Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

«Η Μεγάλη Ύφεση».του Γιώργου Δουράκη

«Η Μεγάλη Ύφεση»

Η Ολέθρια Οικονομική Πολιτική της Ευρωζώνης και οι Οδυνηρές Επιλογές μας στο Μέλλον

του Γιώργου Δουράκη

Είναι γεγονός- όλοι το παραδέχονται σήμερα- ότι ο πλανήτης ζει την χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 80 ετών. Η κρίση αυτή στην σημερινή της φάση πλήττει κυρίως την Ευρωζώνη και όλοι υποστηρίζουν ότι είναι κρίση δημοσιονομική. Και μάλιστα στη χειρότερη μορφή της η κρίση αυτή έχει πλήξει την Ελλάδα, η οποία εδώ και κάποιες δεκαετίες είχε ένα σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Αυτό όμως το δημοσιονομικό πρόβλημα μετά το 2009 μετεξελίχθηκε σε ανοιχτή και ανεξέλεγκτη δημοσιονομική κρίση.

Είναι ωστόσο λάθος να λέμε ότι η κρίση που βιώνει σήμερα η Ελλάδα είναι δημοσιονομική. Δυστυχώς η δημοσιονομική κρίση έχει μετεξελιχθεί σε Μεγάλη Ύφεση σαν και αυτή που έζησε η Αμερική την περίοδο 1929-1933. Από καιρό υποστηρίζω την άποψη αυτή. Λίγο πριν έρθω στη σημερινή εκδήλωση βρήκα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής της πρώτης δανειακής σύμβασης. Είναι πραγματικά συντριπτικά. Περιγράφουν την κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας. Το ΑΕΠ έχει μειωθεί σωρευτικά κατά 16%. Η ανεργία αυτή τη στιγμή είναι περίπου 21% και οι ρυθμοί με τους οποίους αναπτύσσεται είναι τρομακτικοί. Πρόκειται για παγκόσμιο ρεκόρ. Και τα χειρότερα έρχονται. Διότι τώρα θα αρχίσουν να απολύονται άνθρωποι και από τον δημόσιο τομέα ο οποίος συνήθως σε περιόδους κρίσης δρα σταθεροποιητικά. Συνεπώς πολύ γρήγορα θα φτάσουμε και θα ξεπεράσουμε το 25%, ποσοστό το οποίο άγγιξε η ανεργία την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής έχει μειωθεί από το 2008 μέχρι σήμερα κατά 30%. Η βιομηχανική παραγωγή της περιόδου εκείνης είχε πέσει κατά 40% περίπου. Οι πωλήσεις λιανικής έχουν μειωθεί σωρευτικά από το 2008 και μετά κατά 35% περίπου. Πρόκειται για κατάρρευση μακροοικονομικών μεγεθών. Συνεπώς είναι λάθος κατά την γνώμη μου αυτή τη στιγμή να καθόμαστε και να μιλάμε αποκλειστικά και μόνο για δημοσιονομική κρίση.

Θα πρέπει το ενδιαφέρον να στραφεί στην Μεγάλη Ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι η απασχόληση. Το βασικό πρόβλημα είναι να μπορέσει να ξαναπάρει μπρος η ελληνική οικονομία. Και όχι απλώς να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης, γιατί όπως τουλάχιστον δείχνει η διεθνής εμπειρία των τελευταίων 10-15 ετών η οικονομική ανάκαμψη δεν φαίνεται να συνοδεύεται από την απορρόφηση των ανέργων που χάνουν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Δεν αρκεί απλώς να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, να πετύχει κάποιους ρυθμούς ανάπτυξης, θα πρέπει η πολιτική να στοχεύει ευθέως και πρωτίστως στη δημιουργία θέσεων εργασίας που θα απορροφήσουν την  υπάρχουσα ανεργία.

Όσον αφορά στον τομέα του δανεισμού των τραπεζών και προς τις επιχειρήσεις και προς τα νοικοκυριά, εκεί πραγματικά υπάρχει πιστωτική ασφυξία. Προφανώς όμως δεν είναι  αυτό το βασικό πρόβλημα της Ύφεσης που ζούμε σήμερα. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Και δεν υπάρχει ζήτηση γιατί δεν υπάρχει αγοραστική δύναμη. Έχουν πληγεί ευθέως με την πολιτική που ακολουθείται οι μισθοί, οι συντάξεις και τα χαμηλότερα εισοδήματα και συνεπώς οποιονδήποτε επιχειρηματία και να ρωτήσετε σήμερα στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική και στην Ευρώπη θα σας πει ότι δεν κάνει επενδύσεις επειδή δεν μπορεί να πουλήσει τα προϊόντα του και όχι επειδή δεν μπορεί να βρει δανεικά από τις τράπεζες. Ακόμα και να μπορούσε να βρει δανεικά και με 0% επιτόκιο, αν δεν είναι σίγουρος ότι θα πουλήσει τα προϊόντα του δεν θα δανειστεί τα χρήματα αυτά.

Τι έφταιξε λοιπόν γι’ αυτή τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα μας; Προφανώς για το μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα που είχε εδώ και δεκαετίες φταίει η ίδια η χώρα - αυτό είναι ένα εσωτερικό αίτιο. Φταίμε που δεν φροντίσαμε κυρίως την δεκαετία του 2000 να νοικοκυρέψουμε τα δημοσιονομικά μας. Και οι συνθήκες ήταν πραγματικά ευνοϊκές, αφού όλη αυτή την περίοδο η Ελλάδα είχε ρυθμούς ανάπτυξης εντυπωσιακούς, κάτι που συνήθως αποσιωπάται ή πολλές φορές λέγεται ότι δεν είχαμε ποτέ ανάπτυξη. Ρυθμοί της τάξεως του 4,5% και 5% ετησίως είναι ρυθμοί πολλαπλάσιοι από αυτούς που είχε η υπόλοιπη ευρωζώνη. Συνεπώς όταν πήγαινε καλά η ελληνική οικονομία ήταν ο καιρός να νοικοκυρέψει τα δημοσιονομικά της, να μειώσει τα ελλείμματα, να μειώσει τα χρέη. Τώρα στην περίοδο κρίσης η επιλογή αυτή είναι ολέθρια. Δεν μπορεί κανείς να αποπληρώσει τα χρέη του όταν ο ίδιος δεν πάει καλά. Αυτό δηλαδή που προσπαθούμε να κάνουμε τώρα.

Αλλά το βασικό αίτιο δεν είναι δημοσιονομικό, αφού το ποσοστό χρέους το είχαμε σταθεροποιημένο γύρω στο 100% του ΑΕΠ τουλάχιστον από το 1993 και μετά- για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Άρα δεν ήταν ανεξέλεγκτο το χρέος αυτό, δεν δημιουργούσε προβλήματα αναχρηματοδότησης. Ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα αλλά δεν εμπόδιζε την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με τον τρόπο που αναπτυσσόταν.

Υπάρχουν και εξωτερικοί παράγοντες. Και κατά την γνώμη μου αυτοί είναι κυρίως που ευθύνονται για την τροπή που πήρε το πρόβλημα από το 2009 και μετά. Ποιοι είναι οι παράγοντες αυτοί; Ο κυριότερος παράγοντας είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας λόγω της ένταξης στο ευρώ. Η ένταξη στο ευρώ ενεργοποίησε εισροές κεφαλαίων στις φτωχότερες χώρες από το πλούσιο κέντρο λόγω του κοινού νομίσματος και της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης, καθώς τα κεφάλαια από τις χώρες αυτές έσπευσαν να αξιοποιήσουν τις επενδυτικές ευκαιρίες που υπήρχαν εκεί. Οι συνθήκες Ελντοράντο που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας και αλλού οδήγησαν σ’ ένα περιβάλλον εύκολου και φθηνού χρήματος. Όλοι μπορούσαν να χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους με πολύ μεγάλη άνεση. Τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας και τα νοικοκυριά. Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθωρισμός περισσότερο στις χώρες της περιφέρειας από ότι στην Γερμανία και στις άλλες ισχυρές χώρες του κέντρου. Αυτή η άνοδος των τιμών δημιούργησε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας με αποτέλεσμα τα ελληνικά προϊόντα να μην μπορούν να πουληθούν στις διεθνείς αγορές και να υπάρξει αύξηση στο έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών. Αυτός είναι κατά την γνώμη μου ο βασικότερος λόγος. Δεν μπορούσε η Ελλάδα και οι άλλες περιφερειακές χώρες να κάνουν κάτι για το θέμα αυτό. Ήταν πέρα από τις δυνατότητες τους και ήταν κάτι που οι οικονομολόγοι περίμεναν ότι θα συμβεί μετά την ένταξη στο ευρώ. Εν πάση περιπτώσει, όμως, για την εντελώς ανεξέλεγκτη τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η κρίση αναχρηματοδότησης του χρέους (τέλη του 2009) μέχρι σήμερα δεν ευθύνονται ούτε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρα ούτε  η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Για την πραγματικά τρομακτική τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα κατά την ταπεινή μου άποψη ευθύνεται η ολέθρια οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Πραγματικά ζούμε μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της οικονομικής πολιτικής. Δεν συμφωνώ ότι η οικονομική πολιτική που ασκείται είναι νεοφιλελεύθερη με την κλασική έννοια του όρου, κυρίως στον νομισματικό τομέα. Ποτέ ο Μίλτον Φρίντμαν δεν είχε διανοηθεί να προτείνει συσταλτική δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ύφεσης. Είχε επικρίνει την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα για την πολιτική της την περίοδο 1929-33 και όχι απλώς την είχε επικρίνει, είχε πει ότι αυτή δημιούργησε την Μεγάλη Ύφεση, επειδή αντί να μειώσει τα επιτόκια και να αυξήσει την ρευστότητα στην οικονομία, αύξησε τα επιτόκια και μείωσε την ρευστότητα, στραγγαλίζοντας έτσι το τραπεζικό σύστημα. Συνεπώς είναι σφοδρά επικριτικός ο ίδιος ο πατριάρχης του νέου οικονομικού φιλελευθερισμού. Αλλά και ο Χάγιεκ συμφωνούσε με την άποψη αυτή. Άρα δεν πρόκειται για την κλασική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, αλλά για την εκδοχή του ανεκδιήγητου αμερικανού τραπεζίτη Άντριου Μέλον, που ήταν υπουργός οικονομικών του προέδρου Χούβερ και στον οποίο προσπάθησε ο τελευταίος να φορτώσει την ευθύνη της Μεγάλης Ύφεσης. Πρόκειται για μια σκοταδιστική οικονομική πολιτική. Δεν στέκει από άποψη λογικής, το καταλαβαίνει ο καθένας. Δεν μπορεί σε περιόδους ύφεσης να μειώνει τις δαπάνες του και το κράτος, τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας εξ ορισμού και με βάση την οικονομική λογική μειώνει τις δικές του δαπάνες. Το κράτος πρέπει να δρα αντίρροπα και σταθεροποιητικά στις περιπτώσεις αυτές. Μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα της οικονομίας πρέπει να υπάρχει μια σχέση τραμπάλας: όταν ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει προβλήματα και περικόπτει δαπάνες, το κενό δαπανών πρέπει να το καλύπτει το κράτος, αφού οι συνολικές δαπάνες είναι αυτές που κινούν την οικονομία. Σήμερα έχουν στιγματίσει τις δαπάνες με εντελώς αρνητικό τρόπο και όπου ακούει κανείς δαπάνες εξυπακούεται ότι πρέπει να πάρει ένα τσεκούρι και να αρχίσει να κόβει. Αν όμως και ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας μειώνουν ταυτόχρονα τις δαπάνες τους λογικό επακόλουθο είναι να χειροτερεύει διαρκώς η ύφεση και η ανεργία. Συνεπώς, δεν συμφωνώ με την άποψη ότι αυτή η πολιτική της Ευρωζώνης είναι νεοφιλελεύθερη με την κλασική έννοια του όρου. Είναι ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, στην πιο σκληρή και κοινωνικά ανάλγητη εκδοχή που θα μπορούσε να υπάρξει.

Και βέβαια, ιδιαίτερα στον νομισματικό τομέα, συμφωνώ με την άποψη ότι η Ελλάδα βρέθηκε εγκλωβισμένη στην οικονομική και νομισματική ένωση. Πραγματικά η ένταξη στο ευρώ έγινε με βάση κάποιο σκεπτικό, με βάση κάποια υπόθεση. Η βασική υπόθεση ήταν ότι μπαίνουμε σε μία ένωση εταίρων. Παραχωρούμε μεν την νομισματική μας κυριαρχία, αλλά σε περίπτωση που θα έχουμε πρόβλημα, οι εταίροι μας στην ένωση αυτή θα μας στηρίξουν. Εδώ τι έγινε; Βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι, με την πλάτη στον τοίχο. Όταν αντιμετωπίσαμε οξύ πρόβλημα αναχρηματοδότησης του χρέους δεν είχαμε κεντρική τράπεζα από πίσω να μας στηρίξει με ρευστότητα.  Η ΕΚΤ έχει μπλοκαριστεί, δεν είναι μια φυσιολογική κεντρική τράπεζα. Μια από τις βασικές λειτουργίες μιας παραδοσιακής κεντρικής τράπεζας είναι σε περιόδους δημοσιονομικής κρίσης να παρεμβαίνει και να διοχετεύει ρευστότητα στο κράτος. Εδώ έπαψε να υφίσταται αυτή η βασική λειτουργία. Είναι συνειδητά κολοβή η ΕΚΤ και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας στέλνει βορά στα νύχια των διεθνών αγορών και των κερδοσκόπων. Όταν δεν έχουμε από πού αλλού να αντλήσουμε ρευστότητα πρέπει αναπόφευκτα να δανειστούμε από τις διεθνείς αγορές. Προφανώς εκεί λογικό ήταν να μας χορέψουν στο ταψί, να προσπαθήσουν να αυξήσουν τα επιτόκια όσο πάει.

Θα μπορούσε αν ήθελε η ΕΕ να λύσει το πρόβλημα αυτό παρεμβαίνοντας από την αρχή.  Να αφήσει την ΕΚΤ να διοχετεύσει ρευστότητα, να λειτουργήσει ως δανειστής εσχάτης ανάγκης. Να κάνει και για τις κυβερνήσεις, αυτό που ήδη κάνει για τις τράπεζες. Ως γνωστόν παρέχει απλόχερα δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες.  Διοχέτευσε σε μια πρώτη δόση τον Δεκέμβρη και σε μια δεύτερη χθες συνολικά πάνω από ένα τρις ευρώ. Άνευ όρων στηρίζει με 3ετή δάνεια και επιτόκιο 1% όλες τις τράπεζες χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες αυτές  θα αγοράσουν ομόλογα του δημοσίου διαφόρων χωρών κυρίως της Ισπανίας και της Ιταλίας, πράγμα που έγινε. Φυσικά αυτά τα χρήματα δεν διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία. Την ώρα που ο τραπεζικός τομέας άντλησε όλο αυτό το ποσό, την ίδια ώρα αυξήθηκαν οι καταθέσεις των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα σε επίπεδα ρεκόρ. Και μάλιστα τοποθετούν τις καταθέσεις αυτές με επιτόκιο 0,25%. Δηλαδή δεν διστάζουν ακόμα και να χάσουν από άποψη επιτοκίου, αρκεί να κάθονται σ’ ένα βουνό από χρήματα που θα τα χρειαστούν σε περίπτωση που η κρίση γίνει χειρότερη. Άρα, δημιουργείται εμπλοκή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού οι τράπεζες δεν προωθούν τις πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, όπως θα ήθελαν οι κυβερνήσεις. Και εδώ προφανώς μπαίνει το ζήτημα ότι θα πρέπει να υπάρξει πολιτικός έλεγχος των τραπεζών. Θα πρέπει να γίνει μια χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση που θα ελέγχει αυστηρά το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Απέχουμε όμως πάρα πολύ από το σημείο αυτό. Όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται είναι ανεπαρκείς. Ακόμα και το ΔΝΤ λέει σήμερα ότι δεν έχουν γίνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις και ότι ήδη άρχισαν οι τραπεζίτες να επανέρχονται στις ίδιες απατηλές πρακτικές του παρελθόντος, με κίνδυνο να ξαναδούμε τα ίδια φαινόμενα που οδήγησαν στη σημερινή κρίση.

Οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν ως δανειστές εσχάτης ανάγκης –ή μάλλον ως δωρητές εσχάτης ανάγκης- αλλά μόνο για την χρηματοοικονομική ολιγαρχία, όχι για τις χώρες. Ποιο είναι το επιχείρημα του κ. Ντράγκι και του προκατόχου του κ. Τρισέ; Ότι το άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβόνας δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα του δημοσίου των χωρών-μελών, γιατί με τον τρόπο αυτό οι κυβερνήσεις κακομαθαίνουν, εθίζονται στις σπατάλες και τα ελλείμματά τους αυξάνονται (moral hazard). Υπάρχει όμως ένα εντυπωσιακό παράδοξο. Αν δει κανείς σε τι επιτόκια δανείζονται σήμερα η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, που από άποψη δημοσιονομικών επιδόσεων βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα διαπιστώσει ότι τα επιτόκια δανεισμού τους βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.  Παρ’ όλο που έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέη από την Ευρωζώνη. Η μόνη διαφορά που υπάρχει είναι ότι οι χώρες αυτές έχουν από πίσω τους μια κεντρική τράπεζα που ασκεί τη λειτουργία του δανειστή εσχάτης ανάγκης. Ενώ η Ευρωζώνη δεν την έχει, κυρίως με υπαιτιότητα των Γερμανών. Δεν αφήνουν την ΕΚΤ να λειτουργήσει ως φυσιολογική κεντρική τράπεζα. Άρα είμαστε εγκλωβισμένοι. Για να αντιμετωπίσουμε την χειρότερη κρίση της ιστορίας μας δεν έχουμε κανένα εργαλείο οικονομικής πολιτικής στα χέρια μας: ούτε νομισματική πολιτική, αλλά ούτε και δημοσιονομική πολιτική, αφού την παραχωρήσαμε στους πιστωτές μας με την πρώτη δανειακή σύμβαση. Και όχι μόνο δεν έχουμε τα εργαλεία αυτά, αλλά αυτοί που ασκούν τις εν λόγω πολιτικές δεν τις ασκούν με γνώμονα τα δικά μας συμφέροντα, αλλά με γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα, τα συμφέροντα των πιστωτών. Αυτό είναι το μεγάλο δράμα.

Δυστυχώς, η θέση της χώρας μας είναι δεινή. Από την αρχή υποστήριξα ότι η λύση που θα δοθεί στο πρόβλημα θα είναι λύση de facto. Αυτό που προβλέπω είναι ότι πολύ γρήγορα η πολιτική της δεύτερης δανειακής σύμβασης θα οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο και σε κοινωνική κατάρρευση, δεδομένου ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι ήδη τραγική. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα είτε θα αναγκαστεί να κηρύξει αυτοβούλως μονομερή στάση πληρωμών, κατά πάσα πιθανότητα βγαίνοντας ταυτόχρονα και από την Ευρωζώνη, είτε οι ισχυροί εταίροι της θα την εξαναγκάσουν να κάνει κάτι τέτοιο.  Οπότε θα πρέπει, αν έχει μείνει ίχνος σοβαρότητας στην πολιτική και οικονομική ηγεσία του τόπου, να υπάρξει σοβαρή προετοιμασία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δυστυχώς όμως οι πολιτικοί μας ηγέτες στρουθοκαμηλίζουν. Κάθε φορά που πάει να γίνει σοβαρή και ψύχραιμη κουβέντα για αυτά τα πράγματα, ηλεκτρίζονται, δεν το συζητάνε. Υπάρχει ένας ορυμαγδός μαύρης προπαγάνδας που έχει περάσει και στα κανάλια και παντού. Όλοι προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν για το τι θα γίνει αν χρεοκοπήσουμε, φύγουμε από την Ευρωζώνη κτλ. Σκοπίμως η ΕΕ ταυτίζεται με την Ευρωζώνη. Προφανώς μπορεί κανείς να φύγει από την Ευρωζώνη χωρίς να φύγει από την ΕΕ, από την στιγμή που υπάρχουν χώρες οι οποίες έχουν το δικό τους νόμισμα και παρ’ όλα αυτά ανήκουν στην ΕΕ. Όμως το δίλημμα τίθεται με τον πολωτικό αυτό τρόπο για να τρομοκρατηθεί ο κόσμος και να μην μπορεί να διανοηθεί έξοδο από το ευρώ και την Ευρωζώνη, με ταυτόχρονη παραμονή στην ΕΕ.

Και έτσι η ελληνική κοινωνία λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο συναισθηματικά στο θέμα αυτό. Οι δημοσκοπήσεις τουλάχιστον δείχνουν ένα τεράστιο ποσοστό που δεν θέλει να φύγουμε από το ευρώ. Και λέω συναισθηματικά επειδή ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι ένα πολύ ισχυρό και υπερτιμημένο νόμισμα είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει κανείς για την οικονομία. Σας λέω ότι είναι ό,τι χειρότερο σε περιόδους ύφεσης. Το να έχεις ένα πάρα πολύ ισχυρό και υπερτιμημένο νόμισμα εν μέσω ύφεσης είναι αυτό που θα σε γονατίσει, είναι σαν να σταυρώνεις τη χώρα και το λαό της στο χρυσό σταυρό του ισχυρού νομίσματος. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Αλλά αυτό είναι αδύνατο να το κατανοήσει ο κόσμος. Συνεπώς υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο σημείο αυτό, που δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό. Ποιος μπορεί να πάρει την πολιτική πρωτοβουλία της αποχώρησης από την Ευρωζώνη όταν ο κόσμος στην συντριπτική του πλειοψηφία έχει αυτές τις αντιλήψεις; Γι αυτό λέω ότι η λύση θα δοθεί de facto. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στον πάτο, μέχρι εκεί που όλοι θα κατανοήσουν ότι δεν πάει άλλο. Και βέβαια αυτό θα μας κοστίσει πολύ ακριβότερα. Η αθέτηση πληρωμών που θα κάνουμε μετά από το δεύτερο μνημόνιο θα είναι πολύ ακριβότερη από την αθέτηση πληρωμών που θα κάναμε στην αρχή της κρίσης, γιατί ένα σωρό ρυθμίσεις είναι χειρότερες με την δεύτερη δανειακή σύμβαση. Κυρίως η υπαγωγή των νέων ομολόγων του PSI στο αγγλικό δίκαιο. Τώρα όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούμε εν μια νυκτί να πούμε ότι μετατρέπουμε τα ομόλογα από ευρώ σε δραχμές. Αυτό το δικαίωμα το είχαμε πιο μπροστά. Τώρα θα μας κοστίσει πολύ περισσότερο, γιατί αυτό το χρέος θα παραμείνει υποχρεωτικά σε ευρώ και σε περίπτωση που εμείς πάμε στη δραχμή προφανώς ο πληθωρισμός θα είναι πολύ μεγαλύτερος και άρα το πραγματικό χρέος εκφρασμένο σε ευρώ θα μεγαλώνει διαρκώς.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα προβλήματα. Αν πει κανείς να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη για να ανακτήσει την νομισματική και δημοσιονομική κυριαρχία έχω την αίσθηση ότι αυτό το ζήτημα δεν το έχουμε αναλύσει όσο θα έπρεπε. Η ανάκτηση της κυριαρχίας είναι σε μεγάλο βαθμό τυπική, δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίζουν να υφίστανται περιορισμοί. Το γεγονός ότι τυπικά ανακτούμε αυτή την κυριαρχία δεν σημαίνει ότι την έχουμε και πραγματικά. Οι περιορισμοί στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας και της παγκοσμιοποίησης -τόσο οι εμπορικοί όσο και οι χρηματοοικονομικοί- είναι τεράστιοι. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι του κατέβει επειδή έφυγε από την ΕΕ, το ευρώ κτλ. Ένας περιορισμός για παράδειγμα σχετίζεται με το διεθνές εμπόριο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ένα μεγάλος μέρος των προϊόντων εισάγονται. Αν πούμε ότι εμείς αποφασίζουμε να ασκήσουμε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, να αυξήσουμε τους μισθούς κτλ., αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να διοχετεύσουμε τα χρήματα αυτά σε ζήτηση ελληνικών προϊόντων. Είναι πολύ πιθανό αυτοί που θα πάρουν τις αυξήσεις να αγοράζουν προϊόντα που προέρχονται από το εξωτερικό. Αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο  έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Θυμάμαι για παράδειγμα τον Ανδρέα Παπανδρέου στην δεύτερη θητεία του την δεκαετία του ’80, που είχε αναγκαστεί να αλλάξει πολιτική μ’ ένα τέτοιο σκεπτικό. Έλεγε συγκεκριμένα ότι σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου ασκείται συσταλτική μακροοικονομική πολιτική είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στο τοίχο όταν παίρνεις μέτρα επεκτατικά. Ανάλογο πρόβλημα στο εμπορικό ισοζύγιο είχε αντιμετωπίσει τότε και ο Μιτεράν. Και οι δυο αναγκάστηκαν να αλλάξουν ρότα υπό την πίεση των εμπορικών ελλειμμάτων.

Και βέβαια ένα άλλο ζήτημα είναι κατά πόσον οι ιθύνοντες είναι όντως διατεθειμένοι να ακολουθήσουν διαφορετική πολιτική, αναπτυξιακή πολιτική. Πράγμα καθόλου βέβαιο, αν λάβουμε υπόψη ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και οι τεχνοκράτες τους οποίους συμβουλεύονται προσπαθούν τόσο καιρό να μας πείσουν ότι η πολιτική της Τρόικας είναι σωστή, αλλά εμείς δεν την εφαρμόζουμε σωστά και με την ταχύτητα που πρέπει. Τι μπορεί να με κάνει να πιστέψω ότι οι ίδιες αυτές πολιτικές δυνάμεις θα ακολουθήσουν μια άλλη, εντελώς διαφορετική πολιτική; Για να υπάρξει ελπίδα για μια άλλη οικονομική πολιτική χρειάζεται ανατροπή του κοινωνικού και πολιτικού σκηνικού.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι ότι οι λύσεις που έχουμε μπροστά μας είναι όλες επώδυνες, τουλάχιστο βραχυχρόνια. Δεν υπάρχει λύση που μπορεί να βελτιώσει άμεσα την οικονομική κατάσταση. Ακόμα και επιλογές που σε βάθος χρόνου δημιουργούν ελπίδες ανάκαμψης και προσφέρουν αναπτυξιακή προοπτική, βραχυπρόθεσμα θα είναι οδυνηρές. Και επειδή δεν υπάρχει πίστωση χρόνου, αυτό δυσκολεύει αφάνταστα την ανάληψη τολμηρών πολιτικών πρωτοβουλιών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ μπορεί πολύ γρήγορα να ενοχοποιηθεί, επειδή βραχυπρόθεσμα θα οδηγήσει σε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης. Δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο θα φορτωθούν όλα τα οικονομικά δεινά, αλλά και ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις μνημονιακές δυνάμεις που θα ανακάμψουν και θα περάσουν στην αντεπίθεση. Γι’ αυτό και επί του παρόντος δεν συνιστώ έξοδο από το ευρώ, έστω και αν προβλέπω ότι με τα δεδομένα της σημερινής οικονομικής πολιτικής το σενάριο αυτό θα καταστεί πολύ γρήγορα αναπόφευκτο.

Ομιλία στην εκδήλωση με θέμα «Χρέος και Ευρώ: Προοπτικές και Λύσεις», που διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ στις 2 Μαρτίου 2012 στο κεντρικό αμφιθέατρο της Σχολής ΝΟΠΕ


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;