Οταν το 2008 ξέσπασε η πιστωτική κρίση στη Γουόλ Στριτ, η ηγεσία της ηπειρωτικής Ευρώπης απεφάνθη ότι πρόκειται για κρίση του αγγλοσαξονικού καπιταλισμού των χρηματοοικονομικών αγορών. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί διαβεβαίωναν ότι όχι μόνο δεν θα πλήξει την Ευρώπη αλλά τουναντίον αποτελεί ιστορική ευκαιρία για το ευρώ και την ευρωζώνη. Εν τέλει το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη. Κατά έναν περίεργο τρόπο, η τευτονική Ευρώπη κατόρθωσε να μετατρέψει την αμερικανική κρίση σε ευρωπαϊκή. Ετσι όχι μόνο δεν αναδείχθηκε σε νέο παγκόσμιο ηγέτη αλλά έγινε η κύρια πηγή αστάθειας, το μεγάλο βαρίδι που διαρκώς εμποδίζει την παγκόσμια οικονομία να ανακάμψει.
Ηγεμονεύουσα είναι μια χώρα που σε περιόδους κρίσης μπορεί να εγγυηθεί την οικονομική σταθερότητα παρέχοντας μια σειρά συλλογικών αγαθών, όπως απεριόριστη ρευστότητα σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα αναχρηματοδότησης και απορρόφηση προϊόντων ώστε να ανακάμψουν μέσω εξαγωγών. Η Γερμανία έπραξε ακριβώς το αντίθετο: εμπόδισε την ΕΚΤ να λειτουργήσει ως «δανειστής εσχάτης ανάγκης», ενώ αρνήθηκε να λειτουργήσει ως «αγοραστής εσχάτης ανάγκης» περιφρουρώντας τα εμπορικά της πλεονάσματα. Επομένως, η άποψη ότι στη διάρκεια της κρίσης αναδείχθηκε ο ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας δεν ευσταθεί. Αντίθετα, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η παντελής έλλειψη διορατικότητας και ηγετικών ικανοτήτων. Φαίνεται ότι πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η εμμονή σε κανόνες και ποινές, η πίστη στην αυστηρή πειθαρχία και η διολίσθηση στον αυταρχισμό, επηρεάζουν την πολιτική οικονομία αυτής της χώρας και την εμποδίζουν να ηγεμονεύσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Δύο φορές στο παρελθόν αποπειράθηκε να ενοποιήσει την Ευρώπη χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα, με τραγικά αποτελέσματα. Αυτή τη φορά χρησιμοποιεί πολιτική οικονομικής πυγμής, αλλά και πάλι θα αποτύχει. Η ενοποίηση της Ευρώπης μπορεί να γίνει μόνο με θετικό πολιτικό όραμα, με το «καρότο» και όχι με το «μαστίγιο».
Το σημερινό αδιέξοδο της ΕΕ δεν είναι πεπρωμένο, είναι έργο ανθρώπων. Είναι το απολύτως αναμενόμενο αποτέλεσμα της ολέθριας οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η ευρωζώνη, με την οποία δυσανασχετεί ακόμη και το ΔΝΤ. Αντί να διδαχθεί από τις εμπειρίες του παρελθόντος και να εφαρμόσει επεκτατική μακροοικονομική πολιτική για να ενεργοποιήσει τους αδρανείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους ώστε να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος και να απορροφηθούν τα ελλείμματα και τα χρέη, κάνει ακριβώς το αντίθετο: ανέχεται τις ανηλεείς κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών και εξαπολύει πολέμους άγριας λιτότητας που από κοινού στραγγαλίζουν την οικονομική δραστηριότητα βυθίζοντας τη μία χώρα μετά την άλλη στην ανεργία και στην απόγνωση. Και για να διασφαλίσει τα συμφέροντα των πιστωτών επαναλαμβάνει μονότονα ότι «προέχει η τήρηση των υποχρεώσεων», ξεχνώντας ότι η απάνθρωπη εμμονή στις συμβάσεις προκαλεί επαναστάσεις.
Στην αρχή ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας με ελάχιστο κόστος. Οι ιθύνοντες όμως προτίμησαν να μη σβήσουν τη δημοσιονομική πυρκαγιά για να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους παραβάτες του Νότου. Φταίει η Ελλάδα, είπαν, και οφείλει να βάλει τάξη στα του οίκου της. Στη συνέχεια έφταιγε η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Σλοβενία και σε λίγο όλη η ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ η πυρκαγιά φούντωνε, μαζί και το κόστος διάσωσης. Αλλά και πάλι δεν λείπουν τα χρήματα. Αυτό που λείπει είναι το κατάλληλο πολιτικό κλίμα. Στιγματίζοντας ολόκληρους λαούς με ανυπόστατα πολιτισμικά στερεότυπα (τεμπέληδες, σπάταλοι, διεφθαρμένοι, απατεώνες), έδωσαν τη χαριστική βολή στην ξεθωριασμένη ευρωπαϊκή ταυτότητα, δίνοντας παντού εκλογική ώθηση στον εθνικισμό και στον αντιευρωπαϊσμό με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Και τώρα τον έχουν απέναντί τους, αδιάλλακτο υπερασπιστή τού κακώς νοούμενου εθνικού συμφέροντος. Και να θέλει τώρα η Μέρκελ δεν μπορεί να περάσει τα μέτρα που απαιτούνται από τη Βουλή και το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Γι' αυτό μπαίνει στον πειρασμό να μαδήσει τη μαργαρίτα της ευρωζώνης, με την ελπίδα ότι αφενός θα απαλλαγεί από μεγάλο μέρος του κόστους διάσωσης και αφετέρου θα αποκομίσει εκλογικά οφέλη για την «εθνική» αυτή στάση της. Το ερώτημα είναι «ποιος» ή «ποιοι» θα μείνουν εκτός νυμφώνος σ' αυτή την προσπάθεια ελεγχόμενης συρρίκνωσης. Η πρώτη και πιθανότερη εκδοχή είναι η Ελλάδα, που θεωρείται χαμένη υπόθεση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η χώρα μας, μετά τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και του πειραματόζωου, θα παίξει και τον ρόλο της Ιφιγένειας για να πνεύσει ούριος άνεμος στα πανιά του οικονομικού σκοταδισμού και της κοινωνικής αναλγησίας των θερμοκέφαλων Τευτόνων. Η δεύτερη εκδοχή είναι η χειρουργική επέμβαση να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όλες τις προβληματικές χώρες, πλην ίσως της Ιταλίας, ώστε να αποφευχθεί το γνωστό ντόμινο, με τις αγορές σε ρόλο κατά συρροήν δολοφόνου. Στην πρώτη περίπτωση το συνολικό κόστος υπολογίζεται σε μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, στη δεύτερη ξεπερνά το ένα τρισεκατομμύριο.
Ουσιαστικά όμως πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου και επικίνδυνα παιχνίδια με τη φωτιά. Στο σημερινό μακροοικονομικό περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρξει ελεγχόμενη αναδιάρθρωση της ευρωζώνης. Χωρίς την ΕΚΤ σε ρόλο απεριόριστου δανειστή των κυβερνήσεων (και στόχευση αισθητά υψηλότερου πληθωρισμού), χωρίς ενιαίο και κεφαλαιουχικά εύρωστο τραπεζικό σύστημα, χωρίς αναπτυξιακή πολιτική πλήρους απασχόλησης και χωρίς ευρωομόλογα, το εγχείρημα θα αποτύχει συμπαρασύροντας ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η διατήρηση της ευρωζώνης είναι μονόδρομος. Αν για οποιονδήποτε λόγο αρχίσει να φυλλορροεί, υπάρχει κίνδυνος να διαλυθεί και να οδηγήσει σε ένα οδυνηρό ριμέικ της δεκαετίας του '30. Είναι όμως εφικτή; Ιδωμεν.
Ο κ.Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Σχολιάστε εδώ
για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε