Διεκδικήσεις πίσω από το οικονομικό θαύμα
Δελτία παραπόνων του κινεζικού λαού
Της ISABELLE THIREAU *
Οι κινέζοι εργάτες, οι οποίοι υποβάλλονται σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και σιδηρά πειθαρχία, πολλαπλασίασαν τις απεργίες τους και πέτυχαν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς τους. Οι τρόποι αντίδρασής τους, ωστόσο, περνούν κι από άλλα κανάλια, λιγότερο γνωστά.
Εργάτες της Honda διαδηλώνουν για καλύτερους μισθούς: 158 ευρώ το μήνα για ειδικευμένους εργάτες.«Δουλεύω σ' αυτό το εργοστάσιο από τις 5 Ιουνίου του 2006. Ο μισθός μου κυμαίνεται γύρω στα 1.400 γιουάν (158 ευρώ) τον μήνα, δηλαδή είναι μόλις εκατό γιουάν υψηλότερος από τον μισθό των νεοπροσλαμβανομένων. Το βρίσκετε δίκαιο; Είναι δίκαιο που ο μισθός μου αυξήθηκε τον δεύτερο χρόνο μόνο κατά 28 γιουάν, τον τρίτο χρόνο 29 γιουάν και τον τέταρτο χρόνο 40 γιουάν; Είναι δίκαιο που το 40% των εργαζομένων εδώ είναι μαθητευόμενοι, με ελάχιστες αποδοχές, γεγονός που έχει επίπτωση στους μισθούς όλων; Είναι δίκαιο που υπάρχουν πέντε κλιμάκια, το καθένα με δεκαπέντε βαθμίδες, πράγμα που σημαίνει ότι, αφού μπορώ να ανέβω μόνο μία βαθμίδα τον χρόνο, ακόμη κι αν τα κάνω όλα όπως πρέπει, θα χρειαζόμουν εβδομήντα πέντε χρόνια για να φθάσω στην κορυφή; Είναι δίκαιο να δουλεύει κανείς τόσο και να μην μπορεί να βάλει στην άκρη παρά μερικές εκατοντάδες γιουάν τον μήνα; Υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες ανισότητες, πάρα πολλές υποσχέσεις που δεν τηρούνται, πάρα πολλές αδικίες. Τι θα είμαστε εάν τα δεχτούμε όλα αυτά; Δεν έχουμε επιλογή: αυτή η απεργία είναι ζήτημα αξιοπρέπειας (1)». Ο εργάτης που ξεσπά με αυτά τα λόγια, δουλεύει στο εργοστάσιο ανταλλακτικών της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας Honda στην κινεζική πόλη Φοσάν, στην επαρχία Γκουανγκντόγκ.
Εκεί, όλα ξεκίνησαν στις 17 Μαΐου, από τη λευκή απεργία εκατό εργατών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για μια απόφαση της διεύθυνσης που θεώρησαν άδικη. Πράγματι, στο εργοστάσιο, οι αμοιβές προκύπτουν από το άθροισμα αρκετών μισθολογικών παραμέτρων: για τους λιγότερο ειδικευμένους εργάτες της πρώτης βαθμίδας, για παράδειγμα, στον βασικό μισθό των 675 γιουάν (75 ευρώ) προστίθενται ο μισθός που συνδέεται με το αντικείμενο εργασίας, 340 γιουάν (37 ευρώ), καθώς και διάφορα βοηθήματα, στέγασης ή μεταφοράς, που ανεβάζουν τις συνολικές αποδοχές στα 1.510 γιουάν (168 ευρώ) (2). Ομως, στα τέλη Απριλίου, ο δήμος του Φοσάν ανακοίνωσε ότι, από την 1η Μαΐου, ο τοπικός κατώτατος μισθός αυξάνεται από τα 770 στα 920 γιουάν (από τα 85 στα 102 ευρώ). Η διεύθυνση του εργοστασίου σωστά αποφάσισε να ενσωματώσει αυτή την αύξηση στον μισθό βάσης, ταυτόχρονα, όμως, μείωσε την αμοιβή που συνδέεται με το αντικείμενο εργασίας, απαλείφωντας, έτσι, μια σημαντική αύξηση των αποδοχών. Εξ ου και η απεργία, η οποία τελείωσε στις 4 Ιουνίου κατόπιν συμφωνίας με τους δεκαέξι εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίοι δεν ορίστηκαν από τα επίσημα σωματεία: η διεύθυνση δεσμεύθηκε να αυξήσει τους μισθούς κατά 500 γιουάν (55 ευρώ).
Ανοιχτή επιστολή
Με την ευκαιρία της απεργίας, οι εργαζόμενοι συνέταξαν ανοιχτή επιστολή με την οποία ζητούσαν από τους εργοδότες τους να «επιδείξουν καλή θέληση, να συμμετάσχουν σε τίμιες διαπραγματεύσεις και να λάβουν υπόψη τα λογικά αιτήματά τους». Εξάλλου, στην επιστολή διευκρινίζεται ότι ο αγώνας τους δεν αφορά μόνο τους υπαλλήλους του εργοστασίου αλλά όλους τους κινέζους εργάτες. Συμπεριλαμβάνεται επίσης λίστα διεκδικήσεων σχετικά με το μισθολόγιο, την εκπροσώπηση των εργαζομένων, τις μεθόδους αξιολόγησης της εργασίας και τα κριτήρια προαγωγής.
Την περίοδο που ξεκινούσε η απεργία, η προσοχή ήταν στραμμένη για πολλές ημέρες στις αυτοκτονίες εργαζομένων στην εταιρεία Foxconn Technology στο Σενζέν. Μέσα σε διάστημα πέντε μηνών, δεκατρείς υπάλληλοι της ταϊβανέζικης εταιρείας που παράγει ηλεκτρονικά εξαρτήματα για ξένους ομίλους αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν. Οι δέκα τα κατάφεραν. Στις 20 Ιουλίου, στο Φοσάν, δεκαοκτάχρονος εργαζόμενος σε υπεργολάβο της Foxconn έβαλε τέλος στη ζωή του (3). Αυτομάτως, η εταιρεία ανακοίνωσε την αύξηση του βασικού μισθού των κινέζων εργατών της και την τροποποίηση ορισμένων κανόνων εργασίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να εξομοιώσουμε βιαστικά τις δύο εταιρείες. Στη Foxconn, ο πολύ χαμηλός μισθός βάσης υποχρεώνει τους εργαζόμενους να κάνουν υπερωρίες που υπερβαίνουν το ανώτατο νόμιμο όριο. Ετσι, οι εργαζόμενοι καταδικάζονται σε απομόνωση, τόσο απέναντι στους συναδέλφους τους, στα εργαστήρια και τους κοιτώνες, όσο και σε σχέση με τον έξω κόσμο. Στη Honda, αντίθετα, φαίνεται ότι δημιουργούνται δεσμοί μεταξύ των εργαζομένων που κατάγονται από την ίδια περιοχή ή των μαθητευομένων που έχουν αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο.
Εξάλλου, από τότε που εγκαταστάθηκε στην Κίνα, η Foxconn έχει επιβάλει, τόσο κατά τις ώρες εργασίας όσο και στα ρεπό, μια πειθαρχία για την οποία ο χαρακτηρισμός «στρατιωτική» είναι λίγος. Στηρίζεται στην παντοδυναμία των υπαλλήλων ασφαλείας, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να τιμωρούν τους εργάτες, ακόμη και να ασκούν βία εναντίον τους. Η πρώτη αυτοκτονία αφορούσε εργάτη ο οποίος κατηγορήθηκε για κλοπή, υπέστη σωματική έρευνα και ετέθη υπό κράτησιν μέχρις ότου ομολόγησε ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Επομένως, οι εργάτες της Honda και της Foxconn αντέδρασαν απέναντι σε καταστάσεις που θεωρούσαν ανυπόφορες αλλά οι οποίες διέφεραν πολύ ως προς το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά τους.
Ενα καινούριο στοιχείο είναι ότι οι εργαζόμενοι στη Honda ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με το επίσημο σωματείο: στις 31 Μαΐου, οι εκπρόσωποι του σωματείου αυτού, οι οποίοι φορούν ειδικές στολές, διασκορπίζονται σε ολόκληρο το εργοστάσιο και διατάζουν τους εργαζόμενους να επιστρέψουν στη δουλειά τους, παίρνοντας αρκετούς με τη βία. Από τη στιγμή εκείνη, οι απεργοί τονίζουν ότι δεν κλήθηκαν ποτέ να εκλέξουν τους εκπροσώπους τους και ότι το επίσημο σωματείο κάθε άλλο παρά έπαιξε τον ρόλο που του αναλογούσε κατά τη διάρκεια της απεργίας.
Υψος αμοιβών
Τα δύο αυτά κινήματα εξηγούν, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, τη χωρίς προηγούμενο αύξηση του κατώτατου μισθού σε πολλές επαρχίες ή δήμους (960 γιουάν αύξηση στο Πεκίνο, 1.120 γιουάν στη Σαγκάη). Συνέβαλαν, επίσης, στην απόφαση να πραγματοποιηθεί η έρευνα που ξεκίνησαν τον Ιούνιο οι αρχές του Σενζέν σε πέντε χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες μεταξύ 18 και 35 ετών: εξακριβώθηκε τότε ότι οι εργάτες αυτοί αμείβονται κατά μέσον όρο με 1.800 γιουάν τον μήνα, στέλνουν το ένα πέμπτο στις οικογένειές τους, ενώ οι μισοί κάνουν υπερωρίες που υπερβαίνουν το νόμιμο όριο (4).
Οι εξεγέρσεις των εργατών υποχρέωσαν, επίσης, τον κινέζο αξιωματούχο Ζου Γιονκάνγκ να ζητήσει στις 15 Ιουλίου από τη διεύθυνση «γραμμάτων και επισκέψεων» (βλ. παρακάτω) να κάνει ό,τι χρειαστεί για να τερματιστούν οι κοινωνικές συγκρούσεις και να ικανοποιηθούν τα παράπονα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας (5). Ο Ζου Γιονκάνγκ αναγνωρίζει ότι, παρά τη μείωση του αριθμού των παραπόνων (που κατατίθενται κυρίως συλλογικά), οι κοινωνικές εντάσεις που συνδέονται με τις απαλλοτριώσεις εκτάσεων, την κατεδάφιση ακινήτων και την εργασία παραμένουν μεγάλες. Ζητάει «από τα διοικητικά όργανα όλων των βαθμίδων να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να τερματιστούν οι εργασιακές διαμάχες, λαμβάνοντας υπόψη τα λογικά αιτήματα των εργαζομένων».
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις δεν περιορίζονται μόνο στην ιδιαίτερα εκβιομηχανισμένη περιοχή του δέλτα του Ποταμού των Μαργαριταριών. Από τις αρχές Μαΐου, εξίσου δυναμικές απεργίες ξέσπασαν στις επαρχίες Σαντόνγκ, Γιανγκσού και Γιουνάν, στις πόλεις Νανκίν, Τσονγκίνγκ και Λανζού καθώς και στο Πεκίνο. Στον όμιλο Toyota πραγματοποιήθηκαν δέκα απεργίες μεταξύ 1ης Μαΐου και 15 Ιουλίου. Στο Τσανγκτσούν, την 1η Ιουλίου, οι δεκαεφτά χιλιάδες οδηγοί ταξί της πόλης τράβηξαν χειρόφρενο για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην επιβολή ενός νέου φόρου. Τα γεγονότα αυτά εγγράφονται -στον γενικευόμενο πολλαπλασιασμό των απεργιών, που παρατηρείται τόσο στις ξένες όσο και στις κινεζικές εταιρείες τα τελευταία δύο χρόνια. Ευρύτερα, οι κοινωνικές εντάσεις πολλαπλασιάζονται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990: στάσεις εργασίας, κοινές επιστολές προς τις τοπικές αρχές και τη λαϊκή Εθνοσυνέλευση, επισκέψεις στα γραφεία των υπηρεσιών διοίκησης, παράπονα στο Διαδίκτυο.
Εσωτερικοί μετανάστες
Είναι προφανές λοιπόν, ότι οι κινέζοι εσωτερικοί μετανάστες δεν υπήρξαν ποτέ υποταγμένοι εργαζόμενοι. Παρ' όλο που αποτελούν ένα ετερόκλητο σύνολο, έχοντας στις τάξεις τους ανθρώπους με πολύ διαφορετικές εμπειρίες και σχέδια, μοιράζονται μια κατάσταση θεσμικής κατωτερότητας σε σχέση με τους «ντόπιους». Δεν έπαψαν ποτέ να αμφισβητούν τις ανισότητες που δημιουργεί το σύστημα του πιστοποιητικού κατοικίας (hukou) και να διαμαρτύρονται για την αδράνεια στην οποία είναι καταδικασμένοι μέσα στις επιχειρήσεις. Αλλωστε, υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στη δράση των εργαζομένων και στις κατακτήσεις στο κοινωνικό δίκαιο, όπως αποτυπώνονται, για παράδειγμα, στη θέσπιση νόμου για τις συμβάσεις εργασίας το 2008.
Αλλά και το ίδιο το καθεστώς του εσωτερικού μετανάστη ενθαρρύνει τους αγώνες. Πραγματικά, η βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος μείωσε τον αριθμό των υποψήφιων μεταναστών. Οι υποψήφιοι μετανάστες προσπαθούν πλέον να λαμβάνουν κατάρτιση που θα τους επιτρέπει να προσδοκούν πιο αποδεκτές συνθήκες ζωής και εργασίας από τις αντίστοιχες της προηγούμενης γενιάς. Εξάλλου, η είσοδος στην αγορά εργασίας των παιδιών των εσωτερικών μεταναστών, τα οποία μεγάλωσαν στην πόλη αλλά επισήμως θεωρούνται «ξένοι» και, επομένως, δεν απολαμβάνουν την ίδια μεταχείριση με τους συνομηλίκους τους, προκαλεί επιπλέον αισθήματα αδικίας.
Μέχρι σήμερα, οι διεκδικήσεις τους περνούσαν απαρατήρητες, γιατί εκφράζονταν λιγότερο με απεργίες και περισσότερο μέσω ενός εμπιστευτικού διοικητικού θεσμού, της υπηρεσίας «γραμμάτων και επισκέψεων». Ο οργανισμός αυτός, που ιδρύθηκε το 1951, στηρίζεται, από το καντόνι μέχρι τα ανώτατα κρατικά κλιμάκια, σε ένα δίκτυο γραφείων που έχουν την υποχρέωση να δέχονται και να διαβιβάζουν προτάσεις, αιτήσεις βοήθειας, αιτήματα για επανεξέταση πολιτικών ή διοικητικών κυρώσεων που θεωρούνται άδικες, επικρίσεις και κατηγορίες. Εδώ και εξήντα χρόνια, ο θεσμός αυτός νομιμοποιεί έναν χώρο έκφρασης που δεν έχει πάψει να μετασχηματίζεται από όσους, αγρότες, πολίτες, στρατιώτες ή ιδιοκτήτες ακινήτων, τον έχουν αξιοποιήσει. Μεταξύ 1993 και 2005, οι μαρτυρίες αυξάνονταν κατά 10% κάθε χρόνο, ενώ οι επισκέψεις -κυρίως συλλογικές, στις οποίες, ορισμένες φορές, συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι- αυξάνονταν ταχύτερα από τις επιστολές. Πάνω από όλα όμως, όσοι συντονίζονται για να εγκαλέσουν με παρόμοιο τρόπο τις αρχές, καταγγέλλουν όλο και πιο συχνά προβλήματα που υπερβαίνουν τα όρια των περιφερειών εντός των οποίων υποτίθεται ότι έπρεπε να λύνονται.
Γραπτές καταγγελίες
Εάν το δίκαιο, η θρησκεία και η οργάνωση συλλογικών ενεργειών επιτρέπουν να εκφραστεί το αίσθημα της αδικίας, η υπηρεσία «γραμμάτων και επισκέψεων» παραμένει ένα πεδίο όπου οι Κινέζοι εκδηλώνουν εδώ και πολύν καιρό την ικανότητά τους να παίρνουν πρωτοβουλίες, να διατυπώνουν κρίσεις, να καταγγέλλουν γραπτώς αυτό που τους συμβαίνει, και όλα τα παραπάνω μιλώντας για τον εαυτό τους αλλά και στο όνομα άλλων που ζουν τις ίδιες καταστάσεις. Πρόκειται για ένα πεδίο όπου λογοδοτούν οι εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κράτους και εξετάζονται οι σχέσεις εξουσίας και οι μορφές νομιμότητας με την παρουσία τρίτων ως μαρτύρων. Αν και εκτός του δημοκρατικού πλαισίου, εκφράζονται επίμονες διεκδικήσεις για εξίσωση των (εργασιακών) συνθηκών ζωής και απορρίπτονται δυναμικά οι ιεραρχικές διαφορές που παρουσιάζονται ως φυσικές.
Ακριβώς αυτό ζητούν, πέρα από τις μισθολογικές αξιώσεις τους, οι εργαζόμενοι στη Honda και τη Foxconn. Στο συγκεκριμένο σημείο, αποτελούν άξιους συνεχιστές εκείνων των εσωτερικών μεταναστών που, το 1996, έγραφαν: «Πληρωνόμαστε με το κομμάτι, αλλά, αφού εδώ και τέσσερις μήνες δεν γνωρίζουμε την τιμή του κομματιού, πώς να ξέρουμε εάν ο μισθός μας είναι δίκαιος; Μας περνούν για ζώα, για σκλάβους, για μηχανές... Είναι δίκαιο να μην έχουμε καμία ελευθερία; Είναι δίκαιο να μην έχουμε την παραμικρή ασφάλεια; Είναι δίκαιο να δουλεύουμε για ψίχουλα; Δεν μπορούμε άλλο να σκύβουμε το κεφάλι».
Επομένως, μια ανάγνωση των κινημάτων που εστιάζει αυστηρά στον οικονομικό παράγοντα ή στη συγκυρία θα ήταν εσφαλμένη. Τα κινήματα αυτά εγγράφονται σε μια μακρά διαδικασία εκμάθησης. Αποκαλύπτουν, όμως, και την ικανότητα των εργαζομένων να μετέρχονται πλειάδα μέσων για να ασκήσουν πίεση στην κεντρική εξουσία. Οι απεργοί που εργάζονται σε ξένες εταιρείες αντιστρέφουν το επίσημο εθνικιστικό επιχείρημα -ότι οι κοινωνικές διεκδικήσεις αποδυναμώνουν την ισχύ της Κίνας και, επομένως, πρέπει να αναβληθούν για αργότερα- για να διευρύνουν τα περιθώρια ελιγμών τους: τι νομιμοποίηση θα είχαν οι δυνάμεις που θα κατέστελλαν τις κινητοποήσεις εκείνων που τους εκμεταλλεύονται οι ξένοι εργοδότες; Στο Τσανγκτσούν, οι οδηγοί ταξί προέβαλλαν ως απαραίτητη προϋπόθεση την επιβίωσή τους. Ακολούθησαν, μάλιστα, το παράδειγμα μιας νικηφόρας απεργίας που έγινε φέτος την άνοιξη σε κάποια πόλη της επαρχίας Σιτσουάν (οι ανταλλαγές εμπειριών πολλαπλασιάζονται), για να κηρύξουν τριήμερη απεργία, όσο δηλαδή είναι και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να ενημερωθούν και να επέμβουν οι κεντρικές αρχές. Τέλος, έθεσαν τρεις κανόνες για την ανάπτυξη του κινήματός τους: όχι γνωστοί καθοδηγητές, όχι επίσημη οργάνωση, όχι βιαιότητες.
Οι εξεγέρσεις των κινέζων εργατών φέρνουν την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση, γιατί εγκαινιάζουν μια διαδικασία που, με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά σταθερό, μεταβάλλει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
(1) Τη συνέντευξη πήρε ο He Meichuan, ερευνητής στο πανεπιστήμιο Zhongshan (Καντόνα). Τον ευχαριστούμε που την έθεσε στη διάθεσή μας.
(2) Αρκετοί εργάτες έκαναν τον ακόλουθο υπολογισμό των πάγιων εξόδων τους: Συνταξιοδοτικές εισφορές, 132 γιουάν. Εισφορές περίθαλψης, 41 γιουάν. Στέγαση, 126 γιουάν. Υποχρεωτική συνδικαλιστική συνδρομή, 5 γιουάν. Μετά τους υπολογισμούς προκύπτει, λοιπόν, καθαρό μηνιαίο εισόδημα μόνο 1.207 γιουάν. Τα έξοδα της καθημερινής ζωής φτάνουν κατά μέσον όρο τα 500 γιουάν τον μήνα, στα οποία πρέπει να προστεθούν 250 γιουάν εάν ο εργαζόμενος κατοικεί έξω από το εργοστάσιο. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει σε 1.684 γιουάν τον μέσο μηνιαίο μισθό που είναι απαραίτητος σε έναν κινέζο ενήλικα με παιδιά για να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη.
(3) «South China Morning Post», Χονγκ Κονγκ, 22 Ιουλίου 2010.
(4) «South China Morning Post», 16 Ιουλίου 2010.
(5) «Xinhua News Agency», Πεκίνο, 16 Ιουλίου 2010.
(6) «Les Ruses de la democratie. Protester en Chine», όπ. προηγ., σελ. 267.
*Διευθύντρια ερευνών στο «Centre national de recherches scientifiques» (CNRS), διευθύντρια σπουδών στο πανεπιστήμιο «Ecole des hautes etudes en sciences sociales» (EHESS). Πιο πρόσφατο βιβλίο της (μαζί με τον Hua Linshan): «Les Ruses de la democratie. Protester en Chine», Seuil, Παρίσι, 2010.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε