Το παρόν κείμενο αποτελεί απάντηση στο άρθρο που δημοσίευσε ο Νουριέλ Ρουμπινί στους Financial Times, με τίτλο «Η Ελλάδα πρέπει να κηρύξει πτώχευση και να εγκαταλείψει το ευρώ». Συμφωνώ με τη σύσταση του Ρουμπινί προς τους Ελληνες να προχωρήσουν σε μια συντεταγμένη αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα» της τάξης του 50%. Η αναδιάρθρωση που συμφωνήθηκε μεταξύ των δανειστών της Ελλάδας στις 21 Ιουλίου 2011 είναι απολύτως ανεπαρκής για την επιστροφή της χώρας σε βιώσιμη δημοσιονομική τροχιά. Η αναδιάρθρωση που απαιτείται θα μπορούσε να επιτευχθεί με πολύ μικρότερο κόστος για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους από την τακτική της εσαεί χρηματοδότησης των ιδιωτών δανειστών της Ελλάδας.
Το δέον γενέσθαι
Το EFSF θα πρέπει να εκδώσει ομόλογα αξιολόγησης ΑΑΑ και αξίας 100 δισ., με την εγγύηση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, και να δανείσει αυτά τα χρήματα στην Ελλάδα. Η Ελλάδα, με τη σειρά της, θα πρέπει να αγοράσει 200 δισ. ομολόγων από τους δανειστές της με τα 100 δισ. του EFSF, γεγονός που θα αντανακλά τη σημερινή αξία των ελληνικών χρεογράφων στη δευτερογενή αγορά. Αν όμως, αντί να κάνουν αυτό, οι χώρες της Ευρωζώνης συνεχίσουν να διασώζουν με τα κεφάλαιά τους τους ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας, το συνολικό κόστος για τους φορολογουμένους θα φτάσει τα 350 δισ. ευρώ, πολύ περισσότερο δηλαδή απ’ ό,τι θα κοστίσει το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατά 50%. Επιπλέον, με αυτή την τελευταία λύση θα διασφαλιστεί και η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ακόμη και αν χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια για την ενίσχυση των Ευρωπαϊκών τραπεζών που θα δεχθούν το «κούρεμα», το κόστος αυτής της συντεταγμένης αναδιάρθρωσης θα είναι πολύ μικρότερο από μια ανεξέλεγκτη ελληνική χρεοκοπία, τύπου Αργεντινής. Και για την Ελλάδα, θα είναι πολύ πιο εύκολο να διασφαλίσει κοινωνική συναίνεση για ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που στοχεύει στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, αντί για την εξυπηρέτηση των εξωτερικών δανείων.
Διαφωνώ απολύτως με τις υπόλοιπες προτάσεις του Ρουμπινί. Και κυρίως με την περιγραφή που έδωσε για όσα συνέβησαν στην Αργεντινή, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2001 και αργότερα. Ας αρχίσουμε με τις δύο πρώτες παρατηρήσεις του Νουριέλ για την Αργεντινή: «Την περίοδο 1999–2001 η Αργεντινή έπεσε στην ίδια παγίδα ελλειμμάτων, λιτότητας, βαθύτερης ύφεσης, οικονομικού μαρασμού, μεγαλύτερων ελλειμμάτων και μεγαλύτερης αφερεγγυότητας». «Η Αργεντινή δοκίμασε την οδό του αποπληθωρισμού αντί για μια πραγματική υποτίμηση και ύστερα από τρία χρόνια όλο και εντεινόμενης ύφεσης, τα παράτησε και αποφάσισε να κηρύξει χρεοκοπία και να αποσυνδέσει το νόμισμά της από το δολάριο, επιτρέποντάς του να υποτιμηθεί».
Η αλήθεια είναι όμως ότι η λιτότητα ενδεχομένως να επέτεινε την ύφεση στη χώρα μόνο στο τελευταίο τρίμηνο του 2001. Την περίοδο 1991–2000, το έλλειμμα κινήθηκε κατά μέσον όρο στο 1,6% του ΑΕΠ με πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα αυξήθηκε το 2000 σε 3,6%, λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού της χώρας, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα διατηρήθηκε στο +0,7% του ΑΕΠ.
Η υποτίμηση
Η ύφεση του 1999, η οποία ξεκίνησε από την υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος, δεν είχε καμία σχέση με πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας. Τουναντίον, η υπερβολικά επεκτατική πολιτική των περιφερειακών αρχών της χώρας δημιούργησε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στον ιδιωτικό τομέα, σε μία περίοδο κατά την οποία μειώθηκαν ξαφνικά οι τιμές των εξαγώγιμων αγαθών και η μεγάλη υποτίμηση στη Βραζιλία επηρέασε αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Τα μέτρα λιτότητας που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του προέδρου De la Rua το 2000 δεν οδήγησαν φυσικά σε συρρίκνωση της οικονομίας. Αντιθέτως, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,8% το 2000, μετά μια συρρίκνωση 3,4% το 1999. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ μετέτρεψε το εμπορικό έλλειμμα των 5 δισ. δολ. σχεδόν, το 1998, σε εμπορικό πλεόνασμα 6 δισ. δολαρίων, το 2001.
Στη διάρκεια του 2000 και του πρώτου τριμήνου του 2001, η εσωτερική υποτίμηση στην Αργεντινή επιτεύχθηκε όχι τόσο μέσω αποπληθωρισμού, αλλά μέσω περικοπών και άρσης των εμποδίων στην παραγωγικότητα.
Πώς έφτασε η χώρα στην υποτίμηση
Η εσωτερική υποτίμηση το 2000 άρχισε να αμβλύνει τα υφεσιακά αποτελέσματα της βραζιλιάνικης υποτίμησης και της μείωσης των εξαγωγών λόγω της υψηλής τιμής του δολαρίου εκείνα τα χρόνια. Και η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η αύξηση των εξαγωγών το 2000–01. Το πρόβλημα χρέους της Αργεντινής, όμως, συνίστατο όχι τόσο πολύ στο εξωτερικό χρέος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, το οποίο ανερχόταν μόλις σε 50% του ΑΕΠ, αλλά στο υπερβολικό χρέος ορισμένων περιφερειακών διοικήσεων στις τοπικές τους τράπεζες. Μολονότι τα ποσά που είχαν δανειστεί οι τοπικές αρχές δεν ξεπερνούσαν το 6%, τα επιτόκια με τα οποία είχαν δανειστεί ήταν κυμαινόμενα. Οταν αυτά εκτινάχθηκαν στο τελευταίο τρίμηνο του 2000, λόγω της συνεχιζόμενης εκροής κεφαλαίων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αυξήθηκε σε 4 δισ. ετησίως για ένα κεφάλαιο 20 δισ. δολαρίων. Συγκριτικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρειαζόταν 8 δισ. ετησίως για να εξυπηρετήσει ένα χρέος που έφτανε τα 120 δισ. Οι καταθέτες άρχισαν να φοβούνται ότι θα δημιουργηθεί πρόβλημα φερεγγυότητας με τις τράπεζες, όχι λόγω του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης λοιπόν, αλλά λόγω του χρέους της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έπρεπε να πληρώνει επιτόκιο της τάξης του 20%. Ως εκ τούτου, οι μαζικές αναλήψεις καταθέσεων επιταχύνθηκαν και το πέσο έπρεπε να αποσυνδεθεί από το δολάριο.
Για ποιους λόγους ανέκαμψε στο τέλος
Οι εξαγωγές της Αργεντινής δεν αυξήθηκαν μετά την υποτίμηση. Αντιθέτως, μειώθηκαν από 26,6 δισ δολάρια το 2001 σε 25,6 δισ., το 2002. Ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε την περίοδο 2003–2010 με τους ίδιους ρυθμούς που αυξανόταν την περίοδο 1991–1998, όταν το πέσο ήταν σε κλειδωμένη ισοτιμία με το δολάριο. Η αύξηση των εξαγωγών από το 2003 και μετά, μάλιστα, δεν προήλθε από την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά από την εντυπωσιακή αύξηση των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων τα οποία παράγονταν στην Αργεντινή. Αν επήλθε κάποια βελτίωση στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, αυτή δεν οφειλόταν στην υποτίμηση, αλλά στη μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου σε σχέση το βραζιλιάνικο ρεάλ και το ευρώ. Η υποτίμηση, αντιθέτως, οδήγησε σε ραγδαία αύξηση τον πληθωρισμό, στο 42% το 2002. Μετά το 2006, το ΑΕΠ αυξήθηκε λόγω της διαρκούς επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χρόνια πρόβλημα πληθωρισμού, με ρυθμούς της τάξης του 25% το χρόνο.
Η αλήθεια είναι πως ο Ρουμπινί γνωρίζει καλά πόσο μεγάλο κόστος θα έχει για τους Ελληνες η επιστροφή στη δραχμή. Οπως σημειώνει: «Στην Αργεντινή, η μετάβαση ήταν άσχημη και με μεγάλο κόστος: κοινωνικές αναταραχές, αίμα στους δρόμους και δεκάδες θάνατοι. Πολιτική αστάθεια, πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων, ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης αφερέγγυων τραπεζών, μεγάλη βραχυπρόθεσμη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, αλλαγή των μακροπρόθεσμων οικονομικών πολιτικών προς την κατεύθυνση του λαϊκισμού και της κακοδιαχείρισης. Επομένως, η αλλαγή είναι δύσκολη και κάθε χώρα που σκέφτεται να το κάνει θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση των κινδύνων για παράπλευρες απώλειες όπως αυτές που προαναφέρθηκαν».
Ο σκοπός αυτού του άρθρου ήταν να ενημερωθούν οι Ελληνες για το τι συνέβη στην Αργεντινή το 2002, κάτι που ο Ρουμπινί δεν περιγράφει σωστά. Είμαι βέβαιος ότι οι θυσίες που απαιτούνται για να μη διαλυθεί το ευρώ είναι πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες που θα πρέπει να υπομείνουν οι Ελληνες αν ακολουθήσουν τη συμβουλή του Ρουμπινί να επιστρέψουν στη δραχμή. Η έξοδος από το ευρώ το μόνο που θα πετύχει είναι να δώσει στην κυβέρνηση και στις συντεχνίες τη δικαιολογία να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους μέσω του πληθωρισμού και να προσπαθήσουν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα με τις υποτιμήσεις αντί με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Οι μόνοι που θα κερδίσουν από την εγκατάλειψη του ευρώ είναι εκείνοι οι ισχυροί που έχουν φροντίσει για την προστασία του πλούτου τους, στέλνοντας τα ευρώ τους στο εξωτερικό και αναμένουν τώρα να αγοράσουν την υποτιμημένη περιουσία της χώρας σε δραχμές. Η επιστροφή στη δραχμή θα προκαλούσε την πιο άδικη αναδιανομή εισοδήματος, υπέρ των πλουσιότερων και εις βάρος των φτωχότερων τάξεων, στην ιστορία της Ελλάδας, όπως έγινε στην Αργεντινή.
* Πρώην υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε