόσο γρήγορους ρυθμούς, ώστε ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) εξέφρασε την ανησυχία του. Οπως διαπιστώνει σε έκθεσή του, την περίοδο 2000-2005 «οι μισθολογικές ανισότητες και η φτώχεια αυξήθηκαν πιο γρήγορα στη Γερμανία απ' ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα μέλος του ΟΟΣΑ(3)». Ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης της οικονομίας που παρατηρήθηκε την περίοδο 2005-2008, ο «συντελεστής Gini» -ο οποίος απεικονίζει την εξέλιξη των ανισοτήτων σε μια χώρα- αυξήθηκε στη Γερμανία κατά τέσσερις μονάδες.
Αυτή η εξέλιξη εξηγείται μονάχα εν μέρει από την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η οποία οδήγησε τους μισθούς σε στασιμότητα, ακόμα και σε μείωση. Οφείλεται επίσης και στην υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και των δημόσιων δαπανών γενικότερα. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα μαζί με την Ιαπωνία όπου μειώθηκαν οι δημόσιες δαπάνες την περίοδο 1998-2007 (εάν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός). Αντίθετα, στο σύνολο της ζώνης του ευρώ, αυξήθηκαν κατά 14% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου...
Αυτή η οπισθοχώρηση του κράτους οφείλεται στις δραστικές μειώσεις φόρου που θεσπίστηκαν για τις επιχειρήσεις και τους πιο εύπορους φορολογούμενους, καθώς επίσης και στη σφοδρή επιθυμία «να αποκατασταθεί η ισορροπία του προϋπολογισμού» και να μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Η εξαιρετικά έντονη αντίθεση ανάμεσα σε μια εσωτερική οικονομία που χαρακτηρίζεται από ατονία και σε έναν εξαιρετικά δυναμικό εξαγωγικό τομέα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την πολιτική.
Την περίοδο 1999-2007, η Γερμανία υπήρξε η μόνη χώρα της ζώνης του ευρώ στην οποία οι εξαγωγές συνέβαλαν περισσότερο στην αύξηση του ΑΕΠ απ' ό,τι η εγχώρια ζήτηση. Η κατανάλωση των νοικοκυριών εξακολουθεί να είναι αναιμική, εξαιτίας της μείωσης των πραγματικών μισθών και του αισθήματος ανασφάλειας που δημιουργούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Ταυτόχρονα, η συμβολή των δημόσιων δαπανών στην ανάπτυξη υπήρξε η χαμηλότερη σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Βέβαια, αυτή η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση» ντοπάρει την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών. Ποιο είναι, όμως, το τίμημα για την Ευρώπη; Στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στις χώρες δεν είναι δυνατόν πλέον να αντισταθμίζονται με ονομαστικές υποτιμήσεις του νομίσματος. Συνεπώς, όταν ανάμεσα σε ορισμένες χώρες παρατηρείται διαφορετική εξέλιξη του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος(4) (η οποία είναι συνδεδεμένη στενά με το επίπεδο του εθνικού πληθωρισμού), τότε κάποιες χώρες κερδίζουν αυτόματα σε ανταγωνιστικότητα απέναντι στις υπόλοιπες. Ομως, την περίοδο 1999-2007, το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε λιγότερο από 2% στη Γερμανία, έναντι αύξησης 28-31% για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Αυτό σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα αυτών των χωρών μειώθηκε απέναντι στη Γερμανία.
Τα ελλείμματα
Οταν ευημερεί ο «πρωταθλητής των εξαγωγών», βαθαίνουν τα ελλείμματα των εμπορικών εταίρων του. Ακόμα και στη Γαλλία όπου το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου μονάχα κατά 17% (το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στον στόχο για τον πληθωρισμό που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, από πλεονασματικό την περίοδο 1999-2003, έγινε στη συνέχεια ελλειμματικό.
Ομως, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις της περασμένης άνοιξης οφείλονταν περισσότερο στις ανισορροπίες του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών που αποτελούσαν στόχους των κερδοσκόπων και λιγότερο στο δημοσιονομικό έλλειμμά τους.
Για παράδειγμα, την περίοδο 1999-2007 το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας δεν ξεπέρασε ποτέ το όριο του 3% που επέβαλλε η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τη στιγμή που η Γερμανία δεν είχε συμμορφωθεί με αυτό το κριτήριο την περίοδο 2002-2005. Πόσω μάλλον, που την ίδια περίοδο το ισπανικό δημόσιο χρέος είχε υποχωρήσει από το 62% του ΑΕΠ στο 36% (τη στιγμή που στη Γερμανία περνούσε από το 61% στο 65%) επιπλέον, την περίοδο 2005-2007, ο προϋπολογισμός του ισπανικού κράτους ήταν πλεονασματικός.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα (νοικοκυριά κι επιχειρήσεις) οι δαπάνες ξεπερνούσαν συστηματικά τα εισοδήματα, κυρίως εξαιτίας της φούσκας στην κτηματαγορά. Κατ' αυτόν τον τρόπο, προέκυψε ένα ιδιωτικό έλλειμμα το οποίο ορισμένες χρονιές ξεπερνούσε το 12% του ΑΕΠ. Καθώς το ισοζύγιο ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό χρέος έγινε ξεκάθαρα αρνητικό, το συνολικό χρέος της χώρας αυξήθηκε και πήρε ανησυχητικές διαστάσεις. Κι όταν έσκασε η φούσκα του ιδιωτικού χρέους και η ανεργία άρχισε να γνωρίζει, από το 2008, εκρηκτική αύξηση, το ισπανικό κράτος αναγκάστηκε να αναλάβει αυτό την αποπληρωμή των δανείων που ήταν αδύνατον να εξοφληθούν, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να δανειστεί μαζικά. Ξαφνικά, οι αγορές άρχισαν να αμφισβητούν τη φερεγγυότητα της Ισπανίας.
Ανάλογη κατάσταση παρατηρήθηκε στην Ιρλανδία, όπου, τη δεκαετία 1999-2007, το δημόσιο χρέος μειώθηκε από το 49% στο 25%, ενώ παράλληλα αυξάνονταν τα ιδιωτικά ελλείμματα. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, το κράτος ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ελλειμματικό, ωστόσο, το έλλειμμά του ήταν αναλογικά μικρότερο από εκείνο του ιδιωτικού τομέα. Συνεπώς, αυτό που θέτει σε κίνδυνο τη φερεγγυότητα μιας χώρας και την εκθέτει στις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών είναι πολύ περισσότερο τα εμπορικά ελλείμματα τα οποία δημιουργούν εξωτερικό χρέος και λιγότερο τα δημοσιονομικά ελλείμματα του κράτους.
Η άλλη όψη
Οι γερμανοί κυβερνώντες, λοιπόν, αδίκως πανηγυρίζουν για τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», οι οποίες υποτίθεται ότι κατέστησαν τη χώρα πιο «σταθερή» και πιο «σίγουρη» στα μάτια των επενδυτών. Στην πραγματικότητα, το εκ πρώτης όψεως προφανές σφρίγος της οικονομίας δεν είναι τίποτε άλλο από μια πύρρειος νίκη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο βασιλιάς της Ηπείρου απάντησε ως εξής σε όσους τον συνέχαιραν για τη νίκη του επί των Ρωμαίων: «Αν καταγάγουμε άλλη μια παρόμοια νίκη, καταστραφήκαμε»: γιατί, σε εκείνη τη μάχη, είχε χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και την πλειονότητα των αξιωματικών και των συμμάχων του.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Γερμανία δεν είναι πολύ διαφορετική: για τη νίκη της στον πόλεμο της παγκοσμιοποίησης έχει πληρώσει βαρύ τίμημα. Κατ' αρχάς, στο κοινωνικό επίπεδο, με την έκρηξη των ανισοτήτων και της φτώχειας και τη μείωση των πραγματικών μισθών, ακόμα και στη μεσαία τάξη. Επίσης, στο πολιτικό επίπεδο, και μάλιστα σε ευρωπαϊκή κλίμακα, καθώς οι καλύτεροι σύμμαχοι της χώρας υποφέρουν από τις συνέπειες του γερμανικού νεομερκαντιλισμού και αμφιβάλλουν ολοένα περισσότερο για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη της Μέρκελ.
Πράγματι, η γερμανική στρατηγική, η οποία έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στις εξαγωγές, μπορεί να λειτουργήσει μονάχα εάν όλοι οι εταίροι της χώρας συνεχίσουν να αυξάνουν με θεαματικό τρόπο το εμπορικό τους έλλειμμα. Κι όπως είδαμε, αυτά ακριβώς τα ελλείμματα ευθύνονται για τη σημερινή κρίση. Ακόμα κι από την άποψη του στενού «εθνικού συμφέροντος», είναι παράλογο να εξελίσσεσαι σε «πρωταθλητή των εξαγωγών» και στη συνέχεια να γκρινιάζεις για το κόστος των μέτρων διάσωσης που καθίστανται αναγκαία από την αβάσταχτη υπερχρέωση των εισαγωγέων (ποσοστό μεγαλύτερο του 40% των γερμανικών εξαγωγών έχουν ως προορισμό τις χώρες της ζώνης του ευρώ).
Η παράμετρος ευρώ
Το ενιαίο νόμισμα δεν μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, εάν η ισχυρότερη οικονομία του συμβάλλει τόσο λίγο στη συνολική ζήτηση της ζώνης. Αυτό είναι ένα από τα διδάγματα που πρέπει να αποκομίσουμε από την ανάλυση του Κέινς σχετικά με τους εμπορικούς πολέμους από τους οποίους σπαρασσόταν η Ευρώπη στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα.
Εξάλλου, οι σοσιαλδημοκράτες έχουν αρχίσει να αναθεωρούν το δόγμα τους. Το SPD, στο «Σχέδιο για τη Γερμανία» (2009), αναγνώρισε με μισόλογα ότι «το τίμημα για την κυριαρχία της Γερμανίας στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας ήταν η χαμηλή κατανάλωση. (...) Στο μέλλον θα είναι αναγκαίο να καταστήσουμε δικαιότερη την κατανομή των εισοδημάτων και να αναπτύξουμε τις δημόσιες επενδύσεις». Από την πλευρά τους, οι συντηρητικοί, ακολουθώντας την ηγέτιδά τους, Αγκελα Μέρκελ, δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή πρόθεση να αποκλίνουν από την πολιτική που εφαρμόζουν σήμερα.
1. Αποπληθωρισμός: γενική πτώση των τιμών και των μισθών. Οταν η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είναι απότομη, μπορεί να προκαλέσει αποπληθωρισμό, υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές τους (για να αντιμετωπίσουν τη μείωση των πωλήσεών τους) και τους εργαζόμενους να δεχτούν χαμηλότερους μισθούς (εξαιτίας της ανόδου της ανεργίας που εντείνει τον ανταγωνισμό ανάμεσά τους). Η μείωση των τιμών και των μισθών καθιστά ακόμα ακριβότερη την πραγματική αξία των δανείων, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι οικονομικοί παράγοντες αναβάλλουν τις αγορές τους (για να επωφεληθούν από την περαιτέρω πτώση των τιμών). Ολα αυτά τροφοδοτούν έναν φαύλο κύκλο εξασθένισης της ζήτησης, της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης κ.λπ.
2. Hans-Werner Sinn, Nido Geis και Christian Holzner, «Die Agenda 2010 und die Armutsgefahrdung», Ifo Schnelldienst, nΦ17, Μόναχο, 2009.
3. ΟΟΣΑ, «Growing unequal? Income distribution and poverty in OECD countries. Country note: Germany», Παρίσι, 2008.
4. Εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος: μέσο κόστος της εργασίας ανά παραγόμενη μονάδα προϊόντος. Υπολογίζεται με τη διαίρεση του συνολικού εργατικού κόστους δια του όγκου της παραγωγής. Μπορεί να αυξάνεται σε μια χώρα περισσότερο απ' ό,τι στους εμπορικούς εταίρους της, για δύο λόγους: είτε λόγω της ταχύτερης αύξησης των μισθών (μισθολογικός πληθωρισμός), είτε γιατί είναι χαμηλότερη η παραγωγικότητα της εργασίας. Στην Ευρώπη, οι διαφορές στο ρυθμό αύξησης του εργατικού κόστους ανά μονάδας προϊόντος ανάμεσα στις διάφορες χώρες, οφείλονται κατά κύριο λόγο στις διαφορές του ρυθμού εξέλιξης των μισθών (και όχι στη διαφορά στα κέρδη της παραγωγικότητας).
*Οικονομολόγος στο Institut fur Makrookonomie und Konjukturforschung (ΙΜΚ), του ιδρύματος Hans-Bockler.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε