Το τεράστιο ποσό των 2 τρισ. δολαρίων, ετησίως, είναι απαραίτητο για να χρηματοδοτηθεί η μετάβαση σε καθαρά καύσιμα και για να αντιμετωπίσουμε τις ακραίες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έως το 2030, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε στη σύνοδο COP27 για το κλίμα.
Η έκθεση που συντάχθηκε από τον οικονομολόγο Νίκολας Στερν, για λογαριασμό της Αιγύπτου και της Βρετανίας, και παρουσιάστηκε στη σύνοδο για το κλίμα που πραγματοποιείται στο Σαρμ-Ελ-Σέιχ στην Αίγυπτο, επισημαίνει ότι το ποσό αυτό είναι απαραίτητο για να βοηθηθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής κατάρρευσης.
Τα χρήματα αυτά κρίνονται απαραίτητα ώστε οι φτωχές χώρες να μπορέσουν να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα, να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα και να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών συνθηκών.
Τα ποσό αυτό, το οποίο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες όλων των αναπτυσσόμενων οικονομιών του κόσμου, εκτός από την Κίνα, είναι πολύ υψηλότερα από οποιαδήποτε χρηματοδότηση για το κλίμα που έχει ακόμη εκδοθεί για να βοηθήσει τις φτωχές χώρες.
«Σχεδόν το ήμισυ της απαιτούμενης χρηματοδότησης αναμένεται εύλογα να προέλθει από τοπικές πηγές, από την ενίσχυση των εγχώριων δημόσιων οικονομικών και των εγχώριων κεφαλαιαγορών, συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης μεγάλων δεξαμενών τοπικής χρηματοδότησης που μπορούν να κινητοποιήσουν οι εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες», αναφέρει η έκθεση. Ωστόσο σημαντικό ρόλο θα παίξει η εξωτερική χρηματοδότηση, μέσω της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων αναπτυξιακών τραπεζών.
Σύμφωνα με τον Νίκολας Στερν, κύριο συγγραφέα της έκθεσης και οικονομολόγος για το κλίμα, που έγραψε μια ανάλυση-ορόσημο το 2006 για τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής, «οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι είναι προς το ζωτικό τους συμφέρον, καθώς και ζήτημα δικαιοσύνης, δεδομένων των σοβαρών επιπτώσεων που προκαλούνται από τα υψηλά επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προκάλεσαν στο παρελθόν και συνεχίσουν να προκαλούν, να επενδύσουν στη δράση για το κλίμα στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες χώρες».
Και τονίζει ότι «το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των ενεργειακών υποδομών και της κατανάλωσης που προβλέπεται να σημειωθεί την επόμενη δεκαετία θα είναι στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες χώρες και, εάν αυτές οι χώρες εξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα, ο κόσμος δεν θα μπορέσει να αποφύγει την επικίνδυνη κλιματική αλλαγή, προκαλώντας ζημιές και καταστρέφοντας δισεκατομμύρια ζωές και μέσα διαβίωσης τόσο σε πλούσιες όσο και σε φτωχές χώρες».
Η χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης με χαμηλές εκπομπές άνθρακα στις φτωχές χώρες θα βοηθούσε στην απελευθέρωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων από τη φτώχεια, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Τα χρήματα απαιτούνται επίσης για να βοηθηθούν οι φτωχές χώρες να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, λαμβάνοντας μέτρα όπως η κατασκευή περισσότερο στιβαρών υποδομών και μέσων προστασίας, όπως θαλάσσια τοιχώματα και συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Όσον αφορά πιο σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, στις οποίες οι χώρες δεν μπορούν να προσαρμοστούν, όπως οι ζημιές και άλλες απώλειες, τα χρήματα θα βοηθήσουν στη διάσωση όσων κινδυνεύουν, στην επισκευή ζωτικής σημασίας υποδομών και στην επούλωση των πληγών στον κοινωνικό ιστό, με ανάπτυξη υπηρεσιών σχετικών με την υγεία και τη εκπαίδευση. Είναι χρήματα που θα πρέπει να κατευθυνθούν σε χώρες που διαλύονται από ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως καταστροφικές πλημμύρες, ξηρασίες, καταιγίδες και καύσωνες, που είναι πιθανό να επιδεινωθούν ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης.
Το θέμα των ζημιών και των απωλειών που προκαλεί η κλιματική κρίση είναι από τα βασικά θέματα της συνόδου κορυφής στο Σαρμ-Ελ-Σέιχ, που ξεκίνησε την Κυριακή 6 Νοεμβρίου και θα συνεχιστεί για ένα δεκαπενθήμερο.
Οι φτωχές χώρες είχαν λάβει υποσχέσεις ότι από το 2009 έως το 2020 θα ελάμβαναν τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια ετησίως ως βοήθεια για να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών συνθηκών. Αλλά αυτός ο στόχος έχει επανειλημμένα χαθεί και δεν είναι πιθανό να εκπληρωθεί μέχρι το επόμενο έτος.
Όπως επισήμανε ο Νίκολας Στερν, δεδομένης της πίεσης στους δημόσιους προϋπολογισμούς σε όλες τις χώρες, «ο ρόλος των πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα είναι κρίσιμος για την αύξηση της κλίμακας της εξωτερικής χρηματοδότησης για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες χώρες και τη μείωση του κόστους κεφαλαίου για τους επενδυτές».
«Η ροή χρηματοδότησης από αυτά τα ιδρύματα θα τριπλασιαστεί από περίπου 60 δισ. δολάρια ετησίως σήμερα σε περίπου 180 δισ. δολάρια ετησίως μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό απαιτεί ισχυρή αίσθηση κατεύθυνσης και υποστήριξης από τους μετόχους της χώρας και πραγματική ηγεσία από την κορυφή αυτών των θεσμών», πρόσθεσε.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, που συμμετέχει στις συζητήσεις της συνόδου COP27 δέχεται αυξανόμενη κριτική τους τελευταίους μήνες για την αποτυχία της να κατευθύνει επαρκείς πόρους για την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
www.efsyn.gr