Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Κρίση: Τρία χρόνια που συγκλονίζουν τον κόσμο. Του IBRAHIM WARDE

Κρίση: Τρία χρόνια που συγκλονίζουν τον κόσμο

Οι χρηματοοικονομικές ελίτ παραμένουν πρωταγωνίστριες§Χλομή η Ανοιξη στη Βόρεια Αφρική

Στην Wall Street παρακολουθούν λεπτό προς λεπτό τις εξελίξεις στις αγορές, οι οποίες όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές ούτε ορθολογικές είναι ούτε αυτορυθμίζονται. Στην Wall Street παρακολουθούν λεπτό προς λεπτό τις εξελίξεις στις αγορές, οι οποίες όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές ούτε ορθολογικές είναι ούτε αυτορυθμίζονται. Πριν από τρία χρόνια ζήσαμε μια στιγμή απίστευτης αβεβαιότητας: τα πάντα κλονίζονταν και κανείς δεν αμφέβαλλε όλα θα καταρρεύσουν. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2008, η αμερικανική κυβέρνηση έθεσε υπό την κηδεμονία του κράτους τη Fannie Mae και τη Freddie Mac, τους δύο γίγαντες των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Στις 15 του ίδιου μήνα, η αξιοσέβαστη επιχειρηματική τράπεζα Lehman Brothers ανήγγειλε τη χρεοκοπία της. Στις 16, εισακούοντας την έκκληση για βοήθεια που απηύθυνε η εφημερίδα «Wall Street Journal», η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον εξαγόρασε την American International Group (AIG), τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας. Ολοι έμειναν αποσβολωμένοι και τα χρηματιστήρια άρχισαν να κατρακυλούν. Οι αμερικανικές αρχές κρατικοποίησαν σημαντικό τμήμα της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας και διοχέτευσαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία. Στο προσκήνιο βρέθηκαν ξανά ο Κέινς, το Νιου Ντιλ και το κράτος ως υπεύθυνο για τη χάραξη στρατηγικής στην οικονομία.

Σε ολόκληρη τη Δύση, η αστική τάξη των επιχειρηματιών, μετανοημένη και συντετριμμένη, ορκίζεται ότι «στο εξής, τίποτε δεν θα είναι πλέον όπως πριν». Ο γάλλος πρωθυπουργός, Φρανσουά Φιγιόν, περιγράφει «έναν κόσμο στο χείλος του γκρεμού». Στο εξώφυλλο του -σχεδόν τρομοκρατημένου- «Newsweek» φιγουράρει ο τίτλος «Τώρα είμαστε όλοι σοσιαλιστές». Το «Time» καλεί «να ξανασκεφθούμε τον Μαρξ» για να «βρούμε τα μέσα που χρειαζόμαστε ώστε να σώσουμε τον καπιταλισμό». Ομως για την «Washington Post», αυτή η υπόθεση φαίνεται τόσο αμφίβολη που το κύριο άρθρο της φέρει τον εξής τίτλο: «Μήπως ο καπιταλισμός είναι νεκρός;»(1).

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Βέβαια, υπήρξε ένα σύντομο μεσοδιάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου οι άλλοτε ένδοξες πολιτικές και χρηματοοικονομικές ελίτ, οι οποίες οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία ένα βήμα πριν από την καταστροφή, γνώρισαν στιγμές μεγάλης δυσμένειας - πράγμα που τους επέτρεψε στη συνέχεια να εμφανιστούν ως θύματα διώξεων. Ωστόσο, πολύ σύντομα ξαναβρήκαν την παλιά τους αλαζονεία. Υπήρξαν βαρύγδουπες δηλώσεις και φιέστες γεμάτες υποσχέσεις, οι οποίες παρέμειναν υποσχέσεις. Ψηφίστηκαν και ορισμένοι νόμοι, όμως η πρακτική εφαρμογή τους -είτε επρόκειτο για τις νέες δομές επιτήρησης του χρηματοοικονομικού τομέα, για την ενίσχυση των κανόνων προληπτικής εποπτείας, για τον περιορισμό των μπόνους ή για την προστασία του καταναλωτή- αποδείχθηκε εξαιρετικά ανεπαρκής(2).

Το αποτέλεσμα ήταν να ξαναβρεθεί η παγκόσμια οικονομία στο χείλος του γκρεμού. Το καλοκαίρι του 2011 θυμίζει από πολλές απόψεις το φθινόπωρο του 2008. Αρχίζει με ορισμένες καλές ειδήσεις, καλές για τις αγορές ασφαλώς. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, στην οποία είχε ανατεθεί η αξιολόγηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού τομέα σε περίπτωση κρίσης, καταλήγει σε μια καθησυχαστική γνωμοδότηση: Τα 82 από τα 90 ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υποβλήθηκαν σε τεστ αντοχής πέτυχαν εξαιρετικά αποτελέσματα. Μερικές ημέρες αργότερα, η Ελλάδα διασώθηκε από τη χρεοκοπία χάρη σε ένα σχέδιο το οποίο συνδυάζει θυσίες στις οποίες πρέπει να υποβληθεί ο πληθυσμός της χώρας και διάσωση με χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων. Μάλιστα, η συγκεκριμένη συμφωνία θα αποτρέψει την ενεργοποίηση των συμβολαίων αντιστάθμισης του κινδύνου της στάσης πληρωμών, των περίφημων credit default swaps (CDS), γεγονός το οποίο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τις τράπεζες.

ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΠΑΝΤΟΥ

Κι όσον αφορά το μέλλον, ορκίζονται ότι θα επιβάλουν λιτότητα και υπόσχονται ότι θα καθιερώσουν τον «χρυσό κανόνα» της δημοσιονομικής λιτότητας στις δεκαεπτά χώρες της ζώνης του ευρώ. Στις δε Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και η αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικάνων κατέληξαν, πραγματικά την τελευταία στιγμή, λίγο πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 2ας Αυγούστου, σε έναν συμβιβασμό που προβλέπει το πετσόκομμα των κρατικών δαπανών, αλλά δεν περιλαμβάνει αύξηση των φόρων.

Παρ' όλα αυτά, όλες οι παραπάνω καλές ειδήσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's αποφασίζει να υποβαθμίσει τη βαθμολογία του αμερικανικού χρέους, η οποία περνάει από το ΑΑΑ στο ΑΑ+. Αν και η γνωμοδότηση στηρίχθηκε σε κάθε άλλο παρά αξιόπιστους αριθμούς [στο δημοσιονομικό έλλειμμα των επόμενων δέκα ετών ο οίκος πρόσθεσε κατά λάθος το ποσό των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (1,389 τρισ. ευρώ)], η απόφαση προκάλεσε νέο πανικό στις αγορές. Κατά εντελώς ακατανόητο τρόπο, στο στόχαστρο βρέθηκαν οι κυριότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί υγιείς έναν μήνα νωρίτερα...

Η κυριαρχία του χρηματοοικονομικού τομέα είναι τόσο ισχυρή, ώστε η αντιστροφή της τάσης αυτής μοιάζει αδύνατη. Από την άλλη πλευρά, ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στα κράτη και τις αγορές αποδεικνύεται, για τα πρώτα, δυσμενέστερος απ' όσο ποτέ άλλοτε. Ταυτόχρονα, τα δόγματα που κυριάρχησαν έπειτα από τρεις και πλέον δεκαετίες απορύθμισης του χρηματοοικονομικού τομέα, φαίνονται ακλόνητα. Σχεδόν όλες οι δημόσιες παρεμβάσεις έχουν ως πρωταρχικό στόχο τον καθησυχασμό των αγορών και την προστασία του χρηματοοικονομικού τομέα, ο οποίος επιτίθεται στα κράτη και στους τίτλους του κρατικού χρέους τους. Η αποτυχία των στρατηγικών αυτών δεν εμποδίζει τα κράτη να επανέρχονται συνεχώς με τις ίδιες μεθόδους. Γιατί, οι ίδιες ιδέες, οι οποίες έπρεπε να είχαν εξουδετερωθεί και να είχαν καταστεί ακίνδυνες για να αντικατασταθούν από άλλες, ορθότερες, επανέρχονται διαρκώς σαν τα ζόμπι στις ταινίες τρόμου για να διαπράξουν και νέες καταστροφές(3).

Σήμερα, το σύστημα ελέγχεται από τα ίδια άτομα που κρατούσαν το τιμόνι το 2008, τα οποία στηρίζονται στο ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο. Οι γίγαντες του χρηματοοικονομικού τομέα, οι οποίοι διασώθηκαν επειδή ήταν «υπερβολικά μεγάλοι ώστε να αφεθούν να καταρρεύσουν» («too big to fail»), είναι σήμερα μεγαλύτεροι απ' όσο ποτέ άλλοτε, ενώ παράλληλα εξακολουθούν να παραμένουν ευάλωτοι. Ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν υπογραμμίζει το εξής γεγονός: «Τα διδάγματα της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 ξεχάστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι ίδιες ακριβώς ιδέες, οι οποίες προκάλεσαν την κρίση («κάθε νομοθετική ρύθμιση είναι ολέθρια, αυτό που είναι καλό για τις τράπεζες είναι καλό και για την Αμερική, η πανάκεια συνίσταται στη μείωση της φορολογίας») κυριαρχούν και πάλι στον δημόσιο διάλογο(4).

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΩΤΗΡΕΣ

Από αυτήν την άποψη, η διαδρομή των «ηρώων» της εποχής πριν από την κρίση είναι αποκαλυπτική. Ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο Ρόμπερτ Ρούμπιν και ο Λόρενς Σάμερς (αντίστοιχα, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, υπουργός και υφυπουργός Οικονομικών τον Φεβρουάριο του 1999, όταν το διάσημο πλέον εξώφυλλο του «Time» ανακήρυξε το τρίο ως «επιτροπή που θα σώσει τον κόσμο») γνώρισαν ένα σύντομο σκαμπανέβασμα της καριέρας τους. Ο πρώτος ήταν Ρεπουμπλικάνος, οι άλλοι δύο Δημοκρατικοί, και οι τρεις συμβόλιζαν την υπεροχή της χρηματοοικονομικής σφαίρας πάνω στον πολιτικό κόσμο.

Πράγματι, λίγο μετά την εκλογή του στην προεδρία, το 1992, ο Μπιλ Κλίντον αποφάσισε να συμμορφωθεί με τις προσταγές της αγοράς των ομολόγων. Η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη της οικονομίας που ακολούθησε έμοιαζε να επιβεβαιώνει τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η κυρίαρχη θέση που αποκτούσε ο χρηματοοικονομικός τομέας στην οικονομία. Η συγκεκριμένη εξέλιξη ενθάρρυνε τα δύο κόμματα της χώρας να επιδοθούν σε μια ξέφρενη πλειοδοσία: ανταγωνίζονταν για το ποιο από τα δύο θα έκανε περισσότερα δώρα στον κλάδο, καθώς και για το ποιο θα συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών ήταν εκείνη που προώθησε, το 1999 και το 2000, τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία των «τοξικών χρηματοοικονομικών προϊόντων» τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση του χρηματοοικονομικού τομέα(5). Και η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, του Τζορτζ Μπους, η οποία ήταν ακόμα περισσότερο φιλικά διακείμενη προς τη Γουόλ Στριτ, έσπευσε να διαλύσει ό,τι απέμενε από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, διορίζοντας στις θέσεις-κλειδιά ένθερμους οπαδούς της απορύθμισης του χρηματοοικονομικού τομέα. Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε η υποταγή των κυβερνήσεων στις αποφάσεις των οίκων αξιολόγησης(6).

Μετά τον πανικό του φθινοπώρου του 2008, όσο κι αν οι ελίτ του χρηματοοικονομικού τομέα έγιναν δακτυλοδεικτούμενες ως υπεύθυνες για την καταστροφή, η πραγματική τους εξουσία δεν μειώθηκε. Τον Οκτώβριο του 2008, ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο αδιαμφισβήτητος ήρωας της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων, καταθέτοντας, εμφανώς καταβεβλημένος, σε μια επιτροπή της Γερουσίας, ομολόγησε ότι μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι οι πεποιθήσεις του για την οικονομία στηρίζονταν πάνω σε ένα «λάθος». Η μετάνοια υπήρξε σύντομη και δίχως καμία άλλη συνέπεια. Δυόμισι χρόνια αργότερα, είχε ξαναβρεί το υπεροπτικό του ύφος και κατακεραύνωνε τη νομοθετική ρύθμιση Ντοντ-Φρανκ, η οποία προσπαθούσε -αν και με πολύ δειλό τρόπο- να επαναφέρει λίγη τάξη μέσα στο σύστημα(7). Οσον αφορά τον Ρούμπιν, διατήρησε στενούς -και ιδιαίτερα επικερδείς- δεσμούς με το χρηματοοικονομικό κατεστημένο, γεγονός που δεν τον εμπόδισε διόλου να απευθύνει στους συμπατριώτες του οικονομικές συμβουλές μέσα από τις στήλες των «Financial Times»(8). Ο δε Σάμερς, ποτέ δεν εγκατέλειψε το προσκήνιο της εξουσίας. Την εποχή των προεδρικών εκλογών του 2008 ήταν ένας από τους σημαντικότερους συμβούλους του υποψήφιου Ομπάμα. Σε αντάλλαγμα, μόλις ο τελευταίος ανέλαβε τα προεδρικά καθήκοντα, του ανέθεσε την προεδρία του Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου. Μετά δε την παραίτησή του, στα τέλη του 2010, ξαναβρήκε την έδρα του στο Χάρβαρντ ως καθηγητής Οικονομικών. Οπως εξηγεί ο δημοσιογράφος Μάικλ Χιρς, ακόμα και μετά την πτώση του χρηματοοικονομικού τομέα, «το προηγούμενο καθεστώς και τα ιδεολογικά του οικοδομήματα -ένα μείγμα φριντονισμού(9), γκρινσπανισμού και ρουμπινισμού- εξακολουθούσαν να κυριαρχούν, έστω κι αν οι εμπνευστές τους δεν ήταν πλέον παρόντες(10)».

ΤΑ ΜΠΟΝΟΥΣ ΜΕΝΟΥΝ

Ετσι, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις καταργούσαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό το κοινωνικό συμβόλαιο που τους συνέδεε με τον πληθυσμό τους ή με τους εργαζόμενους (όπως συνέβη πρόσφατα στην Ελλάδα ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας), ο Σάμερς, ως σύμβουλος του Ομπάμα, εξηγούσε ότι ήταν αδύνατον να καταργηθούν τα κολοσσιαία μπόνους που έδινε στα στελέχη της η (χρεοκοπημένη και διασωθείσα από το κράτος) ασφαλιστική εταιρεία AIG: «Είμαστε κράτος δικαίου. Τα μπόνους προβλέπονται από συμβάσεις. Η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να τις καταργήσει με το έτσι θέλω(11)».

Ο Τζον Κάσιντι, δημοσιογράφος που καλύπτει το οικονομικό ρεπορτάζ στον «New Yorker», στο βιβλίο του «Γιατί οι αγορές αποτυγχάνουν», βλέπει σε αυτήν την ιδεολογία όχι την ολοκλήρωση του κλασικού οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά τη διαστροφή του. Υπενθυμίζει ότι «η ιδέα ότι οι χρηματαγορές είναι ορθολογικές και έχουν την ικανότητα να αυτορυθμίζονται και να διορθώνουν τα σφάλματά τους, είναι μια επινόηση των τελευταίων σαράντα ετών(12)». Εάν ο χρηματοοικονομικός τομέας επιθυμεί να εμφανίζεται ότι ακολουθεί τις διδαχές του Ανταμ Σμιθ -του πατέρα της κλασικής οικονομίας, τον οποίο πολλοί δηλώνουν ότι λατρεύουν χωρίς ωστόσο και να τον έχουν διαβάσει- τότε παραβιάζει χωρίς κανέναν ενδοιασμό τις αρχές που αυτός έθεσε όσον αφορά τη θέσπιση ρυθμίσεων για τον χρηματοοικονομικό τομέα.

Μερικά χρόνια πριν από την έκδοση του διάσημου έργου του «Ερευνα της φύσης και των αιτίων του πλούτου των εθνών» (1776), ο Σμιθ είχε γίνει μάρτυρας του σκασίματος μιας χρηματοοικονομικής φούσκας η οποία οδήγησε στην κατάρρευση τις 27 από τις 30 τράπεζες του Εδιμβούργου. Συνεπώς, γνώριζε ότι, εάν ο χρηματοοικονομικός τομέας αφεθεί στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς, τότε εγκυμονούνται σοβαρότατοι κίνδυνοι για ολόκληρη την κοινωνία. Οσο κι αν πίστευε στο «αόρατο χέρι της αγοράς», είχε διατυπώσει ρητά την άποψη ότι η λογική της ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς δεν έπρεπε να επεκταθεί στη χρηματοοικονομική σφαίρα και ότι ο τραπεζικός τομέας έπρεπε να εξαιρεθεί από την ελευθερία του επιχειρείν και του εμπορεύεσθαι και να υπάγεται σε ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο: «Αυτοί οι κανονισμοί θα μπορούσαν, από ορισμένες απόψεις, να εκληφθούν ως μια παραβίαση της φυσικής ελευθερίας ορισμένων ατόμων. Ομως αυτή ακριβώς η ελευθερία ορισμένων ατόμων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρης της κοινωνίας. Οπως συμβαίνει και στην περίπτωση της οικοδόμησης τοίχων οι οποίοι εμποδίζουν την εξάπλωση των πυρκαγιών, οι κυβερνήσεις, τόσο στις ελεύθερες όσο και στις δεσποτικές χώρες, είναι υποχρεωμένες να θεσπίζουν ρυθμίσεις για το εμπόριο των τραπεζικών υπηρεσιών»(13).

Η ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΡΑΝΤ

Είναι πολύ πιθανόν ότι αυτός ο δίχως καμία εμπειρική βάση φονταμενταλισμός που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή παντού, έχει επηρεαστεί σημαντικά από τη σκέψη της Αϊν Ραντ (Ayn Rand, 1905-1982)(14). Στους μαθητές αυτής της δογματικής και σεκταρίστριας ρωσοαμερικανίδας διαφημίστριας και συγγραφέως, η οποία θεωρούσε τον εγωισμό ως υπέρτατη αρετή και ήταν σφοδρή πολέμια ακόμα και της παραμικρής κρατικής παρέμβασης, περιλαμβανόταν κάποιος Γκρίνσπαν. Ο οποίος, ήδη από το 1963, απέρριπτε την ιδέα ότι εάν αφήνονταν ανεξέλεγκτοι οι επιχειρηματίες θα μπορούσαν να πουλήσουν επικίνδυνα τρόφιμα ή φάρμακα, οικοδομές κακής ποιότητας ή χρηματοοικονομικούς τίτλους που θα εξαπατούσαν τους αγοραστές τους. Θεωρούσε ότι όλα αυτά ήταν συκοφαντίες που προέρχονταν από όσους προωθούν τους «κολεκτιβιστικούς μύθους». Αντίθετα, υποστήριζε ότι «είναι προς το συμφέρον κάθε επιχειρηματία να πουλάει ποιοτικά προϊόντα και να θεωρείται έντιμος». Τον Μάιο του 2005, λίγο πριν από τη λήξη της θητείας του στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ο Γκρίνσπαν δεν είχε αλλάξει γνώμη γι' αυτό το ζήτημα: «Η προληπτική εποπτεία εξασφαλίζεται πολύ καλύτερα από τον ιδιωτικό τομέα, μέσα από την αξιολόγηση και τον έλεγχο των επιμέρους στοιχείων που αποτελούν τη βάση κάθε συναλλαγής. Αντίθετα, η κυβερνητική παρέμβαση υπονομεύει ένα σύστημα το οποίο είναι, σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό, ηθικό. Γιατί, κάτω από μια στοίβα εντύπων που πρέπει να συμπληρωθούν, καραδοκεί πάντα η απειλή ενός όπλου»(15). Κι ο αυταπόδεικτος συλλογισμός που προκύπτει από όλα αυτά εξακολουθεί να έχει πολλούς οπαδούς ακόμα και σήμερα: εάν η αγορά δεν λειτουργεί σωστά, αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει αρκετή ελεύθερη αγορά.

ΓΝΩΣΤΕΣ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ

Οι πύρινοι λόγοι που ακούγονται σήμερα και κατακεραυνώνουν τις «υπερβολές» του χρηματοοικονομικού τομέα, παρ' όλο που προσφέρουν στους πολιτικούς έναν ανέξοδο τρόπο για να ευθυγραμμιστούν με την οργή των πολιτών, ακούγονται ως αποδείξεις της αδυναμίας τους. Ετσι, στις 17 του περασμένου Αυγούστου, μετά τη μίνι διάσκεψη κορυφής που ήταν αφιερωμένη στην κρίση του χρέους, ο Νικολά Σαρκοζί και η Αγκελα Μέρκελ ανήγγειλαν, με μια αινιγματική φρασεολογία, τη θέσπιση ενός φόρου πάνω στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, τον περιβόητο φόρο Τόμπιν, που έκανε τον χρηματοοικονομικό τομέα να φρίττει(16). Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση η οποία πρέπει καταρχήν να επικυρωθεί και από τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι πολύ λιγότερο τολμηρή απ' όσο φαίνεται. Ο στόχος της δεν είναι να εμποδιστεί η κερδοσκοπία του χρηματοοικονομικού τομέα, ούτε και η χρηματοδότηση ενός ταμείου το οποίο θα είναι αφιερωμένο στην παροχή αναπτυξιακής βοήθειας. Επιδιώκεται απλώς, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ώστε να αναγκαστούν οι τράπεζες να πληρώσουν ένα απειροελάχιστο τμήμα των ποσών που θα απαιτηθούν και πάλι για τη διάσωσή τους στο μέλλον.

Γιατί, όπως το έχουμε ήδη διαπιστώσει, δεν θα αργήσουν να κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους καινούρια φαινόμενα κατάρρευσης του κλάδου...

1. Αντίστοιχα, «Newsweek», Νέα Υόρκη, 16 Φεβρουαρίου 2009. «Time», 2 Φεβρουαρίου 2009. «The Washington Post National Weekly Edition», 27 Οκτωβρίου 2008.

2. «Α year later, Dodd-Frank delays are piling up» και «Wall Street continues to spend big on lobbying», «The New York Times», 22 Ιουλίου και 1η Αυγούστου 2011.

3. Βλέπε, Serge Halimi, «4 χρόνια μετά», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 29-5-11, [http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article301]. Βλέπε επίσης John Quiggin, «Zombie Economics: How Dead Ideas Still Walk Among Us», Princeton University Press, 2010.

4. Paul Krugman, «Corporate cash con», «The New York Times», 3 Ιουλίου 2011.

5. Ιδιαίτερα η κατάργηση του νόμου Glass-Steagall, το 1999, ο οποίος καθιέρωνε φραγμούς ανάμεσα στις εμπορικές και τις επιχειρηματικές τράπεζες, και η υιοθέτηση, το 2000, του Commodity Futures Modernization Act, ο οποίος επέτρεπε στα πλέον παράτολμα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα να ξεφεύγουν από οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση.

6. Βλέπε «Ces puissants officiers qui notent les Etats», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 1997.

7. Alan Greenspan, «Dodd-Frank fails to meet test of our times», «Financial Times», Λονδίνο, 30 Μαρτίου 2011.

8. Robert Rubin, «America's dangerous budget track», «Financial Times», 29 Ιουλίου 2011.

9. Δόγμα του νεοφιλελεύθερου οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν.

10. Michael Hirsh, «Capital Offense. How Washington's Wise Men Turned America's Future Over to Wall Street», Wiley, Νέα Υόρκη, 2010.

11. Alan Beattie και Julie Macintosh, «Summers "outrage" at AIG bonuses», «Financial Times», 15 Μαρτίου 2009.

12. John Cassidy, «How Markets Fail: The Logic of Economic Calamities», Farrar, Strauss and Giroux, Νέα Υόρκη, 2010.

13. Βιβλίο ΙΙ, κεφάλαιο ΙΙ.

14. Βλέπε Francois Flahault, «Ni dieu, ni maitre, ni impots» και «Parabole du genie entrave par des parasites», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2008 και Ιούνιος 2010.

15. David Corn, «Alan shrugged», Mother Jones, Σαν Φρανσίσκο, 24 Οκτωβρίου 2008.

16. Βλέπε «Le projet de taxe Tobin, bete noire des speculateurs, cible des censeurs», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 1997.

* Καθηγητής στο Fletcher School of Law and Diplomacy (Μέντφορντ, Μασαχουσέτη). Συγγραφέας του «Propagande imperiale & guerre financiere contre le terrorisme», Agone - «Le Monde diplomatique», Μασσαλία - Παρίσι, 2007.


www.enet.gr


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;