Εάν κάτι διακρίνει την Ευρώπη από άλλες περιοχές, αυτό είναι η αντιφατικότητα μηνυμάτων και η βραδύτητα αποφάσεων.
Σύρεται από τα γεγονότα, παρά τα προλαβαίνει. Κάθε απόφαση κορυφής ανταποκρίνεται κατά σύστημα σε προηγούμενη ξεπερασμένη συγκυρία. Κάθε καθυστέρηση αποφάσεων περιπλέκει τα προβλήματα, αυξάνοντας το κόστος διαχείρισής τους.
Το ζήτημα του δημόσιου χρέους των χωρών-μελών θα έπρεπε να έχει επιλυθεί προ 13ετίας, με το Σύμφωνο Σταθερότητας (1998). Δεν νοείται νομισματική ομοσπονδία χωρίς αυτόματους μηχανισμούς στήριξης των ομόσπονδων μελών της. Ετσι διασφαλίζουν οι ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία την εσωτερική νομισματοπιστωτική σταθερότητά τους.
Στους μηχανισμούς συνεισφέρουν όλοι, καθ' όσον έχουν άπαντες συμφέρον στη σταθερότητα του συνόλου. Κι όμως, παρ' όλο που οι τακτικές ευρωπαϊκές συναντήσεις κορυφής προσθέτουν όλο και πιο προωθημένες «λύσεις», το πρόβλημα της ευρωπαϊκής σταθερότητας δεν τίθεται υπό έλεγχο, μετατοπίζεται, επεκτείνεται, κακοφορμίζει. Η Ευρώπη εκτίθεται σήμερα στη βουλιμική δυσπιστία των δανειστών, αγορών, κερδοσκόπων, που η ίδια έχει νομιμοποιήσει να την αξιολογούν. Τα άλλα κράτη (Αμερική, Βρετανία, Ιαπωνία, Κίνα) χρηματοδοτούν το δημόσιο χρέος τους κυριαρχικά από την κεντρική τράπεζα, η Ευρώπη απαγορεύει αυτό στον εαυτό της, εξαναγκάζοντας τα κράτη να προσέρχονται στις αγορές ως ιδιώτες δεύτερης κατηγορίας.
Υπό την ασφυκτική πίεση των πραγμάτων, η Ευρώπη σύρεται να αποδεχθεί την ανάγκη Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ικανού να αναλαμβάνει δημόσια χρέη. Αυτό θα έπρεπε να καθησυχάζει τις αγορές κρατικών ομολόγων και να αποτρέπει την κερδοσκοπία. Ομως, το αντίθετο σημειώνεται. Παρ' όλο που εξασφαλίζεται με κοινοτικό μηχανισμό η φερεγγυότητα των κρατών-μελών, οι αγορές εγείρουν άλλη πλευρά, για την οποία ο ευρωπαϊκός χειρισμός παραμένει ανεπαρκής. Εξασφαλίζεται ρευστότητα κίνησης στα κράτη-μέλη, αλλά όχι επάρκεια εισοδήματος, ώστε τα χρέη να θεωρηθούν εξυπηρετήσιμα σε βάθος χρόνου. Με τη λιτότητα, τα εισοδήματα αναμένονται όλο και πιο ανεπαρκή για να εξυπηρετήσουν τα ήδη συσσωρευμένα χρέη.
Ο υπερσυντηρητικός Γερμανός οικονομολόγος Χανς Βέρνερ Ζιν, σύμβουλος της Μέρκελ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διακηρύσσει ότι είναι ανάγκη οι οφειλέτες να φτωχύνουν, σε όρους εισοδήματος και περιουσίας, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η ευρωζώνη. Η σύγκλιση βιοτικών επιπέδων κατά την πρόσφατη δεκαετία, επεξηγεί ο ίδιος, τροφοδότησε καταναλωτικές φούσκες, που πρέπει να σπάσουν.
Οχι η σύγκλιση βιοτικών επιπέδων, αλλά η απόκλιση, υποστηρίζει, είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Συνιστά προσωρινή απομάκρυνση των υπερχρεωμένων από το ευρώ και υποτιμήσεις. Τα εισοδήματα πρέπει να περικοπούν, να συρρικνωθούν οι εσωτερικές αγορές, οι εισαγωγές, το επίπεδο τιμών, ώστε οι οικονομίες να γίνουν ανταγωνιστικές. Τα μη βιώσιμα πάγια περιουσιακά στοιχεία να φτηνύνουν, ώστε να εξαγοραστούν από βιώσιμες επιχειρήσεις. Τα κράτη να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα, να μειώσουν τις κοινωνικές παροχές, προκειμένου να περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι μεταβιβάσεις πόρων μεταξύ κρατών-μελών είναι δαπανηρές και περιττές, δεδομένου ότι οι εθνικές δομές παραμένουν παθογενείς. Το δημόσιο χρέος αποτελεί δείκτη παθογένειας των χωρών-μελών, κάθε κοινοτικοποίηση εθνικού χρέους παραμένει ανώφελη και αντιπαραγωγική. Οταν τα χρέη των υπερχρεωμένων μεταφέρονται στο σύνολο, τότε αυτά δεν σβήνουν, αλλά παραμένουν και συνεπώς, υπογραμμίζει ο ίδιος, η κοινοτικοποίηση των δημόσιων χρεών δεν συνιστά λύση, αλλά διαιώνιση του προβλήματος. Οι αντιδράσεις των Γερμανών υπερσυντηρητικών προκαλούν αμηχανία και πανικό στην καγκελάριο.
Στη γερμανική ακεραιοφροσύνη δεν χρειάζεται θεωρητική αντίκρουση, η εμπειρική αρκεί. Το 1989, η Λατινική Αμερική βρισκόταν σε κρίση υπερχρέωσης. Η απεμπλοκή από αυτήν έγινε δυνατή χάρη στην παρέμβαση του βόρειου γείτονα, ο οποίος ανέλαβε τα λατινοαμερικανικά χρέη. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του Αμερικάνου υπουργού Οικονομικών Νίκολας Μπρέιντι, η αμερικανική κεντρική τράπεζα αντικατέστησε με αμερικανικά ομόλογα 30ετούς ισχύος τα επισφαλή λατινοαμερικανικά, μέχρι τελικής απόσυρσης των τελευταίων. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπήρχε κοινό νόμισμα ούτε κοινοτικοποίηση χρεών, αλλά απλό ζήτημα σταθερότητας στις εμπορευματικές και χρηματοπιστωτικές ροές της περιοχής. Η Αμερική άσκησε σταθεροποιητικό ρόλο, ως τελικός πιστωτής, τα τοξικά ομόλογα αποσύρθηκαν προς όφελος όλων. Οι οικονομίες ανέκαμψαν, χωρίς προηγούμενη φάση λιτότητας και ύφεσης.
Η προτεινόμενη κοινοτικοποίηση δεν διαιωνίζει τα χρέη, όπως φαντάζεται ο Γερμανός οικονομολόγος, αλλά τα διαχέει στο σύνολο της ευρωζώνης, διευκολύνοντας έτσι την εξυπηρέτησή τους. Πρόβλημα εδώ δεν είναι η κοινοτικοποίηση, αλλά η λιτότητα που τη συνοδεύει. Οι περικοπές εισοδημάτων και περιουσιών δεν ενισχύουν τη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα, αλλά την υπονομεύουν, διεγείροντας τον καιροσκοπισμό των αγορών.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε