Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ του ΧΑΡΗ ΝΑΞΑΚΗ

1. Εισαγωγή. Το δίλημμα έχει τεθεί. Νεωτερικότητα (πίστη σης αξίες του εργαλειακού διαφωτισμού, κράτος πρόνοιας, πλήρη απασχόληση, αγορά με κοινωνικό έλεγχο, ανάπτυξη, εθνικό κράτος) ή μετανεωτερικότητα (τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο, αγορά χωρίς κοινωνία, ευελιξία, ατομικός καταναλωτισμός, ανάπτυξη και τεχνικοποίηση, παγκοσμιοποίηση). Είναι αλήθεια ότι η μετανεωτερική επιδίωξη μιας πλανητικής αγοράς χωρίς κοινωνία αποτελεί μια «άγρια ανωμαλία», που επιδιώκει την αποδιάρθρωση των κοινωνικών κατακτήσεων, του κοινωνικού συμβολαίου που είχε συναφθεί μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ και των εργαζόμενων για αναδιανομή των κερδών. Ταυτόχρονα όμως άλλο τόσο είναι αληθές ότι η μετανεωτερική (μεταμοντέρνα) κοινωνία προέρχεται μέσα από τα σπλάχνα της νεωτερικής (μοντέρνας) κοινωνίας και αποτελεί συνέχεια της, αλλά και παρέκλιση ταυτόχρονα απ'αυτήν. Η ουτοπία της ελεύθερης αγοράς χωρίς κοινωνία αποτελεί μια αυταρχική παρέκκλιση, αλλά και την ιστορική συνέχεια ενός κοινωνικού μοντέλου, που η αφετηρία του βρίσκεται στον εργαλειακό διαφωτισμό. Ο παγκοσμιοποιημένος, ατομοκεντρικός και καταναλωτικός καπιταλισμός (Μπάουμαν, 2002), της τεχνολογικής απογείωσης και του ευέλικτου ανθρώπου, της μετανεωτερικής εποχής, είναι τέκνο, έστω νόθο, ενός εγχειρήματος που ως βασικά στοιχεία είχε την θεοποίηση του ανθρώπου και την κατακυριάρχηση της φύσης, την εμπορευματοποίηση, τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό, την πίστη στην γραμμική εξέλιξη των κοινωνιών και την εξιδανίκευση της ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό η διατύπωση ενός εγκώσμιου συλλογικού κοινωνικού προτάγματος δεν μπορεί απλά να εξαντλείται στην υποστήριξη του κράτους πρόνοιας, της κευνσιανής ρύθμισης και του εθνικού κράτους, της νεωτερικότητας, σε σχέση με τις εκτροπές της (νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση). 2. Τι είναι η παγκοσμιοποίηση Η παγκοσμιοποίηση έχει απώτερο παρελθόν την Αρχαία Φοινική, τους Ελληνιστικούς χρόνους, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη Χριστιανική Ευρώπη και πρόσφατο παρόν την παγκόσμια αγορά που δημιούργησε ο φιλελεύθερος καπιταλισμός του 19ου αιώνα με άξονα τη Βρετανία. Η ευγενής τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η επέκταση του σε όλο το πλανήτη, η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς. Η ουτοπία μιας ελεύθερης αγοράς χωρίς σύνορα, μιας αγοράς χωρίς κοινωνία και πολιτικούς περιορισμούς, αντιπροσωπευει το καπιταλιστικό φαντασιακό για πλήρη εμπορευματοποίηση των παραγωγικών συντελεστών (polanyi,2003) με σκοπό την αέναη επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων, την απεριόριστη παραγωγή αγαθών, την υπερκατανάλωση, την συσσώρευση και τα κέρδη. Από τον 180 αιώνα και μετά, κάτω από τις επιταγές του εργαλειακού ορθολογισμού, ξεκίνησε η θριαμβευτική πορεία του ανθρώπου για να καταστεί επίγειος θεός, να κατακυριαρχήσει την φύση, χρησιμοποιώντας την γνώση- δύναμη, και να θεμελιώσει τον μύθο ότι η ανάπτυξη είναι το όχημα για την ευημερία. Η δε οικονομική επιστήμη επέβαλε την μονοδιάστατη σκέψη ότι οι πολίτες και τα έθνη ευημερούν όταν παράγουν περισσότερο και καταναλώνουν περισσότερο. Η ουτοπία μιας ολικής εμπορευματοποίησης, ο ολοκληρωτισμός της αγοράς, η μετατροπή του ανθρώπου σε καταναλωτή μέσω της αδιάκοπης δημιουργίας νέων αναγκών, απαιτεί τη αέναη επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ενσωμάτωση νέων περιοχών και χωρών στο άρμα της ανάπτυξης. Η τάση αυτή προσδιορίζεται κάθε φορά από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν, γεγονός που σημαίνει ότι η μορφή που έχει κάθε φορά η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει ιστορικά όρια (Ναξάκης, 2003).Για παράδειγμα η οικονομική κυριαρχία του εθνικού κράτους, η συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων για την αναδιανομή των κερδών που πήγαζαν από την αύξηση της παραγωγικότητας και ο πολιτικός και κοινωνικός έλεγχος της αγοράς ήταν τα ιστορικά όρια, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, μέσα στα οποία λειτουργούσε η αναπτυξιακή διαδικασία. Το καπιταλιστικό όμως φαντασιακό της απεριόριστης παραγωγής αγαθών δεν έχει όρια και μόλις δημιουργηθούν οι όροι, όχι πάντα χωρίς συγκρούσεις και καταστροφές, να μεταλλαχθεί ριζικά το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης, τότε θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για υπέρβαση των ορίων, που περιόριζαν την πλανητική του επέκταση στην προηγούμενη φάση. Σε τρεις άξονες στηρίχθηκε, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 70, η αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι όροι για ένα νέο κύκλο ανάπτυξης που θα ενσωμάτωνε νέες περιοχές του πλανήτη, θα δημιουργούσε νέες ανάγκες και τις προϋποθέσεις για ένα νέο κύκλο συσσώρευσης πλούτου για τις κυρίαρχες ελίτ. 1. Στη διεθνοποίηση της παραγωγής η οποία θα εκφραστεί με τις εξαγωγές κεφαλαίων από τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες προς ορισμένες χώρες του τρίτου κόσμου ( νέες βιομηχανικές χώρες) οι οποίες διέθεταν χαμηλά μεροκάματα, εξειδικευμένο δυναμικό και απουσίαζε επιπλέον η παράδοση κοινωνικών και συνδικαλιστικών αγώνων. Ο ανεπτυγμένος κόσμος ρίχνει το βάρος του στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και ο τρίτος κόσμος ειδικεύεται στη βιομηχανική παραγωγή εντάσεως εργασίας, στην ελαφριά βιομηχανία και στη συναρμολόγηση. Η έξοδος λοιπόν του κεφαλαίου από την εθνική στην παγκόσμια αγορά ( Beck,1999) επιτεύχθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '70 με την ανάπτυξη των πολυεθνικών. Εκείνων δηλαδή των εταιρειών που μετέφεραν κλάδους παραγωγής σε ξένες χώρες για να μειώσουν το κόστος παραγωγής των προϊόντων τους, για να υπονομεύσουν στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών την ακαμψία των μισθών και την πλήρη απασχόληση και για να έχουν πρόσβαση στις εσωτερικές αγορές των' χώρων που εγκαθίστανται. Ορισμένες μάλιστα από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις γίνανε διεθνικές, παγκόσμιες, γύρω στο 1990, στο βαθμό που μέχρι τότε καταργήθηκαν κάτω από την πίεση τους οι τελωνιακοί έλεγχοι, οι φραγμοί στην κινητικότητα του κεφαλαίου. Στα πλαίσια του ανταγωνισμού εκείνες οι επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν τους λιγότερους ελέγχους και περιορισμούς στην ελευθερία των κινήσεων τους είχαν τις πιο πολλές ευκαιρίες για να επικρατήσουν. Η διεύρυνση του μεριδίου τους στην παγκόσμια αγορά απαιτούσε φιλελευθεροποίηση στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Έτσι η επιταγή της ανταγωνιστικότητας οδηγούσε στη διεθνοποίηση της οικονομίας. Παρότι λοιπόν πολλές επιχειρήσεις έχουν εθνική οικονομική βάση, τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα είναι συνδεδεμένα περισσότερο με την επιχείρηση και λιγότερο με το χώρο εγκατάστασης τους, τα προϊόντα τους παράγονται σε διαφορετικούς χώρους και ολοκληρώνονται στον παγκόσμιο χώρο. Οι μεγάλες επιχειρήσεις διασπούν την παραγωγή τους σε μικρότερα εργοστάσια, αποδυναμώνοντας έτσι το μαζικό συνδικάτο, διαχέοντας τα στο χώρο και τα οποία συνεργάζονται με ένα δίκτυο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπεργολάβων και τοπικών πόρων (υποδομές, τοπικό εργατικό δυναμικό κ.τ.λ.) Στη σημερινές συνθήκες διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων και των οικονομιών δεν συνδέονται μόνο με τον εθνικό αλλά και με τον παγκόσμιο χώρο. Οι επιχειρησιακές στρατηγικές είναι περισσότερο από ποτέ διεθνοποιημένες, έχοντας έτσι σε ένα βαθμό αποεθνικοποιήσει τις οικονομίες, οδηγώντας σε κρίση το εθνικό μοντέλο ανάπτυξης. Ο πλανήτης έχει γίνει ένας ανοικτός οικονομικός χώρος, έχει μετατραπεί σε μια παγκόσμια δεξαμενή εμπορευματοποίησης και εξαγωγής κερδών. Το γεγονός αυτό έχει αποδυναμώσει τους προστατευτικούς μηχανισμούς του εθνικού κράτους, γεγονός που αποσταθεροποιεί εκείνους τους κλάδους που στήριζαν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα αποκλειστικά στην κρατική προστασία, οδηγώντας έτσι αναγκαστικά στην εξωστρέφεια τα παραγωγικά συστήματα και σε αποτυχία τις κεϋνσιανες μακροοικονομικές πολιτικές δημόσιας στήριξης της ζήτησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι πολυεθνικές, το πλανητικό κεφάλαιο (Ziegler, 2004), έχει αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψης αποφάσεων έξω από τα πλαίσια πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των εθνικών κρατών. Η ουτοπία μιας ολικής εμπορευματοποίησης και της απελευθέρωσης της αγοράς από κανόνες και πολιτικές ελέγχου έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά. Ιδιαίτερη δε σημασία έχει η διαπίστωση ότι βασικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίηση ς είναι η τεράστια ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίου και χρηματιστηριακών υπηρεσιών. Οι κερδοσκοπικές συναλλαγές σε νομισματικές πράξεις και άλλα επενδυτικά αγαθά, της τάξης του 1,3 τρις δολαρίων την ημέρα., έχουν μετατρέψει τις διεθνείς ανταλλαγές από εμπορευματικές σε χρηματικές. Οι πολυεθνικές εταιρίες κερδίζουν πολλές φορές περισσότερα από τις χρηματοπιστωτικές τους τοποθετήσεις στην αγορά συναλλάγματος παρά από τις παραγωγικές τους δραστηριότητες. Γιατί βέβαια όταν το νόμισμα χρησιμοποιείται όχι ως απλός δείκτης πλούτου αλλά ως πλούτος καθεαυτός, τότε γίνεται αντικείμενο ανεξέλεγκτων κερδοσκοπικών χρηματιστικών δραστηριοτήτων, ξεκομμένων από την εξέλιξη της πραγματικής οικονομίας. Σημαίνουν όμως όλα τα παραπάνω ότι η διεθνής οικονομία έχει γίνει παγκόσμια., οι επιχειρήσεις "απάτριδες" και ότι στο κεφάλαιο έχει οδηγήσει στο τέλος τον οικονομικό εθνικισμό; Η αδιαμφισβήτητη τάση για διεθνοποίηση της οικονομίας δεν έχει δημιουργήσει ακόμη ένα παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας (Πελαγίδης, 2002), δεν έχει αποεθνικοποιήσει πλήρως τις επιχειρησιακές στρατηγικές, με την έννοια ότι πολλές επιχειρήσεις απευθύνονται στις μητρικές τους χώρες (Βεργόπουλος, 1999), η εσωτερική αγορά, έστω αποδυναμωμένη, διατηρεί τη σημασία της (Hirstiand Thompson, 2000). Οι αγορές προϊόντων, κεφαλαίου και εργασίας απέχουν από το να είναι ολοκληρωμένες ή παγκοσμιοποιημένες. Η ουτοπία της ελεύθερης αγοράς δεν έχει εγκαθιδρυθεί σε όλο τον πλανήτη και κύκλος της επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων εκτός των συνόρων μιας χώρας ή η ενοποίηση διεθνώς διασπαρμένων δραστηριοτήτων και ο πολλαπλασιασμός των διεθνικών επιχειρήσεων σε κάποια χρονική στιγμή θα κλείσει. Η οικονομία δεν θα είναι παγκόσμια, αλλά θα είναι σίγουρα περισσότερο παγκόσμια από πριν, έχοντας εντάξει στο άρμα της ανάπτυξης και της εμπορευματοποίησης νέες περιοχές του πλανήτη. 1.1 Ο δεύτερος άξονας στον οποίο στηρίζεται η αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου, για να ανοίξει ο δρόμος για την πλανητική γενίκευση του εμπορεύματος και την οικονομική μεγέθυνση, είναι η εσωτερική απορύθμιση, ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική δημόσιας στήριξης της ζήτησης και η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, αποτέλεσαν για μια μεγάλη ιστορική περίοδο μια μορφή οικονομίας της αγοράς με κοινωνική συνοχή. Ο κεϋνσιανισμός λειτούργησε αποτελεσματικά το παραγωγικό σύστημα με την καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων, την παραδοχή ότι οι μισθοί είναι ανελαστικοί ως προς την πτώση τους, λόγω της δύναμης των συνδικάτων και με την χρησιμοποίηση του κράτους για να αντιμετωπίσει το δομικό ελάττωμα της οικονομίας της αγοράς, την τάση της για ανεπάρκεια της ζήτησης. Τουλάχιστον για 30 χρόνια ο κεϋνσιανισμός σε συνδυασμό με τον φορντισμό, οδήγησε σε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και απασχόλησης, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το μοντέλο αυτό ανάπτυξης, που προϋπόθετε την οικονομική κυριαρχία του εθνικού κράτους, εισέρχεται σε κρίση. Ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν στην κρίση ήταν ότι το κόστος της εργασίας αυξήθηκε περισσότερο από την παραγωγικότητα, οδηγώντας τα κέρδη σε πτώση, λόγω των κοινωνικών αγώνων, της κευνσιανής ρύθμισης (εγγύηση κατώτατου μισθού κτλ.), των πολιτικών για την αύξηση της ζήτησης κτλ. Έτσι η έξοδος από την κρίση και η ανάκαμψη των κερδών θα επιχειρηθεί μέσω της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, της μείωσης των μισθών και των ιδιωτικοποιήσεων. Η αποτυποποίηση (Beck, 1992), η απορύθμιση δηλαδή της αγοράς εργασίας θα στηριχθεί στην στρατηγική της ευελιξίας (Λυμπεράκη και Moυρίκη, 1996). Η στρατηγική αυτή αφορά την ευελιξία της επιχείρησης και της εργασίας. Η ευέλικτη επιχείρηση και η ανάγκη για συνεχή προσαρμογή της παραγωγής στις διακυμάνσεις των αγορών μεταμορφώνει την εργασιακή ταυτότητα. Ο ένας πόλος της ταυτότητας, για τον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικά πιο κάτω, είναι η χρήση του άϋλου σώματος (Ναξάκης, 2005) της εργασίας, των γνωστικών και διανοητικών λειτουργιών της εργασίας, που σε μεγάλο βαθμό περιέχουν ικανότητα ευελιξίας, προσαρμοστικότητα, πολυειδίκευση, υψηλό μορφωτικό κεφάλαιο και σύνθετες δεξιότητες. Στον άλλο πόλο, δίπλα σε ένα μικρό σε αριθμό, μόνιμο και υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, απασχολείται ένα εργατικό δυναμικό ασταθές, ευέλικτο, μη προνομιούχο, με επισφαλή απασχόληση, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της ζήτησης και τις τεχνολογικές μεταβολές, με χαμηλή ειδίκευση και χωρικά κατακερματισμένο. Τα χαρακτηριστικά του νέου τύπου εργαζομένου, του ευέλικτου ανθρώπου των νέων μορφών απασχόλησης είναι: α) Η εξατομίκευση, η αλλαγή δηλαδή του τρόπου αμοιβής προς την κατεύθυνση της ατομικής διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να αποδυναμωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η δυνατότητα υλοποίησης των κλασικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το εργατικό δίκαιο. β) Η προσαρμοστικότητα, η διαθεσιμότητα μιας εξατομικευμένης οντότητας να απασχοληθεί ανά πάσα στιγμή σε ευέλικτα ωράρια. γ) Η αβεβαιότητα για την απασχόληση και τις ευκαιρίες σταδιοδρομίας. δ) Η αποτοπικοποίηση, η δημιουργία δηλαδή ενός ανθρωπολογικού τύπου εργαζόμενου που είναι άπατρις, που μετακινείται από τόπο σε τόπο, από επιχείρηση σε επιχείρηση και έχει προσωρινές σχέσεις με αυτές. ε) Η απoειδίκευση. Εκτός από τους εργαζόμενους που Διαθέτουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και σύνθετες δεξιότητες, οι υπόλοιποι είναι χαμηλής ειδίκευσης, απασχολούνται σε πληκτικές εργασίες χωρίς δημιουργικότητα και περιθώρια ανάληψης πρωτοβουλιών. Στο δυναμικό αυτό ανήκουν: α) Οι εσωτερικοί εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης (υπάλληλοι γραφείου, εργαζόμενοι στην γραμμή παραγωγής κτλ), με χαμηλές δεξιότητες και δυνατότητα σταδιοδρομίας. β) Οι απασχολούμενοι στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης ( μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου κτλ), με χαμηλές επίσης δεξιότητες και αμοιβές και αβέβαιο μέλλον. γ) Οι εξωτερικοί εργαζόμενοι ( υπεργολάβοι, αυτοαπασχολούμενοι που εκτελούν ένα συμβόλαιο περιορισμένης διάρκειας κτλ). Οι εργασίες αυτές είναι δυνατόν να μην απαιτούν καμία ειδίκευση (π. χ. υπηρεσίες καθαρισμού, φύλαξης ) ή να είναι εξειδικευμένες (τηλεργαζόμενοι, αναλυτές συστημάτων κτλ). Ταυτόχρονα όμως με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας, την μείωση του κόστους της εργασίας, επιδιώκεται και η απορύθμιση του κοινωνικού κράτους με στόχο την μείωση του κοινωνικού κόστους της ιδιωτικής επιχείρησης. Η ανάπτυξη της κρατικής σφαίρας προήλθε από την ανάγκη να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κοινωνικές υποδομές (εκπαίδευση, περίθαλψη, μέσα μαζικής μεταφοράς, παιδικοί σταθμοί κτλ) που θα στήριζαν την ανάπτυξη της μεγάλης εμπορευματικής παραγωγής. Το κόστος δημιουργίας του κατάλληλου κοινωνικού περιβάλλοντος για την αναπαραγωγή της ιδιωτικής επιχείρηση και της εργατικής δύναμης ανέλαβε να δημιουργήσει το κράτος μέσω της φορολογίας πάνω στα εισοδήματα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Η αύξηση του έμμεσου κόστους της εργασίας (κοινωνικές ασφαλίσεις, κοινωνικός μισθός κτλ) και του κοινωνικού κόστους αναπαραγωγής της ιδιωτικής επιχείρησης και της εργασίας, δηλαδή του κόστους των υπηρεσιών, επιλέχθηκε να αντιμετωπιστεί από τις. αρχές της δεκαετίας του 70, μέσω της επιστροφής σε μια αγορά χωρίς κοινωνικούς περιορισμούς, απελευθερωμένης από προσανατολισμούς νοήματος και κανόνες πολιτικού ελέγχου. Για να γίνει όμως αυτό υπάρχει ένας τρόπος: η ολική εμπορευματοποίηση, η παροχή των υπηρεσιών αυτών ως εμπορεύματα, ο μετασχηματισμός τους δηλαδή σε βιομηχανίες παραγωγής άυλων αγαθών. Η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, πληροφόρησης κτλ οδηγεί στην παραγωγή των αγαθών αυτών ως εμπορεύματα και όχι ως υπηρεσίες (κοινωνικό κόστος που αναλαμβάνει το κράτος).Ταυτόχρονα επιτρέπει την μείωση του κόστους αναπαραγωγής της επιχείρησης( των εργοδοτικών εισφορών για την χρηματοδότηση των υπηρεσιών) και μεταφέρει το κόστος αυτό στα άτομα που αγοράζουν τις υπηρεσίες ως εμπορεύματα (ιδιωτική ασφάλιση, ιδιωτική εκπαίδευση ,ιδιωτικοποίηση μέσων μαζικής μεταφοράς κτλ). Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί η όλο και αυξανόμενη εμπορευματοποίηση των προσωπικών υπηρεσιών: οικιακοί βοηθοί για να καθαρίζουν το σπίτι, για τη φύλαξη των παιδιών, υπηρεσίες φροντίδας ηλικιωμένων κτλ. Έτσι η αδιάκοπη παραγωγή αγαθών, η εμπορευματοποίηση, έχει πλέον επεκταθεί στο πεδίο της κοινωνικής και ανθρωπολογικής καθημερινότητας και όλο και περισσότερο μεγαλώνει η ανισορροπία ανάμεσα στα δημόσια αγαθά και τα ιδιωτικά αγαθά. Η επέκταση μιας αγοράς χωρίς κοινωνία οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση του κόσμου. 1.1.1.H Τρίτη διάσταση της παγκοσμιοποίησης είναι η τεχνολογική. Ο 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από μια θεμελιώδη αλλαγή. Την ιστορική υποχώρηση του αγροτικού τομέα της οικονομίας και κατ' επέκταση του αγροτικού πληθυσμού, που στις ανεπτυγμένες χώρες δεν αντιπροσωπεύει πλέον περισσότερο από το 6% -7% του ενεργού πληθυσμού. Η υποχώρηση αυτή συνοδεύτηκε από την ταυτόχρονη άνοδο του δευτερογενή τομέα παραγωγής, της βιομηχανίας. Από τα τέλη όμως του 20ου αιώνα, γεγονός που θα προσλάβει καθολικά χαρακτηριστικά στον 210 αιώνα, συντελείται μια δεύτερη θεμελιώδης αλλαγή. Η ιστορική υποχώρηση, στις ανεπτυγμένες χώρες, του βιομηχανικού τομέα παραγωγής και η ανάδειξη ως κυρίαρχου τομέα της οικονομίας του τριτογενή τομέα, των υπηρεσιών, της άϋλης παραγωγής, με κινητήριο μοχλό αυτό που ονομάζετε οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας. Η ταχύτατη εξάπλωση σήμερα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο των τεχνολογιών των πληροφοριών, της επικοινωνίας και των πολυμέσων, και η πολύπλευρη διασύνδεση τους με την κοινωνικοοικονομική δομή, έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη αποϋλοποίηση της οικονομίας, η οποία εκφράζεται με τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η παραγωγή άϋλων αγαθών και τεχνολογικών συστημάτων. Η φάση της αποϋλοποίησης της οικονομίας είναι ήδη σε εξέλιξη και ο πλούτος, η ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη στηρίζονται όλο και περισσότερο σε μη υλικούς παράγοντες, στο γνωστικό υπόβαθρο, και όλο και λιγότερο στην κατοχή των φυσικών πόρων. Γι' αυτό οι κυρίαρχες σήμερα επιχειρήσεις πρέπει να αναζητηθούν στους τομείς των επικοινωνιών, της πληροφορικής, του λογισμικού, του θεάματος και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και πολύ λιγότερο στην κλωστοϋφαντουργία, στο πετρέλαιο, στο χάλυβα κτλ. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες για τη μετάβαση από τη φάμπρικα και τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων στην οικονομία της γνώσης (Tapscott, 2000) και στη κοινωνία των δικτύων. Η οικονομική ανάπτυξη στην εποχή των κοινωνιών της πληροφορίας εξαρτάται όλο και περισσότερο από την παραγωγή και την κατανάλωση πληροφοριακών προϊόντων και γι' αυτό άλλωστε οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι τεχνολογικά ηγέτιδες χώρες αναπτύσσουν ένα παγκόσμιο γνωστικό και πληροφοριακό δίκτυο πλούσιων πόλεων - περιφερειών στις οποίες παράγεται η γνώση, η καινοτομία, η έρευνα και τα πληροφοριακά προϊόντα. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις τεχνολογικές δομές, που περιλαμβάνουν τον πόλο της επιστήμης (ερευνητικά κέντρα, ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), τον πόλο της τεχνολογίας (βιομηχανίες παραγωγής νέων τεχνολογικών μέσων) και τον πόλο των υπηρεσιών (παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, κατάρτισης κτλ.) Ταυτόχρονα η δημιουργία υπερεθνικών μονοπωλίων, με τεράστιες ανάγκες σε ροές πληροφορίας έχουν δημιουργήσει ένα παγκόσμιο δίκτυο ροής πληροφοριών (λεωφόροι της πληροφορίας), αυξάνοντας έτσι το βαθμό διασύνδεσης των οικονομιών και αποδυναμώνοντας τα εθνικά σύνορα των κρατών. Τα κεντρικά χαρακτηριστικά της αναδυόμενη ς οικονομίας της γνώσης θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: α) τα προϊόντα της οικονομίας της γνώσης περιέχουν μεγάλες ποσότητες γνώσης, μετατρέποντας έτσι την παραγωγική διαδικασία από εντάσεως πρώτων υλών και ενέργειας σε εντάσεως γνώσης και πληροφορίας. Εκτός όμως από την αυξανόμενη παραγωγή άϋλων προϊόντων και τα τελικά υλικά καταναλωτικά αγαθά όπως και τα κεφαλαιουχικά αγαθά εμπεριέχουν μεγάλες ποσότητες γνώσης, πληροφορίας και καινοτομίας. β)Το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι ψηφιακό, τα παραγωγικά αποτελέσματα της επιχείρησης είναι συνάρτηση της ροής των πληροφοριών μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων (castells, 1996) Ταυτόχρονα η παραγωγική μονάδα μετασχηματίζεται σε επιχείρηση της γνώσης, τα προϊόντα της παράγονται με τη χρήση της πληροφορίας, ενός ανθρώπινου δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων και με προηγμένα συστήματα πληροφορικής. γ)Το παραγωγικό σύστημα γίνεται ευέλικτο. Πρόκειται για ένα μοντέλο ευέλικτης παραγωγής, στο οποίο με τη χρήση HIY παράγονται διαφοροποιημένα προϊόντα τα οποία απευθύνονται σε εξειδικευμένες αγορές. Το ευέλικτο παραγωγικό σύστημα περιλαμβάνει μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που συνεργάζονται μεταξύ τους συγκροτώντας ένα δίκτυο ή πολυεθνικές επιχειρήσεις που αποκεντρώνουν την παραγωγή τους. Η ευελιξία προσφέρει προσαρμοστικότητα της επιχείρησης στις διακυμάνσεις των αγορών, ταχύτατη ανταπόκριση στις μεταβολές της ζήτησης, ενώ ο κύκλος της παραγωγής του προϊόντος (σχεδιασμός, παραγωγή, διανομή) πραγματοποιείται σε λιγότερο χρόνο. δ)Η καθοριστική σημασία της γνώσης και της πληροφορίας στην παραγωγική διαδικασία, η ψηφιοποίηση της πληροφορίας και η ηλεκτρονική δικτύωση έχουν οδηγήσει σε μια διεθνώς αυξανόμενη ροή πληροφοριών, οι οποίες αποτελούν πλέον σημαντικό μέρος του διεθνούς εμπορίου. Η νέα ανταγωνιστικότητα στηρίζεται στο ποιοτικό προϊόν, που προϋποθέτει έμφαση στο σχεδιασμό του προϊόντος, στην καινοτομία, στα συστήματα οργάνωσης και στην υλοποιημένη σε τεχνολογικά συστήματα γνώση. Συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έχουν σήμερα εκείνες οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ηλεκτρονική δικτύωση, που καινοτομούν και δημιουργούν νέα γνώση και εργαλεία διαχείρισης και διεύρυνσης της γνώσης. Ταυτόχρονα, λόγω του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει η γνώση και η πληροφορία, οι τεχνολογικά ηγέτιδες χώρες και επιχειρήσεις εντείνουν τις ενέργειες τους για να αυξήσουν τα ιδιοκτησιακά τους αποθέματα σε πληροφορίες και να τα προστατεύσουν από τους ανταγωνιστές τους. ε)Στα πλαίσια του νέου παραγωγικού προτύπου η χειρωνακτική εργασία (οι κινητικές και μυϊκές ικανότητες της) χάνει την καθοριστική σημασία που είχε στο παρελθόν ως πηγή του κοινωνικού πλούτου και αναβαθμίζεται η πνευματική εργασία, οι γνωστικές και διανοητικές λειτουργίες της εργασίας, το άϋλο σώμα της. Γ' αυτό άλλωστε αυξάνεται η ζήτηση για εργαζόμενους που διαθέτουν υψηλό μορφωτικό κεφάλαιο, σύνθετες δεξιότητες, πολυειδίκευση, επικοινωνιακές ικανότητες και καινοτομική δημιουργικότητα. στ)Η πληροφορική τεχνολογία ως επεξεργαστής συμβόλων (αποθήκευσης, ανάλυσης και επεξεργασίας πληροφοριών) είναι η μήτρα του εικονικού, δηλαδή ένας μηχανισμός που μετασχηματίζει τον κόσμο σε εικονικό, σε ένα εκτεταμένο πεδίο δεδομένων και πληροφοριών. Μεγάλο μέρος σήμερα των εργασιακών και καθημερινών ερεθισμάτων του ανθρώπου (ήχοι, εικόνες, δεδομένα, ηλεκτρονική επικοινωνία, μορφές οργάνωσης πληροφοριών κτλ) αποτελούνται από παραστάσεις που κατασκευάζονται από την τεχνολογία, διευρύνοντας έτσι την κατασκευασμένη διαμεσολάβηση της αμεσότητας, έτσι ώστε ο άνθρωπος παράγει και καταναλώνει ως εμπόρευμα μια τεχνολογικά κατασκευασμένη εικόνα (παράσταση) που έχει για τον κόσμο. Οι νέες τεχνολογίες των πληροφοριών, της επικοινωνίας και των πολυμέσων επιταχύνουν τελικά το όχημα της παγκοσμιοποίησης και μέσω της αυξανόμενης παραγωγής άϋλων αγαθών και συμβόλων μετατρέπουν ολόκληρη την κοινωνία σε ένα πεδίο αδιάκοπης παραγωγής και κατανάλωσης πραγμάτων, εμπορευμάτων. 3. Εναλλακτική ανάπτυξη Είναι όμως δυνατόν να υπάρξει ένα εγκόσμιο συλλογικό πρόταγμα πέρα από αυτό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ο οποίος στηρίζεται στην θεοποίηση της αγοράς, στον εμπορευματικό ατομοκεντρικό καταναλωτισμό, στην τεχνολογική επιτάγχυνση, στην μονοδιάστατη σκέψη ότι οι πολίτες και τα έθνη ευημερούν όταν παράγουν περισσότερο και καταναλώνουν περισσότερο και στην πλήρη εμπορευματοποίηση των πάντων; Πέντε απαντήσεις θα μπορούσαμε να καταγράψουμε: 1. Η επιστροφή στις προμοντέρνες (προβιομηχανικές κοινωνίες), η πλήρης δηλαδή εγκατάλειψη του βιομηχανικού και τεχνολογικού πολιτισμού, άποψη που υποστηρίζεται από ορισμένα οικολογικά ρεύματα. Η άποψη αυτή παρότι έχει θετικά στοιχεία, όπως ο σεβασμός στην φύση , είναι ανέφικτη. Γιατί βέβαια αν αμετάκλητα επιστρέφαμε στις προμοντέρνες κοινωνίες θα έπρεπε να εξαφανιστούν (Καραμπελιάς, 2004) τα 5/6 του πληθυσμού του πλανήτη, διότι καμία γεωργική παραγωγή (με το άροτρο και το βόδι) και βιοτεχνική επίσης δεν μπορεί να θρέψει πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, σε ένα πλανήτη που τείνει πληθυσμιακά να ξεπεράσει τα 6,5 δις ανθρώπους. 2. Μία δεύτερη μορφή απάντησης, με εκφραστές ορισμένα οικολογικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, επιδιώκει την οικολογικοποίηση της ανάπτυξης μέσω μεταρρυθμίσεων (ήπιες μορφές ενέργειας, αντιρρυπαντική τεχνολογία κ.λ.π.) Πρόκειται όμως για μία απάντηση που μόνο οριακές αλλαγές μπορεί να φέρει γιατί δεν αντιμετωπίζει την καρδιά του προβλήματος, που είναι το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, ο ατομικός καταναλωτισμός και η κυριαρχία του εμπορεύματος. Η αναπτυξιακή ιδεολογία οδηγεί σε μία έλλειψη αγαθών μέσα στην αφθονία, γιατί αυτό που μετρά δεν είναι αυτό που έχει κανείς, αλλά αυτό που έχει σε σχέση με αυτό που θα ήταν καλύτερο να έχει Η αδιάκοπη παραγωγή νέων εμπορευμάτων δημιουργεί συνεχή έλλειψη εμπορευμάτων, γιατί πάντα αυτά που έχεις είναι λιγότερα από αυτά που θα ήθελες να έχεις ή που οι άλλοι έχουν. Τ ο καλύτερο προϊόν προκαλεί την απαξίωση του προσιτού προϊόντος και προσδιορίζει την φτώχεια αυτών που έχουν πρόσβαση μόνο σ' αυτό. Έτσι η συνεχή αύξηση των ποσοτήτων που παράγονται και καταναλώνονται δημιουργεί αναγκαστικά ανισότητες καθώς μέσω αυτών προκαλεί αδιάκοπα αισθήματα στέρησης και νέες ανάγκες. Εκτός λοιπόν από τα περιβαλλοντικά όρια πρέπει να τεθούν και ανθρωπολογικά όρια στην ανάπτυξη, γιατί όσο πιο αναπτυγμένη είναι η κοινωνία, πλουσιότεροι οι άνθρωποι και μεγεθύνεται η κατανάλωση, τόσο από ένα επίπεδο κατανάλωσης και πάνω, μεγαλώνει η έλλειψη ικανοποίησης, μειώνεται η ευημερία. Οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν μεγαλύτερο εισόδημα για να αυξήσουν την καταναλωτική τους ικανότητα δουλεύουν περισσότερες ώρες εργασίες, μειώνοντας έτσι τον ελεύθερό τους χρόνο και άρα την ικανοποίηση και την ευτυχία. Έτσι οι καταναλωτές εισέρχονται σε ένα φαύλο κύκλο απόκτησης εισοδημάτων και αγαθών, υπερεργασίας και υπερκατανάλωσης και χαρακτηρίζονται από διαρκή έλλειψη ικανοποίησης γιατί πάντα αυτά που έχουν είναι λιγότερα από αυτά που οι άλλοι έχουν. Χρειαζόμαστε λοιπόν για να αυξήσουμε την ικανοποίηση και την ευτυχία να μειώσουμε την υλική παραγωγή και την κατανάλωση αγαθών και όχι απλά να οικολογικοποιήσουμε την ανάπτυξη. ¶λλωστε τα περιβαλλοντικά όρια στην ανάπτυξη έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, γιατί η επιδίωξη να ενταχθεί η φύση ως εμπόρευμα στους νόμους της αγοράς οδηγεί στην εξωτερίκευση από τις επιχειρήσεις του κόστους της περιβαλλοντικής καταστροφής για να συνεχίσει η μεγέθυνση του κεφαλαίου, η κερδοφορία και η συσσώρευση. Η ενσωμάτωση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κοστών στην οικονομία της αγοράς δεν αποτελεί μία επιλογή των κυρίαρχων οικονομικά ελίτ, γιατί μειώνει τα κέρδη και έρχεται σε αντίθεση με την αέναη επέκταση που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα, η οποία γεννάει συνεχώς καινούργια περιβαλλοντικά κόστη, 3. Μία Τρίτη εκδοχή απάντησης υποστηρίζει την νεωτερικότητα, τον κοινωνικοποιημένο δηλαδή καπιταλισμό, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες, επιδιώκοντας την διατήρηση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, την ανασυγκρότηση του βιομηχανικού καπιταλισμού και του συστήματος κοινωνικής προστασίας που συνδεόταν με αυτόν. Στοχεύει επίσης στην διατήρηση του ρόλου του έθνους- κράτους, απέναντι στην λαίλαπα της μετανεωτερικότητας, που οδηγεί σε ένα καπιταλισμό πιο επιθετικό και ανταγωνιστικό, που διαλύει τις συλλογικότητες και καθολικοποιεί την κινητικότητα της εργασίας. Η υπεράσπιση όμως των σταθερών συμβιβασμών ανάμεσα στην οικονομική δραστηριότητα και την προστασία των μισθωτών, του συνδυασμού δημοκρατίας και αγοράς με κοινωνική προστασία, απέναντι στην άγρια ανωμαλία μιας πλανητικής ευέλικτης αγοράς χωρίς κοινωνία η ακόμα η προσπάθεια να συνδέσουμε την κοινωνική ασφάλεια με την ευελιξία, δηλαδή να επιδιώξουμε ένα νέο συμβιβασμό, ανάμεσα σε ασφάλεια και κινητικότητα είναι μία αδιέξοδη συνταγή. Η δύση για μία μεγάλη ιστορική περίοδο διατήρησε την παγκόσμια κυριαρχία στηριζόμενη εκτός των άλλων στην (κοινοβουλευτική) δημοκρατία και στην αγορά με κοινωνική προστασία. Και οι δύο όμως αυτοί παράγοντες είναι μέσα και όχι σκοποί. Οι σκοποί εκφράζονται από ιδεολογικές και θρησκευτικές αξίες ή από ένα εγκόσμιο συλλογικό σχέδιο που νοηματοδοτεί την ζωή και σήμερα τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ζωντανά στον δυτικό καπιταλισμό. Ο δυτικός καπιταλισμός δεν έχει ψυχή. Ο διαφωτισμός νοηματοδότησε την πορεία της δύσης, αλλά στην πορεία κυριάρχησε η εργαλειακή -ορθολογική εκδοχή του, που θεοποιώντας τον άνθρωπο οδήγησε στην μυθοποίηση της ανάπτυξης, στην λογική της γραμμικής και αδιάκοπης προόδου, στη διαρκή επέκταση της κατανάλωσης και του εμπορεύματος. Σε ένα κόσμο όμως πραγμάτων και τεχνημάτων δεν υπάρχει πλέον ψυχή και νόημα. Το βασικό λοιπόν ζήτημα είναι η άρνηση του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης και του εμπορεύματος, του οικονομικού φαντασιακού που θεωρεί ότι κάθε ανθρώπινη επιλογή υπαγορεύεται από την οικονομική λογική, επιβάλλοντας έτσι τον μύθο ότι η ανάπτυξη είναι το όχημα για την ευημερία. Η μετανεωτερικότητα, ο ευέλικτος καπιταλισμός της ολικής εμπορευματοποίησης και του ολοκληρωτισμού της αγοράς είναι απλώς μία ακραία εκδοχή της παραπάνω λογικής. 4. Η θεοποίηση της τεχνολογίας, η δημιουργία ενός τεχνοκόσμου, είναι η τέταρτη εκδοχή απάντησης στα αδιέξοδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η τεχνολογική φυγή προς τα μπροστά σαγηνεύει ως εκδοχή ορισμένες μερίδες των κυρίαρχων ελίτ, γιατί συν τοις άλλοις καθιστά περιττή, περιθωριοποιεί την πάντα ενοχλητική ανθρώπινη παρουσία, την απρόβλεπτη υποκειμενικότητα. Ο νέος κόσμος, ο τεχνόκοσμος, είναι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τεχνολογικά εφικτός και κινείται σε δύο κατευθύνσεις Α) Η πρώτη κατεύθυνση σχετίζεται με την δυνατότητα παρέμβασης στο γενετικό υλικό του ανθρώπου, που σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη, επιτρέπει να γίνει μία τεχνητή αλλοίωση του ανθρώπου ή να μετεξελιχθούν οι μηχανές επιτελώντας ανθρώπινες λειτουργίες ή να γίνει μία συνάρθρωση ανθρώπου και μηχανής. Ο νέος άνθρωπος θα έχει έτσι αποδεσμευτεί από τους περιορισμούς της φύσης, άλλα και τους ιστορικούς προσδιορισμούς, θα είναι κυριολεκτικά τεχνούργημα. Πρόκειται για μία τεχνοφασιστική εκδοχή που σκοπεύει να αντιμετωπίσεί τα εκρηκτικά προβλήματα του πλανήτη (τεράστιες ανισότητες φτώχειας και πλούτου, μόλυνση, υπερθέρμανση, πυρηνικά όπλα κλπ.) με την κατασκευή ενός υπερανθρώπου. Έτσι θα συνεχιστεί η διαιώνιση του σημερινού αναπτυξιακού μοντέλου της σπατάλης των φυσικών πόρων, της ερήμωσης της γης και των ανισοτήτων. Η άνοδος για παράδειγμα της θερμοκρασίας της γης, λόγω του φαινόμενου του θερμοκηπίου, θα αντιμετωπιστεί με μεταλλάξεις φυτών-ζώων και ανθρώπων αντί να μειωθεί ή να καταργηθεί η καύση του πετρελαίου. Β. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η μετατροπή μέσω της πληροφορικής τεχνολογίας της υλικότητας του κόσμου σε άυλη αναπαράσταση του, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η τεχνολογική ουτοπία της προσομοίωσης της φύσης και της ιστορίας. Οι τεχνολογίες της πληροφορίας, των επικοινωνιών και των πολυμέσων ως επεξεργαστές συμβόλων, οδηγούν σε μία αναπαράσταση του πραγματικού κόσμου, μετασχηματίζουν τον κόσμο σε εικονικό, σε ένα πεδίο δεδομένων και πληροφοριών. Το λογισμικό για παράδειγμα είναι ένα σύστημα (Καλλίνικος 2003) αυτοματοποιημένων κανόνων επεξεργασίας νοητικών συμβόλων, πνευματικών δεδομένων, που μετατρέπει την γνωστική ιδιοποίηση του κόσμου από τον άνθρωπο σε τεχνολογική, σε μηχανισμό τεχνολογικά κατασκευασμένων δεδομένων. Έτσι η πληροφορική τεχνολογία αντικειμενοποιεί την πνευματική εργασία, την μετατρέπει σε ένα διευρυμένο πεδίο δεδομένων και πληροφοριών. Ήχοι, εικόνες, δεδομένα, ηλεκτρονική επικοινωνία, μορφές οργάνωσης πληροφοριών, αποτελούν το σημερινό εργασιακό περιβάλλον στο βαθμό που οι τεχνολογίες της πληροφορικής, της τηλεόρασης και του διαδικτύου δημιουργούν ένα τεχνολογικό σύμπαν που διευρύνει την κατασκευασμένη διαμεσολάβηση της αμεσότητας. Ο άυλος κόσμος του διαδικτύου, της πληροφορίας και του. τηλεοπτικού θεάματος είναι η μετατροπή διαμέσου της τεχνολογίας της υλικότητας του κόσμου σε άυλη αναπαράστασή του. Αυτή δε η άυλη και τεχνολογικά κατασκευασμένη αναπαράσταση του κόσμου τείνει να αντικαταστήσει την ενεργή συμμετοχή του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος στην ιδιοποίηση του κόσμου (Ναξάκης 2005). Η φύση έχει μετατραπεί σε τεχνοφύση και η κοινωνία σε ομοίωμά της. Πρόκειται για μία εξέλιξη, που αν ανεμπόδιστα συνεχιστεί θα επιβεβαιώσει ότι όταν ένας πολιτισμός είναι κυρίως τεχνολογικός τότε βρίσκεται σε παρακμή. Για αυτό σε μία κοινωνία με άλλες προτεραιότητες θα απαιτούνταν να προχωρήσουμε σε ορισμένους τομείς σε μία τεχνολογική αποανάπτυξη, να επιβληθεί ως κοινωνική επιλογή μία τεχνολογική στασιμότητα. ¶λλωστε η τεχνολογία δεν ήταν ποτέ ουδέτερη και απλώς η χρήση της καλή ή κακή. Η κατεύθυνση που παίρνει η τεχνολογική εξέλιξη σχετίζεται με τις κοινωνικές επιλογές των κυρίαρχων κοινωνικά ελίτ. 4. Τέλος μία Πέμπτη μορφή απάντησης στον παγκοσμιοποιημένο τεχνοκαπιταλισμό, που εκφράζεται από ορισμένα ρεύματα στα πλαίσια του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και όχι μόνο, υποστηρίζει την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο αποτελεί μία ρεαλιστική ουτοπία. Πρόκειται για ένα εγκώσμιο συλλογικό πρόταγμα που δεν υπόσχεται το τέλος της ιστορίας, τον παράδεισο, αλλά μία διαδικασία μετασχηματισμών χωρίς τέλος. Τα βασικά στοιχεία ενός προτάγματος, που ικανοποιεί την ανάγκη νοηματοδότησης και δεν οδηγεί σε εσχατολογικές προσδοκίες θα μπορούσαν να είναι: Α. Η αποανάπτυξη, η σταδιακή δηλαδή επιβράδυνση της υλικής μεγένθυνσης (Ν. Georgescu – Reogen 1995), η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας ιδιαίτερα σε καταστροφικές μορφές παραγωγής. Η ίδεα μιας κοινωνίας μείωσης της ανάπτυξης σημαίνει άρνηση της οικονομίας που έχει μοναδικό σκοπό την ανάπτυξη για την ανάπτυξη, χωρίς βέβαια να υπονοεί μία μείωση της ανάπτυξης ως αυτοσκοπό . Γιατί βέβαια δεν είναι σωστό να ελαττωθεί η οικονομική δραστηριότητα τόσο στις πλούσιες χώρες, σ΄αυτούς που ζουν στην αφθονία όσο και σε εκείνους που ζουν στη στέρηση, στις φτωχές χώρες. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας στους φτωχούς πληθυσμούς, αλλά με ένα τύπο ανάπτυξης διαφορετικό από των πλούσιων χωρών, είναι απαραίτητη κυρίως για να ικανοποιηθούν θεμελειώδες ανάγκες που αφορούν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την εκπαίδευση, την διατροφή, το πόσιμο νερό κλπ. Η οικονομική ανάπτυξη ως αυτοσκοπός, η απεριόριστη ανάπτυξη σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους πόρους είναι αδύνατη και καταστροφική. Όχι ένας αλλά ούτε πέντε πλανήτες σαν τη γη δεν θα έφταναν αν το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού παρήγαγε, κατανάλωνε και δημιουργούσε απόβλητα με τους φρενήρεις ρυθμούς της Αμερικής και των άλλων δυτικών χωρών. Αν οι φτωχές χώρες αποκτούσαν τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα του αναπτυγμένου βορρά τότε το οικολογικό αποτύπωμα, δηλαδή η επιφάνεια της γης που απαιτείται για να φιλοξενήσει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες χωρίς να υπονομεύεται η οικολογική ισορροπία, που φτάνει ήδη το 120% του πλανήτη, θα καθιστούσε την ζωή στη γη αδύνατη. Για αυτό είναι επείγουσα η επιστροφή σε ένα οικολογικό αποτύπωμα τουλάχιστον ίσο με την επιφάνεια του πλανήτη, δηλαδή σε ένα επίπεδο υλικής παραγωγής της δεκαετίας του 1970. Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθούσε όχι μόνο η μείωση της έντασης της οικονομικής μεγένθυσης αλλά και η αλλαγή στην φύση της. Για παράδειγμα η αύξηση της παραγωγής αγαθών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των ανθρωπίνων σχέσεων (π.χ. πολιτισμός, ψυχαγωγία) εξ ορισμού ασκεί μικρή περιβαλλοντική πίεση. Η απεριόριστη ανάπτυξη είναι επίσης καταστροφική γιατί ενισχύει το ανθρώπινο φαντασιακό που είναι διαποτισμένο από την αδιάκοπη κατανάλωση και την εμπορευματοποίηση, την φαντασίωση ότι η ευημερία ισοδυναμεί μετην κατοχή όλο και περισσότερων αγαθών. Η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα που θα οδηγήσει στην οικοδόμηση ενός ανθρώπινου φαντασιακού που δεν έχει αποικιοποιηθεί από την παράλογη ιδέα ότι κάθε ανθράπινη επιλογή καθοδηγείται από την οικονομική λογική και ταυτίζει την απόλαυση και την ευτυχία με την απεριόριστη κατανάλωση. Β. Ένα δεύτερο επίπεδο μετασχηματισμού αφορά την σταδιακή μετάβαση σε ένα νέο καταναλωτικό μοντέλο, σε ένα νέο σύστημα αναγκών που θεωρεί τις βασικές, ριζικές, ανάγκες λίγες και πεπερασμένες και όχι άπειρες και ακόρεστες. Το σημερινό υπόδειγμα ανάπτυξης πρέπει να μεταβληθεί ριζικά προς την κατεύθυνση της άρνησης του υπερκαταναλωτισμού και ιδιαίτερα της απεριόριστης παραγωγής ιδιωτικών αγαθών και του συνακόλουθου ατομικού καταναλωτισμού. Το κοινωνικό μοντέλο σήμερα αναπαράγει ένα τύπο ανθρώπου χρησιμοθηρικό και κτητικό ένα κοινωνικό φαντασιακό που καταναλώνει για να υπάρχει, αναζητά την καταξίωση του μέσω της αδιάκοπης επέκτασης των αναγκών και της κάλυψης τους με τη συσσώρευση πραγμάτων, τεχνημάτων και εμπορευμάτων. Έτσι γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο αν ζούμε για να καταναλώνουμε ή αν καταναλώνουμε για να ζούμε ή ακόμα χειρότερα αν οι άνθρωποι αγοράζουν τα εμπορεύματα ή τα εμπορεύματα τους ανθρώπους. (A. Γκορζ 1986). Για αυτό ο περιορισμός της ανάπτυξης προϋποθέτει και ταυυτόχρονα συνεπάγεται μία καταναλωτική συμπεριφορά που αποσυνδέει την ανθρώπινη ύπαρξη από την επέκτασή της στον κόσμο της απεριόριστης κατοχής και κατανάλωσης εμπορευμάτων και προκρίνει την ποιότητα έναντι της ποσότητας, το διαρκές και όχι το εφήμερο, την κάλυψη των βασικών και όχι των δευτερευόντων αναγκών. Η παραγωγή πρέπει να προσανατολιστεί στη δημιουργία ποιοτικών και ανθεκτικών προϊόντων, διαρκούς χρήσης, που να καλυπτουν ταυτόχρονα πολλές ανάγκες, να είναι δηλαδή πολυχρηστικά. Ταυτόχρονα ο περιορισμός της ατομικιστικής και ηδονιστικής καταναλωτικής συμπεριφοράς πρέπει να συνοδευτεί με την ενίσχυση της παραγωγής συλλογικων αγαθών και υπηρεσιών. Αν κάποιος δεν θέλει να μοιράζεται πράγματα που αφορούν και άλλους, όπως για παράδειγμα τα δημόσια μέσα μεταφοράς και να επιμένει να χρησιμοποιεί το ιδιωτικό αυτοκίνητο, τότε θα πρέπει αποζημιώνει τους άλλους για τις ζημιές που προκαλεί (φθορά συλλογικών υποδομών, μόλυνση, θόρυβο κλπ). Συλλογικός καταναλωτισμος έναντι του ατομικού και ακόμα παραπέρα ενίσχυση των συνεργατικών και μη εμπορευματικών μορφών παραγωγής και κατανάλωσης. Ο καταναλωτικός ηδονιστικός ατομικισμός χρειάζεται προϊόντα με όλο και πιο σύντομη ζωή, την αδιάκοπη παραγωγή ιδιωτικών αγαθών, αυξάνοντας έτσι την ενεργειακή κατανάλωση και τις περιβαλλοντικές βλάβες. Με πρόσχημα την «ελευθερία του καταναλωτή» όλο και αυξάνεται η ανισορροπία ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά αγαθά, ο ολοκληρωτισμός της αγοράς αυξάνει την ιδιωτική αφθονία και τη δημόσια αθλιότητα. Το πρόβλημα πλέον δεν τίθεται μόνο με όρους οικολογικής βιωσιμότητας αλλά ως ζήτημα ηθικής επανεξετάσεως του ανθρώπινου πολιτισμού. Η αποαποικιοποίηση του ανθρώπινου φαντασιακού από την αναπτυξιολαγνεία και τον καταναλωτικό ηδονισμό απαιτεί μία πολιτιστική επανάσταση που θα επανοηματοδοτήσει την ύπαρξη. Γ. Το τρίτο πεδίο μετασχηματισμών έχει ως στόχο την επιστροφή των παραγωγικών δραστηριοτήτων κοντά στον τόπο κατανάλωσης του προϊόντος, την τοπικοποίηση. Η ανάδυση των τοπικών και περιφεριακών οικονομιών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης προϋποθέτει ένα κοινωνικοπολιτικό σχέδιο που οι ανθρώπινοι πόροι, οι επιχειρήσεις και οι κοινοτικές συλλογικότητες ελέγχουν την τοπική οικονομία, που είναι μία οικονομία της ποιότητας και όχι της ποσότητας. Η τοπικοποίηση είναι ένα μοντέλο πόλεων, μεσαίου μεγέθους και όχι μεγαλουπόλεων, που επιτρέπει την αποκέντρωση των εξουσιών, την συλλογική αξιοποίηση υποδομών και τεχνολογίας, την επιστροφή στη μη βιομηχανική γεωργία που είναι επικεντρωμένη στον αγρότη, την περιβαλλοντική προστασία, την δημοκρατική διαχείριση, την συμμετοχή και την κοινωνική συνοχή. Επιπλέον σε τοπικό επίπεδο, σε αντίθεση με το υπέρεθνικο, οι κοινωνικοί έλεγχοι στην αγορά είναι πιο εφικτοί και πιο αποτελεσματικοί και ταυτόχρονα η τοπικοποίηση θα επιδράσει ευνοϊκά στο περιβάλλον γιατί θα επιφέρει ριζική μείωση των ενεργοβόρων ανταλλαγών μεγάλων αποστάσεων. Ένα τοπικοποιημένο παραγωγικό μοντέλο, τοπικής οικολογικής δημοκρατίας, που διατηρεί και ανανεώνει τις ιδιαίτερες αξίες και παραδόσεις της περιοχής, επιτρέπει να συνομιλήσουν και να “ ανταγωνιστούν” οι τοπικές και περιφεριακές οντότητες μεταξύ τους όχι κάτω από τον εξαναγκασμό των πολυεθνικών και της ομοιομορφίας των προϊόντων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά με βάση τις ιδιαίτερες αξίες τους. Η βιωσιμότητα του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από πολιτικές που θα ενθαρύνουν την παραγωγή και την πώληση στην ίδια γεωγραφική περιοχή, τις επιχορηγήσεις σε τοπικά επώνυμα και ποιοτικά προϊόντα, από την θέσπιση φόρων όπως του Τόμπιν και φραγμών στις offshore εταιρίες, από την υοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, την ποιοτική αναβάθμιση των κοινωνικών παροχών και την ενίσχυση της συλλογικής οικονομιίας. Δ. Τέλος, ένα καθοριστικό πεδίο μετασχηματισμών, ίσως η μητέρα των μαχών, αφορά την κατεύθυνση αλλά και την χρήση της τεχνολογίας. Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει ο κόσμος μετατρέπεται με αλματώδη βήματα σε τεχνοκόσμο. Οι νέες τεχνολογίες μετατρέπουν την υλικότητα του κόσμου σε άϋλη αναπαράσταση του, μετασχηματίζουν τον κόσμο σε εικονικό και ταυτόχρονα μέσω της παρέμβασης στο γενετικό υλικό, σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη, οδηγούν σε μία σύζευξη ανθρώπου και μηχανής. Πρόκειται για ένα εφιαλτικό σενάριο, που αν ανεμπόδιστα συνεχιστεί θα ακυρώσει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού του κόσμου. Η μετατροπή του ανθρώπου σε μετάνθρωπο (Καραμπελιάς, 2004) επιδιώκει την αντιμετώπιση των εκρηκτικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων με γονιδιακές μεταλλάξεις φυτών, ζώων και ανθρώπων και μέσω της μετατροπής του κόσμου σε εικονικό κατασκευάζει ένα άνθρωπο που καταναλώνει ως εμπόρευμα όλο και περισσότερο μία τεχνολογικά κατασκευασμένη αναπαράσταση του κόσμου. Για αυτό ένα εγκώσμιο εναλλακτικό συλλογικό πρόταγμα δίπλα στην απο-ανάπτυξη, την υποκατανάλωση, την τοπικοποίηση πρέπει να προσθέσει την επιλογή της τεχνολογικής στασιμότητας. Για να είμαστε πιο ακριβής σε μία κοινωνία που περιορίζει την εμπορευματική σφαίρα, αναπτύσει συνεργατικές και αλληλέγγυες μορφές παραγωγής, διαθέτει συλλογικές μορφές οργάνωσης κλπ., η χρήση της τεχνολογίας θα είναι επιλεκτική. Σε ορισμένους τομείς θα προωθηθεί η τεχνολογική αποανάπτυξη (κλωνοποίηση ανθρώπου), σε άλλους η τεχνολογική στασιμότητα (πάγωμα τεχνολογικών καινοτομιών που έχουν ως στόχο να παράγουν προϊόντα με μικρή διάρκεια ζωής) και σε άλλους θα επιδιωχθεί η ανάπτυξη της γνώσης και της καινοτομίας (πολιτισμός, υγεία, ποιοτικά και πολυχρηστικά προϊόντα κλπ.) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βεργόπουλος, Κ(I999).Παγκοσμιοποίηση : Η μεγάλη Χίμαιρα, Νέα Σύνορα-Α, Α Λιβάνης. Beck,U.(1992).Risk Society: Towards a new Modernity, London, sage. Beck, U.(1999).Τι είναι Παγκοσμιοποίηση, Καστανιώτης. Bonefeld,W.(1993). Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή, Εξάντας. Castells, M.(1996).The information age: Economy, society and culture, Blackwell publisher oxford. Chomsky, Ν (2000). Κέρδος και Πολίτης: Νεοφιλελευθερισμός και Παγκόσμια τάξη, Γκορζ, Α.(1999).Η αθλιότητα του σήμερα και η προοπτική του αύριο, Νέα Σύνορα Α. Α Λιβάνης. Γκορζ, Α.(1986).Οι δρόμοι του παραδείσου, Αθήνα, Κομμούνα. Δερτούζος, Μ.(1998).Τι μέλλει γενέσθαι, Νέα Σύνορα Α. Α Λιβάνης. Gίlpin, R.(1997).Η Πολιτική Οικονομία των διεθνών σχέσεων, Τόμος Α, Gutenberg. Georgescu – Roegen, N(1995), La Decroissance, sang de la terre, Paris. Hardt, M. Negri, A. (2000). Empire, Harνad university press, Cambridge, Mas./London. Hirst,P., Τhοmpsοn,σ(2000). Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, Παπαζήσης. Καραμπελιάς, Γ.(2004). Η θεμελιώδης παρέκκλιση, Εναλλακτικές Εκδόσεις. Καλλίνικος, Ι. Γ.(2003.Τεχνολογία και Εικονικότητα: Ο γνωσιακός μετασχηματισμός της σύγχρονης ζωής", Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών,τευχ.3. Κένεντι, Π.(1995).Προετοιμασία για τον 21° αιώνα, Νέα Σύνορα - Α. Α Λιβάνης. Κλαστρ, Π(1994).Η κοινωνία ενάντια στο κράτος, Αθήνα, Αλεξάνδρεια. Luttwak, Ε.(2003).Αχαλίνωτος καπιταλισμός: Νικητές και Ηττημένοι της Παγκόσμιας Οικονομίας, Λιβάνης. Le Monde Diplomatique (1998) "Αντιστάσεις στην Παγκοσμιοποίηση"(Ελληνική Έκδοση), Τ .15. Μήλιος, Γ .(1997). Θεωρίες για τον Παγκόσμιο καπιταλισμό, Κριτική. Μασμανίδης, Κ(2000). Παγκοσμιοποίηση, αποϋλοποίηση και νέα Οικονομία, Εξάντας. Μπάουμαν, Ζ.(2002).Εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Μεταίχμιο. Ναξάκης, Χ.(1997), Η φτώχεια των εθνών, Εναλλακτικές Εκδόσεις. Ναξάκης, Χ.(2003)Παγκοσμιοποίηση : Μύθοι και πραγματικότητα. Στο Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της Παγκοσμιοποίησης (συλλογικό ),Αθήνα, Πατάκης. Ναξάκης, Χ(2005).Εργασία: άυλη, ευέλικτη, καθολική και νομαδική στο: Το μέλλον της Εργασίας (συλλογικό ),Πατάκης. Οφφε, Κλ.(1993).Κοινωνία της εργασίας, Νήσος. Πελαγίδης, Θ .(2002).Πόσο έχει προχωρήσει η παγκοσμιοποίηση, Παπαζήσης Polanyi, K(1994). O μεγάλος Μετασχηματισμός, Σκόπελος: Εκδόσεις Νησίδες. Passet, R.(2004).H νεοφιλελεύθερη Αυταπάτη, Παρατηρητής. Rifkin, J.(1996).To τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Νέα Σύνορα - Α. Α Λιβάνης. Ροζανβαλον, Π.(2001).Το νέο κοινωνικό ζήτημα, μεταίχμιο. Ρουμελιώτης, Π(1996).Η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση, Νέα Σύνορα - Α. Α Λιβάνης. Σεν, Α.(2004).Επανεξετάζοντας την Aνισότητα, Kαστανιώτης. Tapscott, D.(2000).H ψηφιακή Οικονομία, Leader Books. Thurow, L.(1997).To μέλλον του καπιταλισμού, Νεα Σύνορα -Α. Α Λιβάνης. Φόστερ, Τ.(2005). Οικολογία και καπιταλισμός, Μεταίχμιο. Χαινς, Κ(2006). "Τοπικοποίηση-ένα παγκόσμιο μανιφέστο" ,¶ρδην, Τ .59. Ziengler, J.(2004).H ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι Νέοι Κοσμοκράτορες, Σύγχρονοι Ορίζοντες.

Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;